6 Ιουν 2016

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «ἀποκλειστικὰ» μόνον αὐτὴ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, 
γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Σύντομη κριτικὴ μελέτη στὴ δημοσίευση τοῦ Θεοφ. Ἐπισκόπου Ἀβύδου κ. Κυρίλλου, καθηγητο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μὲ τίτλο: «Ἐμπιστεύομαι τὴν Ἐκκλησία».
Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὄτι ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» ὑπάρχει μία κατάθεσις θέσεων καὶ ἀπόψεων σχετικὰ μὲ τὸ κορυφαῖο αὐτὸ θέμα. Οἱ ἀπόλυτα τεκμηριωμένες εἰσηγήσεις στὴν Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα γιὰ τὴ Μεγάλη Σύνοδο, ποὺ διοργάνωσαν τέσσερις Ἱερὲς Μητροπόλεις τὸν περασμένο Μαρτίο στὸν Πειραιά, ὅπου ὁμολογητὲς Ἐπίσκοποι, κορυφαῖοι καθηγητὲς καὶ δογματολόγοι, θεολόγοι κληρικοὶ καὶ  μοναχοί, ἐπεσήμαναν τὸ μεγάλο ἔλλειμα συνοδικότητος, ἀλλὰ καὶ τὶς τρομερὲς ἀδυναμίες καὶ κραυγαλέες ἀντιφάσεις τῶν προσυνοδικῶν κειμένων, τὰ ὁποία προωθοῦνται. Τοπικὲς Ἐκκλησίες, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, τῆς Γεωργίας καὶ τῆς Οὐκρανίας, ἀλλὰ καὶ τὸ ἅγιον Ὅρος μὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις καὶ ἀνακοινώσεις των ἐπεσήμαναν κενά, ἀσάφειες καὶ κακόδοξες διατυπώσεις στὰ ἐν λόγω κείμενα καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐξέφρασαν ἰσχυρὲς ἐπιφυλάξεις καὶ ἀμφισβητήσεις ὡς πρὸς τὴν θεολογικὴ ὀρθότητα αὐτῶν.
Πρόσφατα τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος στὸ ἰστολόγιο «Ρομφαία» εἶδε ἡ δημοσίευση μὲ τίτλο: «Ἐμπιστεύομαι τὴν Ἐκκλησία», τοῦ Θεοφ. Ἐπισκόπου Ἀβίδου κ. Κυρίλλου, (στὸ ἑξῆς Θ.Α.Κ.), καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἐκτενέστατο κείμενο στὸ ὁποῖο ὁ συγγραφέας καταπιάνεται μὲ πολλὰ θέματα, ἰδίως ὅμως προσπαθεῖ νὰ ὑπερασπίσει τὸ διάτρητο προσυνοδικὸ κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον». Στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν θὰ προσπαθήσουμε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ κάνουμε μία σύντομη κριτικὴ μελέτη καὶ νὰ ἀναφερθοῦμε στὰ κυριώτερα σημεῖα...
τοῦ ἐν λόγω κειμένου μὲ γνώμονα πάντοτε τὴν Κανονικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

Εἰσαγωγικά.
Παντοῦ σ’ ὅλο τὸ κείμενο, ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος κυριαρχεῖ ἡ γνωστὴ ξύλινη γλώσσα, ποὺ συναντοῦμε σὲ παρόμοια κείμενα μὲ τὰ γνωστὰ ἐπιχειρήματα, στὰ ὁποῖα θὰ ἀναφερθοῦμε στὴ συνέχεια. Ὁ Θ.Α.Κ. ἐπισημαίνει κατ’ ἀρχὴν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ χριστιανικὸς κόσμος «μετὰ ἀπὸ μία δεύτερη χιλιετία διχασμοῦ, ἀμοιβαίας ἀποξένωσης καὶ ἀλλοτρίωσης στὸν τελευταῖο κυρίως αἰώνα τῆς δεύτερης χιλιετίας αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη τοῦ διαλόγου καὶ τῆς προσέγγισης» καὶ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μὲ τὶς πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904, καὶ 1920,  προσπάθησαν νὰ «ὑπερβοῦν τὴν ὀδύνη καὶ τὸ σκάνδαλο τῆς διαίρεσης καὶ τοῦ διχασμοῦ» τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καὶ «νὰ ἐργαστοῦν διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ διαλόγου καὶ γιὰ τὴν ἑνότητα». Παρουσιάζει ἐπίσης τοὺς συγχρόνους διαλόγους ὡς συνέχεια τῶν διαλόγων τῶν ἁγίων Πατέρων, (ἁγίων Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Μεγάλου Ἀθανασίου, Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Μεγάλου  Βασιλείου), μὲ τοὺς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς των. Ἀγνοεῖ ὅμως, ἢ ἀποσιωπᾶ τὸ γεγονὸς ὅτι: α) Ἡ Ὀρθοδοξία, οὐδέποτε στὴν περίοδο μετὰ τὸ σχίσμα, ἀρνήθηκε τὸν διάλογο μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ὁμότεχνός του π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ Ὀρθοδοξία, πιστὴ στὴν ταυτότητά της καὶ στὴν ἀδιάκοπη ποιμαντική της πράξη ἀπέναντι στοὺς ἐξερχομένους ἀπὸ τοὺς κόλπους της αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς, ἀμέσως μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 1054 καὶ μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα διεξήγαγε σειρὰ θεολογικῶν διαλόγων μαζί τους, μεριμνώντας γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια. ….Ἄλλωστε, ὁ διάλογος ἀνήκει στὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔχει δὲ εἰσαχθεῖ καὶ ἐξαγιασθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργὸ στὸν ἀνθρώπινο βίο. ‘Δεύτε διαλεχθώμεν’ λέγει ὁ Θεὸς (Ἤσ. 1,18) στὸ πλάσμα του».

β) Οἱ σύγχρονοι Διάλογοι (παρὰ τὶς κατ’ ἀρχὴν καλὲς προθέσεις αὐτῶν ποὺ τοὺς προώθησαν), ἔχουν δυστυχῶς σήμερα χρεοκοπήσει. Φθάσαμε στὸ ἐλεεινὸ κατάντημα νὰ διατυπώνουν οἱ ἡμέτεροι ἀντιπρόσωποι σὲ κείμενα κοινῆς ἀποδοχῆς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους κακόδοξες θέσεις, ξένες πρὸς τὴν πίστη καὶ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, (βλέπε κείμενα τοῦ Balamand, τῆς Ραβένας, τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, τοῦ Πουσᾶν κ.α.).

γ) Οἱ διάλογοι τῶν ἁγίων εἶχαν ὁμολογιακὸ χαρακτήρα, γινόταν σὲ μία ἔντονη πολεμικὴ ἀτμόσφαιρα ἀντιπαραθέσεως, ποὺ ἔφθανε μέχρι θανάτου, καὶ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ὑφίστανται ποικίλες διώξεις καθαιρέσεις καὶ ἐξορίες. Ἀντίθετα στοὺς σημερινοὺς διαλόγους ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ κατ’ ἄνθρωπον καὶ κατὰ κόσμον εὐγένεια, τὸ νὰ μὴν θίξουμε δῆθεν τὸν ἄλλον, ὁ κοσμοπολιτισμὸς καὶ ἡ ψευτοευγένεια τῶν γαλονιῶν καὶ ὄχι τὸ ἀνδρεῖο φρόνημα καὶ ἡ παληκαριὰ τῶν ἁγίων. 

δ)  Οἱ διάλογοι τῶν ἁγίων δὲν ἦταν ἀτέρμονες, ὅπως γίνεται σήμερα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἤξεραν νὰ διαλέγονται, ἀλλὰ ἤξεραν καὶ νὰ σταματοῦν τὸν διάλογο, ὅταν ἔβλεπαν πεισματικὴ ἐπιμονὴ στὴν πλάνη, ἀκολουθοῦντες τὴν ἀποστολικὴ προτροπή: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ.3,10). Ἑπομένως οἱ σύγχρονοι Διάλογοι κατάντησαν σήμερα νὰ μὴν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τοὺς Διαλόγους τῶν ἁγίων Πατέρων.

Παρὰ κάτω ἰσχυρίζεται ὅτι «ὅταν διαλέγεσαι μὲ αὐτοὺς ποὺ κάποιοι καλοῦν αἱρετικούς, κάποιοι ἄλλοι τοὺς καλοῦν ἑτεροδόξους, οὐσιαστικὰ βάζεις ἀνάχωμα σὲ ὁποιαδήποτε προσηλυτιστικὴ διάθεση, διαφορετικὰ ὁ διάλογος γίνεται ἀκόμα πιὸ δύσκολος, ἂν ὄχι ἀδύνατος. Καλεῖσαι καὶ μπορεῖς νὰ ἀντιμετωπίσεις ἀπὸ κοινοῦ τὶς προκλήσεις τοῦ κόσμου τῆς ἀθεΐας καὶ ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι γιὰ προφανεῖς λόγους ἀποτελεσματικώτερη». Οἱ σύγχρονοι Διάλογοι ποὺ γίνονται ἐδῶ καὶ πολλὲς δεκαετὲς πόσο «ἀνάχωμα» ἐπέφεραν στὴν προσηλυτιστικὴ δράση τοῦ Παπισμοῦ μέσω τῆς Οὐνίας, ἢ τῶν προτεσταντῶν στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες; Κανένα ἀπολύτως. Ἡ Οὐνία συνεχίζει νὰ δρᾶ ἀνενόχλητη μὲ ἐπίσημη μάλιστα ἀναγνώριση καὶ ἀθώωση ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους στὸ Balamand. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς ἐπισκέψεως τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου στὴ Λέσβο, στὴ Ρώμη «ἐχειροτονεῖτο» ὁ Οὐνίτης Ἰσπανὸς ψευδεπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν. 

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει σὲ κάποιο λόγο του τοὺς αἱρετικούς, (καὶ ὡς τέτοιους βέβαια θεωρεῖ καὶ τοὺς παπικούς), ὡς ἀθέους, ὄχι λιγότερο ἀθέους, ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς νεοπαγανιστές. Ἡ αἵρεση εἶναι κατὰ τὸν ἅγιο ἕνα δεύτερο εἶδος ἀθεΐας. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἀντιμετωπίσει «ἀπὸ κοινοῦ, [μὲ τοὺς ἀθέους, παπικούς], τὶς προκλήσεις τοῦ κόσμου τῆς ἀθεΐας»; Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο διότι ὁ δαίμονας τῆς ἀθεΐας δὲν καταπολεμεῖται καὶ δὲν ἀντιμετωπίζεται μὲ ἄλλο δαίμονα, τὸν δαίμονα τῆς αἱρέσεως. Τὰ περὶ ἠχηρῶν ἀπαντήσεων «στὰ ὀξύτατα σύγχρονα προβλήματα, γιὰ τὴ δικαιοσύνη, γιὰ τὴν εἰρήνη, γιὰ τὸ σεβασμὸ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων», δὲν ἀξίζει νὰ τὰ σχολιάσουμε. Ἄρκει νὰ ρίξει κανεὶς μόνο μία ματιὰ στὴ σύγχρονη παγκόσμια κατάσταση καὶ ἰδίως στὸν πόλεμο στὴ Συρία, γιὰ νὰ διαπιστώσει ἐὰν καὶ κατὰ πόσον οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι πάμπολλοι διάλογοι ἔφεραν κάποιο ἀποτέλεσμα στὰ «στὰ ὀξύτατα σύγχρονα προβλήματα γιὰ τὴ δικαιοσύνη κ.λ.π.».

Παρὰ κάτω ἀρχίζει νὰ σχολιάζει τὸ ἐπίμαχο κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικόν κόσμον». Στὸ σχολιασμὸ τοῦ ἄρθρου 22 ἀναφέρει ὅτι «ἡ γνησιότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται… διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀποφαινομένης ἐν συνόδω, διὰ τῆς λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος ποὺ ἀποτελοῦσε στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα τὸν ἁρμόδιο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων πίστεως».

Ὡστόσο τὸ ἄρθρο 22 εἶναι μὲ τέτοιο τρόπο διατυπωμένο, ὥστε νὰ προδικάζει τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεων τῆς μέλλουσας νὰ συνέλθει Ἁγίας καὶ Μεγάλης Σύνοδου. Θεωρεῖ, ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτήν περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως». Στὸ ἄρθρο αὐτὸ παραγνωρίζεται τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς  Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν ἐπικύρωσε, ἢ θεώρησε ληστρικὲς ἀκόμη καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὸ συνοδικὸ σύστημα ἀπὸ μόνο του δὲν διασφαλίζει μηχανιστικὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτὸ γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοὶ Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν Ὑποστατικὴ Ὁδό, τὸν Χριστό, ὅποτε ὡς συν-ὁδικοὶ εἶναι στὴν πράξη καὶ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι».

Παρὰ κάτω λέγει ὅτι «ἡ μαρτυρία καὶ ὁ διάλογος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὸ λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο δίδεται καὶ ὀφείλει νὰ δίδεται ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ πίστεώς μας». Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι στοὺς μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔδωσε τὴν μαρτυρία «τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ πίστεώς μας»; Τί μαρτυροῦν τὰ κείμενα τοῦ Balamand κ.λ.π. τὰ ὁποία μνημονεύσαμε προηγουμένως;


2. Ἡ Μία Ἐκκλησία καὶ ἡ ἀντίληψη περὶ ἀποκλειστικότητας.
Πρὶν νὰ μποῦμε στὸ σχολιασμὸ τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ πρέπει ἐκ προοιμίου νὰ τονίσουμε ὅτι τὸ κείμενο τοῦ Θ.Α.Κ. διαποτίζεται ἐξ’ ὁλόκληρου ἀπὸ μία ἀντορθόδοξη περί ἐκκλησίας θεώρηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐπιχειρεῖ δηλαδὴ ὁ Θ.Α.Κ. νὰ καταδείξει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ παύσει νὰ διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ της τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποκλειστικότητα, θὰ πρέπει μ’ ἄλλα λόγια νὰ παύσει νὰ πιστεύει ὅτι μόνη αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, διότι μία τέτοια θεώρηση ἀποτελεῖ «ἀλαζονία». Κατὰ τὸν Θ.Α.Κ.: «Ἡ περὶ ἀποκλειστικότητας τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»!

Εἰσάγεται ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεως «ἐκκλησιῶν», ποὺ ἐνῶ δὲν βρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡστόσο διαθέτουν, (περισσότερα ἢ λιγότερα), στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος καὶ ὡς ἐκ τούτου μετέχουν τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας σὲ διάφορα ἐπίπεδα ἐκκλησιαστικῆς πληρότητος, ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια καὶ παρέχουν σωτηρία. Κατ’ ἐπέκτασιν εἰσάγεται ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεως ἀτελῶν καὶ πλήρων ἐκκλησιῶν. Ἡ θεωρία αὐτή τῆς «μὴ ἀποκλειστικότητος» βέβαια δὲν εἶναι καινούργια, ἀλλὰ ἔχει τὶς ρίζες της στοὺς Ρώσους θεολόγους τῆς Διασπορᾶς Π. Εὐδοκίμωφ καὶ Ν. Μπερντιάεφ καὶ ἀργότερα στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ π. Πέτρος Heers στὴν περισπούδαστη διατριβή του: «Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση τῆς Β  Βατικανῆς Συνόδου», ὁ πρῶτος ἐξ’ αὐτῶν διετύπωσε τὴν ἄποψη: «Γνωρίζουμε ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, δὲν ἔχουμε ὅμως τὴν ἐξουσία νὰ ἐκφέρουμε κρίση καὶ νὰ εἰποῦμε ποὺ δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία».

Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος κινεῖται καὶ ὁ Ν. Μπερντιάεφ, ὁ ὁποῖος «ξεχώριζε μία οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία -ἡ ὁποία θὰ κατεῖχε τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας- ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς ὁμολογία, φέρουσα κατ’ ἀνάγκην τὰ σημεῖα τῶν ἀνθρωπίνων περιορισμῶν. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μὲν πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες, πλὴν ὅμως ἡ ἀλήθειά της θὰ παραμείνει ἐλλιπής, μέχρις ὅτου ἐπιτευχθεῖ τὸ πλήρωμα τῆς οἰκουμενικῆς ἐκκλησίας ἐν αὐτὴ καὶ πέραν αὐτῆς, πέρα ἀπὸ τὰ στενά, τωρινά, ὁμολογιακὰ ὅριά της».

Ὁ μεγάλος Ρωμαιοκαθολικὸς θεολογος Yves Congar, βαθειὰ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τοὺς παραπάνω Ρώσους θεολόγους, θὰ ἀποτυπώσει ἀργότερα ὡς προεξάρχων ἐκκλησιολόγος τῆς Β΄ Βατικανῆς, τὴ νέα περὶ ἐκκλησίας ἀντίληψη τῶν δύο Ρώσων θεολόγων στὰ Διατάγματα τῆς Β΄ Βατικανῆς, (Lumen Gentium καὶ Unitatis Redintegratio). Στὸ δεύτερο ἐξ’ αὐτῶν ἀναφέρεται ἐπὶ λέξει: «Αἱ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν ἐμποδίζουν τὴν ἐκκλησίαν νὰ πραγματοποιεῖ τὴν ἰδίαν αὐτῆς πληρότητα τῆς καθολικότητος εἰς ἐκεῖνα ἐκ τῶν τέκνων αὐτῆς, τὰ ὁποία ἀνήκουν μὲν εἰς αὐτὴν διὰ τοῦ βαπτίσματος, διΐστανται δὲ ἀπὸ τὴν πλήρη κοινωνίαν αὐτῆς». (UR 4J).

Κατὰ τὸν Θ.Α.Κ. ἡ περὶ ἀποκλειστικότητας τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία ἀποτελεῖ προσωπικὴ ἀντίληψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης, τὴν ὁποία ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπεδέχθη διὰ τοῦ 95ου κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς: «Ἐπειδὴ προφανῶς οἱ ἀντιλήψεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ποὺ διακηρύσσουν τὴν ἀποκλειστικότητα δὲν ἐγένοντο δεκτὲς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οἱ ἱεροὶ κανόνες μὲ σαφήνεια προσδιορίζουν, πότε τὸ βάπτισμα ὡς ἀνυπόστατο χρειάζεται νὰ γίνει, ὅταν κανεὶς προσέρχεται στὴν Ἐκκλησία, πότε ἀπαιτεῖται χρίσμα καὶ πότε ἀπαιτεῖται μόνο ὁ λίβελλος». Καταφεύγει ἐπίσης, προκείμενου νὰ κατοχυρώσει τὸν ἰσχυρισμό του, στὴ «διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου γιὰ τὸ σπερματικὸ Λόγο καὶ τὴν πατερικὴ περὶ Ἀσάρκου Λόγου διδασκαλία».

Παραθεωρεῖ ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ θέσεις τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ δὲν εἶναι ἰδικὲς του προσωπικὲς θέσεις, ἀλλὰ ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τρεῖς τοπικὲς Συνόδους τῆς Ἀφρικῆς, (τὸ Φθινόπωρο τοῦ 255 μὲ 31 ἐπισκόπους, τὴν Ἄνοιξη τοῦ 256 μὲ 71 ἐπισκόπους, καὶ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 256 μὲ 85 ἐπισκόπους). Οἱ τοπικὲς αὐτὲς Σύνοδοι, ἀκολουθώντας τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνες 46, 47, 50 καὶ 68, ἐδογμάτισαν ὅτι ὅλα τὰ «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἐντελῶς ἀνυπόστατα. Ἡ Σύνοδος τῆς Καρχηδόνος, (255 μΧ), στὴν ἀπόφασή της, τονίζει ὅτι ἀκολουθεῖ τὴν πάγια μέχρι τότε ἐκκλησιαστικὴ παράδοση: «οὐ προσφατονγνώμην, οὐδὲ νῦν ἠδρασμένην προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἠμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην», καὶ ἀποφαίνεται: «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνη τῇ καθολικῇ Ἐκκλησία ὑπάρχοντος».

Ἐὰν λοιπὸν θεωρήσουμε ὅτι οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Συνόδων τῆς Ἀφρικῆς δὲν ἔγιναν καθολικῶς ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι ἐκφράζουν μία «ἐκκλησιαστικὴ συγκυρία τοῦ 3ου αἰῶνος» καὶ ἕνα ἁπλὸ «ἔθος», τότε κατ’ ἀνάγκην θὰ πρέπει νὰ θεωρήσουμε καὶ τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνες 46, 47, 50 καὶ 68, ὡς τέτοιους, δηλαδὴ ὡς μὴ καθολικὰ ἀποδεκτούς, πράγμα ἄτοπον. Διότι οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο νὰ θεωρήσουμε τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν ὡς ὑποστατᾶ καθ’ ἑαυτὰ καὶ ἔγκυρα. Ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τοῦ Μεγ. Βασιλείου 1 καὶ 47, θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ θεωρήσουμε ὡς μὴ καθολικὰ ἀποδεκτούς, διότι καὶ αὐτοί, (ὅπως καὶ οἱ παρὰ πάνω ἀναφερθέντες ἀποστολικοὶ) ἐκφράζουν τὴν «ἀποκλειστικότητα», ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνοι μὲ τὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Συνόδων τῆς Ἀφρικῆς.

Παρὰ κάτω προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἀντίληψη τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, ὅτι στὴ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ μόνο σ΄ αὐτὴ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει  Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι  ἐκτὸς αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει Χάρις Θεοῦ, καὶ κατὰ συνέπεια, ὅ,τι τελεῖται ἐκτὸς αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μυστηριακὸ χαρακτήρα, γιατί προφανῶς ὅπου δὲν ὑπάρχει Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν καὶ μυστήρια. Καὶ τοῦτο διότι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο δὲν ἐνεργεῖ μόνο μέσα στὴν ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς αὐτῆς. Ἐπιστρατεύει ὁρισμένα χωρία ἀπὸ τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ἀπὸ ὁρισμένους ἁγίους Πατέρες, (ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο, ἅγιο Ἰουστίνο, ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό), γιὰ νὰ  ἀποδείξει ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι παρὸν καὶ ἐνεργεῖ διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του καὶ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, τόσο στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς ὅσο καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, διότι «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3,8):

«Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία θεωρεῖ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ πνέει καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ διδασκαλία»! «Εἶναι δεδομένο καὶ ἀπολύτως κατανοητὸ ὅτι γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ Ἐκκλησία ἔξω ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, θὰ πρέπει νὰ ὑπερβεῖ κανεὶς τὴν ἀντίληψη τῆς ἀποκλειστικότητας καὶ νὰ παραδεχθεῖ τὴν ὕπαρξη τῆς χάριτος καὶ τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκτὸς αὐτῆς. Μὲ ἄλλα λόγια τίθεται τὸ ἐρώτημα, ἐὰν στὶς διατετμημένες καὶ ἀποσχισθεῖσες ὁμάδες μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν μυστήρια, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος».

Κατ’ ἀρχὴν ἐδῶ ὁ Κύριος δὲν ἀναφέρεται στὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ στὸν ἄνεμο! Ἀντιθέτως τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, γνωρίζουμε ὅτι θέλει νὰ πνέει μόνο πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον Του: «ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελείυμιν» (Ἰω. 16,14). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι Ἐκεῖνο μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἐκκλησία, διότι Αὐτὴ εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τίμ. 3,15). Κλασικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τοῦ Κορνηλίου (βλ. Πράξεις 10,1-43), στὸν ὁποῖο πράγματι ἔπνευσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καθ’ ὂν χρόνον δὲν εἶχε ἀκόμη βαπτιστεῖ. Ἔπνευσε μέν, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ τὸν ἀφήσει στὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἐκκλησία διὰ μέσου τοῦ ἀποστόλου Πέτρου.

Κατὰ παρόμοιο τρόπο εἶναι δυνατὸν νὰ πνεύσει καὶ σὲ κάποιον ἑτερόδοξο, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ τὸν ἀφήσει στὴν αἵρεση, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν Ἐκκλησία, στὴν ὁποία καὶ μόνον ὑπάρχει ἡ σωτηρία. Εἶναι φανερὸ ἑπομένως ὅτι ἡ μὲ τέτοιο τρόπο καὶ γιὰ τέτοιο σκοπὸ πνοὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἐκτός τῆς ἐκκλησίας μὲ κανένα τρόπο δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργεῖ στὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καὶ παρέχει σωτήρια ἀποτελέσματα. Κατ’ ἐπέκτασιν εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνει λόγος «γιὰ Ἐκκλησία ἔξω ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», (ὅπως θέλει νὰ συμπεράνει ὁ Θ.Α.Κ.), διότι ἁπλούστατα δὲν ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν. Ἡ πνοὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκη (στοὺς πατριάρχες καὶ προφῆτες)  δὲν εἶχε σωτηριολογικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ προπαρασκευαστικὸ γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς ἀνθρωπότητος στὴν ἐν Χριστῷ τῆς σωτηρία. Ἂν αὐτὴ ἔσωζε τότε θὰ ἦταν περιττή, ἴσως καὶ ἀνόητη ἡ σάρκωσή Του Θεοῦ Λόγου!

3. Ἡ ἀπολεσθεῖσα ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου
Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ὁ Θ.Α.Κ. ἐπισημαίνει ὅτι «Ἡ ἑνότητα τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας δὲ θίγεται ἀπὸ τὴ διαίρεση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου», ἡ ὁποία εἶναι ἕνα πραγματικὸ ὅσο καὶ ὀδυνηρὸ γεγονός. Καὶ προκειμένου νὰ τεκμηριώσει τὸν ἰσχυρισμό του, ἐπικαλεῖται τρία πατερικὰ χωρία (ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν ἅγιο Ταράσιο καὶ τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό). Μὲ βάση αὐτὰ συμπεραίνει ὅτι «ἡ διάσπαση, ἡ κατάτμηση, ἢ ἡ διάρρηξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ποὺ ἀποτελεῖ ὀδυνηρὸ πραγματικὸ γεγονὸς δὲ θίγει τὴν ὀντολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει Μία». Ἐδῶ κάνει ἕνα βαρύτατο λάθος, ποὺ δὲν δικαιολογεῖται γιὰ ἕνα καθηγητὴ Πανεπιστημίου. Ἡ ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, (καὶ ἐν προκειμένω τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντῶν), μὲ κανένα τρόπο δὲν προκαλεῖ «διάρρηξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος». Οἱ αἱρετικοί, ἐπειδὴ ἀκριβῶς καταντοῦν στὴν αἵρεση ἐκπίπτουν καὶ παύουν νὰ ἀποτελοῦν μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει ἀδιάρηκτο καὶ μετὰ τὴν ἀποκοπὴ αὐτῶν, ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ διαιρεθεῖ ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας.

«Μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α΄ Κορ.1,13), (μπορεῖ νὰ διαιρεθεῖ ὁ Χριστός;), ἐρωτᾶ ὁ Παῦλος μ’ ἕνα ρητορικὸ ἐρώτημα τοὺς Κορινθίους. Καὶ φυσικὰ ἡ ἀπάντηση εἶναι «οὐδέποτε». Εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Ταράσιος καὶ ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ἀγνοοῦσαν τὴν μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια ποῦ ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ διαιρεθεῖ ὁ Χριστός; Ὄχι βέβαια. Ἁπλῶς ὁ Θ.Α.Κ. δὲν μπόρεσε νὰ εἰσχωρήσει στὸν «νοῦν» τῶν ἐν λόγω ἁγίων Πατέρων καὶ νὰ ἐννοήσει τὸ βαθύτερο νόημα τῶν παραπάνω πατερικῶν χωρίων ποὺ ἐπικαλεῖται. Δὲν μπόρεσε δηλαδὴ νὰ ἐννοήσει ὅτι ὅταν οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ὁμιλοῦν γιὰ διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας, (μ’ ἕνα σχῆμα ἀσφαλῶς ὑπερβολῆς), δὲν ἐννοοῦν πραγματικὴ διαίρεση, ἀλλὰ εἴτε τὴν ἀποκοπὴν τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας,εἴτε κίνδυνο ἀποκοπῆς διαφόρων προσώπων καὶ ὁμάδων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γιὰ διάφορες ἄλλες αἰτίες μὴ δογματικὴ φύσεως. Ἂν οἱ παρὰ πάνω πατέρες πίστευαν ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ διαιρεθεῖ ἐξ’ αἰτίας τῆς ἀποκοπῆς τῶν αἱρετικῶν, τότε κακῶς καταπολέμησαν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἐργάσθηκαν μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν ἀποκοπή τους ἀπὸ τὴν ἐκκλησία συνοδικῶς, διότι μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο προκαλοῦσαν διαιρέσεις καὶ σχίσματα μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἑπομένως ἁμάρταναν βαρύτατα.  

4. Ἐκκλησία καὶ Ἐκκλησίες
Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ὁ Θ.Α.Κ. μπαίνει σ’ ἕνα ἄλλο προβληματισμό, στὸ πὼς δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔκανε δεκτούς τούς ἐπισκόπους «οἱ ὁποῖοι ἐπέδωσαν τὸ λίβελλο τῆς μετανοίας τους καὶ ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία, ἐγκαταλείποντας τὴν κακοδοξία τους νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία». Κατὰ τὸν Θ.Α.Κ. «τὸ αἴτημά τους ἐγένετο ἀποδεκτὸ καὶ ὄχι μόνο τοὺς ἀνεγνωρίσθη τὸ βάπτισμα καὶ τὸ χρίσμα, ἀλλὰ τοὺς ἀναγνωρίστηκε καὶ ἡ ἀρχιερωσύνη τους ποὺ εἶχαν λάβει κατὰ τὴν παραμονή τους στὴν κακοδοξία καὶ μάλιστα ἀδιάφορα ἀπὸ τὸ ἐρώτημα, ἐὰν οἱ χειροτονήσαντες αὐτοὺς εἶχαν λάβει τὴ δική τους χειροτονία, καθ΄ ὂν χρόνον εὐρίσκοντο στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἢ εἶχαν ἤδη περιπέσει στὴν κακοδοξία». Μὲ βάση τὸ γεγονὸς αὐτὸ ζητάει ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἀποκλειστικότητας, (στοὺς ὁποίους βέβαια δὲν ἀνήκει αὐτός), νὰ ἀπαντήσουν:

«Μὲ ποιὸ δικαίωμα καὶ ποία ἐξουσία οἱ πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ἔκαναν δεκτούς τούς εἰκονομάχους, χωρὶς νὰ ἀπαιτήσουν οὔτε βάπτισμα, οὔτε χρίσμα; Ποιοὺς ἱεροὺς κανόνες ἐφήρμοσαν γιὰ νὰ προβοῦν στὴν (κατ΄ οἰκονομία) ἀναγνώριση αὐτῶν τῶν μυστηρίων ποὺ τελέστηκαν κατὰ τὴν περίοδο κατὰ τὴν ὁποία βαπτίζοντες καὶ βαπτιζόμενοι, χρίοντες καὶ χριόμενοι εὐρίσκοντο στὴν κακοδοξία;». Ὁ ὅλος αὐτὸς προβληματισμὸς τοῦ Θ.Α.Κ. τίθεται γιὰ νὰ καταδειχθεῖ στὴ συνέχεια μὲ ποιὸν τρόπο σήμερα ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ κάνει δεκτοὺς στὴν Ἐκκλησία τοὺς ἑτεροδόξους.

