9 Ιουλ 2019

Γέρων Θεοδόσιος Ἁγιοπαυλίτης

Ἀπό τήν Ἀσκητική καί Ἡσυχαστική Ἁγιορείτικη Παράδοση
O π. Θε­ο­δό­σιος Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της, κα­τά κό­σμον Θε­ό­δω­ρος Ἀν­τω­νᾶ­τος, γεν­νή­θη­κε στήν Ἀ­τα­λάν­τη Λο­κρί­δος τήν πρώ­τη Μαρ­τί­ου τοῦ ἔ­τους 1901. Σπο­ύ­δα­σε στήν Ἀ­νω­τά­τη Ἐμ­πο­ρι­κή καί, ὅ­σο ἦ­ταν στόν κό­σμο, ἀ­σχο­λεῖτο μέ τό ἐμ­πό­ριο. Σχέ­ση μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζωή δέν εἶ­χε, γιά νά μήν ποῦ­με ὅ­τι ἦ­ταν καί ἀν­τί­θε­τος. Θέλοντας νά αὐ­ξή­ση τίς δου­λει­ές του σχε­τί­στη­κε μέ μί­α ὁ­μά­δα πνευ­μα­τι­στῶν καί ὄν­τως αὐ­ξή­θη­καν τά κέρ­δη του.
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό εἶ­χε ἐκ­δώ­σει στήν Γαλ­λί­α μί­α Γαλ­λί­δα ἕ­να βι­βλί­ο: «Ἕ­να μῆ­να μέ το­ύς ἄν­τρες τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους», ὑ­βρι­στι­κό γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος[1]. Ἐ­πει­δή εἶ­χε με­γά­λη κυ­κλο­φο­ρί­α, βρέ­θη­καν κά­ποι­οι καί δυ­στυ­χῶς τό με­τέ­φρα­σαν καί στά Ἑλ­λη­νι­κά. Μία ἐ­φη­με­ρί­δα, τήν ὁ­πο­ί­α ἔ­παιρ­νε ὁ Θε­ό­δω­ρος, τό δη­μο­σί­ευ­ε σέ συ­νέ­χει­ες. Ἀ­φοῦ εἶ­χε δι­α­βά­σει κά­ποι­α τε­ύ­χη, ὡς ἀ­νή­συ­χο πνεῦ­μα πού ἦ­ταν, τοῦ ἦρ­θε ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α, ἡ πε­ρι­έρ­γεια νά ἐ­πι­σκε­φθῆ τό Ἅγιον Ὄ­ρος. «Ἀπό τόσα πού γρά­φει αὐ­τή ἡ Γαλ­λί­δα, τά μι­σά νά εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος πρέ­πει νά εἶ­ναι...
κά­τι σπου­δαῖ­ο. Θά πά­ω», σκέ­φθη­κε.


Με­τά ἀ­πό με­ρι­κές μέ­ρες εἶ­χαν συ­νάν­τη­ση μέ τήν ὁ­μά­δα τῶν πνευ­μα­τι­στῶν καί πῆ­γε καί αὐ­τός. Κα­τά πα­ρά­δο­ξο τρό­πο ὅ­μως δέν εἶ­χαν καμ­μί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό τά πνε­ύ­μα­τα. Ἐ­πι­κλή­σεις, ἐ­πι­κλή­σεις… τί­πο­τα! Τότε ἀ­κο­ύ­στη­κε φω­νή νά λέ­η: «Ἄν δέν ἀλ­λά­ξη τήν ἀ­πό­φα­ση πού ἔ­βα­λε στό νοῦ του ὁ Θε­ό­δω­ρος, δέν μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με τί­πο­τα!». Ὁ Θε­ό­δω­ρος ὅ­μως πε­ί­σμω­σε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο καί προ­γραμ­μά­τι­σε τήν ἐ­πί­σκε­ψή του στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

