Γράφει ὁ πρωτοπρ. πατήρ Γεώργιος ∆. Μεταλληνός
Τό γένος µας ἐλευθερώθηκε µετά ἀπό δουλεία αἰώνων σέ βαρβάρους ὂχι µόνο τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί τῆς ∆ύσης, πού ἐργάζονταν καί αὐτοί γιά τόν πνευµατικό θάνατο τοῦ Ἑλληνισµοῦ µέ τήν ἀποσύνδεσή του ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. ∆υναµογόνος πηγή τοῦ Ἐθνικοῦ µας ἀγώνα ὑπῆρξε ἡ ἂσβεστη συνείδηση ὃτι «εὒδαιµον τό ἐλεύθερον»1. Ὁ Ἑλληνισµός δέν ἒπαυσε, καί στήν µακρόσυρτη περίοδο τῆς δουλείας, νά εἶναι φορέας καί συνεχιστής ἑνός παγκόσµιας ἐµβέλειας πολιτισµοῦ, πού δέν ἒσβησε οὒτε καί στήν πολυώνυµη δουλεία του: ἀραβοκρατία, φραγκοκρατία, ἑνετοκρατία, τουρκοκρατία καί ἀγγλοκρατία.
Ἡ πολιτιστική ταυτότητα τοῦ Ἒθνους µας εἶναι προϊόν τῆς συζεύξεως Ἑλληνικότητας καί Ὀρθοδοξίας, σέ µία ἓνωση θεανθρώπινη, στήν ὁποία θεῖο στοιχεῖο εἶναι ἡ ἒνσαρκη Ὀρθοδοξία – Ἰησοῦς Χριστός καί ἀνθρώπινο ὁ Ἑλληνισµός, ὡς ἱστορική σάρκα αὐτῆς τῆς «ἀσύγχυτης καί ἀδιαίρετης» ἓνωσης. Ἡ πραγµάτωσή της ὁδήγησε στήν ἐκ θεµελίων ἀναδόµηση καί µεταµόρφωση ἑνός πολιτισµοῦ, πού ὑπῆρξε ἡ κορύφωση τῆς ἀνθρωπίνης προόδου ἀπό τήν πτώση µέχρι τήν Σάρκωση. Ἀναζητώντας τήν καθολική Ἀλήθεια ἡ ἐλληνική...
θεοκεντρικότητα, ψηλαφοῦσε τήν θεία παρουσία στόν κόσµο, προσανατολίζοντας Χριστοκεντρικά τήν πορεία του πρός τό Ὃσιο, τό Ἀληθές, τό Ὡραῖο καί τό ∆ίκαιο, καί ἀνεπίγνωστα πρός τήν πηγή κάθε τελειότητας τόν Τρισυπόστατο Θεό. Ὁ Χριστιανισµός ὡς Ὀρθοδοξία, θά καταξιώσει καί ἐξαγιάσει τήν γνήσια «ζήτηση»2 τοῦ ἑλληνικοῦ κόσµου.
θεοκεντρικότητα, ψηλαφοῦσε τήν θεία παρουσία στόν κόσµο, προσανατολίζοντας Χριστοκεντρικά τήν πορεία του πρός τό Ὃσιο, τό Ἀληθές, τό Ὡραῖο καί τό ∆ίκαιο, καί ἀνεπίγνωστα πρός τήν πηγή κάθε τελειότητας τόν Τρισυπόστατο Θεό. Ὁ Χριστιανισµός ὡς Ὀρθοδοξία, θά καταξιώσει καί ἐξαγιάσει τήν γνήσια «ζήτηση»2 τοῦ ἑλληνικοῦ κόσµου.
