27 Δεκ 2022

Ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος, ἀπό τή συγχώρεση στήν θεοπτία καί τό μαρτύριο

Γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Χασόγιας,
Θεολόγος τοῦ Ε.Κ.Π.Α
Ὁ Διάκονος καί Πρωτομάρτυρας Στέφανος ἀποτελεῖ μιά μορφή σταθμό στή δισχιλιετῆ ἐκκλησιαστική παράδοση. Καίτοι δέν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε γιά τή ζωή του καί τήν ἱστορική του πορεία - πέραν τῶν λίγων στοιχείων πού μᾶς δίνει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς - ὡστόσο ὑπῆρξε, σύμφωνα μέ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ὁ πρῶτος μάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας καί, κατά συνέπεια, ἐκεῖνος πού ὀδοθέτησε θά μπορούσαμε νά ποῦμε το ὅτι ἡ μακραίωνη ἐπίγεια πορεία της θά περνοῦσε μέσα ἀπό τό μαρτύριο.
Στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (κεφ. 6-8), γραμμένο ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, διαβάζουμε ὅτι ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων ἀποτελεῖτο ἀπό Ἑβραίους καί Ἑλληνιστές. Στοῦ στίχους αὐτούς τῶν Πράξεων μάλιστα ἔχουμε τήν πρώτη σαφῆ ἀναφορά γιά τήν ὕπαρξη ἑλληνιστῶν...χριστιανῶν, ἄν καί ἡ παρουσία τους πρέπει νά ἀνάγεται ἤδη ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἤδη διαβάζουμε ὅτι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἦσαν μεταξύ τοῦ πλήθους τῶν Χριστιανῶν «Ἰουδαῖοι τε καί προσήλυτοι» (Πρ. 2, 11). Λίγο πιό κάτω, ὅταν γίνεται ἀναφορά στόν ἀπόστολο Βαρνάβα, βλέπουμε ὅτι ἦταν «Κύπριος τῷ γένει» (Πρ. 4, 36) , ἄρα Ἕλλην. Ἑβραῖοι πάλι, κατά τούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης, καλοῦντο οἱ πιστοί πού μιλοῦσαν ἀραμαϊκά κι εἶχαν γεννηθεῖ στήν Παλαιστίνη[1]. Βεβαίως ὁ ἱερός Χρυσόστομος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ Ἑλληνιστές χριστιανοί πού μιλοῦσαν ἑλληνικά, ἦσαν τῷ γένει Ἑβραῖοι «καλεῖν τοὺς ἑλληνιστὶ φθεγγομένους οὗτοι γὰρ Ἑλληνιστὶ διελέγοντο, Ἑβραῖοι ὄντες»[2]. Τόν ὅρο Ἑλληνιστές τόν βρίσκουμε ἐπίσης καί στό χωρίο 9,29, τῶν Πράξεων[3].

Τότε λοιπόν, παρατηρήθηκε ὅτι στίς «ἀγάπες», στά γεύματα δηλαδή πού παρεῖχε ἡ κάθε τοπική ἐκκλησία μετά τήν προσευχή καί τή λατρεία, ἀδικοῦντο οἱ πένητες, οἱ χῆρες καί τά ὀρφανά πού ἀνῆκαν στήν Ἐκκλησία καί προήρχοντο ἀπό τους Ἑλληνίζοντες. Πιό συγκεκριμένα, οἱ Ἑλληνιστές διαμαρτύρονταν πρός τούς Ἑβραίους ὅτι «παραθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν» (Πρ., 6-1). Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, θέλοντας νά ἐξωραΐσει τά πράγματα καί νά ἁπαλύνει τίς ἐντυπώσεις, σημειώνει ὅτι:«οὐκ ἤν δὲ κακίας τὸ παροράσθαι τὰς χήρας, ἀλλὰ ραθυμίας»[4], δηλαδή λόγῳ τεμπελιᾶς κι ὄχι σκοπίμως γινόταν ἡ ἀδικία στίς χῆρες καί τά ὀρφανά τῶν Ἑλληνιστῶν Χριστιανῶν. Ὡστόσο ἡ ἀνθρώπινη φύση, μέ τά πάθη της, εἶναι ἡ ἴδια ἀνά τούς αἰῶνες καί δέν ἀλλάζει.