Ἔ­φθα­σε στό Ὄ­ρος πα­ρα­μο­νή τοῦ Δε­κα­πεν­ταυ­γο­ύ­στου καί ἀ­κο­λου­θών­τας τό πλῆ­θος τῶν προ­σκυ­νη­τῶν πῆ­γε στῶν Ἰ­βή­ρων. Πα­ρα­κο­λο­ύ­θη­σε τήν ἀ­γρυ­πνί­α, ἐν­τυ­πω­σι­ά­στη­κε, ἀλ­λά δέν ἀλ­λοι­ώ­θη­κε πνευ­μα­τι­κά. Ἔ­πει­τα ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τόν Ἅγιο Παῦ­λο. Ἐ­κεῖ κά­τι συ­νέ­βη μέ­σα του, ἀ­πο­φά­σι­σε νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ καί ἀ­να­κο­ί­νω­σε στόν Πνευ­μα­τι­κό τῆς Μο­νῆς πα­πα–Ἰ­γνά­τιο (ὑ­πο­τα­κτι­κό τοῦ γνω­στοῦ πα­πα–Ἰ­γνά­τιου Πνευ­μα­τι­κοῦ) τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του νά με­ί­νη. Τόν δέ­χθη­καν οἱ πα­τέ­ρες. Κοι­νο­βί­α­σε στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Πα­ύ­λου καί στίς 19 Φε­βρου­α­ρί­ου 1936 ἐ­κά­ρη μο­να­χός μέ τό ὄ­νο­μα Θε­ο­δό­σιος.

Ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­ος μο­να­χός ὁ π. Θε­ο­δό­σιος, ἐ­πι­σκέ­φθη­κε χά­ριν ὠ­φε­λεί­ας τόν φη­μι­σμέ­νο γιά τήν ἀ­ρε­τήν του Γρη­γο­ριά­τη ἡ­γού­με­νο πα­πα–Θα­νά­ση. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἔ­δω­σε πο­λύ­τι­μες συμ­βου­λές γιά τήν μο­να­χι­κή του ζω­ή καί στό τέ­λος τοῦ εἶ­πε: «Ἄν θέ­λης νά γί­νης κα­λός μο­να­χός, νά δι­α­βά­ζης τόν ἅ­γιο Ἐ­φραίμ τόν Σύ­ρο. Πάν­τα νά τόν ἔ­χης στό προ­σκε­φά­λαι­όν σου». Πράγ­μα­τι κα­θη­με­ρι­νῶς ἀ­νε­γί­νω­σκε τόν ἅ­γιο Ἐ­φραίμ καί ἐ­καρ­ποῦ­το με­γί­στην ὠ­φέ­λεια. Τόν ἀ­γά­πη­σε πο­λύ, ἀλ­λά πεί­σθη­κε ἀ­πό τίς τα­πει­νές ἐκ­φρά­σεις πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ὅ­σιος Ἐ­φραίμ γιά τόν ἑ­αυ­τό του, ὅ­τι δη­λα­δή εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λός, ἄ­ξιος γιά τήν κό­λα­ση καί ἄλ­λες πα­ρό­μοι­ες ἐκ­φρά­σες ὅ­τι πράγ­μα­τι ὁ ἅ­γιος Ἐ­φρα­ίμ εἶ­ναι στήν κό­λα­ση. Γι᾿ αὐ­τό πο­νοῦ­σε πο­λύ καί, ἐ­πει­δή τόν ἀ­γα­ποῦ­σε, ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι νά τόν βγά­λη ὁ Θε­ός ἀ­πό τήν κό­λα­ση.

Κά­ποι­α φο­ρά πού ὁ Ἡ­γού­με­νος τόν ἔ­βα­λε νά κά­νη ἀ­νά­γνω­ση στήν τρά­πε­ζα καί δι­ά­βα­σε κά­τι σχε­τι­κό μέ τόν ἅ­γιο Ἐ­φραίμ, τόν βί­ον του ἤ κά­ποι­ο ἐγ­κώ­μιο, διεπίστωσε ἔκ­πλη­κτος ὅ­τι ὁ ἅ­γιος Ἐ­φρα­ίμ, ὄχι­ μό­νο δέν βρί­σκε­ται στήν κό­λα­ση, ἀλ­λά εἶ­ναι καί πο­λύ με­γά­λος Ἅ­γιος. Ἀ­πό τήν χα­ρά του καί τήν συγ­κί­νη­ση ἄρ­χι­σε νά κλαί­η καί δι­α­κό­πηκε ἡ ἀ­νά­γνω­ση.