Ὁ Ἑλληνισµός «ὁλοκληρώθηκε µέσα στήν Ὀρθοδοξία» καί µέ τή νέα ταυτότητά του δοξάσθηκε καί µεγαλούργησε στήν κατοπινή του πορεία, ὡς «αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως», κατά τόν ἀείµνηστο π. Γεώργιο Φλωρόβσκυ3. Τήν αὐθεντική ἓνωση Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητας σώζουν στούς αἰῶνες οἱ ἃγιοι Πατέρες, ὃπως οἱ Μεγάλοι Τρεῖς Ἱεράρχες. Μέσω αὐτῶν σφραγίσθηκε εὐεργετικά ἡ πορεία ὂχι µόνο τῆς ἑλληνικῆς, ἀλλά καί τῆς παγκόσµιας ἱστορίας, ἐφ’ ὃσον βέβαια ἡ πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων λειτουργεῖ ὡς αὐθεντική χριστιανικότητα καί ὂχι ὡς παραχάραξή της. Ὁ προσληφθείς ἀπό τήν Ὀρθοδοξία Ἑλληνισµός, µέ τά στοιχεῖα του ἐκεῖνα πού ἦταν συµβατά µέ τήν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια ἀναγεννήθηκε, συνεχίζοντας τήν πορεία του στήν ἱστορία ὡς ἓνας νέος κόσµος, κινούµενος στό Φῶς τῆς ἂκτιστης θεϊκῆς Χάρης καί ἐνδυναµούµενος ἀπό τή διαρκῆ ζήτησή της.
Χῶρος τῆς ἱστορικῆς πραγµάτωσης τῆς νέας ἑλληνικῆς ταυτότητας ὑπῆρξε ἡ (ἑλληνορθόδοξη) Ρωµανία, τό «Βυζάντιο», στήν Βυζαντινή καί µεταβυζαντινή διάστασή της. Μέσα στήν µητρική ἀγκάλη τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώµης (Ρωµανίας) καί τῆς φυσικῆς προέκτασής της στή δουλεία, τῆς Ἐθναρχίας, ἡ ἑλληνική συνείδηση πραγµατώνει τήν οἰκουµενικότητά της σέ µιά ὑπερφυλετική πανενότητα ἢ ὑπερεθνικότητα, τό «ἒθνος ἃγιον» (Α΄ Πέτρ. 2,9) καί «γένος τῶν Ρωµαίων», τῶν ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Νέας Ρώµης. Ἒτσι ὑπερβαίνεται ὁ παλαιός δυαλισµός «Ἓλληνες καί βάρβαροι», γιά νά ἰσχύσει τό «οὐκ ἒνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἓλλην» (Γαλ. 3,28).
Ἡ ἱστορία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἒγινε σηµαντικότατο κεφάλαιο τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισµοῦ καί ἡ σπονδυλική στήλη τῆς ἐπιβίωσης καί διαχρονικῆς παρουσίας του. Αὐτό ὁµολόγησε τό 1852 ἡ ἁρµόδια γιά τά ἐκκλησιαστικά Νοµοσχέδια Ἐπιτροπή τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς: «Αὓτη (δηλαδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία) διετήρησεν ἐν ταῖς περιπετείαις τῶν χρόνων τήν πνευµατικήν καί ἐθνικήν ἑνότητα τῶν Ἑλλήνων». Αὐτή ὑπῆρξε ἡ ἐµπειρία τοῦ Ἑλληνισµοῦ µέχρι τήν ἳδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (συµβατικά τό 1830). Ἡ ὑπεροχική παρουσία τῆς ἑλληνικότητας στή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος τεκµηριώνεται µέ τή θέση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, σ’ ὃλες τίς ἱστορικές µορφές της, στόν ἐκκλησιαστικό λόγο, ἀποβαίνοντας ἡ γλώσσα σύνολης τῆς Ὀρθοδοξίας µέχρι σήµερα. Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται διεθνῶς «ἑλληνική»: “Ecclesia greca”, “Greek Church”, “Griechische Kirche”, κ.λπ. Ἡ Ὀρθοδοξία συνέζευξε τόν Παρθενώνα µέ τήν Ἁγιά-Σοφιά, ὡς Ρωµηοσύνη ἀπό τό 330 (ἳδρυση τῆς Νέας Ρώµης), µέ παραµόνιµα ἰδανικά τόν «θεούµενον ἂνθρωπον», τόν Ἃγιο, καί τόν ἀδελφικό-κοινοτικό τρόπο ὑπάρξεως, πού σώζεται αὐτούσιος στό ὀρθόδοξο κοινοβιακό µοναστήρι.
