7 Οκτ 2016

"Οἱ κήρυκες τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ, ὅ,τι εἶναι ἑλληνικὸ τὸ βλέπουνε σὰν φτωχό, τιποτένιο, κι ὅ,τι ἔρχεται ἀπ' ἔξω τὸ θεωροῦνε θαυμαστό, ἐξαίσιο"

Tοῦ Φώτη Κόντογλου
Χωρὶς ἑλληνικότητα - Ὁ ἐξευρωπαϊσμὸς τῆς Ἑλλάδας
Λένε πολλοὶ πὼς ἡ παράδοση πέθανε, πὼς μάταια κοπιάζουμε ὅσοι πιστεύουμε σ' αὐτὴ κι ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ μὴν πεθάνει, καὶπὼς πρέπει νὰ τὸ πάρουμε ἀπόφαση, πὼς θὰ ζεῖ στὴν Ἑλλάδα μοναχὰ τὸ κορμί μας, ἐνῶ τὸ πνεῦμα, ἡ ψυχή μας, ἡ καρδιά μας, θὰ ζοῦνε μὲ ξένα διανοήματα καὶ μὲ ξένα αἰσθήματα. Μ' ἕνα λόγο, πὼς πνευματικά, θὰ 'μαστε πεθαμένοι, γιατί τί τὸ ὄφελος νὰζεῖ κανένας στὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ μὴν ἔχει στὴ ζωὴ του τίποτα ἑλληνικό; Τί τὸ ὄφελος νὰ μὴ σὲ βάλουνε στὸ κοιμητήριο ἀλλὰ νὰσὲ βαστᾶνε μὲ τὴ νεκροκάσσα στὸ σπίτι σου, ἐνῶ εἶσαι πεθαμένος καὶ συγχωρεμένος;...
Κατὰ καλὴ τύχη, τὰ πράγματα δὲν εἶναι ἔτσι, πού τὰ λογαριάζουνε αὐτοὶ πού δὲν πιστεύουνε στὴν παράδοση, ὅπως δείχνουνε πολλὰ σημάδια, καὶ ἕνα ἀνάμεσα σ' αὐτὰ εἶναι τὸ μὲ πόσον ἐνθουσιασμὸ διαβάζονται κάποια ἄρθρα, ὅπως αὐτὸ πού ἔγραψα τὶς προάλλες στὴν «Ἐλευθερία», «Ὁ Παντοκράτωρ».
Αὐτοὶ πού λένε, πὼς δὲ μποροῦμε παρὰ νὰ χάσουμε τὸν πνευματικὸ χαρακτήρα μας καὶ νὰ γίνουμε πνευματικὴ ἀποικία τῆς Δύσεως, αὐτοὶ δὲν πιστεύουνε τόσο σ' αὐτὴ τὴν ἀνάγκη, ὅσο θέλουνε κ’ ἐπιθυμοῦνε νὰ ἀφομοιωθοῦμε μὲ τοὺς ξένους. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδεῶδες τους. Εἶναι σὰν ἐκείνους πού λέγει ὁ Πασκάλ, πὼς λένε πώς δὲν πιστεύουνε στὸν Χριστὸ ἐπειδὴ τοὺς μποδίζει τὸλογικό τους, ἐνῶ κατὰ βάθος δὲν θέλουνε νὰ....
βγοῦνε ἀληθινὰ ὅσα εἶπε ὁ Χριστός, δηλαδὴ ἡ καρδιά τους δὲν ἔχει τὴ θέρμη πού χρειάζεται γιὰ νὰ χαρεῖ κανένας γιὰ τὴν ἐξαίσια ἐπαγγελία πού μᾶς ἔφερε ὁ Χριστός. Ψυχὲς μικρολόγες, μικρόχαρες,ὑποθερμικές, θέλουνε νὰ ζοῦνε ὅπως-ὅπως, μὲ συμβιβασμούς, βολεύοντας τὰ πράγματα, χωρὶς εὐθύνες πνευματικές, χωρὶς βάθος, χωρὶς μεράκι, ἄλλη λέξη δὲν βρίσκω.