Ἐδῶ βεβαίως θά ἀναρωτηθεῖ κάποιος εὔλογα: σέ αὐτήν τήν πρώτη Ἐκκλησία τῶν ἐνθουσιαστικῶν τάσεων, πού ὅλοι οἱ πιστοί πίστευαν ὅτι ἡ Δευτέρα Ἔλευσις τοῦ Ἰησοῦ ἦταν θέμα χρόνου καί Τόν περίμεναν νά ἔρθει ἀπό μέρα σέ μέρα, ἦταν δυνατόν νά σημειώνονται ἀδικίες μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας; Ὅποιος ἐντυπωσιάζεται ἀπό τό γεγονός φαίνεται νά ἀγνοεῖ τήν πτωτική ἀνθρώπινη φύση πού ταλανίζεται ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες. Πάθη πού ἐγκαταλείπουν τόν ἄνθρωπο μόνον μετά τή φυγή του ἀπό αὐτόν τόν κόσμο. Κατά συνέπειαν καί στήν πρώτη, ἀποστολική λεγόμενη Ἐκκλησία, σημειώνονταν διακρίσεις μεταξύ τῶν ἔξ΄ Ἰουδαίων καί τῶν ἐξ΄εθνῶν Χριστιανῶν, μέ τούς πρώτους - ἀφοῦ πίστευαν ὅτι ὁ Χριστός εἶχε ἐνσαρκωθεῖ κυρίως γιά τό γένος τό δικό τους - νά δρούν πολλές φορές εἰς βάρος τῶν δευτέρων, στερῶντας τήν τροφή ἀπό τίς χῆρες καί τά ὀρφανά τῶν τελευταίων. Εἶναι φανερό ὅτι ὁ ἀντίδικος διάβολος πολεμοῦσε ἐξ ἀρχῆς τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί, δυστυχῶς, πάντα εὕρισκε καί βρίσκει ἕως καί σήμερα «πιστούς» πού γίνονται ὄργανα τοῦ καί δροῦν ὑπό τίς ἐντολές του.

Σύμφωνα μάλιστα μέ κάποιες ἀπόψεις, οἱ χῆρες καί τά ὀρφανά τῶν Ἑλληνιζόντων Χριστιανῶν ἀδικοῦντο καί στήν καθημερινή διανομή ἄρτου καί χρημάτων, ἐξ οὗ καί τό ἔργο τῶν ἑπτά Διακόνων ἀναφέρεται ὡς «διακονία καθημερινή»[5]. Ποιοί ἦταν ὅμως αὐτοί οἱ ἑπτά Διάκονοι καί ποιό ἦταν τό ἔργο τους; Οἱ Ἀπόστολοι, βλέποντας αὐτήν τήν ἀδικία, προσπάθησαν νά θεραπεύσουν τήν κατάσταση ἐκλέγοντας καί χειροτονῶντας σέ «Διακόνους», ἑπτά πιστούς οἱ ὁποῖοι θά εἶχαν ὡς ἔργο νά φροντίζουν τούς εξ΄ἑλληνιζόντων ἀπόρους πιστούς. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος διευκρινίζει ὅτι δέν ἐπρόκειτο γιά ἀξίωμα - διακόνημα λειτουργικό, ἀλλά γιά διακόνημα τραπεζῶν, ἀφοῦ ἀκόμα δέν εἶχε θεσμοθετηθεῖ ἡ «εἰδική ἰεροσύνη» στήν Ἐκκλησία, ἀλλά τῆς ἑκάστοτε λατρευτικῆς συνάξεως προΐστατο «εἰς ἐκ τῶν Ἁγίων», δηλαδή ἕνας ἀπό τούς Χριστιανούς, ὅπως ἐντέλλονται οἱ Ἀποστολικές Διαταγές[6]. Καί μεταξύ αὐτῶν, πρῶτοι ὁ Στέφανος, ὁ Φίλιππος καί ὁ Νικόλαος, οἱ ὁποῖοι, μαζί μέ ἄλλους τέσσερις Διακόνους, ἀνέλαβαν νά φροντίζουν τίς χῆρες καί τά ὀρφανά τῶν Ἑλληνιζόντων Χριστιανῶν ὥστε νά μήν ἀδικοῦνται καί νά μένουν νηστικά στίς «ἀγάπες», δηλαδή τά κοινά συσσίτια πού ὀργάνωνε ἡ πρώτη Ἐκκλησία γιά τά μέλη της.