Μετά ἀπό αὐτά κατανοεῖται, γιατί ἡ βούληση τοῦ Ἒθνους κατά τήν δουλεία ἦταν ἡ ἀνάσταση καί συνέχεια αὐτῆς τῆς πραγµατικότητας. Κατά τόν π. Ἰ. Ρωµανίδη, «οἱ Ρωµηοί ἐπαναστάτησαν τό 1821, διά νά ξαναγίνη ἡ Ρωµηοσύνη κράτος µέ τόν ρωµαίικο (=ἑλληνορθόδοξο) πολιτισµό της, πού µέ ὑπερηφάνειαν καί κάθε θυσίαν εἶχαν διαφυλάξει κατά τά σκληρά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τῆς Φραγκοκρατίας καί τῆς Ἀραβοκρατίας»4 . Αὐτό τό ὃραµα εἶχαν οἱ µεγάλοι πρωταγωνιστές τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. ∆ειγµατοληπτικά παρουσιάζουµε τούς ὁραµατισµούς τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια, πού ὡς Κυβερνήτης τῆς µικρῆς Ἑλλάδας θέλησε νά πραγµατώσει τά ὂνειρα τῶν Ἀγωνιστῶν.
Ἰωάννης Καποδίστριας (1766-1831)
Ὁ Νικόλαος Σπηλιάδης (1780-1867), πού ὡς «Γραµµατεύς Ἐπικρατείας» (δηλ. πρωθυπουργός) γνώριζε καλά τόν Καποδίστρια, παραδίδει τήν πληροφορία, ὃτι ὁ πρῶτος µας «Κυβερνήτης» ἢθελε νά δηµιουργήσει «Νεορωµαϊκήν αὐτοκρατορίαν», ἐπισηµαίνοντας ἒτσι τόν οἰκουµενικό µεγαλοϊδεατισµό του. Ὁ Καποδίστριας ἢθελε νά ἀναστηθεῖ τό «ρωµαίικο», ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Εἶναι, ἂλλωστε, γνωστή µιά σχετική διπλωµατική ἐνέργειά του. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1828 προσπάθησε νά πείσει τόν τσάρο Νικόλαο νά ἱδρυθεῖ Ὁµοσπονδία ἀπό πέντε αὐτόνοµα κράτη στήν Βαλκανική: Ἑλλάδος, Ἠπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας καί ∆ακίας µέ ἐλεύθερη πόλη τήν Κωνσταντινούπολη, προσβλέποντας στήν µελλοντική ἓνωσή τους καί ἒτσι τήν ἀποκατάσταση µεγάλου µέρους τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώµης5. Ἐξ ἂλλου, ἢδη τό 1819 σέ ἐπώνυµο ὑπόµνηµά του ἀπό τήν Κέρκυρα, ὑπεστήριζε τήν ἀναβολή τῆς ἑτοιµαζοµένης ἐπαναστάσεως, διότι προέβλεπε τήν χειραγώγησή της ἀπό τίς ∆υτικές ∆υνάµεις, καί τήν θεµελίωση τῆς «Φιλικῆς Ἑταιρείας» οὐχί ἐπί τῆς ἀρχῆς τῆς ἐθνότητος, ἀλλά ἐπί τῆς εὐρείας καί ζώσης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»6. Καί ὁ Καποδίστριας ἢθελε ἀνάσταση τοῦ ρωµαίικου, πού συνεχιζόταν στά ὃρια τῆς Ἐθναρχίας. Μέ τήν Ὀρθοδοξία καί ὂχι τήν ἀποχριστιανοποιηµένη Εὐρώπη συνέδεε καί αὐτός τό µέλλον τοῦ Ἑλληνισµοῦ.
Ἀκραιφνῶς ἑλληνορθόδοξο ἦταν τό φρόνηµά του γιά τό Ἒθνος. Ὃπως ἒγραφε στὸν ὑφυπουργό Πολέµου καί Ἀποικιῶν Οὐίλµοτ Χόρτον (15/27 Ὀκτωβρίου 1825): «Τό ἑλληνικόν Ἒθνος ἀποτελεῖται ἀπό ἂτοµα, τά ὁποῖα, µετά τήν κατάκτησιν (=ἃλωση) τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δέν ἒπαυσαν νά πρεσβεύουν τήν ὀρθόδοξον θρησκείαν, νά ὁµιλοῦν τήν γλῶσσαν τῶν πατέρων των καί τά ὁποῖα τελοῦν ὑπό τήν πνευµατικήν ἢ κοσµικήν (γρ. ἐθναρχικήν) δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας των, ἀσχέτως τοῦ τόπου πού διαµένουν ἐν Τουρκίᾳ… Τά ὃρια τῆς Ἑλλάδος ἒχουν χαραχθῆ ἀπό τεσσάρων αἰώνων διά τῶν δικαίων, τά ὁποῖα οὒτε ὁ χρόνος, οὒτε πάσης φύσεως δεινά, οὒτε ἡ κατάκτησις ἠδυνήθησαν ποτέ νά διαγράψουν»7 .