Ὁ πα­τήρ Θε­ο­δό­σιος ἐρ­γά­σθη­κε πο­λύ, ἔ­κα­νε ἀ­γρυ­πνί­ες γιά νά τα­ξι­νο­μή­ση τήν βι­βλι­ο­θή­κη τῆς Μο­νῆς. ­Δη­μι­ούρ­γη­σε καί σκευ­ο­φυ­λά­κιο μέ εἰ­κό­νες. Ἦταν ἐ­πι­με­λής στήν με­λέ­τη καί συ­νέ­γρα­ψε πνευ­μα­τι­κά βι­βλί­α. Οἱ πολ­λές ἁ­γι­ο­γρα­φι­κές καί πα­τε­ρι­κές ἐ­πι­γρα­φές πού ὑ­πάρ­χουν στό Μο­να­στή­ρι, γρά­φτη­καν μέ τό χέ­ρι του.

Ὁ γε­ρω–Θε­ο­δό­σιος εἶ­χε πο­λύ πό­λε­μο μέ τόν διά­­βο­λο, ἐ­πει­δή ὡς λα­ϊ­κός εἶ­χε μπλέ­ξει μέ τόν πνευ­μα­τι­σμό. Ὁ δι­ά­βο­λος τοῦ ἔ­κα­νε ἄ­γρι­ες ἐ­πι­θέ­σεις. Σῶ­μα μέ σῶ­μα πά­λευ­αν. Ἐ­ξωμο­λο­γεῖ­το στόν Ἡ­γού­με­νο τίς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ πει­ρα­σμοῦ καί ἔ­χοντας πε­ποί­θη­ση στόν ἑ­αυ­τό του, ἔ­λε­γε· «ἄν τολ­μή­ση καί ξα­νάρ­θη, νά δῆς τί θά τόν κά­νω». Ὁ­πό­τε τήν ἴ­δια νύ­χτα ἦρ­θε ὡς συ­νή­θως ὁ πει­ρά­ζων καί μέ τήν μα­νί­α πού τόν εἶ­χε ὁ π. Θε­ο­δό­σιος ὥρ­μη­σε πά­νω του, τόν ἔ­πια­σε μέ τό ἕ­να χέ­ρι του ἀ­πό τό μά­γου­λο καί μέ τό ἄλ­λο προ­σπα­θοῦ­σε νά τόν ρί­ξη κά­τω. Ἀλ­λά σέ λί­γο ἔ­νι­ω­θε νά τόν κα­τα­βάλ­η ὁ ἀν­τι­κεί­με­νος. Ὁ­πό­τε, βλέ­ποντας τήν ἀ­νε­πάρ­κεια τῶν δυ­νά­με­ών του, ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γί­α καί ἀ­μέ­σως χά­θη­κε ὁ πει­ρα­σμός, μή ὑ­πο­φέ­ροντας τήν δύ­να­μη τοῦ Ὀ­νό­μα­τος. Ἔ­τρε­ξε ὕ­στε­ρα στόν Ἡ­γού­με­νο καί τοῦ ἐ­ξω­μολο­γή­θηκε: «Ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­πα, ἄν ἔρ­θη νά δῆς τί θά τόν κά­νω, ἦ­ταν τῆς ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας μου». Ἐ­γνώ­ρι­σε στήν πρά­ξη ὅ­τι οἱ δαί­μο­νες νι­κῶν­ται μέ τήν τα­πεί­νω­ση καί τήν θεί­α δύ­να­μη.

