3 Μαΐ 2019

Τὸ Μπαλουκλὶ (Τὰ ψάρια τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς)

Ποίημα τοῦ Γεώργιου Βιζυηνοῦ
Σαράντα μέρες πολεμᾶ ὁ Μωχαμὲτ νὰ πάρη τὴν Πόλη τὴν μεγάλη. 
Σαράντα μέρες ἔκαμεν ὁ 'γούμενος τὸ ψάρι στὰ χείλη του νὰ βάλη. 
Ἀπ' τὲς σαράντα κι ὕστερα, πεθύμησε νὰ φάγη τηγανισμένο ψάρι. 
– Ἂν μᾶς φυλάγ' ἡ Παναγιὰ καθὼς μᾶς'ἐ φυλάγει, τὴν Πόλη ποιὸς θὰ πάρη; Ρίχτει τὰ δίχτυα στὸν γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
– Θεὸς νὰ τὰ βλογήση! Τὸ λάδι βάλλει στὴν φωτιὰ μὲς στ' ἀργυρὸ τηγάνι, γιὰ νὰ τὰ τηγανίση. Τὰ τηγανίζ' ἀπὸ τὴν μιά, καὶ πὰ' νὰ τὰ γυρίση κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. 
Ὁ παραγιὸς τοῦ βιαστικὰ πετὰ νὰ τοῦ μιλήση, καὶ τάχασεν ὁ γέρος! 
– Μὴν τηγανίζης, γέροντα, καὶ μόσχισε τὸ ψάρι στὴν Πόλη τὴν μεγάλη! Τὴν Πόλη τὴν ἑξακουστὴ οἱ Τοῦρκοι ἔχουν πάρει, μᾶς κόβουν τὸ κεφάλι! 
– Στὴν Πόλη Τούρκου δὲν πατοῦν κι Ἀγαρηνοῦ ποδάρια! Μὲ φαίνεται σὰν ψεύμα! Μ' ἂν εἲν' ἀλήθεια τὸ κακό, νὰ σηκωθοῦν τὰ ψάρια νὰ πέσουν μὲς στὸ ρεῦμα!
 Ακόμ' ὁ λόγος βάσταγε, τὰ ψάρι' ἂπ' τὸ τηγάνι, τὴν μιὰ μεριὰ ψημένα, πηδήξανε κι ἐπέσανε στῆς λίμνης τὴν λεκάνη,γερά, ζωντανεμένα. 
Ἀκὸμ' ὡς τώρα πλέουνε, κόκκιν' ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου τα εἶχε ψήσει. Φυλάγουν τὸ Βυζάντιο ν' ἀναστηθῆ κι ὁ γέρος νὰ τ' ἀποτηγανίση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.