Αὐτοὶ πού θέλουνε νὰ εὐρωπαϊσθοῦμε, ὁμολογοῦνε, χωρὶς νὰ τὸ θέλουνε, πὼς λογαριάζονται ἀνάμεσα στὰ ἄλλα τόσα καὶ τόσαἀνεύθυνα ὄντα, πού δὲν ἔχουνε καμμιὰ αὐτοβουλία στὴ ζωή, ἀλλὰ ἀφήνονται νὰ τοὺς κυλᾶ τὸ ρεῦμα, χωρὶς νὰ κολυμπᾶνε παλληκαρίσια καταπάνω σ' αὐτό, γιὰ νὰ πιάσουνε ἀπάνω στὴν ἀγαπημένη στεριά, στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Δὲν εἶναι δὰ καμμιὰἀνάγκη νὰ 'σαι γραμματισμένος καὶ πολυδιαβασμένος, γιὰ νὰ κάνεις αὐτὴ τὴ δουλειά. Αὐτὸ τὸ ἴδιο πού κάνεις, τὸ κάνει καὶ τὸμοδιστράκι, καὶ κάθε πλάσμα πού ἔχει δουλειὰ τὴ μόδα. Αὐτὰ τὰ ἀνύποπτα ὄντα, εἶναι κι αὐτὰ «φορεῖς τοῦ πολιτισμοῦ», τοῦ ἴδιου πολιτισμοῦ πού θέλουνε νὰ μᾶς φορέσουνε τὸ νεκρικό του φράκο τοῦτοι οἱ «προοδευτικοί». Μάλιστα οἱ μοδίστρες, οἱκινηματογραφιτζῆδες κ' οἱ ἄλλοι μοντερνοποιοὶ τῆς Ἑλλάδος, κάνουνε περισσότερη δουλειὰ γιὰ τὸν ἐξευρωπαϊσμό μας, παρὰ τὰβαθυστόχαστα ἄρθρα κ' οἱ θεωρίες τῶν σπουδασμένων, πού, ἔχουνε τὸ ἴδιο ἰδεῶδες μ' αὐτούς.
Λοιπόν, δὲν εἶναι καμμιὰ σπουδαία ἐφεύρεση κι ἀνακάλυψη τοῦ Δυτικοῦ Πόλου, αὐτὸ πού διατυμπανίζουνε σὰν «ἀγώνα» οἱτέτοιοι πνευματικοὶ συγχρονιστές. Ἐκεῖνο πού θέλουνε νὰ φέρουνε ἀπὸ τὸ Ἐξωτερικό, ὁ «πολιτισμός», ἡ μόδα, ὁ μοντερνισμὸςἔρχεται δὰ μοναχός του. Εἶναι σὰν τὴ γρίπη, σὰν τὴν πανούκλα, πού ἔρχεται ἄθελά μας καὶ μᾶς πιάνει. Κοιτάξετε γύρω σας, καὶθὰ δεῖτε.
Τὸ χρέος, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου πού ἀληθινὰ ἀγαπᾶ τὸν τόπο του,  -ὄχι τὶς πέτρες καὶ τὰ δέντρα τοῦ τόπου του, ἀλλὰ τὸν χαρακτήρα τὸν πνευματικό τς πατρίδας τοὺ - εἶναι νὰ ἀγωνιστεῖ καταπάνω σ' αὐτὸ τὸ ρεῦμα, πού πάει νὰ σαρώσει τὰ θεμέλιά μας καὶ νὰ μᾶς πνίξει, ἢ νὰ μᾶς ἀφήσει γυμνούς. Ὁ μοντερνισμὸς εἶναι εὐπρόσδεκτος σὲ ὅσους δὲν ἔχουνε οὔτε θεμέλιο γιὰ νὰ τὸχάσουνε, οὔτε ροῦχο, ἤγουν πού δὲν ἔχουνε παράδοση νὰ τοὺς δένει μὲ τὸν τόπο τους, οὔτε χαρακτήρα καὶ χρῶμα δικό τους. Αὐτοὶ μποροῦνε νὰ ζήσουνε καὶ μέσα σὲ μία σκάφη πού τὴν πηγαίνει ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ τὸ ρεῦμα, καὶ μάλιστα καυχιοῦνται, πὼς ἔτσι ζεῖ ὁ ἄνθρωπος πιὸ καλὰ καὶ χαρισάμενα, παρὰ μέσα στὸ σπίτι του, μὲ τοὺς δικούς του, μὲ τὶς συνήθειές του, μὲ τὶς πίκρες καὶ μὲ τὶς χαρές του. Οἱ κήρυκες τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ, ὅ,τι εἶναι ἑλληνικὸ τὸ βλέπουνε σὰν φτωχό, τιποτένιο, κι ὅ,τι ἔρχεται ἀπὸἔξω τὸ θεωροῦνε θαυμαστό, ἐξαίσιο. Ἀκόμα καὶ τὸν γαλάζιον οὐρανό μας, βάλανε μαῦρα γυαλιὰ καὶ τὸν βλέπουνε σταχτύν, συννεφιασμένον, κατὰ τὴ μόδα, μ' ὅλο πού παινεύουνε τὸν «αἴθριο οὐρανόν μας», στοὺς ἴδιους, ποῦ ἔχουνε γιὰ πνευματικὰἀφεντικά τους. Ἀλλά, οἱ δυστυχεῖς, ποὺ νὰ πάρουνε εἴδηση τί εἶναι ἡ Ἑλλάδα! Ἑλλάδα ἀκοῦνε, κ' Ἑλλάδα δὲν βλέπουνε! Ὅσονἑλληνικὸν οὐρανὸν βλέπουνε μὲ τὰ μαῦρα τὰ γυαλιά, ἄλλη τόση Ἑλλάδα νοιώθουνε μὲ τὴν ἀντάρα πού ἔχει τὸ πνεῦμα τοὺς και ἡ καρδιά τους. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι πλοῦτος τῆς γής, κ' ἐσεῖς εἴσαστε οἱ φτωχοί, οἱ σαρακοστιανοί, οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ στενὰ κολλάρα καὶ μὲ τὶς μπανέλλες, κ' ἡ δανεικὴ ἀρχοντιὰ σᾶς εἶναι κάποια ἀραχνιασμένα σκοτεινὰ σπίτια, μὲ σκονισμένα σερβίτσια, ἢπολυκατοικίες «ἀρτιφισιὲλ» στενὲς σὰν ποντικόφακες, μούχλα, ἀνόητες κουβέντες, θεατρινίστικο ὕφος, ἀνεκδοτάκια γιὰ τὴν Πομπαντούρ, γιὰ τὸν Μεττερνιχ καὶ γιὰ τοὺς σκηνοθετημένους Βολταίρους ἢ γιὰ τοὺς κρονόληρους Μπερνὰρ Σῶ, πού τοὺς ἔχετε γιὰ μοντέλα τῆς μικρολογίας σας. Ἡ Ἑλλάδα δὲν βγάζει μανιτάρια καὶ ζαμπόνια καὶ τυριὰ βρώμικα. Ἡ Ἑλλάδα γεννᾶ Ὅμηρους,Ἠσιόδους, Αἰσχύλους, Πίνδαρους, Πολυκλειτους, Ἰκτίνους, Χρυσόστομους, Βασιλείους, Ἀνθέμιους, Πανσελήνους, Φερραίους, ποιητὲς τῶν δροσερῶν βουνῶν, Παπαδιαμάντηδες, ἀνθρώπους πού μοσκοβολᾶνε σὰν τὸ τίμιο ξύλο. Μικρολογίες, ἀνεκδοτάκια σὰν αὐτὰ πού λένε στὶς παρέες τοὺς οἱ μοντέρνοι κ' οἱ εὐρωπαϊσμένοι, «σπιρτόζες» βλακοσυζητήσεις καὶ τέτοια, αὐτὰ εἶναι τὰπλούτη πού φέρνετε στὴν Ἑλλάδα; Τὶς ἀξιομνημόνευτες ἀνοησίες τοῦ τάδε καὶ τάδε ἔκφυλου μποὲμ τῆς Μονμάρτρης καὶ τῆς Σάντα Λουτσίας; Καὶ τὶς ὄπερες μὲ τὶς ἀγριοφωνάρες πού ξεταβανώνουνε τὸ σπίτι, σκούζοντας σὰν τρελοὶ «Πεθαίνωἀπελπισμένος!»; Μ ' αὐτά, καὶ μάλιστα μὲ τὰ ἀποφάγια τους, θέλετε νὰ θραφεῖ ἡ χώρα πού θράφηκε καὶ θρέφεται μὲ τὴνἀμβροσία καὶ μὲ τὸ πρόσφορο, καὶ πού ἤπιε καὶ πίνει τὸ νέκταρ καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ δισκοπότηρο τῆς Ὀρθοδοξίας; Αὐτὸν τὸν τιμημένον ἄρχοντα, τὸν Ἕλληνα, θέλετε νὰ τὸν ξεγυμνώσετε ἀπὸ τὴν βασιλικιὰ στολή του, καὶ νὰ τὸν ντύσετε μὲ τὰμουχλιασμένα ἀποφόρια τῶν ξένων, ὅπως ντύνονται κάποιοι νέγροι τῆς Ἀφρικῆς, μὲ ξεθωριασμένες ρεντιγκότες, μὲ μαδημένα μιραμπῶ, καὶ μὲ ἐπωλέττες τοῦ Νέλσον καὶ μὲ τρικαντὰ τοῦ Ναπολέοντα! Ἀφῆστε τὸν νὰ πεθάνει ἄρχοντας, σὰν τὸν Παλαιολόγο, κι ὄχι μασκαρεμένος. Νὰ 'χει τουλάχιστον ἀπάνω του δυὸ-τρεῖς παλιὲς πατρογονικὲς διαμαντόπετρες, κι ὄχι νὰ 'ναι στολισμένος μὲ χάντρες πού βάζουνε στ' ἄλογα, φτάνει νὰ εἶναι βγαλμένες ἀπὸ κάποια φάμπρικα τῆς Εὐρώπης. Αὐτὰ εἶναι τὰὑψηλὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὅποια ἀγωνίζονται ὅσοι δὲν τοὺς ἀρέσει ὁ Θανάσης Διάκος, ἀλλὰ ὁ Πάολο Μαλατέστα, πού δὲν τοὺς ἀρέσειἡ Ἁγιὰ Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι, ἀλλὰ τὸ τέρας τοῦ ἁγίου Πέτρου, πού δὲν τοὺς ἀρέσει ὁ ἁγιασμένος καὶ μοσχοβολημένος Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ ὁ φανφαρόνος ὁ Ντ' Ἀννούτσιο.