Μέσα σέ λίγες γραµµές προσδιορίζεται ἡ ἑλληνική ταυτότητα, µέ κύρια στοιχεῖα τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τή γλώσσα. «Ἡ χριστιανική θρησκεία -σηµειώνει ἀλλοῦ- ἐσυντήρησεν εἰς τούς Ἓλληνας καί γλῶσσαν καί πατρίδα καί ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναµνήσεις, καί ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτούς τήν πολιτικήν ὓπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι «στύλος καί ἑδραίωµα» (Α΄ Τιµ. 3,15). Ἀληθινή κιβωτός τοῦ ἀναγεννώµενου Ἒθνους ἦταν, κατά τόν Καποδίστρια ἡ Ὀρθοδοξία. Ἡ στυγερή δολοφονία του δέν ἀνέκοψε µόνο τήν ὁµαλή πορεία τοῦ Ἒθνους πρός τήν πλήρη ἀποκατάστασή του, ἀλλά καί τήν πορεία ὃλης τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, τῶν λοιπῶν βαλκανικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἐθναρχίας.
Ὁ Καποδίστριας δέν ἀνῆκε ποτέ, πνευµατικά καί πολιτιστικά, στήν Εὐρώπη, παραµένοντας πάνω ἀπ’ ὃλα Ἓλλην. Ὑποστήριξε τήν εὐρωπαϊκή ἑνότητα, χωρίς ὃµως στό ἐλάχιστο νά ὑποτιµήσει ἢ νοθεύσει τή δική του ταυτότητα. Σήµερα θά λέγαµε, ὃτι ἐργάσθηκε γιά µιάν Εὐρώπη, «τῶν Λαῶν καί τῶν πολιτισµῶν». Ἀλλ’ αὐτό ἀκριβῶς δέν θέλει νά εἶναι ἡ σηµερινή Εὐρώπη, ἐπιµένοντας στόν φραγκοτευτονικό ρατσιστικό φεουδαρχισµό της.
Ὁ Καποδίστριας ὁραµατιζόταν τήν συνέχεια τοῦ Ἒθνους µέσα στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή του. Ἒτσι δέν ἂργησε νά ἒλθει σέ σύγκρουση µέ τίς δυνάµεις ἐκεῖνες, ξένες καί ἐγχώριες, πού ἐπεδίωκαν τόν ἐξευρωπαϊσµό τῆς Χώρας µέ τήν ἀποσύνδεσή της ἀπό τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισµό της. Ὁ Κυβερνήτης ὃµως πίστευε καί διεκήρυττε, ὃτι «ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης»!8.
Ἑλληνορθόδοξο ἦταν καί τό ὃραµά του γιά τήν παιδεία τοῦ Ἒθνους. Παιδεία καί Ἐκκλησία ἦταν στή συνείδησή του ἀλληλένδετα. Γι’ αὐτό καί συνέστησε Γραµµατεία (=Ὑπουργεῖο) «τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς ∆ηµοσίου Παιδείας», διότι, ὃπως ἒλεγε, ἦσαν «δύο ὑπηρεσίαι ἀχώριστοι, πρός ἓνα συντρέχουσαι σκοπόν, τήν ἠθικήν τῶν πολιτῶν µόρφωσιν, ἣτις εἶναι ἡ βάσις τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς τοῦ ἒθνους ἀνορθώσεως»9. Τήν σηµασία αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς φωτίζει ἡ καλβινίζουσα σύζευξη ἀπό τόν Κοραῆ τῆς Παιδείας µέ τήν Ἀστυνοµία, σέ ἓνα κοινό ὑπουργεῖο…
Ἒτσι ὃµως ἐξηγεῖται ἡ ἐφεκτική στάση τοῦ Καποδίστρια ἒναντι τῶν Ξένων, ὂχι µόνο στή σφαῖρα τῆς πολιτικῆς, ἀλλά περισσότερο στόν χῶρο πού µποροῦσαν νά ἀλλοιώσουν τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἒθνους, τήν Ἐκπαίδευση. Μία ἀπό τίς βασικότερες ἐναντίον του κατηγορίες τῶν δυτικῶν Μισσιοναρίων ἦταν ὃτι τά σχολεῖα τοῦ Καποδίστρια εἶχαν µοναστηριακή ὀργάνωση, συνδυάζοντας τήν σπουδή µέ τή λατρεία καί τήν ἀνάγνωση στήν τράπεζα βίων Ἁγίων.
