Ὅμως ἡ ζωὴ ἦταν δύσκολη στὰ ἄγονα ἐκεῖνα μέρη τῶν κακοτράχαλων ἀγραφιώτικων βουνῶν, γι’ αὐτὸ πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ ξενιτευτεῖ. Γύρισε πολλοὺς τόπους καὶ στὸ τέλος κατέληξε στὴν πολυάνθρωπη Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ ἀρτοποιοῦ καὶ ἄσκησε τὸ ἐπικερδὲς ἐπάγγελμα τοῦ ἀρτοπώλη, ἀνοίγοντας δική του ἐπιχείρηση. Σὲ λίγο καιρὸ ἔγινε γνωστὸς γιὰ τὸν καλοσυνάτο χαρακτήρα του καὶ τὴν τιμιότητά του στοὺς χριστιανούς, μὰ καὶ στοὺς ἑβραίους καὶ μουσουλμάνους τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀσκοῦσε τὴν ἐλεημοσύνη, χαρίζοντας ψωμὶ στοὺς φτωχούς, καθὼς καὶ τὰ περισσεύματα τῶν κερδῶν του ἀπὸ τὸ κατάστημά του. Εἶχε γίνει γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα «ὁ Μιχαὴλ ποὺ μοιράζει ψωμὶ στοὺς φτωχούς»!
Παράλληλα μὲ τὴν κοπιαστικὴ ἐργασία του, δὲν παραμελοῦσε τὸν πνευματικό του ἀγώνα. Σύχναζε στὴν ἐκκλησία καὶ παρακολουθοῦσε μὲ εὐλάβεια τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Τοῦ ἄρεσαν οἱ ὁλονυκτίες, στὶς ὁποῖες συμμετεῖχε καὶ κατόπιν πήγαινε στὴν ἐργασία του ἄυπνος. Τοῦ ἄρεσε ἐπίσης νὰ ἀκούει κηρύγματα καὶ ἐξηγήσεις τῶν Ἁγίων Γραφῶν, διότι τὰ λίγα γράμματα ποὺ γνώριζε τὸν ἐμπόδιζαν νὰ κατανοήσει ἀπὸ μόνος του τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα ὅμως εἶχε βαθειὰ στὴν ψυχὴ του τὴν λαχτάρα νὰ ἀξιωθεῖ νὰ διδάξει καὶ αὐτὸς κάποτε δάσκαλος τῆς σώζουσας ὀρθόδοξης πίστης.
Ὁ Θεός, γνωρίζοντας τὴν κρυφή του ἱερὴ ἐπιθυμία, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία αὐτή. Ἦταν Μ. Τεσσαρακοστή τοῦ ἔτους 1544. Τὴν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως παρακολούθησε τὴν Λειτουργία καὶ ἄκουσε τοὺς θείους λόγους τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ αὐταπάρνηση. Ἒνοιωσε ἕνα περίεργο συναίσθημα καὶ μία ἐσωτερικὴ φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κηρύξει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει ὁμολογητής Του. Μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες μπῆκε στὸ κατάστημά του κάποιος νεαρὸς μουσουλμάνος, γιὰ νὰ ἀγοράσει ψωμί. Ὁ Μιχαὴλ ἐπίασε κουβέντα μαζί του, συγκρίνοντας τὴν χριστιανικὴ πίστη μὲ τὸ Ἰσλάμ. Καὶ ἐνῶ προσπαθοῦσε νὰ τοῦ ἐξηγήσει γιὰ τὶς πλάνες τῆς πίστης του, μπῆκε κάποιος τοῦρκος νομοδιδάσκαλος, στὸν ὁποῖο κατάγγειλε ὁ νεαρὸς τὸν ἀρτοπώλη ὅτι βλασφημεῖ τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ὁ τοῦρκος τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν καταγγελία τοῦ νεαροῦ. Ὁ Μιχαὴλ μὲ ἡρωικὸ φρόνιμα καὶ χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὶς φρικτὲς συνέπειες, τοῦ ἀπάντησε πώς, «ναὶ εἶναι ἀλήθεια. Ἐγὼ ὡς ἀληθινὸς πιστός τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἔχω ὑποχρέωση νὰ σᾶς ὑποδείξω τὴν πλάνη σας. Περπατᾶτε στὸ σκοτάδι καὶ ἀκολουθεῖτε μία θρησκεία γεμάτη μυθεύματα καὶ πλάσματα τῆς φαντασία σας». Τὰ εἶπε ὅλα αὐτὰ ὁ Μιχαὴλ ἔχοντας γνώση τί τὸν περίμενε: ἐξισλαμισμὸς ἢ θάνατος!
