Ἡ Ἑλλάδα ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς κοιτίδες τοῦ μοναχισμοῦ. Τὰ ὅρη καὶ τὰ βουνὰ τῆς πατρίδος μας εἶναι κατάσπαρτα ἀπὸ παλαιὲς καὶ νέες σκῆτες καὶ Ἱερὲς Μονές, τὶς ὁποῖες ἔκτισαν ἅγιοι ἀσκητές. Ἕνα ἁγιασμένο τέτοιο βουνὸ εἶναι καὶ τὸ Ὅρος Σαγματὰ τῆς Βοιωτίας. Ἐκεῖ ἀσκήτεψε καὶ ἁγίασε ὁ ἅγιος Κλήμης ὁ Ἀθηναῖος, μία ἁγιασμένη καὶ χαρισματικὴ μορφὴ τῶν μέσων χρόνων.
Ἔζησε τὸν 11ο αἰώνα. Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα, ἡ ὁποία στὰ χρόνια ἐκεῖνα βρισκόταν σὲ τέλεια παρακμή, ὅπως τὴν περιέγραψε λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ μητροπολίτης τῆς Ἅγιος Μιχαὴλ Χωνιάτης, ἢ Ἀκομινάτος (1138-1222). Καταγόταν ἀπὸ εὐγενή καὶ πλούσια οἰκογένεια, ἡ ὁποία τοῦ παράσχε τὰ ἐφόδια νὰ μορφωθεῖ καὶ νὰ ζήσει μία ἄνετη ζωή. Ὅμως αὐτὸς θέλγονταν ἀπὸ μικρὸς...
γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο.Ὄντας ἀκόμη ἔφηβος, γνωστοποίησε στοὺς δικούς του τὴν ἀπόφασή του νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ νὰ ἐνδυθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τοὺς συγγενεῖς του, ἄφησε τὴν ὄμορφη Ἀθήνα καὶ κατέφυγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀσωμάτων, ἡ ὁποία μᾶς εἶναι γνωστὴ καὶ ὡς Ἱερὰ Μονὴ Συμβούλου, στὸν Κιθαιρώνα, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Ἐκεῖ ζοῦσε καὶ ἀσκοῦνταν ἕνας ξακουστός, γιὰ τὴν ἁγιότητά του καὶ τὴ σοφία του, ὁ Ὅσιος Μελέτιος. Σὲ αὐτοῦ τὴν ἐπιστασία καὶ καθοδήγηση τέθηκε.
Ἄρχισε ἀμέσως τὸν πνευματικό του ἀγώνα. Ὑπέδειξε πιστὴ ὑπακοὴ στὸ Γέροντα καὶ στοὺς ἄλλους ἀδελφούς τῆς Μονῆς καὶ ἐκτελοῦσε μὲ προθυμία τὰ πιὸ δύσκολα διακονήματα. Προσευχόταν ἀδιάλειπτα, ἀγρυπνοῦσε, ἔψελνε καὶ νήστευε. Ἔτσι δὲν ἄργησαν νὰ φανοῦν τὰ σημεῖα ἁγιότητας σὲ αὐτόν. Εἶχε ἀξιωθεῖ ἐνωρὶς νὰ γίνει σκεῦος τῆς Θείας Χάριτος. Γι’ αὐτὸ ἀπολάμβανε τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη ὅλων.
Μία ἀπὸ τὶς πλέον ἀγαπημένες του συνήθειες ἦταν νὰ ἀπομονώνεται σὲ ἐρημικὰ μέρη καὶ νὰ προσεύχεται ἐκεῖ μὲ τὶς ὧρες. Στὴν ἡσυχία τῆς ἐξοχῆς ἔχανε τὴν αἴσθηση τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου προσευχόμενος. Ἀφήνονταν στὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, θεωρώντας τὴν προσευχὴ ὡς συζήτηση μὲ Ἐκεῖνον καὶ ἀπαραίτητη ὅσο καὶ ἡ ἀναπνοή του. Ἀλλὰ οἱ συχνὲς καὶ πολύωρες αὐτὲς ἔξοδοί του ἀπὸ τὴ Μονὴ ἀνησύχησαν τοὺς ἀδελφούς. Κάποιος ἀπὸ αὐτούς, ὀνόματι Ἰάκωβος, ἀπὸ περιέργεια, σὲ μία ἔξοδο τοῦ Κλήμη, τὸν παρακολούθησε διακριτικά. Τὸν εἶδε, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, νὰ αἰωρεῖται ἕναν πήχη πάνω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια καὶ τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό.
Ὁ περίεργος μοναχὸς σάστισε καὶ γύρισε στὴ Μονὴ ὅπου διηγήθηκε τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς στοὺς ἄλλους μοναχούς. Οἱ ἀδελφοί τῆς Μονῆς κατάλαβαν ὅτι εἶχαν ἀνάμεσά τους ἕναν ἀληθινὸ καὶ ἁγιασμένο ἄνθρωπο καὶ γι’ αὐτὸ ἄρχισαν νὰ τὸν θαυμάζουν καὶ νὰ τὸν τιμοῦν ὡς ἅγιο.
Αὐτὸ ὅμως δὲ ἄρεσε στὸν ταπεινὸ Ὅσιο. Φοβήθηκε πὼς ἦταν δυνατὸν νὰ πέσει στὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς κενοδοξίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποφάσισε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Μονή. Ζήτησε ἀπὸ τὸ Γέροντά του Μελέτιο νὰ τοῦ δώσει τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἄδεια νὰ φύγει. Ὁ Γέροντας Μελέτιος, ὡς ἔμπειρος πνευματικός, κατάλαβε ὅτι ἡ ἐπιθυμία του νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ Μονὴ ἦταν προϊὸν πνευματικῆς ὡριμότητας καὶ δεῖγμα ἀρετῆς. Γι’ αὐτὸ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του καὶ τὴν ἄδειά του νὰ φύγει.
Ὁ Κλήμης βρῆκε καταφύγιο σὲ ἕνα μικρὸ κοινόβιο στὸ Ὅρος Σαγματὰ τῆς Βοιωτίας. Μάλιστα διάλεξε ὡς κατοικία του, ὄχι κάποιο κελὶ τῆς Μονῆς, ἀλλὰ ἕνα σπήλαιο σὲ μία ἀπόκρημνη πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ, κοντὰ στὴ Μονή, τὸ ὁποῖο σώζεται ὡς τὰ σήμερα. Στὸ νέο του κατοικητήριο βρῆκε τὴν ἡσυχία, ποὺ ἐπιζητοῦσε καὶ θεωροῦσε ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἄσκησή του καὶ πνευματική του τελείωση. Ἐκεῖ προσευχόταν ἀδιάλειπτα καὶ μελετοῦσε τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ ἄλλα ψυχωφελῆ ἐκκλησιαστικὰ συγγράμματα. Ἀσκοῦνταν σὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ θαυμαστὲς ἑκούσιες στερήσεις. Μάλιστα, ὅπως γράφει ὁ βιογράφος του,
Ἀνέβαινε συχνὰ σὲ στύλο ὑψηλὸ καὶ στενό, μιμούμενος τοὺς ἁγίους στυλίτες μοναχούς, ὑπομένοντας τοὺς ψυχροὺς καὶ ἰσχυροὺς ἀνέμους, τὶς ραγδαῖες βροχές, τοὺς παγεροὺς χιόνες, τοὺς ἀνυπόφορους καλοκαιρινοὺς καύσωνες, «ὑποφέρων πάση κακουχία καὶ θλίψη καὶ στεναχωρία, τῷ Θεῶ προσομιλῶν»!
Ζοῦσε ὡς ἐπίγειος ἄγγελος καὶ ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Ἐπίσης ἀξιώθηκε τῆς θαυματουργίας. Πλήθη ἀναξιοπαθούντων καὶ ἀσθενῶν ἔτρεχαν στὴ Μονὴ Σαγματὰ νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Ὅσιο τὴ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν τους καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του.
Ἡ φήμη του ξεπέρασε τὰ ὅρια τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καὶ ἔφτασε ὡς τὴ Βασιλεύουσα. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α΄ Κομνηνὸς (1081-1118), θέλοντας νὰ τιμήσει τὸν ἅγιο Κλήμη, ἔστειλε αὐτοκρατορικὸ Χρυσόβουλο στὴ Μονὴ Σαγματὰ καὶ μαζὶ ἕνα τεμάχιο τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Μὲ τὸ Χρυσόβουλο δώρισε στὴ Μονὴ μεγάλη ἔκταση ἔφορων κτημάτων «παρὰ τὴν Οὐγγρίαν λίμνην», στὰ σημερινὰ Σκορπονέρια.
Ὁ Ὅσιος ἔζησε ἀρκετὰ χρόνια στὴ Μονὴ Σαγματά, ἀσκούμενος στὸ ἀπόκρημνο σπήλαιό του. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὶς 26 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1111. Ἡ ἁγία του ψυχὴ πέταξε στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ συναντήσει τὸ Νυμφίο της Χριστό, Τὸν Ὁποῖο πόθησε καὶ ἀγάπησε σὲ ὅλη τὴν ἐπὶ γῆς ζωή της. Οἱ ἀδελφοί τῆς Μονῆς μὲ θλίψη, ποὺ στερήθηκαν τὴν παρουσία ἑνὸς θεουμένου ἀνθρώπου, ἔθαψαν μὲ τιμὲς τὸ τίμιο σῶμα του, στὴν ἄκρη τοῦ βουνοῦ, ἔξω ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο του σπήλαιο. Ὁ τάφος του εἶχε γίνει γιὰ αἰῶνες τόπος προσέλευσης εὐσεβῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι συνέρρεαν γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία τοῦ ἁγίου καί νὰ ζητήσουν τὴ βοήθειά του. Ὁ τάφος του σώζεται ὡς τὰ σήμερα, ὁ ὁποῖος προστατεύεται ἀπὸ νεόδμητο παρεκκλήσι. Στὴ Μονὴ Σαγματὰ σώζεται ἐπίσης ἡ χαριτόβρυτη Κάρα του, ἡ ὁποία εὐωδιάζει, ἁγιάζει καὶ θαυματουργεῖ.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 26 Ἰανουαρίου, τὴν ἡμέρα τῆς ὀσιακῆς του κοιμήσεως.
Ὁ μοναχισμὸς εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ὁ εὐλογημένος τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος διασώζει τὴν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τὴν ὁποία διέσπασε ἡ πτώση, ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ φθορά. Οἱ μυριάδες ὅσιοι στὴ δισχιλιόχρονη πορεία τῆς Ἐκκλησίας δείχνουν στὴν ἀνθρωπότητα τὸν τρόπο τῆς συναδελφώσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, ὁ ὁποῖος εἶναι ταυτισμένος μὲ τὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν μας. Ὁ ἅγιος Κλήμης ὁ Ἀθηναῖος μᾶς διδάσκει μὲ τὸ βίο του πὼς καὶ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ τύχουμε τῆς σωτηρίας μὲ τὴν πίστη μας στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀγώνα μας κατὰ τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας, ὁ ὁποῖος, ἂν δὲν τιθασευτεῖ, μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψει.
Άγιε Κλήμεντα Αθηναίε πρέσβευε υπερ ημών!
ΑπάντησηΔιαγραφήΡωμιός