Ὁ δραστήριος Μισσιονάριος L. Korck, πού θά ἐλέγχει τήν ἑλληνική ἐκπαίδευση ἐπί Βαυαρῶν, λέγει γιά τόν Καποδίστρια: «Ἐπέµενε ἒντονα στό νά µή ἐπιτραπῇ νά διδάσκεται τίποτε στά σχολεῖα τῶν Μισσιοναρίων χωρίς νά ἒχει λάβει προηγουµένως γνώση ἡ Κυβέρνηση»10, προέβαλλε δέ ἀντιρρήσεις στήν κυκλοφορία προτεσταντικῶν φυλλαδίων, πού προσέβαλλαν τήν θρησκευτική παράδοση τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ11. Ὁ Καποδίστριας ἒγραφε καί στόν ἀµερικανό Μισσιονάριο Rufus Anderson, ὃτι οἱ Ἓλληνες θά δέχονταν εὐαρέστως σχολεῖα καί βιβλία, καί εἰκόνες, καί κάθε τι, πού δέν θά τούς ἀποσποῦσε ἢ δέν θά ὑπονόµευε τήν πίστη τους στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἒθνους τους12.
Ὁ Κυβερνήτης ἦταν ὁ µόνος πολιτικός µας, πού ἀπέκρουσε τήν διαρπαγή, δήµευση ἢ ἀπαλλοτρίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἐπιδιώκοντας τήν ἀξιοποίησή της γιά τήν µισθοδοσία τοῦ Κλήρου καί τήν συντήρηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου. Εἶναι δε γνωστό, ὃτι οὐδεµία ἀποζηµίωση δέχθηκε ποτέ ἀπό τήν Ἑλληνική Πατρίδα, προσφέροντάς της ὃλη τήν ἀτοµική του περιουσία. Ὁ χαρακτηρισµός τοῦ Καποδίστρια ὡς «τοῦ πρώτου καί τελευταίου Κυβερνήτου, πού ἀγάπησε καί ἐνδιεφέρθη εἰλικρινῶς διά τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος»13 δέν εἶναι, µετά τά παραπάνω, ὑπερβολή. Θά διαψευσθῆ ὃµως ἀπό ἐκείνους, πού θά ἀναλάβουν τήν περαιτέρω ὀργάνωση τῆς πορείας τοῦ Ἔθνους.
Ἡ τραγική διάψευση
Τό Ἒθνος µας, στά πρόσωπα ὃλων ἐκείνων (Πολιτικῶν καί ∆ιανοουµένων), πού διαχειρίσθησαν τίς τύχες του, ἀδιαφόρησε γιά τίς παραπάνω ὑποθῆκες. Ὂχι µόνο στόν πολιτικό, ἀλλά καί σ’ αὐτόν τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Ἡ διακήρυξη «ἀνήκοµεν εἰς τήν ∆ύσιν» δέν περιορίσθηκε στίς διεθνεῖς πολιτικές σχέσεις, ἀλλά ἐπεξετάθη καί στά πολιτιστικά καί πνευµατικά, ὁδηγώντας σέ πολιτική ὑποτέλειας καί ἐξάρτησης ἀπό τίς εἰσαγόµενες δυτικογενεῖς ἰδεολογίες καί τά ὀθνεῖα πολιτικοκοινωνικά συστήµατα, ἢ ἀναγνωρίζοντας στούς διαχριστιανικούς ∆ιαλόγους τήν ἐκκλησιαστικότητα τοῦ ∆υτικοῦ Χριστιανισµοῦ στό σύνολό του. Οἱ εὐρωπαΐζοντες Ἓλληνες εὐθυγραµµίζονται µονίµως µέ τήν πολιτική τῶν Εὐρωπαϊκῶν ∆υνάµεων γιά τό κράτος µας καί ὃλη τήν «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολή». Ἂς µή λησµονεῖται δέ ποτέ, ὃτι καί ἡ Σοβιετική Ἓνωση εὐρωπαϊκή «∆ύναµις» ἦταν.
