25 Αυγ 2022

Βοήθα μας Ἀη Γιώργη καὶ σὺ Ἅγιε Κοσμᾶ νὰ πάρουμε τὴν Πόλη καὶ τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ

Ἅγιέ μου Γιώργη τῶν Ρωμηῶν,
ἅγιέ μου Γιώργη τῶν Ἑλλήνων, τῶν Γραικῶν,
ἅγιέ μου Γιώργη τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, 
στάθηκες παλληκάρι, βράχος τῆς πίστης 
καὶ ἄστραψε ὁ κόσμος ἀπὸ τὴν ἀρετή σου 
καὶ ἀντρείεψαν οἱ σκλάβοι τῆς γῆς, 
ψυχώθηκαν τὰ παλληκάρια, 
οἱ γέροι ἀκούμπησαν γερὰ στὶς βακτηρίες τους, 
οἱ μανάδες συνοφρυώθηκαν κι ἔστειλαν 
τοὺς γυιοὺς τους ἀκρίτες στὰ κάστρα. 
“Ἐδῶ νὰ νικήσετε, εἶπαν, ἢ νὰ πεθάνετε, 
ὅπως πεθάναμε κι ἐμεῖς καὶ σᾶς γεννήσαμε”. 
Ἔτσι ἔγινε μία ἡσυχία στὸν κόσμο 
γιὰ πάνω ἀπὸ....