Ὡστόσο, λογαριάζουνε χωρὶς τὸν νοικοκύρη. Ἀπὸ στεριὰ κι ἀπὸ θάλασσα βγαίνει φωνὴ καὶ βόγγος «θέλουμε νὰ ζήσουμεἑλληνικά!» Ἑλλάδα χωρὶς ζωὴ ἑλληνική, εἶναι Ἑλλάδα πεθαμένη. Γιὰ πρώτη φορὰ ἡ νεότητα κατάλαβε, πὼς ἔχει χρέος νὰ σώσει τὸν πνευματικὸ χαρακτήρα τῆς φυλῆς της, καὶ νὰ μὴν τὴν ἀφήσει στὰ νύχια τῶν ἀνόητων καὶ κούφιων, πού θέλουνε μία Ἑλλάδα χωρὶς τίποτα ἑλληνικό, οὔτε καὶ τὴ γλώσσα της τὴν ἴδια. Ὅλα νὰ γίνουνε «εὐρωπαϊκά», τῆς μόδας, κ' ἐμεῖς κάτι ἀνθρωπάκια, σὰν αὐτὰ πού βλέπουμε πὼς φτάσαμε σ' αὐτὸ τὸ ἰδεῶδες, μὲ τὸ αὐτοκινητάκι μας, τὴν ὄπερά μας, τὴν ὀπερετίτσα μας, τὴν ἔξυπνη παρεούλα μας, τὰ σόκιν μας, τὶς φιλεναδίτσες μας, τὰ μπαὶν-μίξτ μας, τὴν γκαρσονιέρα μας, τὰ ἔξυπνα ἀνεκδοτάκιά μας, τὸκουτσομπολιό μας, τὰ χαρτάκια μας, τὸ τσιγαράκι μας, τὸ 'να πόδι πάνω στ' ἄλλο καὶ τὸ χέρι μας στὴ μέση, ὅπως π.χ. κάνει ὁΜωρὶς Σεβαλιὲ κ' ἡ Χαίϋγουορθ, κι ἄλλα τέτοια.
Ἐμεῖς οἱ ἄλλοι οἱ μαγκούφηδες, οἱ καθυστηρημένοι ἐπαρχιῶτες, οἱ παληοημερολογίτες τοῦ πνεύματος, δὲν θέλουμε, ἀλλοίμονο, νὰ καταλάβουμε τὴν πρόοδο, τὴν ἐξέλιξη! Μὰ ἔλα πού θρεφόμαστε μὲ τὰ ντόπια καὶ θρέφουμε κι ἄλλους, καὶ τοὺς συγκινᾶμε μὲτὰ πατροπαράδοτα, πού δὲν εἶναι μικρολογίες φράγκικες, μὰ κάποια πράγματα «μέγεθος ἔχοντα»!
Σοβαρόν, ὑψηλόν, λάβε τόνον, ὢ Λύρα!
Ναὶ ὑψηλὸν σοβαρὸν τόνο ἂς πάρει ἡ λύρα τῆς ζωῆς μας, κι ἂς ἀφήσουμε τοὺς «νεκροὺς θάπτειν τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς».
Ἡ Ρωμηοσύνη εἰν' φυλὴ συνόκαιρη τοῦ κόσμου, κανένας δὲν εὑρέθηκε γιὰ νὰ τὴν ἐξαλείψει. Κανένας, γιατί σκέπει τὴν ἀπ' τάψη,ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμηοσύνη θὰ χαθεῖ ὄντας ὁ κόσμος λείψει.

1 σχόλιο:

  1. Ο σατανάς, στον αρχαίο Παράδεισο του Θεού, παρουσίασε τον Θεό σαν απατεώνα και ψεύτη, στον Αδάμ και στην Εύα.
    Ακριβώς η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται σε όλες ανεξαιρέτως τις εποχές, προσαρμοσμένη στις συγκεκριμένες συνθήκες της κάθε ιστορικής εποχής. Είναι ο αιώνιος και ασταμάτητος πόλεμος του σατανά εναντίον του Θεού.

    Ποιοι άνθρωποι σώζονται από τα ανθρωποκτόνα δίκτυα του σατανά, που είναι απλωμένα πάνω σε όλη τη γη; Οι καλοπροαίρετοι που έχουν ταπεινό φρόνημα μπροστά στον Θεό και μπροστά στους ανθρώπους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.