Ἡ συνάντηση καί ὁ ἐκστασιασµός µας µέ τά «εὐρωπαϊκά φῶτα» ἢδη ἀπό τόν 18ο αἰώνα, ἐπέφεραν τή διάσπαση τῆς πολιτιστικῆς ἑνότητάς µας, εἰσάγοντας νέα παιδευτικά καί κοινωνικά πρότυπα, τήν ἐπιβολή τῶν ὁποίων ἀνέλαβε ἡ Ἐκπαίδευση, σέ ἓνα πολιτειακό πλαίσιο, πού ὑποτιµᾶ καί περιθωριοποιεῖ τήν Ὀρθοδοξία ἢ τήν χρησιµοποιεῖ γιά τήν ἐπίτευξη τῶν ἒξωθεν προσδιοριζοµένων κοµµατικῶν στόχων.
Ἒτσι ἀποδεχθήκαµε τήν αὐτοθεοποίηση τοῦ χειραφετηµένου ἢδη ἀπό τήν Ἀναγέννηση Ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θέλησε µέ τή λογική αὐτάρκειά του νά ἐπιτύχει τήν τελείωσή του, ὑποκαθιστώντας µέ τό λογικό τήν θεϊκή Χάρη. Τά Ἱερά Γράµµατα τοῦ Πατροκοσµᾶ καί τῶν Κολλυβάδων ὑποσκελίσθηκαν ἀπό τά εὐρωπαϊκά «Φῶτα». Τό ἰδεολογικό πλαίσιο, τοῦ δυτικοῦ κόσµου µετακενώθηκε βαθµιαῖα στήν «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολή», µαζί µέ ὃλα τὰ γεννήµατα τῆς δυτικῆς διαλεκτικῆς, πνευµατικά καί κοινωνικά, ὃλα διαµετρικά ἀντίθετα πρός τόν κόσµο τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, ὡς τοκετοί ξένων ὠδίνων.
Στό πνεῦµα τῶν Βαυαρῶν κυοφορήθηκε ἡ σηµερινή Ἑλλάς. Ὁ homo oeconomicus, capitalisticus καί marxisticus, κινούµενος στήν ἀλογία τῆς χρησιµοθηρίας καί τῆς ἀπόλυτης προτεραιότητας τοῦ ὠφελιµισµοῦ, κατέστησε τελικά δυσδιάκριτο τόν ἂνθρωπο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἰδεολογική ταυτολογία τῶν πολιτικῶν µας κοµµάτων, θεµελιωµένη στήν κοινή πηγή τῶν ἀρχῶν τους, φανερώνεται ἰδιαίτερα στό χῶρο τῆς Ἐκπαίδευσης, ὃπου ἡ στάση ἀπέναντι στήν παράδοση παραµένει καθαρά εὐρωπαϊκή. Ἡ οὐσία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, δηλαδή ἡ πατερικότητα, ἒχει γίνει πλέον δυσδιάκριτη, θεωρούµενη ὡς µουσειακή ἐπιβίωση καί ἒκθεµα λαογραφικοῦ χαρακτήρα, καί ὂχι ὡς ζωτικό καί οὐσιῶδες συστατικό τῆς Ἑλληνικότητας.
Τό νέο αὐτό πλαίσιο, παιδευτικό καί κοινωνικό, καθιέρωσε προοδευτικά µιά νέα συλλογική νοοτροπία καί στάση ζωῆς, πού ἀπωθεῖ κάθε ἒννοια θεονοµίας καί χριστοκεντρικότητας. Ὁ Ἑλληνισµός, τόν ὁποῖο δεχόµεθα καί ἐκπροσωποῦµε σήµερα, δέν ἒχει πιά σχέση µέ τόν Ἑλληνισµό, τόν ὁποῖο ζοῦσαν καί γιά τόν ὁποῖο ἀγωνίζονταν ὁ Πατροκοσµᾶς, ὁ Κολοκοτρώνης καί ὁ Καποδίστριας καί ὃλη ἡ πλατειά βάση τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ.
Τό πρόβληµα τοῦ σηµερινοῦ Ἑλληνισµοῦ, σέ ὃλα τά ἐπίπεδά του, εἶναι οὐσιαστικά ἡ ἀπουσία ὁραµάτων, ἐµπνεοµένων ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή µας. Σέ µιά ἒκρηξη θλίψεως, καί προπάντων ἀγανάκτησης, ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης θά γράψει στά Ἀποµνηµονεύµατά του: «Ἂν µᾶς ἒλεγε κανείς αὐτήν τήν ἐλευθερίαν, ὁπού γευόµαστε, θά περικαλούσαµεν τόν Θεόν, νά µᾶς ἀφήσει εἰς τούς Τούρκους ἂλλα τόσα χρόνια, ὃσο νά γνωρίσουν οἱ ἂνθρωποι τί θά εἰπεῖ πατρίδα, τί θά εἰπεῖ θρησκεία, τί θά εἰπεῖ φιλοτιµία (=φιλότιµο), τί ἀρετή, τί τιµιότη». Εἲθε νά µᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός καί στή σηµερινή ἀναβίωση τῆς Τουρκοκρατίας, µέσα στήν Ἑνωµένη Εὐρώπη, καί νά ἐπανεύρουµε τόν ἐθνικό βηµατισµό µας, στά ἲχνη τῶν γνησίων καί ἀληθινῶν Ἡγετῶν µας, γιά τήν ἐπανάκτηση τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητάς µας. ∆ιαφορετικά ἡ Ἑλλάς θά ἀντιµετωπίσει τόν θάνατο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εὐδαιμονία εἶναι ἡ Ἐλευθερία (Περικλέους Ἐπιτάφιος).
2. Λέγει ὁ Ἀθηναῖος (;) Κλήμης (+235), διευθυντής τῆς Κατηχητικῆς Σχολῆς Ἀλεξανδρείας: «Φαμέν τοίνυν ἐνθένδε (…) τήν φιλοσοφίαν ζήτησιν ἒχειν περί ἀληθείας καί τῆς τῶν ὂντων φύσεως, ἀλήθεια δέ αὓτη, περί ἧς ὁ Κύριος αὐτός εἶπεν΄ἐγώ εἰμί ἡ Ἁλήθεια» (Στρωματεῖς α΄VI).
3. π. Γ. Φλωρόβσκυ, στόν τόμο: Θεολογία, Ἀλήθεια καί Ζωή, Ἀθήνα 1967, σ.32.
4. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ 1821 καί αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις, στήν ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀριθμ. 309/25.3.1978 (ἒκτακτη ἒκδοση).
5. Τό σχέδιό του ὃμως ἀπορρίφθηκε μέ τήν Συνθήκη τῆς Ἀδριανουπόλεως (14.9.1829). Βλ. M.S. Anderson, The Eastern Question, London 1966, σ. 71. Ἡ προσπάθεια αὐτή τοῦ Ἰ. Καποδίστρια συνιστοῦσε ὀφθαλμοφανῶς παραλλαγή τοῦ βαλκανικοῦ σχεδίου τοῦ Ρήγα.
6. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ Μεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Θεολογία, τ. ΚΑ(1950), σ. 316.
7. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, σ.1 (ΒΙΠΕΡ 77)1966, σ. 86.
8. Γ. Βαλέτα, Τερτσέτη Ἃπαντα-Κολοκοτρώνη Ἀπομνημονεύματα, τ. Γ΄, Ἀπόλογα γιά τόν Καποδίστρια, σ. 242.
9. Γενική Ἐφημερίς τῆς Ἑλλάδος, 1829, ἀρ. 73, 74.
10. 20.11.1829. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τό Ζήτημα τῆς Μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τήν Νεοελληνικήν κατά τόν ΙΘ΄ αἰώνα, Ἀθῆναι 1977, σ. 397.
11. Στό ἲδιο.
12. Βλ. James F. Clarke, Bible Societes American Missionaries and the National revival of Bulgaria, New York 1971, σ. 232.
13. Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, Ὁ Καποδίστριας ὡς θρησκευτική προσωπικότης, Ἀνάπλασις, ἀρ. 248, Δεκ. 1976, σ. 3.
Ὀρθόδοξος Τύπος, 5/8/2016
Πολύ καλό, ρωμαίικο απο τον αλησμόνητο π. Γεώργιο Μεταλληνό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΡωμιός