8 Απρ 2021

Διδάσκει τὸ παράδειγμα καὶ ὄχι τὰ παχιὰ λόγια

Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς
«Νὰ πάρουμε πίσω τὶς ζωές μας». Μάλιστα. Εἶναι ἡ μόνιμη ἐπωδὸς τῶν ἀνυστάκτων φρουρῶν τῆς ὑγείας μας. Τὸ ποικιλώνυμο πολιτικὸ κυβερνολόι, τί ἔχασε, ἐν μέσω πανδημίας καὶ χρησιμοποιεῖ πρῶτο πληθυντικὸ πρόσωπο στὴν κοινότοπη φράση; Μειώθηκε ὁ μισθός τους ἢ ἀπαγορεύονται οἱ μετακινήσεις τους; Τί ἔχασαν, ξαναρωτῶ, πού θὰ τὸ πάρουν πίσω;

Ἔχασαν οἱ ἐλεύθεροι ἐπαγγελματίες, οἱ ἁπλοὶ ἰδιοκτῆτες καὶ ἐργαζόμενοι σὲ μικρομεσαῖες ἐπιχειρήσεις. Ζοῦν μὲ τὶς ἐλεημοσύνες τοῦ κράτους, μὴ ἐπιστρεπτέες… κακομοιριές, μοιρασμένες καὶ αὐτὲς μὲ ἄδικα ἐν πολλοῖς...

κριτήρια. Κόποι χρόνων κατεδαφίστηκαν. Ἀξιοπρέπειες τσαλακώθηκαν. Ὄνειρα ματαιώθηκαν. Γενοτόπια ἐρημώθηκαν. Γονεῖς γέροντες ἀφέθηκαν σὲ παγερὴ μοναξιὰ καὶ φόβο γιὰ τὰ μελλούμενα, χωρὶς τὴν παρουσία τῶν παιδιῶν τους, ποὺ εἶναι παρηγοριά τους καὶ ἐλπίδα. Ἡ κ. Μπακογιάννη μᾶς βεβαιώνει ὅτι θὰ πάει στὴν Κρήτη τὸ Πάσχα, «βρέξει - χιονίσει». Δὲν εἴχαμε καμμία ἀμφιβολία περὶ τούτου. Νυχθημερὸν παρελαύνουν ἀπὸ τὶς τηλεοπτικὲς ὀθόνες οἱ κολοκυθολογοῦντες ἐν πολλοῖς εἰδικοὶ καὶ παραπολιτικοί, μὲ ἐξασφαλισμένη τὴν ἄνεση μετακινήσεων, καὶ μᾶς ἀπειλοῦν γιὰ τὸ Πάσχα, ἂν δὲν ὑπακούσουμε στὶς ὁδηγίες τους. Καλὰ λέει ἡ παροιμία «νὰ φοβᾶσαι ἀπὸ καινούργιο ἄρχοντα καὶ παλιὸ διακονιάρη». Διάφοροι ποὺ τὸ ἐπάγγελμά τους λήγει σὲ «λόγος», ἐν μέσω αὐτῶν καὶ ἀρκετοὶ μπουρδολόγοι, τιποτολόγοι, ἀερολόγοι, «πάσχοντες ἐξ ἐλαφρότητος καὶ ρεκλαμομανίας», ποὺ θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Παπαδιαμάντης, «οἱ καινούργιοι ἄρχοντες», στήνονται στὰ κεντρικὰ δελτία καὶ μὲ ὕφος χιλίων πιθήκων, ἡδονιζόμενοι μικροχαιρέκακα γιὰ τὴν πρόσκαιρη ἐξουσία τοῦ λόγου τους, ἐξαπολύουν τὶς ἐρεβώδεις, ζοφερὲς προβλέψεις καὶ φοβέρες τους: φρόνιμα, γιατί τὸ Πάσχα θὰ σᾶς κλειδώσουμε.