Σύλληψη καί μαρτύριο τοῦ Στεφάνου

Πληροφορίες γιά τό ἀξίωμα καί τό ἔργο τους λαμβάνουμε ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (κεφ. 6-8). Ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ πρώτη ἀναφορά πού γίνεται πρός τό πρόσωπό του Στεφάνου καί εἶναι κατά τήν ἐκλογή τῶν Διακόνων. Μαθαίνουμε ἐπίσης ὅτι ὁ Στέφανος (Πρ., 6,8) καί ὁ Φίλιππος (Πρ., 21, 8) ἀσκοῦσαν παραλλήλως καί κηρυκτικό ἔργο. Αὐτή ἡ κηρυκτική δράση τους καί τό πλῆθος τῶν πιστῶν πού τούς ἀκολούθησαν, προφανῶς ἔγιναν καί ἡ αἰτία νά προκληθεῖ καί τό μῖσος τῶν Ἰουδαίων ἔναντι τοῦ προσώπου τοῦ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου. Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς (Πράξ. στ΄8 - ζ΄5, 46-60) μας πληροφορεῖ σχετικά: «Στέφανος, πλήρής πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ. Ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει.» Αὐτοί λοιπόν ἀπό τίς συναγωγές τῶν Λιβερτίνων, Κυρηναίων, Ἀλεξανδρέων καί λοιπῶν πού δέν μποροῦσαν νά ἀντιμετωπίσουν τή σοφία τοῦ πνεύματος του, τόν διέβαλλαν κατηγορῶντας τον ὅτι βλασφημοῦσε τόν Μωυσῆ καί τόν Θεό. Δήλωσαν συγκεκριμένα ὅτι «ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπόν τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς.» Ὁ Στέφανος συνελήφθη καί κλήθηκε σέ δίκη ἀπό τό Μεγάλο Συνέδριο (Σαχεντρίν) τῶν Ἱεροσολύμων. Οἱ δικαστές θαύμασαν μέ τήν ἀθωότητα καί τήν εὐγένεια τοῦ προσώπου του, δέν ἤθελαν νά πιστέψουν τίς κατ' αὐτοῦ κατηγορίες: «Καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου. Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει;» Τότε ἐκεῖνος ἀπολογούμενος ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου, κήρυξε μέ τόλμη τήν πίστη του στόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς τόν Μεσσία, κάτι τό ὁποῖο ἐξόργισε τούς Ἰουδαίους. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά καταδικασθεῖ εἰς θάνατον δια λιθοβολισμοῦ καί νά μαρτυρήσει - πρῶτος αὐτός ἀπό ὅλους - γιά τόν Χριστό. Τότε οἱ διῶκτες τοῦ «ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ' αὐτόν, καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν.» Ἐν συνεχείᾳ, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, οἱ κατήγοροι τοῦ ἄφησαν τά ροῦχα τους νά τούς φυλά ὁ νεαρός, τότε, μαθητής τοῦ Γαμαλιήλ, Σαῦλος - ὁ μετέπειτα ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος - καί ἄρχισαν νά τόν λιθοβολοῦν μέχρι θανάτου ἐνῶ ἐκεῖνος δέν ἔπαψε νά προσεύχεται ζητῶντας ἀπό τόν Κύριο νά παραλάβει τό πνεῦμα τοῦ: «Καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδάς νεανίου καλουμένου Σαύλου, καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε Ἰησοῦ, δέξαί τὸ πνεῦμά μου.» Ὁ Πρωτομάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας, λυγίζοντας ἀπό τό μαρτύριο τοῦ λιθοβολισμοῦ, γονάτισε καί ὡς ἀληθινός μαθητής τοῦ Ἰησοῦ, συγχώρεσε αὐτούς πού τόν θανάτωσαν προσευχόμενος μέ δυνατή φωνή γιά ἐκείνους: «Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη.» Κλείνοντας τήν ἀφήγηση τοῦ μαρτυρίου τοῦ Στεφάνου, ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς μας πληροφορεῖ ὅτι ὁ μετέπειτα Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιθυμοῦσε τή θανάτωση τοῦ Πρωτομάρτυρος: «Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ.»