Δι­η­γή­θη­κε: «Κάποια φο­ρά, ἐ­νῶ ἔ­γρα­φα τή νύ­χτα πε­ρί πνευ­μα­τι­σμοῦ, κά­ποι­ος χτύ­πη­σε πο­λύ δυ­να­τά τό τζά­μι τοῦ πα­ρα­θύ­ρου, τό­σο πο­λύ πού πῆ­γε νά σπά­ση. Κοι­τά­ζω καί βλέ­πω μία σκιά στό τζά­μι. “Ἐν ὀ­νό­μα­τι τοῦ Χρι­στοῦ νά φύ­γης”, λέ­ω καί σταυ­ρώ­νω συ­νε­χῶς τό πα­ρά­θυ­ρο. Σέ λί­γο βλέ­πω τήν σκιά νά ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται σάν ἀ­στρο­να­ύ­της».

Ἄλ­λη φο­ρά τοῦ συ­νέ­βη τό ἑ­ξῆς, ὅ­πως δι­η­γήθη­κε: «Ἕ­να βρά­δυ στό κελ­λί μου ἦρ­θε ὁ π. Γε­ρά­σι­μος ὁ Μι­κρα­γι­αν­να­νί­της.

–Πότε ἦρ­θες; τοῦ λέ­ω, δέν σέ πρό­σε­ξα.

–Νά, τό ἀ­πό­γευ­μα. Θά βγά­λεις βι­βλί­ο, ἔ­μα­θα.

–Ναί, τοῦ ἀ­παν­τῶ. Θά βγά­λω ἕ­να βι­βλί­ο γιά τόν πνευ­μα­τι­σμό. Τότε ὁ π. Γε­ρά­σι­μος μοῦ λέ­γει:

–Τά μέν­τιουμ ἀπ᾿ αὐ­τά πού λέ­γουν 99% εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, 1% εἶ­ναι ψέμ­μα­τα καί αὐ­τό τό 1 ἀ­ναι­ρεῖ τά 99.

–Αὐ­τό πού λέ­γεις εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ο νά τό γρά­ψω στό βι­βλί­ο, ἀλ­λά ποῦ τό βρῆ­κες, ἐ­ρω­τῶ.

–Στά Πνευ­μα­τι­κά Γυ­μνά­σμα­τα, ἀ­παν­τᾶ.

»Ὅ­ταν ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό κελ­λί μου, ἀ­νο­ί­γω τά Πνευ­μα­τι­κά Γυ­μνά­σμα­τα καί τό βρί­σκω ἀ­μέ­σως. Ὅ­ταν τε­λε­ί­ω­σα τό πρό­χει­ρο γρά­ψι­μο καί ἤ­μουν ἕ­τοι­μος νά τό στε­ί­λω γιά τό τυ­πο­γρα­φεῖ­ο, ὁ λο­γι­σμός μοῦ ἔ­λε­γε νά ψά­ξω νά βρῶ τήν σε­λί­δα ὅπου ἦ­ταν γραμ­μέ­νο αὐ­τό πού μοῦ εἶ­χε πεῖ ὁ π. Γε­ρά­σι­μος. »Ψάχνω τρεῖς φο­ρές ὅ­λο τό βι­βλί­ο καί δέν τό βρί­σκω γραμ­μέ­νο. Ση­κώ­νο­μαι καί πη­γα­ί­νω στήν Μι­κρά Ἁ­γί­α Ἄν­να, βρί­σκω τόν π. Γε­ρά­σι­μο καί τοῦ λέ­γω:

–Ὅ­ταν ἦρ­θες στό Μο­να­στή­ρι μοῦ εἶ­πες αὐ­τό καί αὐ­τό. Δέν τό βρί­σκω τώ­ρα στά Πνευ­μα­τι­κά Γυ­μνά­σμα­τα. Τί συμ­βα­ί­νει;

–Οὔ­τε ἦρ­θα στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο –ἔ­χω πο­λύ και­ρό νά ἔλ­θω–, ἀλ­λά καί οὔ­τε σοῦ εἶ­πα τέ­τοι­ο πρᾶγ­μα.