Κατ’ ἀρχὴν ὁ Θ.Α.Κ. παραθεωρεῖ κάτι πολὺ βασικό: Στὸ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς δὲν ἔκαναν δεκτούς τούς εἰκονομάχους ἀπροϋπόθετα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι μετενόησαν καὶ ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία ἐγκαταλείποντας τὴν κακοδοξία τους νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε  ἀναγνώρισε τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καθ’ ἑαυτά, χωρὶς δηλαδὴ τὴν προϋπόθεση τῆς μετανοίας. Τὸ λέμε αὐτὸ καὶ τὸ τονίζουμε, διότι στὸ κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς: «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικόν κόσμον» πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος γιὰ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθοδοξία.

Ἡ  σημερινὴ τραγικὴ πραγματικότης εἶναι ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι, (Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες), παρὰ τοὺς ἐπὶ δεκαετίες μέχρι σήμερα γενομένους Διαλόγους, δὲν μετανοοῦν, ἀλλὰ ἐξακολουθοῦν νὰ ἐπιμένουν πεισματικὰ στὶς πλάνες των. Οἱ ἐλάχιστες μεμονομένες περιπτώσεις ἑτεροδόξων ποὺ μετανόησαν καὶ ἐπέστρεψαν στὴν Ὀρθοδοξία, δὲν ἐπέστρεψαν ἐξ’ αἰτίας τῶν Διαλόγων, ἀλλ’ ἐξ’ αἰτίας τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου ἁγίων Γερόντων, ὅπως τοῦ π. Ἐφραίμ, πρώην Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου ἁγίου Ὅρους, ὁ ὁποῖος ὀρθοτατα ὡς θεοφώτιστος πατήρ, τοὺς ἔκανε δεκτοὺς μὲ κανονικὸ βάπτισμα, διότι ὅπως εἶναι γνωστὸ οἱ Δυτικοὶ δὲν τηροῦν τὸν ἀπαραίτητο ὄρο τῆς τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως ποὺ θέτουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες 7 τῆς Β΄  Οἰκουμενικῆς καὶ 95 τῆς Πενθέκτης.  

Παρακάτω θέτει δεύτερο ἐρώτημα: «Τί εἶναι ἐκεῖνο πού καθιστὰ ἕνα –κατ΄ αὐτοὺς- [τοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἀποκλειστικότητας], ἀνυπόστατο μυστήριο ὑποστατό, ὅταν ἀκολουθήσει ἡ προσέλευση στὴν Ἐκκλησία;». Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφής. Ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ! Αὐτὴ εἶναι ἡ ταμειοῦχος τῆς Θείας Χάριτος. Αὐτὴ ἔχει τὸ δεσμεῖν καὶ λύειν. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἔχει τὴν δύναμη μ’ ἕνα τρόπο ἀκατάληπτο σέ μᾶς, νὰ μεταβάλει ἕνα ἀνυπόστατο μυστήριο σὲ ὑποστατό, (μὲ προϋπόθεση βέβαια πάντα τὴν μετάνοια), ὅπως ἀκριβῶς μὲ τρόπο ἀκατάληπτο μεταβάλλει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ.

Παρὰ κάτω ἀναφέρει: «Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὸ πὼς θεωρεῖ κανεὶς τοὺς ἱεροὺς κανόνες γενικῶς ...εἶναι ἐπιβεβλημένο καὶ ἀπὸ τὰ πράγματα ἀναγκαῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ὑπερβαίνουσα τὴν ἀποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, νὰ ἀποφανθεῖ, ἐὰν ἀναγνωρίζει μυστήρια ἐκτὸς αὐτῆς, ποιὰ εἶναι αὐτὰ καὶ ποίων ἑτεροδόξων συγκεκριμένα τὰ μυστήρια ἀναγνωρίζονται, ἐὰν ἀναγνωρίζονται. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ σύνολό της οὐδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους. Αὐτονόητα ὁ προβληματισμὸς αὐτὸς ὀφείλει νὰ ἑστιαστεῖ πρωτίστως στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, τὸ εἰσαγωγικὸ μυστήριο σὲ μία ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνδεχομένως ἀναγνωρισθεῖ ὁ ἐκκλησιαστικὸς χαρακτήρας μίας τέτοιας κοινότητας δὲ θίγει σὲ τίποτα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ διατηρεῖ τὴν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία».

 Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἤδη ἀποφανθεῖ, ἅπαξ διὰ παντὸς (καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἀποφανθεῖ ἐκ νέου), ὅτι οὐδέποτε ἀνεγνώρισε κανένα μυστήριο τῶν ἑτεροδόξων-αἱρετικῶν, μὲ ὅσα ἀναπτύξαμε προηγουμένως καὶ μὲ βάση τοὺς ἱεροὺς Κανόνες ποὺ ἀναφέραμε. Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι δῆθεν «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ σύνολό της οὐδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους» εἶναι αὐθαίρετος καὶ ἐσφαλμένος. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ πάμπολλες Συνόδους μέχρι σήμερα κατεδίκασε τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ, (καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τοῦ Προστεσταντισμοῦ), ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 879.

Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ μερικές: Τὶς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδους τοῦ 1170, τοῦ 1450, τοῦ 1722, τοῦ 1838, τοῦ 1848 καὶ τοῦ 1895. Ἐπίσης ὁμόφωνα ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες μετὰ τὸ σχίσμα θεωροῦν τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση. Ἀναφέρουμε μερικοὺς ἐξ’ αὐτῶν: Ὁ Μέγας Φωτίος ἀναφέρει ὅτι οἱ Δυτικοὶ «νόθοις λογισμοῖς καὶ παρεγγράπτοις (μὲ παρεισάκτους) λόγοις καὶ θράσους ὑπερβολὴ κιβδηλεύειν (νὰ νοθεύσουν) ἐπεχείρησαν» τὸ ἅγιο Σύμβολο καὶ προσέθεσαν τὸ filioque πρὸ τῆς λέξεως ‘ἐκπορευόμενον’. Ὁ ἁγίος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν πρῶτο λόγο τοῦ «Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος» λέγει: «Οὗτος τοίνυν ὁ νοητὸς καὶ διὰ τοῦτο μᾶλλον ἐπάρατος ὄφις, [ὁ διάβολος], διὰ τῶν αὐτώπειθηνιων Λατίνων, περὶ Θεοῦ καινᾶς εἰσφέρει φωνᾶς, μικρᾶν μὲν δοκούσαςεχεινυπαλλαγην μεγάλων δὲ κακῶν ἀφορμᾶς…». Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός: «Οὐκοῦν ὡς αἱρετικοὺς αὐτοὺς [τοὺς Παπικοὺς] ἀπεστράφημεν καὶ διὰ τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν…».[1]

 Ὁ ἁγίος Συμεὼν Θεσσαλονίκης στὸ ἔργο τοῦ «Κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων» χαρακτηρίζει τοὺς δυτικοὺς ὡς αἵρεση, ποὺ «ἀνεβλάστησεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὕστερον ἀπὸ τὴν Ζ΄Οἰκουμενικὴν Σύνοδον».[1] Ὁ ἁγίοςΝικοδημος ὁ ἁγιορείτης, στὰ σχόλια τοῦ ΜΖ΄  Κανόνα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, χαρακτηρίζει τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς. κ.α. Ὅσο γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἡ ἐκκλησία ἔχει ἀποφανθεῖ ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰώνα κατὰ τὴν 4η Ὀκουμενικὴ Σύνοδο, (451), καὶ σ’ ὅλες τὶς μεταγενέστερες  Οἰκουμενικές, ὅτι πρόκειται περὶ αἱρέσεως. Κατὰ συνέπεια ὁ προβληματισμὸς ποὺ ἐκφράζει ὁ Θ.Α.Κ. ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ὑπερβαίνουσα τὴν ἀποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, νὰ ἀποφανθεῖ, ἐὰν ἀναγνωρίζει μυστήρια ἐκτὸς αὐτῆς, ποιὰ εἶναι αὐτὰ καὶ ποίων ἑτεροδόξων συγκεκριμένα τὰ μυστήρια ἀναγνωρίζονται, ἐὰν ἀναγνωρίζονται», εἶναι μετέωρος καὶ οὔτε καν ἔπρεπε νὰ τίθεται. Ἐπίσης ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἐὰν ἀναγνωρισθεῖ ὁ ἐκκλησιαστικὸς χαρακτήρας μίας τέτοιας κοινότητας, (τῶν Παπικῶν κ.λ.π.), τὸ γεγονὸς αὐτὸ «δὲ θίγει σὲ τίποτα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ διατηρεῖ τὴν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ τίποτα δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὀνομάσουμε αὐτὲς τὶς χριστιανικὲς κοινότητες Ἐκκλησία,…», εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἐσφαλμένος. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθοῦμε ὅτι Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν θίγεται σὲ τίποτα καθ’ ὂν χρόνον ἀνατρέπεται μία σωρία Συνοδικῶν ἀποφάσεων ποῦ καταδίκασαν τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση; Πῶς εἶναι δυνατὸν «νὰ ὀνομάσουμε αὐτὲς τὶς χριστιανικὲς κοινότητες Ἐκκλησία» ἀνατρέποντας μία Παράδοση 10 αἰώνων; Ἐὰν οἱ ἑτερόδοξοι εἶναι Ἐκκλησία, τότε κακῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες τοὺς κατεδίκασαν συνοδικῶς ὡς αἱρετικούς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπλανήθηκαν, δὲν ἀπεφάνθησαν ἐν ἁγίω Πνεύματι καὶ ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ τοὺς τιμοῦμε «ὡς σάλπιγγες τοῦ Πνεύματος», ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀποστρεφόμαστε ὡς πρόσωπα ποὺ προκάλεσαν σχίσματα καὶ διαιρέσεις στὴν Ἐκκλησία.

Παρὰ κάτω καταπιάνεται μὲ τὸ ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων: «Ἡ τέλεση μικτῶν γάμων στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες συνιστᾶ μία σιωπηρὴ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων, ἐνῶ οἱ παλινδρομήσεις ποὺ ἐνίοτε παρουσιάζονται στὸ θέμα αὐτὸ μὲ τὴν ἀπαγόρευσή τους δείχνει ὅτι ἡ ἀντιμετώπισή τους δὲν εἶχε θεολογικὰ κριτήρια, διότι ἐὰν αὐτὰ συνέτρεχαν ἀπαγορευτικά, δὲ θὰ εἶχαν ποτὲ συναφθεῖ μικτοὶ γάμοι, ἀλλὰ κριτήρια συγκυριακὰ προσδιοριζόμενα ἀπὸ ἱστορικὲς παραμέτρους καὶ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ποιότητα τῆς στάσης τῶν ἑτεροδόξων ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».

Ἐδῶ ὁ ὅλος προβληματισμὸς τίθεται σὲ λάθος βάση. Ἐρωρῶμε τὸν Θ.Α.Κ.: Βάσει ποίων Ἱερῶν Κανόνων οἱ ἐν λόγω «αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες» προχώρησαν στὴν νομιμοποίηση καὶ καθιέρωση μικτῶν γάμων, ὅταν μάλιστα αὐτοὶ ἀπαγορεύονται ρητῶς ἀπὸ ἀποφάσεις Οἰκυμενικῶν Συνόδων; Ὁ 14ος Κανὼν τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει: «Ἐπειδὴ ἐν τισιν ἐπαρχίαις συγκεχώρηται τοῖς ἀναγνώσταις καὶ ψάλταις γαμεῖν, ὤρισεν ἡ Ἁγία Σύνοδος, μὴ ἐξεῖν αἴτινι αὐτῶν ἑτερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν ... μήτε μὴν συνάπτειν (τέκνον) πρὸς γάμον αἱρετικῶ, ἡ Ἰουδαίω, ἡ Ἕλληνι (εἰδωλολάτρη), εἰ μὴ ἄρα ἐπαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν τὸ συναπτόμενον πρόσωπον τῷ Ὀρθοδόξω». Ὁ 72ος Κανὼν τῆς Πενθέκτης ὁρίζει: «Μὴ ἐξέστω Ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικὴ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῶ ἀνδρὶ γυναίκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι.

Ἀλλ’ εἰ καὶ φανείη τί τοιοῦτον ὑπὸ τινὸς τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον ἠγεῖσθαι τὸν γάμον, καὶ τὸ ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον». (Πρβλ. καὶ 10ον καὶ 31ον τῆς ἐν Λαοδικεία, καὶ 29ον τῆς ἐν Καρθαγένη). Τὸ θέμα τῶν μικτῶν γάμων δὲν εἶναι καινούργιο ἀλλὰ ὑπῆρχε ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες στὴν ἐκκλησία, ἡ ὁποία τὸ ἔλυσε ἅπαξ διὰ παντὸς μὲ τὶς παρὰ πάνω διαχρονικοῦ κύρους Συνοδικὲς ἀποφάσεις της. Γιὰ ποιὸ λοιπὸν λόγο θὰ πρέπει τώρα ἡ Ἐκκλησία στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, νὰ νομιμοποιήσει ἕνα παράνομο καθεστὼς καὶ νὰ θεσμοθετήσει ἐπίσημα κακῶς εἰλλημένες συνοδικὲς ἀποφάσεις, ὅταν μάλιστα αὐτὲς ὁδηγοῦν σὲ ἄλλο μεγάλο κακό, τὴν σιωπηρὴ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων καὶ στὴν defacto ἀναγνώριση τῆς βαπτισματικῆς Θεολογίας;  

5. Οἱ κανόνες 7 τῆς Β/ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ 95 τῆς Πενθέκτης καὶ ὁ ποιμαντικός τους χαρακτήρας.

Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ὁ Θ.Α.Κ. καταπιάνεται μὲ τὴν § 20 τοῦ κειμένου ὅπου «γίνεται λόγος γιὰ τὶς προοπτικὲς τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες ποὺ προσδιορίζονται ἐπὶ τὴ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ποὺ θέτουν οἱ κανόνες 7 τῆς Β/ Οἴκ. Συνόδου καὶ 95 τῆς Πενθέκτης». Γύρω ἀπὸ τὴν παράγραφο αὐτὴ τοῦ κειμένου τῆς Ἐ΄Προσυνοδικῆς ἔχει γράψει μία πολὺ σημαντικὴ μελέτη ὁ πρώτ. π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, ἐφημέριος του Ἱεροῦ Ναοῦ ἁγίου Νικολάου Πατρών, ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ θὰ μεταφέρουμε ὁρισμένα ἀποσπάσματα. Ὁ π. Ἀναστάσιος ἀναλύει τὸ θέμα μὲ τέτοια ἐπιτυχία, ὥστε νὰ δίδει πειστικὲς ἀπαντήσεις καὶ ἑπομένως δὲν χρειάζεται κανένα περαιτέρω σχόλιο ἀπό μας.

1.       Ἡ  διατύπωση τῆς § 20 διακρίνεται γιὰ γενικότητα καὶ ἀσάφεια, ἡ ὁποία δὲ συνάδει μὲ τὴ σοβαρότητα καὶ τὸ συνοδικὸ κύρος πανορθοδόξου ἀποφάσεως. Εἶναι ἄκρως ἀναγκαῖο νὰ προσδιοριστεῖ ἐπακριβῶς τί ἐννοεῖται ὑπὸ τοὺς ὅρους «προοπτικὲς» καὶ «κανονικὰ κριτήρια». Ἡ ἀσαφὴς αὐτὴ διατύπωση ἐπιτρέπει πολλαπλὲς ἀναγνώσεις καὶ (πὰρ)ἑρμηνεῖες, ποὺ μόνο προβλήματα δημιουργοῦν.

2. Ἡ § 20 ἐντάσσεται στὴν ἑνότητα τοῦ Κειμένου περὶ τοῦ Π.Σ.Ε. Συνεπῶς, ὅταν ἀναφέρεται σὲ «ἄλλες χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες» περιλαμβάνει τὶς περισσότερες ἀπὸ  345 Κοινότητες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ δὲν περιορίζεται μόνο στὶς ἔξι μὲ τὶς ὁποῖες διεξάγει ἡ Ἐκκλησία μᾶς διμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους. Τονίζουμε καὶ πάλι ὅτι οἱ «Ἐκκλησίες»-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι ἑτερόκλητες ἀπὸ θεολογικῆς ἀπόψεως, (ἀπὸ Νεστοριανοὺς καὶ Μονοφυσίτες μέχρι καὶ Κουάκερους, Στρατὸ τῆς Σωτηρίας, νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς, freeChurchesκ.ο.κ.)!