Ὁ λόγος καί ἡ θεοπτία τοῦ Πρωτομάρτυρα

Ἀπολογούμενος ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος συνόψισε τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στό κύκνειο ἐκεῖνο ἆσμα τοῦ (Πρ. Ἀποστόλων ΣΤ' 8-15, Ζ' 1-5, 47-60). Ἀφοῦ ἀναφέρθηκε στήν ἱστορία τῶν Ἑβραίων, ὅπως αὐτή περιγράφεται μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη, τούς ὑπενθύμισε ὅτι συνεχῶς ἀπιστοῦσαν πρός τόν Θεό παρά το ὅτι ἀποτελοῦσαν τόν «ἐκλεκτό λαό» Του. Ἀκόμα καί τίς φορές πού ἔδειξαν ὅτι θέλησαν νά δοξάσουν τόν Θεό, οὐσιαστικά φρόντισαν νά δοξάσουν τούς ἑαυτούς τους μέσῳ τῶν ἔργων τους. Τούς θύμησε ὅτι ὁ Σολομῶν ἔκτισε τόν περίφημο ναό του γιά νά δοξάσει τόν ἑαυτό του κι ὄχι πρός δόξαν Θεοῦ ἀφοῦ ὁ Θεός δέν κατοικεῖ σέ χειροποίητους ναούς καί, ὅπως εἶπε, ἐάν ἤθελε ναούς γιά τόν ἑαυτό του θά τούς εἶχε κατασκευάσει ὁ ἴδιος πού δημιούργησε τόν οὐρανό καί τή γῆ: «Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁ Ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγεί· ὁ οὐρανός μοί θρόνός, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοί, λέγεί Κύριος, ἢ τίς τόπός τῆς καταπαύσεώς μου; Οὐχὶ ἡ χέίρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντά;» Ὁ Θεός πού δημιούργησε τήν πλάση ὁλόκληρη θά ἔκτιζε καί ναούς γιά νά κατωκοίσει ὁ ἴδιος, ἐάν ἤθελε κάτι τέτοιο.

Ἐν συνεχείᾳ, τούς ὑπενθύμισε ὅτι οἱ πατέρες τους σκότωσαν τούς Προφῆτες πού τούς ἔστειλε ὁ Θεός καί πώς δέν τήρησαν τίς ἐντολές Του. «Τίνά τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε· οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμόν εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε.» Καθώς τούς ἔφερε ἀντιμέτωπους μέ τήν προγονική ἀπιστία τους, ἐκεῖνοι ἐξεμάνησαν ἐναντίον του. Τότε ὅμως ὁ Θεός ἐπιβράβευσε τή στάση του ἀφοῦ, σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος εἶδε μιά θεοφάνεια, μιά θεοπτία τοῦ Θεοῦ Πατρός μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό καθήμενον ἐν δόξῃ στά δεξιά Του, ὅπως ἀκριβῶς ἀπεικονίζεται στήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. «Ὑπάρχων δὲ πλήρής Πνεύματος ἁγίού, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξάν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα.» Αὐτή ἡ θεοπτία ἦταν καί ἡ ἐπιβράβευση τῆς ζωῆς καί τῆς μαρτυρικῆς πορείας τοῦ Στεφάνου ὁ ὁποῖος καί τελεύτησε τόν βίον του ὁδηγούμενος στό μαρτύριο καί προσευχόμενος γιά τούς φονεῖς του. Οἱ Χριστιανοί παρέλαβαν τό νεκρό τοῦ Στεφάνου καί τόν ἔθαψαν μέ χριστιανικές τιμες.

Τόν θάνατο τοῦ Πρωτομάρτυρα ἀκολούθησε διωγμός ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν στά Ἱεροσόλυμα μέ ἀποτέλεσμα νά διασκορπιστεῖ ἡ τοπική Ἐκκλησία στίς πέριξ περιοχές. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀνακάλυψε τό λείψανο τοῦ τό ὁποῖο καί μεταφέρθηκε ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τόν Μεγάλο στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 27 Δεκεμβρίου, ἡ εὕρεση τῶν λειψάνων του στίς 15 Σεπτεμβρίου, ἐνῶ ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του στίς 2 Αὐγούστου. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ Λουθηρανοί καί οἱ Ἀγγλικανοί τιμοῦν τή μνήμη του στίς 26 Δεκεμβρίου, ἐνῶ σέ πολλές εὐρωπαϊκές χῶρες ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς εἶναι ἐπίσημη ἀργία.

Μαρτυρίες περί τοῦ Ἁγίου Στεφάνου

Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ἡ μόνη μαρτυρία πού ἔχουμε γιά τόν Ἅγιο Στέφανο εὑρίσκεται στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Μαρτυρίες γιά τό πρόσωπο τοῦ δέν μᾶς δίνουν οὔτε οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες καί οἱ Ἀπολογητές τῆς Ἐκκλησίας πού βρίσκονταν πιό κοντά, χρονολογικά στήν ἐποχή του οἱ ὁποῖοι τηροῦν σιγή περί τοῦ προσώπου του, ἀλλά μόνον οἱ Νικολαΐτες οἱ ὁποῖοι τόν θεωροῦσαν καί σάν προστάτη τῆς αἱρέσεως τούς. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου, ἐπίσκοπος τῆς πόλεως πού σήμερα καλεῖται Λυῶν τῆς Γαλλίας, ἀναφέρει ὅτι ὁ Στέφανος ἦταν ὁ πρωτοδιάκονος καί κλήθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους νά διδάσκει τόν θεῖο λόγο, ἐνῶ προσθέτει ὅτι ἔφθασε στήν τελείωση μέσῳ τοῦ μαρτυρίου. Ὁ Τερτυλλιανός ἐπίσης ἀναφέρει τόν Στέφανο, τοποθετῶντας δίπλα στόν προφήτη Ἠσαΐα λόγῳ τῆς θεοπτίας πού εἶχε. Ἀργότερα ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος, σέ ἕνα ἑρμηνευτικό του ἔργο ἐπί τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, μᾶς δίνει, γιά πρώτη φορά, μιά περί τοῦ Στεφάνου πληροφορία καθώς μᾶς ἀναφέρει πώς ἦταν στενός φίλος του Γαμαλιήλ[7]. Ἀπό τόν 4ο αἰῶνα καί μετά ἔχουμε ἀρκετές ἀναφορές, ὅπως ἀπό τό Δίδυμο Τυφλό, τόν Γρηγόριο Νύσσης καί τόν Ἀστέριο Ἀμασείας. Κατά τόν 5ο αἰῶνα ἔχουμε ἐπίσης τόν Ἡσύχιο, τόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο κ.α. πού ἀναφέρονται στή ζωή καί τό μαρτύριο τοῦ. Ὡστόσο, πέραν τῶν ὅσων ἡ χριστιανική εὐλάβεια ἐνέπνευσε σέ αὐτούς τούς Πατέρες καί Ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς νά γράψουν, δέν ἔχουμε ἄλλες μαρτυρίες, ἐκτός τῶν ἐκκλησιαστικῶν, γιά τόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο, γεγονός πού ἔκανε κάποιους νά ἀμφισβητήσουν καί αὐτήν ἀκόμα τήν ἱστορική του ὕπαρξη. Προφανῶς, ἡ καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ (132-135) γιά δεύτερη φορά, δέν ἐπέτρεψε νά διασωθοῦν προφορικές παραδόσεις περί τοῦ προσώπου του. Ὁ Αὐγουστῖνος πάντως σέ μερικές ὁμιλίες του ἀναφέρει πολλά θαύματα ἀπό τόν Ἅγιο Στέφανο, μέσῳ τῶν λειψάνων του.

Ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος ἀρχίζει νά ἁγιογραφεῖται κατά τή μέση βυζαντινή περίοδο ὡς νεαρός διάκονος, φορῶντας ὀράριο καί λευκό στιχάριο. Σέ παλαιότερες ἀναπαραστάσεις ὅμως φορᾶ ἁπλά ἕνα ἱερατικό χιτῶνα γιά διάκονο τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας. Σέ μία ἀπό τίς ἀρχαιότερες ἀναπαραστάσεις στό Σάν Λορέντζο τῆς Ρώμης μέ τό βιβλίο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀργότερα ἐμφανίζεται σέ ἀναπαραστάσεις μέ βράχο στό κεφάλι του, σάν σύμβολο τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους του, ἐνῶ κάποιες φορές ἀπεικονίζεται στή Δύση μαζί μέ ἕνα ἀκόμα διάκονο καί μάρτυρα, τόν Ἅγιο Λαυρέντιο τῆς Ρώμης.


Ἐνδεικτική Βιβλιογραφία:

1. Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἐκδ. ΑΣΤΕΡΟΣ, Ἀθῆναι 1959.
2. Παναγιώτου Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ἐκδ. ὁ ΣΩΤΗΡ, Ἀθῆναι 2014.
3. Weiss Johannes, Ὁ ἀρχέγονος Χριστιανισμός, Ἀθήνα 2001.
4. François Bovon, "The Dossier on Stephen, the First Martyr", The Harvard Theological Review, Vol. 96, No. 3 (Jul., 2003), Cambridge University Press on behalf of the Harvard Divinity School.
5. Conybear, The commentary of Ephrem in Acts, McMillan,London 1926.
6. Εὐαγγέλου Λέκκου, "Ἅγιος Στέφανος", Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα.
7. Πάκα, Πηνελόπη, Ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος στήν ὀρθόδοξη παράδοση, Διδακτορική διατριβή, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Θεολογική, Τμῆμα Θεολογίας, 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.