Νὰ ἐπανέλθω στὴν προλογικὴ σκέψη. Ὁ Πλάτων στὸν Μενέξενο γράφει: «Πολιτεία γὰρ τροφὴ τῶν ἀνθρώπων ἐστίν, ἡ μὲν ἀγαθῶν, ἡ δ’ ἐναντία κακῶν», (238d) δηλαδή, ἡ πολιτεία εἶναι τροφὸς καὶ παιδαγωγὸς τῶν ἀνθρώπων. Ἡ καλὴ πολιτεία πλάθει ὡραίους, ἀγαθοὺς πολίτες, ἡ κακὴ πολιτεία ἐκφαυλίζει καὶ τοὺς πολίτες. Ὁ λαὸς διδάσκεται μὲ τὸ παράδειγμα καὶ ὄχι μὲ παχιὰ λόγια, ἔτσι φιλοτιμεῖται καὶ εἶναι ἕτοιμος γιὰ θυσίες. Ἄν, ἀντὶ γιὰ τὰ 5 ἢ 6 χιλιάρικα μηνιαίως ποὺ λαμβάνουν φανερὰ οἱ βουλευτὲς καὶ λοιποὶ ὑψηλόβαθμοι, μειωνόταν στὸ ἕνα τρίτο οἱ ἀποδοχές τους, στὰ 2 χιλιάρικα, αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν ἕνα ὑγιὲς μήνυμα; Τί ἀπώλειες εἶχαν ἐν μέσω καραντίνας; Καμμία. Ἴσα ἴσα γλίτωσαν τὰ τραπεζώματα, τὶς κοπὲς βασιλόπιτας, τὰ ἑορταστικὰ κεράσματα, τὶς μετακινήσεις στὰ ἐκλογικά τους ποιμνιοστάσια. Ἀλλά, κυρίως, θὰ ἔδιναν τὸ παράδειγμα: Συμπάσχουμε. Τί ἔπραττε ὁ Καποδίστριας;

Ὁ γιατρός του, βλέποντάς τον τόσον καταβεβλημένο ἀπὸ τοὺς ἀδιάκοπους μόχθους καὶ ἀγῶνες, τοῦ συνέστησε αὐστηρὰ ὅτι ἔπρεπε νὰ βελτιώσει τὴν τροφή του. Καὶ ὁ Καποδίστριας ἀπάντησε: “Οὐδέποτε θὰ ἐπιτρέψω στὸν ἑαυτό μου βελτίωση τῆς τροφῆς, παρὰ μόνον τότε ὅταν θὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα Ἑλληνόπουλο ποὺ νὰ πεινᾶ”.

Τὸ Πανελλήνιο καὶ ἡ Γερουσία δύο φορὲς ψήφισαν τὸν μισθὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ δίνεται στὸν Κυβερνήτη. Καὶ τὶς δύο φορὲς ὁ Καποδίστριας ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ μισθό. Νὰ θυμίσω καὶ τὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ Πλαστήρα;

Ὁ ἀείμνηστος Ἀνδρέας Ἰωσὴφ – πιστὸς φίλος του – ἀναφέρει: «Ὁ στρατηγὸς εἶχε ἀπαγορεύσει στοὺς δικούς του νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ ὄνομα “Πλαστήρας” ὅπου κι ἂν πήγαιναν. Ὁ ἀδελφός του ἦταν ἄνεργος. Τὸ ἐργοστάσιο ζυθοποιίας “ΦΙΞ” ζητούσε ὁδηγὸ κι ἐκεῖνος ἔκανε αἴτηση. Ὁ ἁρμόδιος ὑπάλληλος τὸν ρώτησε πῶς λέγεται: Κι ἐπειδὴ αὐτὸς δίσταζε νὰ πεῖ τὸ ὄνομά του, ἐνθυμούμενος τὴν ἐντολὴ τοῦ στρατηγοῦ, τὸν ξαναρώτησε καὶ δύο καὶ τρεῖς φορές, ὥσπου ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσει ὅτι τὸν λένε Πλαστήρα. Παραξενεμένος ὁ ὑπεύθυνος ζητάει νὰ μάθει ἂν συγγενεύει μὲ τὸ στρατηγὸ καὶ πρωθυπουργό. Μετὰ ἀπὸ πολὺ δισταγμὸ τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ἀδελφός του. Ἀφοῦ ἡ αἴτηση, ἱκανοποιήθηκε, παρακάλεσε νὰ μὴ τὸ μάθει ὁ ἀδελφός του. Ὁ στρατηγὸς τὸ ἔμαθε κι ἀφοῦ τὸν κάλεσε ἀμέσως στὸ σπίτι του τὸν ἐπέπληξε καὶ τοῦ ἀπαγόρευσε νὰ ἀναλάβει αὐτὴ τὴν ἐργασία λέγοντάς του: «Ἂν ἔχεις ἀνάγκη, κάτσε ἐδῶ νὰ μοιραζόμαστε τὸ φαγητό μου». Καὶ δὲν πῆγε.

Ὁ Πλαστήρας ἦταν ἄρρωστος -ἔπασχε ἀπὸ φυματίωση – κι ἔμενε σ’ ἕνα μικρὸ σπιτάκι στὸ Μέτς, κοντὰ στὸ Παναθηναϊκὸ Στάδιο. Τοῦ πρότειναν νὰ τοῦ βάλουν ἕνα τηλέφωνο δίπλα στὸ κρεβάτι ἀλλὰ αὐτὸς ἀρνήθηκε λέγοντας: «Μὰ τί λέτε; Ἡ Ἑλλάδα πεινάει κι ἐμένα θὰ μοῦ βάλετε τηλέφωνο;».

Πολλὲς φορὲς μὲ τρόπο ἔστελνε καὶ ἀγόραζαν ψωμί, ἐλιὲς καὶ λίγη φέτα. Τότε οἱ γύρω του, τοῦ ὑπενθύμιζαν ὅτι εἶχε ἀνάγκη καλύτερου φαγητοῦ λόγω τῆς ἀρρώστιας κι ἐκεῖνος μὲ ἁπλότητα τοὺς ἀπαντοῦσε: «Τί κάνω; σκάβω γιὰ νὰ καλοτρώγω;…».

Ὁ Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολη», περιγράφει τὸ ἑξῆς περιστατικό:

Κάποτε, ὁ στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, εἶχε πάρει τὴν πρωτοβουλία νὰ τοῦ ἐξασφαλίσει μόνιμη στέγη, γιὰ νὰ μὴν περιφέρεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ σὲ ἐνοικιαζόμενα δωμάτια. Πῆγε λοιπὸν σὲ μία Τράπεζα καὶ μίλησε μὲ τὸν διοικητή. «Τί;», ἀπόρησε ἐκεῖνος. «Δὲν ἔχει σπίτι ὁ κύριος πρωθυπουργὸς Πλαστήρας; Βεβαίως καὶ θὰ τοῦ δώσουμε ὅ,τι δάνειο θέλει καὶ μάλιστα μὲ τοὺς καλύτερους ὅρους!».

Ὁ Μοάτσος ἔτρεξε περιχαρὴς στὸν Πλαστήρα, τοῦ τὸ ἀνήγγειλε καὶ εἰσέπραξε τὴν ἀντίδραση: «Ἄντε ρὲ Γιάννη, μὲ τί μοῦτρα ρὲ θὰ βγῶ στὸ δρόμο, ἂν μαθευτεῖ πώς ἐγὼ πῆρα δάνειο γιὰ σπίτι;». Ἔσκισε τὸ ἔντυπο στὰ τέσσερα καὶ τὸ πέταξε.

Ὁ Δημήτρης Λαμπράκης «δώρισε» κάποια στιγμὴ στὸν Πλαστήρα ἕνα ὡραῖο χρυσὸ στυλὸ κι ἀφοῦ ὁ στρατηγὸς κάλεσε τὸν φίλο του Ἀνδρέα τοῦ λέει:

– Ἐγὼ δὲν βάζω χρυσὲς ὑπογραφές. Μοῦ φτάνει τὸ στυλουδάκι μου. Νὰ τὸ στείλεις πίσω.

– Μὰ θὰ προσβληθεῖ.

– Δὲν πειράζει. Ἄς μοῦ κόψει τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ κτῆμα. Δὲν θέλω δῶρα Ἀνδρέα. Γιατί τὰ δῶρα φέρνουν καὶ ἀντίδωρα!

Ὁ στρατηγὸς Νικόλαος Σαμψῶν, φίλος τοῦ Πλαστήρα, σὲ ἐπιστολὴ του περιγράφει, τὸ παρακάτω: Ὅταν πέθανε ὁ Πλαστήρας, δὲν ἄφησε πίσω του σπίτι, ἀκίνητα ἢ καταθέσεις σὲ τράπεζες. Ἡ κληρονομιὰ ποὺ ἄφησε στὴν ὀρφανὴ προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ἦταν 216 δρχ., ἕνα δεκαδόλαρο καὶ μία λακωνικὴ προφορικὴ διαθήκη: «Ὅλα γιὰ τὴν Ἑλλάδα!». (Καμμιὰ 20ριά ὀρφανά τῆς Μικρασίας τὰ βοήθησε νὰ ὀρθοποδήσουν, τὰ μεγάλωσε καὶ τὰ προίκισε). Ὅταν πέθανε ὁ Πλαστήρας στὶς 26/7/1953 τὸν ἕντυσαν τὸ νεκρικὸ κοστούμι, ποὺ τὸ ἀγόρασε ὁ φίλος του Διονύσιος Καρρὲρ – γιατί ὁ ἴδιος τὸν μισθὸ του τὸν πρόσφερε διακριτικὰ σὲ ἄπορους καὶ ὀρφανὰ παιδιὰ – ὁ δὲ γιατρός, ποὺ ἦταν παρὼν καὶ ὑπέγραψε τὸ σχετικὸ πιστοποιητικὸ θανάτου, μέτρησε στὸ ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιὲς καὶ 9 σημάδια ἀπὸ βλήματα.


Δημήτρης Νατσιὸς, 
δάσκαλος-Κιλκὶς

1 σχόλιο:

  1. Έχουμε ό,τι μας αξίζει. Παρακαλούμε τον κ.Νατσιό να εκδώσει όλα τα άρθρα του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.