3. Ἡ § 20 ἀναφέρεται στοὺς «θεολογικοὺς διαλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» μὲ Κοινότητες ποὺ βρίσκονται ἐκτὸς αὐτῆς. Ἐν τούτοις, ἐνῶ ἐπικαλεῖται τὴν «ἤδη διαμορφωμένη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση», δὲ μνημονεύει τοὺς κανόνες ποὺ ἀναφέρονται στὶς προϋποθέσεις καὶ τὴ διαδικασία, τὴν ὁποία ἀνέκαθεν τηροῦσε ἡ Ἐκκλησία ὅταν ἐρχόταν σὲ διάλογο μὲ αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς. Σημειώνουμε ὅτι μόνο ἡ Σύνοδος τῆς Καρθαγένης, (419 μΧ), ἔχει συντάξει 18 κανόνες ποὺ ἐντάσσονται στὴν προβληματικὴ αὐτή. Κανέναν ὅμως δὲ μνημονεύει τὸ Κείμενο. Ἀντ’ αὐτῶν, ἐπικαλεῖται ὡς «ἤδη διαμορφωμένη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση» γιὰ τοὺς «θεολογικοὺς διαλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» μόνο τὸν Στ-95, (ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνει ὁλόκληρο τὸν Β-7).

Ὅμως οἱ Β-7 καὶ Στ-95 δὲν ἀναφέρονται στοὺς «θεολογικοὺς διαλόγους», ἡ στὴν «ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας» ὁρισμένων Κοινοτήτων μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὸν τρόπο  ἔνταξης στὴν Ἐκκλησία, (μὲ τὴ χρήση τῆς ἀκρίβεια ἡ τῆς οἰκονομίας), μεμονωμένων αἱρετικῶν ποὺ μετανοημένοι ἀρνοῦνται τὴν αἵρεση καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ φύγουν ἀπ’ αὐτή, ἐντασσόμενοι στὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ κείμενο τοῦ Στ-95 (καὶ τοῦ Β-7) εἶναι ἀπολύτως σαφές: «Τοὺς προστιθεμένους τὴ ὀρθοδοξία, καὶ τὴ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένηνακολουθιαν τὲ καὶ συνήθειαν», καὶ πιὸ κάτω, «πάντας τοὺς ἂπ  αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τὴ ὀρθοδοξία».  Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὑστερεῖ σοβαρὰ τὸ κείμενο, διότι,  ἐνῶ γιὰ τὸν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν αἱρετικῶν ὑπάρχουν ἀρκετοὶ κανόνες (Ἃ-8, -19, Ἀποστ-46, -47, 50, -68, Λαοδ-7, -8, Ἄγ. Κυπριανοῦ, Μ. Βασιλ-1, -5, -20, -47), τὸ Κείμενο περιορίζεται μόνο στὸν Στ-95 (ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὸν Β-7).

4. Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ φράση τῶν κανόνων «Τοὺς προστιθεμένους τὴ ὀρθοδοξία, καὶ τὴ μερίδι τῶν σωζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν». Ἡ «μερὶς τῶν σωζομένων» ταυτίζεται μὲ τὴν «Ὀρθοδοξία», διαφοροποιεῖται καὶ ἀντιδιαστέλλεται πρὸς αὐτὴ «τῶν αἱρετικῶν»! Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ αἱρετικοὶ πρὶν ἐνταχθοῦν στὴν Ὀρθοδοξία, ὅσο βρίσκονταν στὴν αἵρεση, δὲν ἀνῆκαν στὴ «μερίδα τῶν σωζομένων»! Συνεπῶς, ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάνθη ἐν ταῖς Β΄  καὶ ΣΤ΄ΟἰκουμενικαίςΣυνοδοις ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ταύτιση τῆς «μερίδος τῶν σωζομένων» μὲ αὐτὴ «τῶν αἱρετικῶν», οὔτε ὁποιοσδήποτε συσχετισμός τους! Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία, ἀκόμα καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς κανόνες ποὺ ἐκφράζουν τὴν φιλάνθρωπη κατ’ οἰκονομία πράξη της, διακηρύσσει ὅτι ἡ «μερίδα τῶν σωζομένων» ταυτίζεται μὲ «τὴν ὀρθοδοξία» καὶ ὄχι μὲ τοὺς «αἱρετικούς». Τὸ τοῦ Ἄγ. Κυπριανοῦ «ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία» ἔχει συνοδικὴ - δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων - ἀποδοχὴ καὶ ἐπικύρωση, καὶ μάλιστα, σὲ κανόνα ποὺ θεσμοθετεῖ καὶ τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη! Συνεπῶς, γιὰ τὴ Β΄ καὶ ΣΤ΄  Οἰκουμενικὲς Συνόδους δὲν ὑπάρχει κανένα περιθώριο διαφοροποιήσεως μεταξὺ τῶν «κανονικῶν καὶ χαρισματικῶν ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφορικὰ μὲ τὴν παροχὴ σωτηρίας!

5. Οἱ Β-7 καὶ Στ-95, παρὰ τὸ διαφορετικὸ τρόπο στὴν εἰσδοχὴ τῶν «αἱρετικῶν» καὶ τὴν ὁμαδοποίηση τῶν Κοινοτήτων τους σὲ δύο ἡ τρεῖς κατηγορίες, ἐν τούτοις, ὅλες τὶς ἐκτὸς Ἐκκλησίας Κοινότητες συλλήβδην τὶς χαρακτηρίζουν ὡς «αἱρέσεις». Δυστυχῶς, τὸ Προσυνοδικὸ Κείμενο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπικαλεῖται τοὺς κανόνες αὐτούς, ἐν τούτοις πουθενὰ δὲν χαρακτηρίζει, ὅπως εἴδαμε, τὶς ἐκτός της Ὀρθοδοξίας Κοινότητες ὡς «αἱρέσεις».

6. Γιὰ τὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία,  γιὰ τοὺς ὁποίους προβλέπεται χρήση τῆς κατ’ οἰκονομία πράξεως, οἱ κανόνες ποὺ ἐπικαλεῖται τὸ Κείμενο ἀπαιτοῦν: α) ρητὴ καὶ κατηγορηματικὴ ἄρνηση διὰ λιβέλου τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καὶ τῆς ἴδιας της αἱρετικῆς κοινότητας στὴν ὁποία ὑπάγονταν πρίν, β) πλήρη ἀποδοχὴ τῆς πίστεως «ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία του Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία», γ) ἀναθεματισμὸ τῶν αἱρεσιαρχῶν τῶν αἱρετικῶν Κοινοτήτων στὶς ὁποῖες μέχρι τώρα ὑπάγονταν, τῶν «ἐξάρχων τῶν τοιούτων αἱρέσεων» καὶ δ) ἀναθεματισμὸ ὅλων ὅσοι ἀποδέχονται τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες αὐτῶν. Τίποτα ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω, καμία ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις τῶν ἱερῶν Κανόνων  δὲν προβλέπονται  στὸ Κείμενο τῆς Ε΄  Π.Π.Δ.! 

Ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τῶν  Β-7 καὶ  Στ-95.

Πάγια διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ συναρτᾶται ἄμεσα μὲ τὴν ἴδια τὴν αὐτοσυνειδησία της καί, συνεπῶς, μὲ τὶς πλέον θεμελιώδεις ἐκκλησιολογικὲς ἀρχές της,  εἶναι ὅτι τὰ μυστήρια στὸ σύνολό τους διακονοῦν τὸ βασικὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, μόνο μέσα στὴ «γνήσια καὶ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τελεσιουργοῦνται τὰ μυστήρια καὶ μόνο διὰ μέσου αὐτῆς λειτουργοῦν σωστὰ καὶ σωστικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο».

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο γιὰ τὴν Ἐκκλησία νὰ ὑφίστανται ἔγκυρα καὶ χαριτόβρυτα μυστήρια ποὺ νὰ προσφέρουν σωτηρία ἐκτὸς Αὐτῆς, στοὺς σκοτεινοὺς χώρους τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων. Αὐτὴ ἡ βασικὴ δογματικὴ-ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία ἐντάχθηκε πολὺ νωρὶς στὸ Κανονικὸ Δίκαιό της Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνες, ποὺ κατηγορηματικὰ ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξη μυστηρίων ἐκτός της Ἐκκλησίας, παρέχοντας μάλιστα μὲ σύντομες φράσεις καὶ τὴν ἀπαραίτητη θεολογικὴ αἰτιολόγηση. Ἄμεση πρακτικὴ συνέπεια τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτῆς θέσης ἦταν ὅτι, ὅταν κάποιος αἱρετικὸς μετανοοῦσε καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τὸν βάπτιζε ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν αὐτὸς εἶχε “βαπτιστεί”, στὴν αἵρεση στὴν ὁποία μέχρι τότε ἀνῆκε.

  Ἡ κατ’  ἀκρίβεια καὶ ἡ κατ’ οἰκονομία πράξη.

Στὴν ἐκκλησιαστικὴ πράξη παρουσιάζεται μία διαφοροποίηση στὸν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν «προστιθεμένων τὴ ὀρθοδοξία»:

α) Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἔχουμε τοὺς οἰκουμενικοῦ κύρους  Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68,  τὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καὶ 47ο), οἱ ὁποῖοι, ἐκθέτοντας τὶς βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς θεολογικὲς ἀρχὲς τῆς Ἐκκλησίας, ἀρνοῦνται κατηγορηματικὰ τὸ βάπτισμα καὶ τὰ λοιπὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, καὶ ἐπιτάσσουν τὸν (ἀνὰ)βαπτισμὸ τῶν προσερχομένων  στὴν Ὀρθοδοξία, καὶ β) τοὺς Β-7,  Στ-95 καὶ μερικῶς οἱ Βασιλ-1, καὶ 47, οἱ ὁποῖοι σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις καὶ ὑπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις δίνουν τὴ δυνατότητα εἰσδοχῆς τῶν πρώην αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία μόνο μὲ λίβελλο καὶ χρίσμα. Πῶς συνδυάζονται ὅμως οἱ δύο ἀντικρουόμενες, φαινομενικά, πρακτικές; 

Καὶ γιατί ἡ ΣΤ΄ἐν Τρούλλω ἐπικύρωσε τοὺς «ἀντιφατικοὺς» αὐτοὺς  κανόνες; Ὁ κανόνας τοῦ Ἄγ. Κυπριανοῦ, οἱ Ἀποστολικοὶ καὶ οἱ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφὲς ὅτι καθορίζουν τὰ θεολογικὰ κριτήρια προσέγγισης τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τοὺς ἐπικυρωμένους ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους κανόνες, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρο τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ὡς παρέχον σώζουσα Θεία Χάρη ποὺ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀναγεννᾶ τὸν βαπτιζόμενο καὶ τὸν ἐντάσσει στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκτός της Ἐκκλησίας δὲν ἐνεργεῖ ἡ τελετουργικὴ τῶν μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ὁμογνωμοῦν ἀπολύτως στὸ σημεῖο αὐτό. Ἡ ἔντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρωμης, (Ἁγ. Κυπριανοῦ –Ἁγ. Στεφάνου), διεσάφησε πλήρως τὸ θέμα! Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ Πενθέκτη δὲν ἐπικύρωσε τὶς ἀπόψεις τοῦ πάπα Ἁγ. Στεφάνου, ἀλλὰ προσέδωσε οἰκουμενικὸ κύρος στὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς συναφεῖς μὲ αὐτὸν κανόνες, ἐντάσσοντάς τους στοὺς ἐπικυρωμένους κανόνες Τοπικῶν Συνόδων καὶ Ἄγ. Πατέρων: οὐσιαστικὰ θέλησε νὰ περιβάλει μὲ οἰκουμενικὸ κύρος τὴ θεολογία-ἐκκλησιολογία τοῦ κανόνος.

Ο Μ. Βασίλειος, ποὺ συμφωνεῖ καὶ ἐπαυξάνει τὴ θεολογικὴ προσέγγιση τῆς Συνόδου τοῦ Ἄγ. Κυπριανοῦ, ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τοὺς προσερχομένους ἀπὸ ὁρισμένες αἱρέσεις χωρὶς νὰ τοὺς βαπτίζει. Δὲν πρόκειται περὶ θεολογικῶν, ἀλλὰ καθαρὰ περὶ ποιμαντικῶν λόγων. Ο Μ. Βασίλειος συναινεῖ νὰ μὴ βαπτίζονται οἱ προσερχόμενοι ἀπὸ ὁρισμένες αἱρέσεις, πρακτικὴ ποὺ ἐφαρμοζόταν σὲ Ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας ἡ τῆς Ρώμης «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν», (Βασιλ-1), ἡ «οἰκονομίας τινὸς ἕνεκα» (Βασιλ-47), ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει.

Ἐπίσης, ὁ ἴδιος, ἐνῶ ὑπεραμύνεται τῆς θεολογικῆς ἀκρίβειας, προτείνει  καὶ  τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη «ἐὰν μέντοι μέλλη τὴ καθόλου οἰκονομία ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καὶ τοῖς οἰκονομήσασι τὰ καθ’ ἠμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφορῶμαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτῖζεινποιησαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν».

Ἀντιδιαστέλλεται, λοιπόν, ἡ θεολογικὴ ἀκρίβεια («τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν»), ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ οἰκονομία («τὸ ἔθος τῶν πατέρων»). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία, χρησιμοποιώντας τὴ θεολογικὴ ἀκρίβεια σὲ ὅλους τους τόνους, ἀποφαίνεται ὅτι δὲν ὑφίσταται ἔγκυρο βάπτισμα στὴν αἵρεση. Ἀξιοποιώντας ὅμως τὴν ποιμαντικὴ οἰκονομία, ὑποδέχεται ὅσους μετανοημένοι ἀρνοῦνται τὴν αἵρεση καὶ προσέρχονται στὴν Ἐκκλησία μόνο μὲ τὴν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καὶ τὴ Θ. Μετάληψη καὶ ὄχι διὰ τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς Χριστιανικῆς μυήσεως (Βάπτισμα-Χρίσμα-Θ. Εὐχαριστία), ὅπως προβλέπει ἡ κατ’ ἀκρίβεια πράξη. Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, ὅμως, ἀπαιτεῖται ρητὴ ἄρνηση καὶ ἀναθεματισμὸς τῶν αἱρέσεων, τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, ἀκόμα  καὶ τῶν «ἐξάρχων τῶν αἱρέσεων».

Ἡ κατ’ οἰκονομία ἐκκλησιαστικὴ πράξη ἔλαβε καὶ συνοδικὴ ἐπικύρωση μὲ τοὺς Β-7 καὶ Στ-95. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅμως, ὅτι οὔτε οἱ κανόνες αὐτοὶ οὔτε ὁ Μ. Βασίλειος προβάλλουν κάποια θεολογικὴ αἰτιολογία ποὺ νὰ ἀκυρώνει τοὺς κανόνες ποὺ ἐκφράζουν τὴ θεολογικὴ ἀκρίβεια. Ἐνῶ οἱ κανόνες ποὺ ἀπορρίπτουν τὸ αἱρετικὸ «βάπτισμα» παρέχουν σύντομη, ἡ πολὺ ἀναλυτικὴ θεολογικὴ αἰτιολόγηση, οἱ κανόνες ποὺ προτείνουν τὴν οἰκονομία στὴν εἰσδοχὴ τῶν πρώην αἱρετικῶν δὲν προβάλουν καμία θεολογικὴ αἰτιολόγηση. Εἶναι κατ’ οἰκονομία.  Αὐτὸ καὶ μόνο ἀρκεῖ.