Ἔ­μει­να ἄ­ναυ­δος. Ἀ­πα­τή­θη­κα λοι­πόν σέ τέ­τοι­ο βαθμό ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο; Τότε σκέ­φθη­κα ὅ­τι, ἐ­άν τό ἔ­γρα­φα αὐ­τό, θά ἔ­κα­να με­γά­λο κα­κό, δι­ό­τι ὅ­ποι­ος δι­ά­βα­ζε τό βι­βλί­ο θά σκε­φτό­ταν: “­Ἐφ᾿ ὅ­σον τό 99 εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, τί μέ νοι­ά­ζει γιά τό 1; Θά πά­ω στά μέν­τιουμ”­».

«Ὅ­ταν εἶ­χα ἑ­τοι­μά­σει τό βι­βλί­ο πε­ρί πνευ­μα­τι­σμοῦ, τό κα­θα­ρό­γρα­φα γιά νά τό στε­ί­λω τό πρωΐ γιά ἐ­κτύ­πω­ση. Εἶ­χαν με­ί­νει ἀ­κό­μη 4 σε­λί­δες γιά νά τε­λει­ώ­σω. Ξαφ­νι­κά αἰ­σθά­νο­μαι δί­πλα μου τόν δι­ά­βο­λο. Ἀ­να­τρί­χια­σα ὁ­λό­κλη­ρος. Ὁ λο­γι­σμός μοῦ ἔ­λε­γε νά στα­μα­τή­σω. “Ὄ­χι”, εἶ­πα, “­θά τε­λει­ώ­σω καί με­τά θά στα­μα­τή­σω”. “Χρι­στέ μου, βο­ή­θα με”, καί συ­νέ­χι­σα νά γρά­φω κλα­ί­γον­τας καί προ­σευ­χό­με­νος, ἐ­νῶ ἔ­τρε­μα ἀ­πό τόν φό­βο μου.

»Ὅ­ταν τε­λε­ί­ω­σα, ξά­πλω­σα λί­γο. Σέ λί­γο ἀ­κι­νη­το­ποι­ή­θη­κα τε­λε­ί­ως ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο. Δέν μπο­ροῦ­σα οὔ­τε νά φω­νά­ξω. Μόνο τό μυα­λό μου, ἡ σκέ­ψη μου, λει­τουρ­γοῦ­σε. Τότε θυ­μή­θη­κα τόν ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ πού λέ­γει: “Μόνο τό πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ μπο­ρεῖ νά δι­ώ­ξη τό πνεῦ­μα τοῦ δι­α­βό­λου”.

»Ἄρ­χι­σα τό­τε νά προ­σε­ύ­χωμαι θερ­μῶς, ὁ­πό­τε ἐν­τός ὀ­λί­γου ἔ­φυ­γε ὁ δι­ά­βο­λος καί ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­κα».

Πάλι δι­η­γή­θη­κε: «Κάποια ἄλ­λη φο­ρά ἦ­ταν νύ­χτα καί ἔ­νι­ω­σα νά τρέ­μη δυ­να­τά τό κρεβ­βά­τι μου. Σκέ­φθη­κα ὅ­τι γί­νε­ται δυ­να­τός σει­σμός καί σί­γου­ρα μέ τέ­τοι­ον σει­σμό θά πέ­σουν τά κτί­ρια καί θά κα­τα­στρα­φῆ τό Μο­να­στή­ρι.

»Μόλις στα­μά­τη­σε, βγα­ί­νω ἔ­ξω καί πηγαίνω στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τήν ὥ­ρα ἐ­κε­ί­νη ἄ­να­βε τά καν­τή­λια ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός. Τόν ρω­τῶ:

–Μήπως ἔ­γι­νε σει­σμός; Μήπως αἰ­σθάν­θη­κες τί­πο­τε;

–Ὄ­χι, ἀ­παν­τᾶ. Πε­ρί­ερ­γο, σκέ­φτο­μαι. Ρω­τῶ καί ἄλ­λον μο­να­χό, “ὄ­χι”, μοῦ εἶ­πε καί ἐ­κεῖ­νος.