χίλια χρόνια γεμάτα.
Τότες εἶχαν ὅλες οἱ γυναῖκες μαΐστρα τὴ Θεοτόκο,
προστασίαν φοβερὰν καὶ ἀκαταίσχυντον,
κι ὅλοι οἱ ἄντρες τὸν Κύριον τῆς δόξης.
Ὁ κόσμος ὅλος τραγουδοῦσε
τοὺς Διγενῆδες ἀκρίτες ποὺ φύλαγαν τὰ κάστρα
κι ἔσωζαν τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο.
Ὅλοι οἱ παπάδες ἦταν δάσκαλοι
καὶ μικρὸ-μεγάλοι τους φιλοῦσαν τὸ χέρι.
“Τους μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας, φοροῦσαν
ὅλοι κορῶνα στὸ κεφάλι καὶ περπατοῦσαν.
Κι ἐσὺ μὲ τ’ ἄσπρο σου ἄλογο ἔτρεχες καβαλάρης
γύρω ἀπ’ τὰ τείχη μὲ τὴν ὑπερμάχο Στρατηγό,
γιὰ νὰ νανουρίζουν ἥσυχά τα μωρά τους
οἱ ἀρχόντισσες καὶ οἱ φτωχὲς μαννάδες τιμώντας
καὶ δοξάζοντας τῶν αἰχμαλώτων τὸν ἐλευθερωτὴν
καὶ τῶν πτωχῶν τὸν ὑπερασπιστήν…
Ἦρθαν ὅμως οἱ ὧρες τῶν πειρασμῶν.
Εὐρωπαῖοι Σταυροφόροι ἦραν καὶ στάθηκαν
κάτω ἀπ’ τὰ παραθύρια τῶν παρθένων,
μὲ τὸ λαοῦτο τὶς ξεμυάλισαν τραγουδώντας
μπαλλάντες ἀνόμων ἐρώτων.
Ξεχάστηκε κι ἡ Κασσιανή, ἡ ὁσία Μαρία,
ἡ Μαγδαληνή, ἡ Σαμαρείτιδα.
Λιγώθηκε ὁ κόσμος μας ἀπὸ τὰ ἐφήμερα
καὶ βγῆκαν στοὺς δρόμους νὰ πουλήσουν
τὴν πίστη μᾶς οἱ βασιλιάδες σὰν νὰ ἦταν
τοῦ κόσμου πραμάτια.
Κι ἐσὺ ὁ ἐλευθερωτής, ἅγιέ μου Γεώργιε,
εἶπες “θὰ τοὺς ἀφήσω ἐλεύθερους” κι ἔφυγες.
Κι ἔπεσαν χρόνοι δίσεχτοι καὶ μῆνες ὀργισμένοι
καὶ ρίχτηκαν οἱ δόλιοι τροβαδοῦροι πάνω στὴν Πόλη μας
καὶ τὴ διαγούμησαν.
Εἶπαν τότε ὅλοι “διὰ τὰς ἁμαρτίας ἠμῶν”.
Κι ἐσὺ κοντοστάθηκες, τῶν Ρωμαίων ὑπέρμαχε,
κι ἐφρούρησες τὶς μετάνοιές μας καὶ τὰ δάκρυά μας.
Κι ἔτσι μὲ χρόνους μὲ καιροὺς ἡ γῆ μας ξανάνθισε.
Ἄρχισαμε πάλι νὰ γινόμαστε ἐλεύθεροι.
Σηκώσαμε τὰ λάβαρα τῆς πίστης μας
καὶ θυμηθήκαμε τὸ “Τὴ ὑπερμάχω…”
Αὐτὰ ὅμως εἶναι τὰ τζιβαϊρικά μας
εἶπεν ὁ Πατροκοσμᾶς, ποὺ κίντυνος εἶναι
νὰ μᾶς πέσουν ἀπ’ τὰ χέρια καὶ νὰ τὰ χάσομε.
Νὰ μᾶς τὰ πάρει κανεὶς δὲν μπορεῖς ἐκτὸς
ἂν τὰ δώσουμε μόνοι μας.
Κι ἐμεῖς αὐτὸ κάνομε τώρα: τὰ πουλᾶμε.
Ἔβγα νὰ δεῖς τοὺς πάγκους μας καὶ τὶς
φωνές μας, ποὺ τὰ διαλαλοῦμε:
“Πάρτε, κόσμε, δὲν μᾶς χρειάζονται.
Φθηνά τα βάλαμε καὶ ὅλα τέτοια”.
Κι ἐμεῖς οἱ λίγοι, ποὺ κρατοῦμε ἀκόμα
κλειστά τα συρτάρια μας, Ἅγιε…
Λάμπει τὸ χρυσάφι στὰ χέρια τῶν σαράφηδων
κι οἱ καρδοῦλες μας τρέμουν.
Ἀπὸ μία κλωστὴ κρέμεται ἡ καινούργια μας ἅλωση.
Τί θὰ κάνομε ἄραγε χωρὶς συμφορές,
χωρὶς κουρσέματα καὶ ὑποδουλώσεις;
Ξυπνῆστε στοὺς τάφους σας ἥρωες τοῦ 21,
γυναῖκες τοῦ Ζαλόγγου, Νεομάρτυρες.
Δὲν ἔχομε πρόσωπο νὰ φωνάξουμε ἐμεῖς
τὸν γενναῖο μεγαλομάρτυρα τροπαιοφόρο
Γεώργιο. Ἐσεῖς ὡς ἔχοντες παρρησίαν καλέστε τον
νὰ τρέξει πάλι γύρω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα μας,
Μητέρα μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴν δόξα,
νὰ κόψει τὰ χέρια αὐτῶν ποὺ κάνουν
τὰ παιδιὰ μας γενίτσαρους τῆς νέας Παιδείας
νὰ μᾶς μαζέψει ἀπ’ τοὺς δρόμους καὶ τὰ καφενεῖα,
νὰ μᾶς βάλει μαζεμένους ἀπ’ τὸν πόνο
νὰ καθίσομε στὰ στασίδια μας
καὶ πάλι ν’ ἀρχίσουμε τὶς μετάνοιές μας.
Τότε, τότε μόνο ἐλπίδα ἔχομε
ν’ ἀντέξει ἡ κλωστή, ποὺ μᾶς κρατάει
πάνω ἀπ’ τὸ χάσμα τῆς ἀβύσσου.
Κάλπασε ἅγιε Γεώργιε, γιατί ὁ καιρὸς
συνεσταλμένος εἶναι
καὶ αἱ ἡμέραι πονηραὶ εἰσίν.
Πρόφτασε Τροπαιοφόρε, μεγαλομάρτυς Γεώργιε,
ὅσο ἀκόμα ἀκούγεται στὴν Ἑλλάδα μας
τὸ Χριστὸς Ἀνέστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.