Ἡ μόνη αἰτιολόγηση προέρχεται ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο: «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν… Ἐὰν μέντοι μέλλη τὴ καθόλου οἰκονομία ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο. Ὑφόρομαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρὸν» (Βασιλ-1). Κανένας θεολογικὸς-ἐκκλησιολογικὸς λόγος δὲν προβάλλεται. Μόνο ἡ ποιμαντικὴ ἀνάγκη τῆς σωτηρίας διὰ τῆς μετοχῆς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’  ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει μετανοήσει καὶ φύγει ἀπὸ τὴν αἵρεση.  Ὁ Ἄγ. Κύριλλος εἶναι ἐπιγραμματικὸς ἐπ’  αὐτοῦ: «καν εἴδης συντρέχοντας νῦν τὴ ὀρθὴ πίστει ἀμνησικάκει περὶ τῶν παρελθόντων… οἰκονομίας ἕνεκα, μὴ ἀκριβολογούμενος σφόδρα περὶ τοὺς μεταγιγνώσκοντας… ταῦτα γράφω οὐ τισι χαριζόμενος, ἀλλ’  εἰδῶς, ὅτι καλὴ μᾶλλον ἐν τούτοις ἡ οἰκονομία».[1]

 Ἐπίσης, οὔτε ὁ Μ. Βασίλειος οὔτε οἱ ἱεροὶ Κανόνες οὔτε οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι προσπαθοῦν στὴν κατ’ οἰκονομία πράξη νὰ θεμελιώσουν ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ ἀκυρώσουν βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς (ἀνυπαρξία τελεσιουργικὴς τῶν μυστηρίων Θ. Χάριτος στὴν αἵρεση, ἀνυπαρξία ἱερῶν Μυστηρίων ἐκτὸς Ἐκκλησίας, διάκριση Ἐκκλησίας-αἵρεσης, ἀλήθειας-πλάνης κ.ο.κ.). Ποτέ! Ὅπως στὴ σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ πράξη ἡ κατ’ οἰκονομία δυνατότητα τελέσεως ἀεροβαπτίσματος ἀπὸ Ὀρθόδοξη νοσηλεύτρια δὲν ὑπονοεῖ ὅτι ἡ νοσηλεύτρια ἔχει τὴν εἰδικὴ ἱερωσύνη, ἡ ὅτι  μπορεῖ νὰ τελέσει κατ’ οἰκονομία καὶ ἄλλα μυστήρια, ἔτσι γιὰ τὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση μὲ τὴν κατ’ οἰκονομία εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν, μὲ κανένα τρόπο δὲν ἀναγνωρίζονται τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν!

Εἶναι, ἄλλωστε, ἀδιανόητο ἡ οἰκονομία τοῦ ἀεροβαπτίσματος νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογικὸς λόγος γιὰ τὴ διεκδίκηση τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικών. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἦταν ἀδιανόητο γιὰ τοὺς Πατέρες οἱ αἱρετικοὶ νὰ διεκδικήσουν ἐγκυρότητα τῶν «μυστηρίων» τους, ὅπως γίνεται σήμερα στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση!  Εἶναι σαφὴς ἐπ’ αὐτοῦ ἡ ἀπόφαση τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς (1971), ἡ ὁποία στὸ κείμενο «Ἡ οἰκονομία ἐν τὴ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία» εὔστοχα σημειώνει:

«Ἡ Ὀρθόδοξος ἠμῶν Ἐκκλησία  ἀποβλέπει…α) εἰς τὴν διατήρησιν κατὰ πρῶτον καὶ κύριονλογόν της ἑαυτῆς πίστεως καὶ διδασκαλίας τελείως ἀνοθεύτου καὶ ἀνεπηρεάστου ἐκ τῆς κατ’ οἰκονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αὐτῆς πρὸς τοὺς ἔξω. “Διότι οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ τότε τὰς οἰκονομίας ὁ ὀρθὸς λόγος μεταχειρίζεται, ὄτε τὸ δόγμα τῆς εὐσεβείας οὐδὲν παραβλάπτεται”».[1] Δηλαδὴ  ἡ κατ’ οἰκονομία πράξη γιὰ τὴν εἰσδοχὴ πρώην αἱρετικῶν δὲ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογικὸ προηγούμενο γιὰ τὴν τροποποίηση, οὐδὲ στὸ ἐλάχιστο, τῆς πίστης καὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφορικὰ μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία της καὶ τὴν “ἐκκλησιαστικότητα” τῶν ἑτεροδόξων!

Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Γέρων Ἐφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης), (Πρόεδρος τῆς Γ΄ Π.Π.Δ.), σημειώνει ἀπ’ αὐτοῦ: «ἄλλο εἶναι τὸ θέμα τῆς κατ’ ἀρχὴν καὶ ἐξ ἀντικειμένου ἀναγνώρισης τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν καθ’ ἑαυτὰ καὶ ἄλλη εἶναι ἡ περίπτωση τῆς εἰσδοχῆς τῶν μεταστρεφομένων  στὴν ὀρθοδοξία ἑτεροδόξων μὲ τὰ μυστήρια ποὺ ἔχουν δεχθεῖ στὴν ἑτερόδοξη ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται».[1]Επίσης ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας σὲ Συνέδριο γιὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, (Βόλος, 10.5.2014), δήλωνε κατηγορηματικὰ ὅτι ἡ κατ’ οἰκονομία πράξη τῆς Ἐκκλησίας νὰ μὴν ἀναβαπτίζει τοὺς προσερχομένους ἀπὸ ὁρισμένες αἱρέσεις «δὲν συνεπάγετο καὶ τὴν αὐτόματη ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητος τῶν μυστηρίων, τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος τῶν αἱρετικῶν ἢ τῶν σχισματικῶν … Ἡ κατ’ οἰκονομία ἀποδοχὴ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν δὲν συνεπάγεται αὐτόματα τὴν ἀναγνώριση ἢ τὴν κοινωνία μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα ἐν τοῖς μυστηρίοις».[1]

Τέλος, ἂς προσέξουμε ὅτι οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τὴν οἰκονομία γιὰ νὰ ἀφήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, ἀποκοιμίζοντας τὸν ὅτι δῆθεν δὲν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα νὰ παραμένει στὴν πλάνη… Αὐτὸ δὲν εἶναι ποιμαντικὴ οἰκονομία, ἀλλὰ ἀπάνθρωπη συμπεριφορὰ καὶ ἀσυγχώρητη κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλασφημία! Διαβάζοντας τὸ Κείμενο τῆς Ε΄ Π.Π.Δ.  δὲ μποροῦμε, δυστυχῶς, νὰ συναντήσουμε  ὅλη αὐτὴ τὴν πλούσια προβληματική της Ἐκκλησίας μας: τὴν φιλάνθρωπη διπλὴ πρακτικὴ καὶ ἀλληλοσυμπλήρωση μεταξὺ ἀκρίβειας καὶ οἰκονομίας μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου!  Ἀντίθετα, ἔχουμε μία πρόχειρη καὶ γενικόλογη προσέγγιση, ἡ ὁποία ἀφήνει πολλὰ ἐρωτηματικὰ καὶ προπαντὸς ὁδηγεῖ σὲ σκοτεινὲς θεολογικὲς ἀτραπούς. 

Τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ἄσκηση ἀκρίβειας ἡ οἰκονομίας.

Ὅπως ἤδη ἐπισημάναμε, στοὺς κανόνες ποὺ ἀναφέρει ἡ § 20 τοῦ Κειμένου (Β-7 καὶ Στ-95), θεσμοθετοῦνται μὲ ἀπόφαση Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ οἱ δύο ποιμαντικὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας στὴν εἰσδοχὴ τῶν πρώην αἱρετικῶν: καὶ ἡ κατ’ ἀκρίβεια καὶ ἡ κατ’ οἰκονομία. Ἡ κατ’ ἀκρίβεια πράξη ἀπαιτεῖ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ συνημμένου σ’ αὐτὸ Μυστηρίου τοῦ Χρίσματος, στὰ πλαίσια τῆς Θ. Εὐχαριστίας, ἐνῶ ἡ κατ’ οἰκονομία πράξη τὴν τέλεση μόνο τοῦ μυστηρίου τοῦ Χρίσματος, ἡ καὶ μόνο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ὅμως ἀπαιτεῖται ρητὴ ἄρνηση καὶ ἀναθεματισμὸς τῶν αἱρέσεων, τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, ἀκόμα  καὶ τῶν «ἐξάρχων τῶν αἱρέσεων».  Μελετώντας μὲ προσοχὴ τοὺς κανόνες ποὺ ἀναφέρει ἡ § 20 τοῦ Κειμένου (Β-7 καὶ Στ-95) μποροῦμε νὰ διακρίνουμε μὲ ποιὰ κανονικὰ κριτήρια ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐπέτρεψε τὴν κατ’ ἀκρίβεια, ἡ τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη στὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν:

1.       Δὲν ἀποτελεῖ κριτήριο γιὰ τὴ χρήση τῆς οἰκονομίας ἡ ἐχθρότητα, ἡ ἡ φιλικὴ διάθεση τῆς αἱρέσεως, τῆς αἱρετικῆς Κοινότητας πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία. Δυστυχῶς, ὁρισμένοι στὸν οἰκουμενικὸ χῶρο, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀνατροπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως μὲ τὴ χρήση τῆς  οἰκονομίας, προτάσσουν ὡς ἐπιχείρημα ὅτι παλαιότερα ἡ Ἐκκλησία τηροῦσε τὴν ἀκρίβεια στὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν, (βάπτισμα), διότι ὑπῆρχε πολλὴ ἐχθρότητα ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἐνῶ στὴν ἐποχή μας [μὲ τὶς «νέες ἱστορικὲς συνθῆκες» (§4), «νέες μορφές», «νέες συνθῆκες», «νέες προκλήσεις» (§ 24)] οἱ σχέσεις μὲ τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες εἶναι πλέον φιλικὲς καί, συνεπῶς, ἐπιβάλλεται  ἡ χρήση τῆς οἰκονομίας! Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἐπιχειρηματολογία αὐτὴ ἀποδεικνύεται ἐντελῶς αὐθαίρετη χωρὶς ἱστορική, ἡ κανονικὴ βάση ! Θὰ ἔλεγα ὅτι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἔχουμε, εἰδικὰ μάλιστα μὲ τὸν Β-7: Οἱ Ἀρειανοὶ καὶ οἱ Πνευματομάχοι, στὴν ἐποχὴ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἦταν ἄσπονδοι ἐχθροὶ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ δημιουργοῦσαν πάρα πολλὰ καὶ σοβαρότατα προβλήματα στὴν Ἐκκλησία. Καὶ ὅμως ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν Β-7 προτείνει τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη, (λίβελο καὶ χρίσμα), καὶ ὄχι τὴν αὐστηρότητα τῆς ἀκρίβειας, (βάπτισμα)! Ἀπὸ τοὺς κανόνες καὶ τὴν ἐν γένει πράξη τῆς Ἐκκλησίας προκύπτει ὅτι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ φιλική, ἡ ἐχθρικὴ διάθεση τῆς αἱρετικῆς Κοινότητας, αὐτὸ ποὺ προσέχει καὶ ἀπαιτεῖ ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ χορηγήσει τὴν οἰκονομία εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου, τοῦ πρώην αἱρετικοῦ!  Δὲν ἐνδιαφέρει τὴν Ἐκκλησία ἡ αἱρετικὴ Κοινότητα, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος. Ἀποδέκτης τῆς φιλάνθρωπης οἰκονομικῆς ἐνέργειας τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἡ ἐμμένουσα στὴν αἵρεση καὶ πλάνη Κοινότητα, ἀλλὰ ὁ μετανοημένος αἱρετικὸς ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ ἀναζητᾶ τὴν Ὀρθοδοξία, αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ μπεῖ στὸν «οἶκο τοῦ Πατρός» του.
2.       Δὲν ἀποτελεῖ καθοριστικὸ κριτήριο ὁ βαθμὸς ἀποκλίσεως ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Βέβαια οἱ κανόνες ἀναφέρονται καὶ συνεκτιμοῦν καὶ τὴν πίστη τῶν αἱρετικῶν (μιλοῦν γιὰ «τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἔτερατινα χαλεπὰ ποιοῦντας»). Ἐν τούτοις, ἡ πίστη τῶν αἱρετικῶν καὶ ἡ ἐγγύτητά της πρὸς τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶχε γιὰ τὶς Συνόδους πρωταρχικὴ σημασία στὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας. Ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζει τὴν οἰκονομία (μὲ λίβελο καὶ χρίσμα) στὶς  σοβαρὲς ἀντιτριαδικὲς αἱρέσεις τῶν Ἀρειανῶν (εἰδωλολάτρες χαρακτηρίζονται στὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ) καὶ τῶν Πνευματομάχων  μὲ τὶς αὐστηρὲς καταδίκες καὶ ἀναθεματισμοὺς ἀπὸ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.

Τὴν ἴδια οἰκονομία ἐφαρμόζει καὶ στοὺς «Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαδεκατίτας» μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπῆρχαν θεολογικὲς διαφορὲς στὰ βασικὰ δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλὰ μόνο σὲ θέματα ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ λατρείας (πχ. οἱ Τεσσαρακαιδεκατίτες ἑόρταζαν τὸ Πάσχα στὶς 14 τοῦ Νισσᾶν, οἱ Καθαροὶ δὲν ἀποδέχονταν τὸ β  γάμο καὶ τὴ μετάνοια στοὺς πεπτωκότες). Ἀντίθετα, ἐνῶ στοὺς Ἀρειανοὺς ἐφαρμοζόταν ἡ οἰκονομία (λίβελο, χρίσμα), στοὺς ὁμοπίστους μὲ αὐτοὺς Εὐνομιανούςετηρειτο ἡ ἀκρίβεια (βάπτισμα) διότι αὐτοὶ βάπτιζαν μὲ μία μόνο κατάδυση!

Ὅπως εἴπαμε, τοὺς Καθαρούς, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν Ζωναρά, «οὐ περὶ τὴν πίστιν ἐσφάλλοντο, ἀλλ’ εἰς μισαδελφίαν, καὶ ἄρνησιν μετανοίας τοῖς παραπεπτωκόσι καὶ ἐπιστρέφουσι», τοὺς δέχονταν μὲ λίβελο καὶ χρίσμα ἐνῶ τοὺς καταδικασμένους ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους Νεστοριανούς, Εὐτυχιανιστᾶς καὶ Σεβηριανοὺς καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων μόνο μὲ λίβελο, χωρὶς χρίσμα.  Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε τὴν ἄποψη τοῦ Μ. Βασιλείου, (κανόνας 47ος, ἐπικυρωμένος ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους), σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δὲν πρέπει νὰ ἐφαρμοστεῖ ἡ οἰκονομία ἀλλὰ ἡ ἀκρίβεια τοῦ (ἀνὰ)βαπτισμοῦ ἀκόμα καὶ σὲ αἱρετικοὺς οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν ἀλλοιώσει τὸ δόγμα τῆς Ἁγ. Τριάδος καὶ τηροῦν τὴν τριαδικὴ ἐπίκληση στὸ βάπτισμα «Μὴ γὰρ λεγέτωσαν, ὅτι εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα ἐβαπτίσθημεν», ἐφ’ ὅσον αὐτοὶ διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν γάμο καὶ τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἄν, ὅμως, κάποιοι, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, θὰ ἤθελαν νὰ ἐφαρμόσουν τὴν οἰκονομία, αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ γίνει κατόπιν συνοδικῆς ἀποφάσεως (Βασιλ-47).

3. Κριτήριο ἀσφαλῶς δὲν ἦταν γιὰ τοὺς Πατέρες ἡ ἀναγνώριση τοῦ δικοῦ μας βαπτίσματος ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν. Ο Μ. Βασίλειος, ποὺ σέβεται καὶ τηρεῖ τὴν ἀκρίβεια ἀλλά, παράλληλα, προτείνει καὶ τὴν οἰκονομία, εἶναι κατηγορηματικός: «Εἰ δὲ ἐκεῖνοι φυλάσσουσι τὸ ἡμέτερον βάπτισμα, τοῦτο ἠμᾶς μὴ δυσωπείτω· οὐ γὰρ ἀντιδιδῬναιαυτοις ὑπεύθυνοι χάριν ἐσμέν, ἀλλὰ δουλεύειν ἀκριβεία κανόνων» (Βασιλ-1).

4. Ἀπὸ τοὺς Κανόνες δὲν προκύπτει πουθενὰ ὅτι γιὰ τὴν ἄσκηση οἰκονομίας στὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ἀποτελοῦσε κριτήριο ἡ ὕπαρξη ἀποστολικῆς διαδοχῆς στὶς αἱρετικὲς Κοινότητες. Ὁ Ἄγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θεωρεῖ ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη: «Τὸ μὲν ὁμόγνωμον καὶ ὁμόθρονον· τὸ δὲ ἀντιδοξον καὶ ἀντιθρόνον· καὶ ἡ μὲν [διαδοχὴ στὴν προεδρία] προσηγορίαν, ἡ δὲ [διαδοχὴ στὴν εὐσέβεια] ἀλήθειαν ἔχει διαδοχῆς. Οὐ γὰρ [διάδοχος] . . . ὁ ταναντία δοξάζων, ἀλλ’ ὁ τῆς αὐτῆς πίστεως· εἰ μὴ οὕτω τὶς λέγοι διάδοχον, ὡς νόσον ὑγιείας, καὶ φωτὸς σκότος, καὶ ζάλην γαλήνης, καὶ συνέσεως ἔκστασιν».[1]  Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὅπως αὐτὴ ρητὰ ἔχει ἐκφραστεῖ διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μὲ τὴν ἐπικύρωση τῶν Ἱερῶν  Κανόνων, στὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα δὲν διατηρεῖται ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχή, δὲν ἔχουν οἱ αἱρετικοὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Οἱ ἐπικυρωμένοι ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους Κανόνες, ὁ Ἀποστ-68 καὶ τῆς Συνόδου Καρχηδόνος (258 μΧ, τοῦ Ἄγ. Κυπριανοῦ), δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν ἱερωσύνη στὴν αἵρεση καί, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ ὑφίσταται Ἀποστολικὴ Διαδοχή. Μάλιστα ὁ Λαοδ-8 προτείνει τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἀκρίβειας τοῦ βαπτίσματος στοὺς ἐκ τῶν τῆς αἱρέσεως τῶν Φρυγώνπροσερχομενους, διότι οἱ κληρικοὶ ποὺ τοὺς “βάπτισαν” δὲν ἄνηκαν στὸν πραγματικὸ ἀλλὰ «ἐν κλήρωνομιζομενω» καί, συνεπῶς, δὲ μποροῦσαν νὰ βαπτίσουν πραγματικά.

 Κατηγορηματικός, ὅμως, πρὸς τὴν διακοπὴ τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς στὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα εἶναι ὁ Μ. Βασίλειος στὸν ἐπικυρωμένο ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους 1ο Κανόνα του: «οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ἑαυτούς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀπορραγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύνατο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἐτέροιςπαρεχειν, ἢς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τους, πὰρ  αὐτώνεκελευσαν, ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῷ ἀληθινῶ βαπτίσματι τῷ τῆς Ἐκκλησίας ἀνακαθαίρεσθαι». Καὶ συνεχίζει ἀκριβῶς ἀμέσως: «Ἐπειδὴ δὲ ὅλως ἔδοξετισι τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν, δεχθῆναι αὐτῶν τὸ βάπτισμα, ἔστω δεκτόν»! Δηλαδή, παρὰ τὴν κατηγορηματική του θέση ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀποστολικὴ διαδοχὴ διότι αὐτὴ ἔχει διακοπὴ μὲ τὸ σχίσμα καὶ τὴ διάσταση μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὁ Μέγας Πατὴρ καὶ Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος δὲ δυσκολεύεται νὰ προτείνει, ἂν ὑπάρχει ἀνάγκη, τὴ χρήση οἰκονομίας. Καὶ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ θεολογία καὶ ἡ πρακτικὴ αὐτὴ τοῦ Μ. Βασιλείου, μὲ τὴν ἐπικύρωσή της ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, εἶναι πλέον ἡ θεολογία καὶ ἡ πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας!

5. Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τῶν Ἱερῶν Κανόνων ποὺ ἐπικαλεῖται ἡ § 20 τοῦ Κειμένου (Β-7 καὶ Στ-95), τὸ μοναδικὸ κριτήριο γιὰ τὴ χορήγηση τῆς οἰκονομίας στὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ποὺ ἔχει ρητὰ καταγραφεῖ στοὺς συγκεκριμένους Ἱεροὺς Κανόνες (Β-7 καὶ Στ-95), εἶναι, τουλάχιστον, ἡ τήρηση τοῦ ἀκριβοῦς βαπτιστικοῦ τύπου τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων. Εἶναι σαφεῖς οἱ κανόνες: στοὺς Εὐνομιανούς, μία ἀπὸ τὶς ἀρειανικὲς παρατάξεις, δὲ χορηγεῖται ὁ κατ’ οἰκονομίαν τρόπος εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία (λίβελος, χρίσμα) ποὺ παρέχεται στοὺς λοιποὺς Ἀρειανούς, διότι, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ κανόνες Β-7 καὶ Στ-95, οἱ Εὐνομιανοὶ εἶναι «οἱ εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζόμενοι». Ἡ Ἐκκλησία δίνει πολὺ μεγάλη σημασία στὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν τριῶν καταδύσεων.[1]  Τὸ καθοριστικὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σημερινὴ πράξη εἶναι: Γιὰ τοὺς Λατίνους, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἐν Τριδέντω Σύνοδό τους (1545-1563) δὲν τηροῦν ὄχι μόνο τὴν τριπλῆ ἀλλὰ οὔτε καν τὴ μία κατάδυση τῶν Εὐνομιανῶν, καὶ ἁπλῶς βρέχουν τὸ τριχωτὸ μέρος τῆς κεφαλῆς μὲ λίγες σταγόνες νερό, μποροῦμε νὰ ἐπικαλούμαστε τοὺς Β-7 καὶ Στ-95 γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε σήμερα ὡς γενικὸ κανόνα ἐφαρμοζόμενο σὲ ὅλους τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη γιὰ τὴν εἰσδοχή τους στὴν Ὀρθοδοξία; Ὅταν ἡ Ἐκκλησία, στοὺς ἴδιους τους κανόνες ποῦ θεσμοθετοῦν τὴν κατ’ οἰκονομία εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν, ὁρίζει ρητὰ ὅτι δὲν μπορεῖ αὐτὴ τὴν οἰκονομία νὰ τὴν ἐφαρμόσει στοὺς «εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους», μποροῦμε ἐμεῖς  νὰ τὴν ἐφαρμόσουμε στοὺς Λατίνους οἱ ὁποῖοι δὲν τηροῦν οὔτε τὴ μία κατάδυση; Οἱ Κολλυβάδες Ἅγιοι Πατέρες καὶ Ἐκκλησιαστικοὶ Συγγραφεῖς (Ἁγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἁγ. Ἀθαν. Πάριος, Κων. Οἰκονόμου, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Εὐστρ. Ἀργέντης, Εὔγ. Βούλγαρης, Χριστόφορος Αἰτωλός, ὁ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος, οἱ Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ἐ΄, Σωφρόνιος Β΄, καὶ Προκόπιος) εἶναι κατηγορηματικὰ ἀντίθετοι! καὶ προτείνουν τὴν κατ’ ἀκρίβεια πράξη τῆς βαπτίσεως τῶν Λατίνων[1] καί, συνεκδοχικά, καὶ τῶν λοιπῶν Δυτικῶν. Στὸ αὐτὸ πνεῦμα οἱ τρεῖς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, Κωνσταντινουπόλεως Ἐ΄, Ἀλεξανδρείας Ματθαῖος καὶ Ἱερουσαλὴμ Παρθένιος, στὸν περίφημο ὄρο τοῦ 1755 ἀποφαίνονται: «τὴ τὲ δευτέρα καὶ πενθέκτη ἁγίαις οἰκουμενικαῖς συνόδοις, διαταττομέναις τους μὴ βαπτιζομένους εἰς τρεῖς ἀναδύσεις, καὶ καταδύσεις, καὶ ἐν ἑκάστη τῶν καταδύσεων μίαν ἐπίκλησιν τῶν θείων ὑποστάσεων  ἐπιβοώντας, ἀλλ’  ἄλλως πὼς βαπτιζομένους, ὡς ἀβαπτίστους προσδέχεσθαι, τὴ ὀρθοδοξία προσιόντας».[1]

6. Συμπερασματικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ βεβαιότητα: ἡ Ἐκκλησία ἐνεργώντας φιλανθρώπως γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων τηρεῖ σὲ κάθε ἐποχή, ἀνάλογα μὲ τὶς συνθῆκες, καὶ τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν οἰκονομία. Πάντοτε, ὅταν ἐπικαλεῖται τὴν ἀκρίβεια, ἡ αἰτιολογία εἶναι οὐσιαστικὰ θεολογικὴ-ἐκκλησιολογική. Ἀντίθετα, ὅταν ἐφαρμόζει τὴν κὰτ  οἰκονομία πράξη, δὲ φαίνεται νὰ πολυπραγμονεῖ καὶ νὰ ἀναλύει τὸ ζήτημα αὐτό. Χωρὶς καμμία αἰτιολόγηση ἀποφαίνεται ἔχουσα κυριαρχικὸ δικαίωμα στὴν ἐφαρμογὴ ἀκρίβειας, ἡ οἰκονομίας. Ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀκρίβεια τὴν αἰτιολογεῖ πλήρως, διότι ἐκεῖ θεολογεῖ.  Καὶ ἐμεῖς ἀπὸ σεβασμὸ ὀφείλουμε νὰ ἀκολουθοῦμε ἡ, ἔστω κι ἂν θέλουμε νὰ ἀσκήσουμε τὸ νοῦ μας στὴν ἀναζήτηση κάποιων λύσεων σὲ ἐρωτήματα ποὺ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θέτουμε, ἂς μὴν προσπαθοῦμε νὰ θεωροῦμε τὰ δικά μας ἰδεολογήματα, ἡ προβληματισμοὺς ὡς θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι δικοί μας προβληματισμοί, ὄχι ἡ Θεολογία τῶν Ἁγίων καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας! 

6. Θεολογικοὶ Διάλογοι – Συνοδικὸς Θεσμὸς καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας
Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ὁ Θ.Α.Κ. καταπιάνεται κατ’ ἀρχὴν μὲ τὴν ἐκφρασθεῖσα «ἀντίρρηση ὅτι στὴ σύνοδο μετέχει ἕνας περιορισμένος ἀριθμὸς ἐπισκόπων ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία»: «Εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅτι οἱ πλείονες τῶν ἐπισκόπων προήρχοντο ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ παρίστατο ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἐκπροσώπων ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα Πατριαρχεῖα, οἱ ὁποῖοι καὶ κατέθεταν τὴν ἄποψη τῶν Ἐκκλησιῶν τους. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Α/ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία ἐκλήθησαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ὅταν ἀπὸ αὐτὴ εἰσήχθη τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν παρόντες 3 ἐπίσκοποι ἀπὸ κάθε ἐπαρχία, ὅταν δὲ μὲ τὴν Δ/ Οἰκουμενικὴ καθιερώθη ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας ἦταν ἀναγκαία ἡ συμφωνία τῶν 5 Πατριαρχείων ὡς ἀπαραίτητος ὅρος κανονικῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου».

Κατ’ ἀρχὴν παντελῶς ἀμάρτυρος στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀποτελεῖ ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι κατὰ τὰς Συνόδους προσεκαλοῦντο πάντοτε μόνον τριμελεῖς ἡ ὀλιγομελεῖς ἀντιπροσωπεῖαι ἐξ ἑκάστης ἐπαρχίας. Τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας σχετικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν συνοδικῶν μελῶν, ποὺ ἔλαβαν μέρος κατὰ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, μαρτυροῦν ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴ ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἔτσι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔλαβαν μέρος κατὰ τὴν Α΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν 318, κατὰ τὴν Β΄ 150,  κατὰ τὴν Γ΄  200, κατὰ τὴν Δ΄  630,  κατὰ τὴν Ἐ΄  165, κατὰ τὴν ΣΤ΄  289,  κατὰ τὴν Πενθέκτη 240,  κατὰ τὴν Ζ΄ 367, ἐνῶ κατὰ τὴν Ἡ΄ 383. Ἡ ἀντιπροσώπευση, βεβαίως ἴσχυε, ἀλλὰ μόνον σὲ περίπτωση ἀδυναμίας κάποιων Ἐπισκόπων, ἡ Πατριαρχῶν νὰ παραβρεθοῦν στὴ Σύνοδο.

Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἰωάννης Καρμίρης παρατηρεῖ σχετικῶς ὅτι «Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἤσαν μεγάλαι συνελεύσεις ἐπὶ τὸ αὐτὸ τῶν ἐξ’ ἁπάσης της χριστιανικῆς Οἰκουμένης ἐπισκόπων της Ἐκκλησίας, πρὸς κοινήνσυνδιασκεψιν καὶ ἀπόφανσιν ἐπὶ σοβαρῶν δογματικῶν καὶ ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ἀναφερομένων εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἐκκλησίαν, ὑφ’ ἢς ἀνεγνωρίζοντο καὶ ἐγένοντο δεκταὶ αἳ λαμβανόμεναι ἀποφάσεις».[1] Ἐπίσης ἡ ἀνάπτυξη τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος οὐδέποτε ἐλειτούργησε οὐσιαστικὰ εἰς βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Καὶ τοῦτο, διότι σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ὁ κάθε ἐπίσκοπος κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῆς μικρότερης ἀκόμη, ἐκπροσωπεῖ μὲ τὸ ποίμνιό του ἕνα ζωντανὸ μέρος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἀπουσία του ὄχι μόνο τραυματίζει τὴν ὁλοκληρία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στερεῖ τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφρασθεῖ ἀπὸ ὅλους ἡ συνείδηση τοῦ  πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία φαίνεται ὅτι φοβοῦνται οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ σύγκληση τῆς Συνόδου. Δὲν δικαιολογεῖται ἀπὸ κανένα κριτήριο, οὔτε ποιμαντικό, οὔτε ἐκκλησιολογικὸ ἡ συμμετοχὴ μόνον εἰκοσιτεσσάρων Ἐπισκόπων ἀπὸ κάθε ἐκκλησία, πράγμα ποὺ προσβάλλει καὶ τὴν ἰσότητα τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ ἐρωτηματικὰ γιὰ τὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν Ἐπισκόπων, ποὺ θὰ μετάσχουν. Μήπως εἶναι μειωμένης ἐπισκοπικῆς εὐθύνης καὶ ἀξίας οἱ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν θὰ μετάσχουν στὴ Σύνοδο καὶ ποῦ ἀποτελοῦν τὴν μεγάλη πλειονότητα στὶς περισσότερες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες;

Ποιὸς γνωρίζει καὶ ποιὸς θὰ μεταφέρει στὴ Σύνοδο τὶς σκέψεις, τὶς ἐκτιμήσεις καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ποιμνίων τους; Παρέλκει βεβαίως νὰ τονιστεῖ τὸ γεγονός, ὅτι στὶς Ὀρθόδοξες Συνόδους, ἐκτὸς τῶν ἐπισκόπων συμμετεῖχαν καὶ κληρικοὶ κατωτέρων βαθμῶν, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρίτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθὼς καὶ ὁ πιστὸς λαός. Δὲν θὰ ἦταν καθόλου ὑπερβολὴ νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ ἐπικείμενη Σύνοδος θὰ εἶναι μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρὶς Ὀρθοδόξους. Εἶναι προφανὲς ὅτι μὲ τὸν ἀντιπαραδοσιακὸ αὐτὸ τρόπο τῆς δὶ’ ἀντιπροσώπων συγκροτήσεως τῆς Συνόδου ἀποφεύγεται ἡ πιθανότητα κάποιοι ἐπίσκοποι νὰ ἀντιδράσουν σὲ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ποὺ θὰ εἶναι ἀνατρεπτικές της Παραδόσεως, ἡ κάποια Τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει μεγαλύτερη δύναμη στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων, λόγω μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ Ἐπισκόπων.

Παντελῶς ἀμάρτυρη στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαράδεκτη, εἶναι καὶ ἡ ἀπόφαση, ὅτι κάθε Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Τὸ ὀρθὸν εἶναι ὅτι κάθε ἐπίσκοπος διαθέτει μία ψῆφο καὶ ὄχι κάθε Τοπικὴ Ἐκκλησία. Παραλλήλως καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας κινεῖται καὶ αὐτὴ μέσα σὲ ἀντιπαραδοσιακὰ πλαίσια. Ἡ παραδοσιακὴ τακτικὴ λήψεως ἀποφάσεων σὲ μία Σύνοδο εἶναι ἡ κανονικὴ ἀρχή, ποὺ ὁρίζει ὅτι γιὰ τὰ μὴ δογματικῆς φύσεως ζητήματα ἰσχύει «ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος κρατείτω» (ΣΤ  Κανὼν τῆς Ἃ  Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου).  

Κατόπιν αὐτῶν εὐλόγως τίθενται τὰ ἐρωτήματα: Βάσει ποιῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἡ βάσει ποίων συνοδικῶν ἀποφάσεων οἱ Προκαθήμενοι τῶν κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, κατὰ τὴν Σύναξη, ποὺ πραγματοποίησαν στὸ Φανάρι, (6-9 Μαρτίου 2014), ἐθεώρησαν ἑαυτοὺς ἁρμοδίους διὰ νὰ λάβουν τὶς ἀνωτέρω καινοφανεῖς καὶ ξένες πρὸς  τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀποφάσεις; Οἱ ἀνωτέρω αὐθαίρετες ἀποφάσεις τῶν Προκαθημένων δὲν ἔρχονται ἄραγε εἰς εὐθεία ἀντίθεση μὲ τὸν ΛΔ΄Ἀποστολικὸ Κανόνα ὁ ὁποῖος ὁρίζει: «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρῆ τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλὴν καὶ μηδὲν τί πράττειν περιττὸν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης…Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τί»;

Σχολιάζει ἐπίσης ὁ Θ.Α.Κ. τὴν παράγραφο 22 ποὺ ἐπισημαίνει ὅτι «ἡ διατήρηση τῆς γνήσιας ὀρθόδοξης πίστης διασφαλίζεται μόνο ἀπὸ τὸ συνοδικὸ σύστημα ποὺ ἀνέκαθεν στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὸν ἁρμόδιο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔσχατο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως»: «Καμιὰ σύνοδος δὲν συνεκλήθη στὴν Ἐκκλησία ἐκ προοιμίου ἀναφέροντας ὅτι τὸ κύρος τῶν ἀποφάσεών της τελεῖ ὑπὸ τὴν αἵρεση τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἀποφάσεών της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ἡ ἀποδοχὴ ἡ μὴ κρίνεται στὴν πορεία τοῦ χρόνου. Αὐτὸ φαίνεται νὰ τὸ ἔχουν ὕπ΄ ὄψιν τοὺς οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου ποὺ δὲν ἔχουν ἀσφαλῶς τὴν πρόθεση νὰ περιθωριοποιήσουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐκφράσουν»!

Εἶναι βέβαια ἀληθὲς ὅτι «καμιὰ σύνοδος δὲν συνεκλήθη στὴν Ἐκκλησία ἐκ προοιμίου ἀναφέροντας ὅτι τὸ κύρος τῶν ἀποφάσεών της τελεῖ ὑπὸ τὴν αἵρεση τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἀποφάσεών της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα», εἶναι ὅμως ἐξ’ ἴσου ἀληθὲς ὅτι καμιὰ Σύνοδος δὲν προδίκασε τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της.  Ἡ παράγραφος αὐτὴ εἶναι μὲ τέτοιο τρόπο διατυπωμένη, ὥστε νὰ ἀφήνεται ἀβίαστα νὰ ἐννοηθεῖ, ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της. Μὲ τὴν ἐσφαλμένη αὐτὴ διατύπωση οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου παραγνωρίζουν τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς  Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν ἐπεκύρωσε, ἡ θεώρησε ληστρικὲς ἀκόμη καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὸ συνοδικὸ σύστημα ἀπὸ μόνο τοῦ δὲν διασφαλίζει μηχανιστικὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτὸ γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοὶ Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τοὺς ἐνεργοποιημένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν Ὑποστατικὴ Ὁδό, τὸ Χριστὸ δηλαδή, ὅποτε ὡς σὺν-ὁδικοὶ εἶναι στὴν πράξη καὶ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοιςπατρασι».

Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ἐπίσης, ὅτι ὁ «συνοδικὸς Θεσμὸς» δὲν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ὁλοκλήρου του Σώματος τῆς Ἐκκλησίας: οἱ λοιποὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἀνήκουν στὸ ἐν στενὴ ἐννοία συνοδικὸ «Σῶμα», ἐν τούτοις, ἀκριβῶς στὰ πλαίσια τοῦ «συνοδικοῦ θεσμοῦ», καλοῦνται νὰ ἐπικυρώσουν, ἡ νὰ ἀπορρίψουν τὶς ἀποφάσεις καὶ συνεκδοχικὰ ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια τὴ Σύνοδο. Αὐτὸ ἔχει ἀποδείξει ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας.  Ὁ «συνοδικὸς θεσμὸς» ὡς συμμετοχὴ ὁλόκληρής της Ἐκκλησίας καὶ ὡς ἔκφραση τῆς ἀλάθητης ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεώς Της ἀποτελεῖ τὸν «ἔσχατο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων πίστεως».

Στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε πάμπολλες περιπτώσεις ἁπλῶν πιστῶν καὶ μεμονομένων ἁγίων Πατέρων ποὺ ἀγωνίστηκαν μόνοι τους ἐναντίον πατριαρχῶν καὶ ψευτοσυνόδων! Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ὡς ἁπλὸς μοναχός,  ἀγωνίστηκε μόνος του μέχρι θανάτου ὑπὲρ τῆς «γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως».  Τί νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος ἦρθε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἀλλοτριωμένο «συνοδικὸ σύστημα» τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀρνήθηκε τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Γραικολατίνους «Ὀρθοδόξους», τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοὺς ὁμόφρονές του ἐπισκόπους;

7. Ἡ Ἐκκλησία τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ὁ Θ.Α.Κ. ξεκινᾶ μὲ τὴν ἐπισήμανση: «Ἡ § 5 τοῦ κειμένου ἐπισημαίνει ὅτι σκοπὸς τῶν θεολογικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ τὴ βάσει τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τοὺς ἑτεροδόξους θὰ καταστεῖ δυνατή, ὅταν γίνει ἀποδεκτὴ ἡ πίστη καὶ ἡ παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὡς ἀρχαία Ἐκκλησία ὁρίζεται ἡ περίοδος τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ ἱστορικὰ καλύπτει τοὺς πρώτους 8 αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας». Ὡστόσο ἡ διατύπωση αὐτὴ πάσχει διότι ἡ πίστη καὶ ἡ παραδόση «τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων» δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὸ ἀναζητοῦμε διὰ τῶν Διαλόγων. Ἡ πίστη καὶ ἡ παράδοση αὐτὴ εἶναι δεδομένη καὶ ὑφίσταται ἀνόθευτη ἐντός της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μόνον ἐντὸς αὐτῆς. Ἑπομένως ἡ ὀρθὴ διατύπωση θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι: «Ὁ σκοπὸς τῶν θεολογικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν διὰ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διατηρεῖ  τὴν πίστη καὶ τὴν παραδόση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων».

Παρὰ κάτω καταπιάνεται μὲ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γργορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τὶς Συνόδους τοῦ 14ου αἰώνα καὶ ἰδιαιτέρα μὲ ἐκείνη τοῦ ἔτους 1351, ποὺ στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ὡς ἡ Θ΄  Οἰκουμενική. Καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλει νὰ ὁμολογήσει τὸ μεγάλο συνοδικὸ κενὸ ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν μὴ ἀναγνώριση ὡς  Θ΄  Οἰκουμενικῆς της  ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, (1351), συγκληθείσης Συνόδου ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, (γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀναγνωρίσεως ὡς Η΄ Οἰκουμενικῆς της ἐπὶ ἱεροῦ Φωτίου [879-880]  συγκληθείσης οὔτε καν γίνεται λόγος),  καταφεύγει σ’ ἕνα ψευτοεπιχείρημα: «Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση διατρέχει καὶ διαπερνᾶ τὴν ὅλη δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε ἡ διδασκαλία αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ «ἀνακάλυψη» τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου, διατρέχει τὴν πρὸ αὐτοῦ πατερικὴ σκέψη καὶ συνιστᾶ θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας».

Ἐφ’ ὅσον ἡ θεολογία τοῦ  ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ «διατρέχει τὴν πρὸ αὐτοῦ πατερικὴ σκέψη καὶ συνιστᾶ θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως» τότε ἦταν περιττὲς οἱ Σύνοδοι τοῦ 14ου αἰώνα (1341-1351). Ἐρωτῶμε τὸν Θ.Α.Κ.: Ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ ἦταν μία «ἀνακάλυψη» δική του; Δὲν «διέτρεχε τὴν πρὸ αὐτοῦ πατερικὴ σκέψη καὶ δὲν συνιστοῦσε θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως»; Ἀσφαλῶς καὶ «διέτρεχε», ὅπως ἐπίσης δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἦταν «ἀνακάλυψη» δική του. Καὶ ὅμως (!), ἡ Ἐκκλησία ἔκρινε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπικυρώσει τὴν διδασκαλία του μὲ τὴν σύγκληση τῆς ΣΤ΄  Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ δὲ ἑπόμενη Ζ΄Οἰκουμενικὴ θεώρησε ἀναγκαῖο νὰ μνημονεύσει καὶ νὰ ἐπικυρώσει ὅλες τὶς προγενέστερες Οἰκουμενικὲς μαζὶ μὲ τὴν ΣΤ΄ Οἰκουμενική. Ἔπρεπε λοιπὸν κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος νὰ ἀναγνωρίσει ἐπίσημα καὶ συνοδικὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1351, ὡς Θ΄  Οἰκουμενική, διότι οἱ ἀποφάσεις τῆς Θ΄  Οἰκουμενικῆς καὶ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δὲν εἶναι καταγεγραμμένες στὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἔπρεπε νὰ κάνει καὶ γιὰ τὴν Ἡ΄  Οἰκουμενικὴ τὴν ἐπὶ ἱεροῦ Φωτίου (879-880) συγκληθεῖσα.

8. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ τὸ Π.Σ.Ε
Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ὁ Θ.Α.Κ. καταπιάνεται μὲ τὸ Π.Σ.Ε. τὸ ἔργο του, καὶ τὸν ρόλο καὶ τὴν συμμετοχὴ τοῦ σ’ αὐτὸ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Κατὰ τὸν Θ.Α.Κ. τὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. καλοῦνται «νὰ προωθήσουν τὴν κοινή τους παρουσία στὴ διακονία τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου, νὰ δώσουν κοινὴ μαρτυρία στὴν Ἱεραποστολὴ μὲ τὴν ὑπέρβαση τοῦ μεταξύ τους ἀνταγωνισμοῦ καὶ τοῦ προσηλυτισμοῦ, νὰ ἐργαστοῦν ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τὴ διαφύλαξη τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δικαιοσύνης στὸν κόσμο. Τὸ πρὸς ἐπικύρωση παραπεμπόμενο κείμενο ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση ὡς ‘μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας’…».

Ὡστόσο ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίδει τόσο τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικόνκοσμον» ὅσο καὶ ὁ Θ.Α.Κ. σχετικὰ μὲ τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ψευδὴς καὶ ἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχὴν αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμὸ ποὺ ἐμφανίζεται ὡς ὑπερεκκλησία καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της. Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς παρατηρεῖ: «Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντονΘεανθρωπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νὰ ταπεινωθεῖ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόμη καὶ Ἱεράρχαι, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν ὀργανικήνμετοχην καὶ συμπερίληψιν εἰς τὸ Π.Σ.Ε; Ἀλλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία».[1] 

Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πάν. Ἀθηνῶν στὸν τομέα τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου κυρὸς Κῶν. Μουρατίδης παρατηρεῖ σχετικῶς: «Ἡ ἀλλόκοτος καὶ τερατώδης καὶ καταλυτική της ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως καὶ Ἱερᾶς Παραδόσεως συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ ΠαγκόσμιονΣυνοθυλευμα τῶν Αἱρέσεων συνιστᾶ τὴν μεγίστην παγίδα τοῦ Ἀντικειμένου ἐν τὴ ἱστορία τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πρὸς διάβρωσιν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας…Αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ συνοθύλευμα τῶν αἱρέσεων τοῦ Π.Σ.Ε. προσκρούει «ἃ πριόρι» καὶ ἐξ’ ἀπόψεως ἀρχῆς εἰς τεράστια καὶ τουτ’ αὐτὸ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, προερχόμενα ἐξ’ αὐτῆς τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς του Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Διότι ἀλλεπάληλλα καὶ βεβαίως ἀναπάντητα παραμένουν ἐν προκειμένω τὰ ἐρωτήματα:

Πὼς συμβιβάζεται ἡ ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας διεκδικουμένη ἀποκλειστικὴ ὑπ’ αὐτῆς ταύτησις μετὰ τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν συμμετοχὴν αὐτῆς εἰς τὸ Π.Σ.Ε;…Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ μία ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ συμμετέχη ὡς μέλος, νὰ ἐντάσσεται μετὰ τῶν ἄλλων αἱρέσεων ἰσοτίμως καὶ ἐκ πολλῶν ἀπόψεων νὰ τίθεται εἰς ἀπείρως μειονεκτικωτέρανθεσιν ἔναντι τῶν αἱρέσεων, εἰς ἕνα κανονισμὸν καὶ νὰ ὑποτάσσεται εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς πλειοψηφίας τῶν αἱρετικῶν; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Μία, Ἁγία Ἐκκλησία νὰ μετέχει ἑνὸς ὀργανισμοῦ, ἐντός του ὁποίου νὰ συνεργάζεται μεθ’ αἱρετικῶν, νὰ συμπροσεύχεται μετ’ αὐτῶν καὶ νὰ λαμβάνει θέσιν ἀπὸ κοινοῦ μετ’ αὐτῶν ὡς ἐκπροσώπων τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως εἰς τὰ μεγάλα προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητος;».[1]  Οὐδεὶς σήμερα μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει, (ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ ἐνθουσιασμὸ ὁμιλοῦν ὑπὲρ τοῦ Π.Σ.Ε.), ὅτι ἡ θεολογικὴ ταυτότης τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι σαφῶς προτεσταντικὴ τὰ δὲ κείμενα, ποὺ συντάσσονται στὰ παγκόσμια Συνέδρια τοῦ Π.Σ.Ε. ἔχουν σαφῶς προτεσταντικὴ σφραγίδα. Ἡ ἀρχικὴ δυνατότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ διακηρύσσουν μὲ κοινὴ δήλωση, ὅτι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀπαγορεύτηκε μετὰ τὴν Γ΄  Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε.  στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961, καὶ ἐπιβλήθηκε ἡ ἄποψη νὰ συντάσσονται καὶ νὰ ὑπογράφονται κείμενα κοινῆς ἀποδοχῆς ἀπὸ Ὀρθοδόξους καὶ Προτεστάντες.

Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτὴ στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν 70ετη ἱστορία του. Ἑπομένως ἡ δῆθεν «μαρτυρία τῆς ἀληθείας», ποὺ ὑποτίθεται ὅτι θὰ προσέφεραν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στὶς προτεσταντικὲς ὁμολογίες προκαλοῦν τουλάχιστον θυμηδία. Ὅλα δείχνουν, ὅτι τὸ ἐπιδιωκόμενο στὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἡ ὁμογενοποίηση τῶν ὁμολογιῶν -μελῶν τοῦ μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τὸ πρὸς ψήφηση Προσυνοδικό κείμενο ἀποκρύπτει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μὲ τὶς προτεσταντικὲς ὁμολογίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο αὐτοὶ ἔχουν φθάσει σήμερα.

Πέραν τούτου δὲν καταδικάζονται, τὰ ἀπαράδεκτα ἀπὸ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ Π.Σ.Ε, (Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάνκ.λ.π.) καὶ ἐπὶ πλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως intercommunion, διαθρησκειακέςσυμπροσευχες, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς ὁμολογίες κ.λ.π. Ἑπομένως ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Θ.Α.Κ. ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στὸ διεθνῆ αὐτὸ ὀργανισμὸ παραμένει πιστὴ στὴν ἐκκλησιολογικὴ τῆς αὐτοσυνειδησία καὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων» εἶναι, μὲ βάση τὰ ὅσα ἐλέχθησαν προηγουμένως, πέρα γιὰ πέρα ψευδής.

Πέραν αὐτῶν τὸ κείμενο τοῦ Θ.Α.Κ. παρουσιάζει καὶ ἀντιφάσεις. Στὴν πρώτη παράγραφο λέγει: «Ἡ συμμετοχὴ τῆς [Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας] στὸ Π.Σ.Ε. δὲ σημαίνει ὅτι ἀποδέχεται τὴν ἰδέα τῆς ἰσότητας τῶν Ὁμολογιῶν. Θεωρεῖ δηλαδὴ ἑαυτὴν ὡς τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, πράγμα ποὺ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ χαρακτηρίζει μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., στὸ δικό της κείμενο, ὡς ὁμολογίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσφαλῶς καὶ δὲν εὑρίσκεται ἐκκλησιολογικὰ στὸ ἴδιο ἐπίπεδο». 

Παρὰ κάτω ἀναφέρει: «Τὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. χαρακτηρίζονται ὡς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες. Εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ κείμενο χαρακτηρίζει ὑπὸ τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια ὡς Ἐκκλησία τὰ ὀλίγα ἐκεῖνα μέλη του, πάντοτε ὑπὸ τὴν ἔννοια ποὺ ἐξετέθη ἀνωτέρω, ἡ ὁποία δὲν αἴρει τὴν καθολικότητα τῆς Μίας (ὀρθόδοξης) Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζει τὸ βάπτισμα καὶ μετὰ τῶν ὁποίων διεξάγει θεολογικὸ διάλογο». Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ μία μεριὰ νὰ χαρακτηρίζει μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., στὸ δικό της κείμενο, ὡς ὁμολογίες, «μὲ τὶς ὁποῖες ἀσφαλῶς καὶ δὲν εὑρίσκεται ἐκκλησιολογικὰ στὸ ἴδιο ἐπίπεδο» καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ἀναγνωρίζει «ὡς Ἐκκλησία τὰ ὀλίγα ἐκεῖνα μέλη του, (ποιὰ εἶναι αὐτά;)…. τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζει τὸ βάπτισμα καὶ μετὰ τῶν ὁποίων διεξάγει θεολογικὸ διάλογο»; Καὶ πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναγνωρίζει στὰ «ὀλίγα αὐτὰ μέλη» ἐκκλησιαστικότητα καὶ βάπτισμα, καθ’ ὂν χρόνον αὐτὰ δὲν ἔχουν ἐπιστρέψει στὴν ὀρθοδοξία;

Παρὰ κάτω ὁ Θ.Α.Κ. κάνει λόγο γιὰ τὴν Δήλωση τοῦ Τορόντο. Στὴ δήλωση αὐτὴ (§ 2) τονίζεται ρητῶς ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος  μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ  μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας». Μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι ὑπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ του ἕνας Ὀρθόδοξος νὰ εἶναι μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέλος «τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»; Ἡ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» (ὅπως ἐννοεῖται στὸ Π.Σ.Ε.) ὑφίσταται πάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε; Καὶ μόνο ἡ παρὰ πάνω δήλωση τοῦ Τορόντο, (πέρα ἀπὸ ἄλλες κατὰ καιροὺς δηλώσεις, διακηρύξεις τοῦ Π.Σ.Ε.) ἀνατρέπει καὶ κονιορτοποιεῖ ὅσα παρὰ κάτω ἰσχυρίζεται ὁ  Θ.Α.Κ.: «Τὸ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ γίνει Ὑπὲρ - Ἐκκλησία. Δὲν διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν…. Ταυτόχρονα δὲν ἀξιώνει ἀπὸ μία Ἐκκλησία νὰ ἐγκαταλείψει τὴ δική της ἐκκλησιολογικῆ θεώρηση».

Ἂς ἀναφέρουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ προκειμένου νὰ γίνει ἐναργέστερη ἡ ἀναληθὴς εἰκόνα ποὺ μᾶς δίδει τόσο τὸ προσυνοδικὸ κείμενο ὅσο καὶ τὸ κείμενο τοῦ Θ.Α.Κ. περὶ τοῦ Π.Σ.Ε. τὰ ὅσα ἔγιναν ἀμοιβαίως ἀπόδεκτα καὶ ὑπεγράφησαν ἀπὸ Ὀρθοδόξους καὶ Προτεστάντες στὴν 9η καὶ 10η Γενικὴ Συνελεύση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ PortoAlegre τῆς Βραζιλίας τὸ 2006 καὶ στὸ Πουσᾶν τῆς Νοτίου Κορέας τὸ Νοέμβριο τοῦ 2013, ἀντίστοιχα. Στὴν πρώτη, (9η), Συνέλευση ἔγιναν ἀμοιβαίως ἀποδεκτὰ μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἀκόλουθα:

1) «Εἴμαστε μία ἀδελφότητα Ἐκκλησιῶν», λέγει τὸ κείμενο, «ποὺ ὁμολογοῦν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτήρα σύμφωνα μὲ τὶς Γραφὲς καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐπιζητοῦμε νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν κοινή μας κλήση, νὰ συμμετέχουμε στὴ δόξα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἑπομένως δὲν εἴμαστε μόνον ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ἀλλὰ ὅλες μαζὶ οἱ 340 ψευδοεκκλησίες τοῦ Π,.Σ.Ε.

2) «Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν καθολικότητά της ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες».  Ἑπομένως γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τὴν καθολικότητά μας εἶναι ἀπαραίτητο νὰ εἴμαστε σὲ κοινωνία μὲ αὐτὲς τὶς ψευδοεκκλησίες. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος» (Β.Κόρ.6,14) δὲν ἰσχύει πλέον γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστές.

3) «Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους  εἶναι μία, ὅπως ἀκριβῶς ἕνα εἶναι καὶ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Παρὰ ταῦτα εἶναι θεμιτὸ ἡ πίστη αὐτὴ νὰ διατυπώνεται μὲ διαφορετικοὺς τρόπους».  Δηλαδὴ οἱ ποικίλλες αἱρετικὲς διδασκαλίες  τῶν Προτεσταντῶν  θεωροῦνται ὡς διαφορετικοὶ τρόποι ἐκφράσεως τῆς ἰδίας πίστεως καὶ ὡς ποικιλλία τῶν χαρισμάτων  τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

4) «Τὸ ὅτι ὅλοι μας ἀπὸ κοινοῦ ἀνήκουμε στὸ Χριστὸ διὰ τοῦ Βαπτίσματος εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίνει τὴν δυνατότητα στὶς Ἐκκλησίες  καὶ τὶς καλεῖ νὰ συμβαδίσουν ἀκόμη καὶ ὅταν διαφωνοῦν».  Αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ὁριοθετεῖ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ κοινὴ ὀρθὴ πίστις καὶ ἡ ἀποστολικὴ παράδοσις, ἀλλὰ τὸ Βάπτισμα. Σὲ ἄλλο σημεῖο διατυπώνεται: «ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ δὲν χρησιμοποιοῦν νερὸ στὴν ἱεροτελεστία τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλὰ μετέχουν στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς».[1] Ἡ ἐντολὴ δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» δὲν σημαίνει τίποτε γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐφαρμόζεται.

Στὴ δεύτερη, (10η), Συνέλευση καὶ συγκεκριμένα στὸ ἐπίσημο κείμενο «Δήλωσις Ἑνότητος» (Unity Statement), ἔγιναν ἀμοιβαίως ἀποδεκτὰ μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἀκόλουθα: (α) ὅτι καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μετὰ τῶν λοιπῶν «ἐκκλησιῶν» πρέπει νὰ μετανοήση διὰ τὴν διάσπασιν τῶν χριστιανῶν,[1] (β) ὅτι ἡ Ἐκκλησία, οὖσα Σῶμα Χριστοῦ, δὲν διέπεται παρὰ ταῦτα ἀναγκαίως ὑπὸ δογματικῆς ὁμοφωνίας, οὔτε καὶ ἐν αὐτὴ τὴ ἀποστολικὴ ἐποχή,[1] (γ) ὅτι ὑφίσταται νῦν ἀόρατος ἐκκλησιαστικὴ ἑνότης τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ προσδοκᾶται ἡ ὁρατὴ ἑνότης τῆς Μίας Ἐκκλησίας,[1]

(δ) ὅτι ἡ προσευχὴ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἴνα πάντες ὦσιν ἐν», δὲν ἔχει ἐκπληρωθῆ, ἀλλαπόκειται εἰς ἠμᾶς τὸ καθῆκον τοῦτο, (ε) ὅτι ἡ Ἐκκλησία δύναται νὰ ἐμπλουτισθῆ καὶ ὠφεληθῆ ἐκ τῶν χαρισμάτων τῶν ἑτεροδόξων,[1] (στ) ὅτι εἴμεθα ὑπόλογοι ἔναντί του Θεοῦ, ἂν δὲν ἐπιδιώκωμεν διαρκῶς τὴν χριστιανικὴν ἑνότητα πρὸς ὄφελος τῆς ἔξωθεν καλῆς μαρτυρίας,[1] (ζ) ὅτι ὁ Θεὸς «πάντοτε μᾶς ἐκπλήσσει» καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία προοδεύει εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ θείου θελήματος,[1] (η) ὅτι πρέπει νὰ χρησιμοποιηθοῦν νέοι τρόποι προσεγγίσεως τῶν θεολογικῶν διαφωνιών καὶ (θ) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀλληλένδετος μετὰ τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τῆς κτίσεως.[1]

Συνοψίζοντας τὰ παρὰ πάνω, συμπεραίνουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἴσως μεγαλύτερη ἀπομείωση ἀπὸ αὐτὴ τῆς ἀρνήσεως τῆς «ἀποκλειστικότητας» τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ τῆς ἀρνήσεως ὅτι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅτι ἔξω ἀπὸ αὐτὴν ὑπάρχουν μόνον αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Ἡ προσπάθεια τοῦ Θ.Α.Κ. νὰ προβάλλει τὰ δικά του ἰδεολογήματα, ἢ προβληματισμοὺς ὡς θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ οἰκοδομήσει μία νέα Ἐκκλησιολογία, (τὴν Ἐκκλησιολογία τῆς μὴ «ἀποκλειστικότητος») πάνω στὴν Οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχει κανένα ἔρεισμα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δικαιωθεῖ μὲ κανένα τρόπο ἀπὸ τὴν ὅλη Κανονικὴ καὶ Πατερική μας Παράδοση. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τὴν οἰκονομία γιὰ νὰ ἀφήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, ἀποκοιμίζοντας τὸν ὅτι δῆθεν δὲν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα νὰ παραμένει στὴν πλάνη.

Κατ’ ἀκολουθίαν καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ δικαιώσει τὴν μέλλουσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τόσο ὡς πρὸς τὸν τρόπο ὀργανώσεώς της, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὴν θεματολογία της ὑπῆρξε πέρα γιὰ πέρα ἀνεπιτυχής.  Μὲ βάση τὰ μέχρι σήμερα δεδομένα ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος δὲν θὰ εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι δὲν προκύπτει ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι θὰ λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων.

Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι διατυπωμένα τὰ δογματικοῦ χαρακτήρος προσυνοδικά κείμενα δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νὰ προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ διευρύνει τὰ κανονικὰ καὶ χαρισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δὲν μπορεῖ νὰ ὁριοθετήσει διαφορετικὰ τὴν μέχρι σήμερα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν ἐπίσης ἐνδείξεις, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος θὰ προχωρήσει σὲ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καὶ πρωτίστως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν νομιμοποιήσει καὶ νὰ τὴν ἑδραιώσει. Ὡστόσο, οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μὲ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι, ὅτι δὲν θὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἴδια θὰ καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὡς ψευδοσύνοδος.

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν

4 σχόλια:

  1. Σύμφωνα με αρκετά πρόσφατη απόφαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, η Οικουμενιστική ψευδοσύνοδος της Κρήτης θα γίνει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είναι πολλά , διότι είναι πολύ σοβαρά τα θέματα κυρίως Δογματικής Εκκλησιολογίας, Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων , Κανόνων και γενικώς ολοκλήρου της αγιοπατερικής Παραδόσεως, με μίαν λέξιν της Ορθοδοξίας κι έπρεπε να ασχοληθούν διεξοδικώς και με επιχειρήματα και παραδείγματα. Είναι πολύ σωστά όλα κι ευχαριστούμε για την διαφωτιστικήν λεπτομερή ενημέρωσιν.Υπάρχουν μερικά ορθογραφικά κι εκφραστικά λαθάκια που θα έπρεπε να διορθώσουν προτού τυπωθή το κείμενον. Σημειώνω και δεν είναι προσωπική μου άποψις,αλλά καθηγητού ΑΕΙ που συμμετείχε στις κρίσεις για την ιεραρχική του ανέλιξιν ότι ο Θ.Α.Κ "δεν γνωρίζει την Ορθόδοξη Δογματική Θεολογία, διότι σπούδασε στη Γερμανία", επομένως έχει μία μικρή δικαιολογία για την άγνοιά του, χωρίς να του δίδουμε "άφεσιν", διότι όποιος δεν γνωρίζει ,δεν ασχολείται με τόσο σοβαρά θέματα, για να εκτίθεται. Μάλιστα ο εν λόγω καθηγητής μας είπε μετά από κάποια κρίσιν εκλογής του με απορία: "Δεν γνωρίζει τίποτε από τη Δογματική Θεολογία", αλλά παρά ταύτα τον ψήφισε, καθώς και τον Προύσης κι άλλους. Μόνον εκείνους που γνώριζαν τους κατεψήφιζε και έγραφεν ότι "δεν έχουν επίγνωση της επιστημονικής τους ένδειας",αλλά τώρα αγωνίζεται φεύ! για την Ορθοδοξία. Πού είναι όμως η Ορθοπραξία του κι εκείνου κι άλλων; Αυτά που γράφω αποδεικνύονται με έγγραφα και δεν έχουμε πρόθεσιν να κατηγορήσουμε κανένα, αλλά για το "ήξεις αφήξεις". Θα θέλαμε να γραφή εκτός του τίτλου "Γραφείον επί των Αιρέσεων..." και το όνομα του συντάκτου αυτού του περισπουδάστου κειμένου, τον οποίον επί τούτοις συγχαίρομεν εγκαρδίως.

      Διαγραφή
    2. Εάν δεν θελήση ο Θεός ,δεν θα γίνη,για να μην σκανδαλισθή το χριστεπώνυμον πλήρωμα της Εκκλησίας. Ημπορεί και τελευταία στιγμή να ακυρωθή για πολλούς και διαφόρους λόγους.

      Διαγραφή
  2. Kαλα τα λενε στον Πειραια, αλλα πολλα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.