»Τό πρωΐ ρω­τῶ το­ύς πα­τέ­ρες∙ ὅ­λοι ἀ­πάν­τη­σαν ὅ­τι δέν αἰ­σθάν­θη­καν τόν σει­σμό.

»Σκέ­φθη­κα: “­Τόν Σα­τα­νᾶ, τί μοῦ κά­νει!”».

Ὁ π. Θε­ο­δό­σιος πή­γαι­νε κά­θε χρό­νο στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ Κελ­λιοῦ τῶν Γο­βδε­λά­δων πού γι­νό­ταν στίς 29 Σε­πτεμ­βρί­ου. Οἱ Ἅ­γιοι Γο­βδε­λᾶς καί Κασ­δό­α εἶ­ναι θαυ­μα­τουρ­γοί. Εἶ­χαν κά­νει ἕ­να με­γά­λο θαῦ­μα στό Κου­τλου­μού­σι. Ἔ­χουν τήν εἰ­κό­να τους στό Μο­να­στή­ρι καί πα­λαιά ἔ­κα­ναν καί ἀ­γρυ­πνί­α. Ὁ π. Θε­ο­δό­σιος εἶ­χε ἕ­να πρό­βλη­μα ὑ­γε­ί­ας. Ἔ­βγα­ζε ἐκ­ζέ­μα­τα στά χέ­ρια του. Τόσο ἄ­σχη­μα φα­ί­νον­ταν, πού σι­χαι­νό­σουν νά πά­ρης εὐ­χή. Μία χρο­νιά κατ᾿ οἰ­κο­νο­μί­α Θε­οῦ ξε­χά­στη­κε καί δέν πῆ­γε στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ ἁ­γί­ου Γο­βδε­λᾶ. Ὅ­ταν τό θυ­μή­θη­κε, στε­νο­χω­ρή­θη­κε πο­λύ, ἔ­κλα­ψε καί μο­νο­λο­γοῦ­σε. «Νά χά­σω τήν ἀ­γρυ­πνί­α τῶν Ἁ­γί­ων!». Ἕ­να δά­κρυ ἔ­πε­σε πά­νω στά χέ­ρια του καί ἔ­γι­ναν κα­λά. Τό θε­ώ­ρη­σε θαῦ­μα τῶν Ἁ­γί­ων.

Κάποτε ὁ π. Θε­ο­δό­σιος ἦ­ταν γιά πο­λύ και­ρό ἄρ­ρω­στος μέ 40οC πυ­ρε­τό καί δέν μπο­ροῦ­σε νά πά­ρη τά πό­δια του. Ἐ­κεῖ­νες τίς ἡ­μέ­ρες ἦρ­θε τό Λε­ί­ψα­νο τοῦ ἁ­γί­ου νε­ο­μάρ­τυ­ρος Πα­χω­μί­ου. Μόλις τό ἔ­μα­θε, ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τόν Ἅ­γιο καί ἀ­μέ­σως ἔ­γι­νε κα­λά· τόν ἄ­φη­σε ὁ πυ­ρε­τός, κα­τέ­βη­κε καί προ­σκύ­νη­σε τό ἅ­γιο Λε­ί­ψα­νο.

Ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἐγ­γράμ­μα­τος καί δρα­στή­ριος, βοήθη­σε πά­ρα πο­λύ καί κυ­ρί­ως στά δι­οι­κη­τι­κά τό Μο­να­στή­ρι του. Ἔ­κα­νε Ἀν­τι­πρό­σω­πος τῆς Μο­νῆς καί Ἐ­πι­στά­της στήν Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­τη­τα στίς Κα­ρυ­ές. Ὅ­ταν ἔ­βλε­πε στό ἑ­στι­α­τό­ριο νά ἔ­χουν μα­γει­ρέ­ψει κρέ­ας σέ ἡ­μέ­ρες νη­στε­ί­ας, ἔρ­ρι­χνε πε­τρέ­λαι­ο στό ντα­βά.

Στήν Σύναξη τῆς Μο­νῆς ὅ,τι ἔ­λε­γε, εἶ­χε βα­ρύτητα καί περ­νοῦ­σε ἡ ἄ­πο­ψή του. Ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν τήν ἀ­ξί­α του καί τόν σέ­βον­ταν.

Καί ποῦ δέν βο­η­θοῦ­σε ὁ γε­ρω–Θε­ο­δό­σιος; Ἕ­να δι­ά­στη­μα πού πα­ραιτή­θηκε ἀ­πό Προ­ϊ­στά­με­νος καί ἀ­πό τό γρα­φεῖ­ο, εἶ­χε τήν τρά­πε­ζα, πή­γαι­νε ταυ­τό­χρο­να καί στίς ἐ­λι­ές. Ἦ­ταν ὑ­περ­δρα­στή­ριος. Ὅ­ταν ἦ­ταν 78 ἐ­τῶν ἀ­νέ­λα­βε τό κά­θι­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος καί με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α ἔ­παιρ­νε τό ντορ­βα­δά­κι του καί πή­γαι­νε νά πο­τί­ση τίς ἐ­λι­ές. Ἄν χρει­α­ζό­ταν πή­γαι­νε καί μέ­σα στόν κα­ύ­σω­να. Ἦ­ταν ἀ­κο­ύ­ρα­στος. 

Εἶ­χε πο­λλή ἀ­γά­πη καί πάντα προ­σπα­θοῦ­σε νά κά­νη τό κα­λύ­τε­ρο γιά νά ἀ­να­πα­ύ­η το­ύς πα­τέ­ρες, καί αὐ­τό τό στή­ρι­ζε στόν ἅ­γιο Θε­ό­δω­ρο τόν Στου­δί­τη. Συ­χνά πή­γαι­νε νά βο­η­θή­ση καί στό μα­γει­ρεῖ­ο.

Ὅ­ταν ἕ­να δι­ά­στη­μα ἦ­ταν το­πο­τη­ρη­τής στό Μο­να­στή­ρι, τίς νύ­χτες με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο περ­πα­τοῦ­σε χω­ρίς πα­πο­ύ­τσια ἔ­ξω ἀ­πό τά κελ­λιά. Ἄν ἄ­κου­γε κά­που ὁ­μι­λί­ες, δέν ἔ­λε­γε τί­πο­τε, ἀλ­λά τό πρωΐ στήν ἀ­κο­λου­θί­α ἔ­λε­γε στο­ύς μο­να­χο­ύς πού μι­λοῦ­σαν με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο «νά μήν ἐ­πα­να­λη­φθῆ αὐ­τό». Εἶ­χε λε­πτό­τη­τα.

Ὃ­ταν ἦ­ταν στά τε­λευ­ταῖ­α του ξα­πλω­μέ­νος στό κρεβ­βά­τι μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι, τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος: «Τί σκέ­φτε­σαι; Πῶς αἰ­σθά­νε­σαι;». Καί ἀ­πάν­τη­σε: «Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι θά πά­ω στόν Κύριο καί εἶ­μαι πο­λύ χα­ρο­ύ­με­νος». Πράγ­μα­τι ἦ­ταν χα­ρω­πό τό πρό­σω­πό του, καί σέ δυό μέ­ρες ἐ­κοι­μή­θη στίς 4 Ἰ­ου­λί­ου 1987 σέ ἡ­λι­κί­α 86 ἐ­τῶν.

Ἦ­ταν πο­λύ ἀ­κτή­μων. Ἡ κε­κρυ­μμέ­νη του ἀ­ρε­τή τῆς ἀ­κτη­μο­σύ­νης φα­νε­ρώ­θη­κε στήν κο­ί­μη­σή του, ὅ­που οἱ πα­τέ­ρες δέν βρῆ­καν ροῦ­χα γιά νά τόν ντύ­σουν. Ἄλ­λος ἔ­δω­σε ζω­στι­κό, ἄλ­λος ρά­σο, ἄλ­λος παν­τε­λό­νι.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με. Ἀ­μήν.

1. Ἀργότερα ἡ Γαλ­λί­δα αὐ­τή με­τε­νό­η­σε καί ἀ­πε­κά­λυ­ψε ὅ­τι ἦ­ταν ψέμ­α­τα ὅ­,τι ἔ­γρα­ψε, καί ὅ­τι δέν μπῆ­κε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Αὐτό ὡς συ­νή­θως ἀ­πο­σι­ω­πή­θη­κε ἀ­πό τά Μ.Μ.Ε. Ὡσ­τό­σο τά ἔ­σο­δα τοῦ βι­βλί­ου ἡ Γαλ­λί­δα ὡς ἔν­δει­ξη με­τα­νο­ί­ας τά δώ­ρη­σε σέ ἕ­να φι­λαν­θρω­πι­κό Ἵ­δρυ­μα στήν Γαλ­λία­.



5 σχόλια:

  1. Αποσπάσματα από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Εκκλησίας (και τα τρία επόμενα: 1, 2, 3).

    1) Ολόκληρο το ψυχωφελές βιβλίο "ΚΛΙΜΑΞ" του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου:

    http://imverias.blogspot.gr/2013/04/blog-post_6201.html

    2) Ευεργετινός (είναι το ΠΛΗΡΕΣ έργο, 4 τόμοι):

    https://greekdownloads.wordpress.com/ευεργεντινός

    3) Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών (5 τόμοι):

    https://greekdownloads.wordpress.com/φιλοκαλία


    * * *

    Όσιος Εφραίμ ο Σύρος – Έργα του. Άπαντα, Τόμοι 1-7.

    ( Στο αρχαίο Ελληνικό κείμενο ).

    https://greekdownloads.wordpress.com/2013/06/25/όσιος-εφραίμ-ο-σύρος-έργα-τόμοι-1-6-περιε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ἦταν σύν τοῖς ἅλλοις καί ὁ φαρμακοποιός τῆς Μονῆς. Γνώριζε πάρα πολύ καλά τίς ὡφέλιμες δράσεις τῶν διαφόρων βοτάνων καί γιά κάθε περίπτωση εἶχε κάποιο διαθέσιμο. Γύρω στά 1980 βρέθηκα ὡς προσκυνητής στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου καί μέ ἀφορμή ἕναν δυνατό πονόδοντο πού παρουσίασα, εἶχα τήν εὐκαιρία νά γνωριστῶ μαζί του. Ἦταν ὄντως εὐγενέστατος, ἐμφανῶς ὀξυδερκής καί γιά τήν ἡλικία του ἐξαιρετικά σβέλτος. Ἀφοῦ μέ ἔνα μεταλλικό ἀντικείμενο (μᾶλλον κουτάλι ἦταν) έντόπισε τό πάσχον δόντι, μέ μία μονάχα σταγόνα ἐνός βοτάνου ὀ πονόδοντος ὑποχώρησε ἐντελῶς μέσα σέ 2-3 λεπτά! Μοῦ μίλησε τότε καί γιά μιά δίαιτα (χυλός σίτου) κάποιου γιατροῦ ὀνόματι Κούζα, μέ τήν βοήθεια τῆς ὁποίας κατάφερε νά ἀπαλαγεῖ ἀπό μιά βασανιστική νεφρολιθίαση πού ἔπασχε. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε.


    Φώτης Μιχαήλ
    παθολόγος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. 1) Ιεροκήρυξ Δημήτριος Παναγόπουλος, 1916-1982:

    https://panagopoulos.org


    2) Ο επόμενος ιστοχώρος στοχεύει στην Ορθόδοξη Χριστιανική κατήχηση:

    http://www.pantokrator.info

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αγιορείτης Αρχιμανδρίτης και πρώην Ηγούμενος Αγίου Όρους, και μαθητής του Οσίου Αγιορείτου Ιωσήφ του Ησυχαστού (ερημίτου), Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης (της Αριζόνας):

    http://elderephraimarizona.blogspot.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Όσιος Αγιορείτης Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ (του Έσσεξ), μαθητής του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου.

    https://iconandlight.wordpress.com/2019/07/10/29727

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.