Ὁ τοῦρκος ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ τὸ θυμό του καὶ ἔτρεξε στὸν τοῦρκο διοικητή, στὸν ὁποῖο κατάγγειλε τὸν Μιχαὴλ ὡς ὑβριστὴ τοῦ Ἰσλάμ. Σὲ λίγο κατέφθασαν στὸ κατάστημά του στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τὸν συνέλαβαν, τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ὁδήγησαν μὲ βιαιοπραγίες καὶ βρισιὲς στὸν διοικητὴ τῆς πόλεως. Στάθηκε μὲ θάρρος μπροστά του καὶ ἀπολογήθηκε γιὰ τὴν πράξη του. «Ὀνομάζομαι Μιχαὴλ καὶ εἶμαι χριστιανός», τοῦ ἀποκρίθηκε. Ἐκεῖνος τὸν ρώτησε: «Πῶς τολμᾶς ἐσὺ ἕνας ἀγράμματος ὑποστηρίζεις πῶς ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Κοράνιο, ποῦ λέει ὅτι ἦταν ἄνθρωπος;». Ὁ Μιχαὴλ ἔλαβε μία οὐράνια φώτιση καὶ μὲ μία ἀνεξήγητη εὐγλωττία, μίλησε ὡς ἀληθινὸς θεολόγος γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα στὸ τέλος κάλεσε τὸ διοικητὴ νὰ γίνει Χριστιανός!
Ἐκεῖνος ἔγινε θηρίο ἀπὸ τὸ θυμό του. Τὸν διαβεβαίωσε ὅτι μὲ αὐτὰ τὰ λόγια του «ὑπέγραψε τὴν καταδίκη» του. Ἅρπαξε, κατόπιν ἕνα χονδρὸ ξύλο καὶ τὸν κτύπησε στὸ κεφάλι, ἀφήνοντάς τον λιπόθυμο στὸ πάτωμα. Μετὰ τὸν ἔριξε στὸ πιὸ ὑγρὸ μπουντρούμι. Τὴν ἄλλη μέρα ὁδηγήθηκε στὸν τοῦρκο δικαστὴ τῆς πόλεως νὰ δικαστεῖ. Ὁ Μιχαὴλ ἔδειξε καὶ σ’ αὐτὸν πρωτόγνωρο ἡρωισμὸ καὶ δὲν δειλίασε μπροστὰ στὶς φοβέρες του, οὔτε ἐνέδωσε στὶς δελεαστικὲς προτάσεις του νὰ γίνει μουσουλμάνος. Ὁμολόγησε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του τὴν μοναδικότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὴν πλάνη τοῦ Ἰσλάμ. Ὁ δικαστὴς ἔβγαλε τὴν ἀπόφαση: «θάνατος διὰ τῆς πυρᾶς»! Ὁ Μάρτυρας ἄκουσε ἀτάραχος τὴν ἀπόφαση καὶ μάλιστα ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ὅσα χρήματα εἶχε, τὰ ἔδωσε στὸν δικαστὴ γιὰ νὰ ἀγοράσουν τὰ ξύλα τῆς φωτιᾶς! Εἶχε πάρει τὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ Χριστό!
Λίγες ἡμέρες μετὰ ἀνακοινώθηκε σὲ ὅλη τὴν πόλη ἡ ἐκτέλεση τοῦ «ἄπιστου». Οἱ δεσμοφύλακες τὸν ὁδήγησαν μὲ βρισιὲς καὶ κλωτσιὲς στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, κοντὰ στὴν «Καμάρα» καὶ ἐκεῖνος ἔτρεχε μὲ χαρά, λὲς καὶ πήγαινε σὲ πανηγύρι! Εἶχε μαζευτεῖ πολὺς κόσμος. Οἱ ἀλλόθρησκοι γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὸ θέαμα καὶ οἱ Χριστιανοὶ νὰ θαυμάσουν τὸν ἡρωισμὸ τοῦ Μάρτυρα. Ἀφοῦ ἄναψαν τὴν φωτιά, τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν ὁδήγησαν κοντὰ στὴν πυρά. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν δημίων τὸν ρώτησε γιὰ τελευταία φορὰ ἂν θέλει νὰ ἀλλαξοπιστήσει, νὰ σώσει τὴ ζωή του καὶ νὰ τοῦ χαριστοῦν πλούτη καὶ τιμές. Ἐκεῖνος ἀγέρωχος καὶ ἀτρόμητος τοῦ ἀπάντησε σκληρά: «Δὲν ντρέπεσαι ταλαίπωρε ποῦ θέλεις νὰ μὲ χωρίσεις ἀπὸ τὸ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό; Ἐμπρὸς προχώρα στὸ ἔργο σου»! Ἐκεῖνος, σὰν θηρίο ἀγριεμένο, τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν ἔριξε στὶς φονικὲς φλόγες. Ὁ Μάρτυρας, ἀντὶ νὰ οὐρλιάζει ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους, ἔψελνε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεό! Σὲ ἐλάχιστα λεπτὰ ἔσβησε ἡ φωνή του καὶ τὸ μικροκαμωμένο σῶμα του ἔλειωσε καὶ ἐξαφανίστηκε, σὰν νὰ ἀναλήφτηκε στὸν οὐρανό, μαζὶ μὲ τὴν ἁγιασμένη του ψυχή! Ἦταν 21η Μαρτίου τοῦ 1544. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα τιμᾶται καὶ ἡ ἱερή του μνήμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου