9 Μαρ 2016

Κριτικὴ θεώρησις τῆς πορείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου 
πατρός Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος (Πόποβιτς) διεῖδε τὴν κατάληξιν τῶν οἰκουμενιστικῶν σχέσεων. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. τὸ 1961. Ὁ καθ. Ἰωάννης Καρμίρης ἐδήλωσε τὸ 1953: ἡ ἄνευ ὅρων συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς δογματικὰ συνέδρια δὲν εἶναι σύμφωνος πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν μεγάλων Πατέρων αὐτῆς.
Εἰς τὴν Σχολὴν Γονέων Κατερίνης, τὴν 22αν Φεβρουαρίου 2016, ὡμίλησαν ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς καὶ ὁ Μοναχὸς π. Ἀρσένιος Βλιαγκόφτης. Ὁ μὲν πρῶτος προέβη εἰς μίαν κριτικὴν θεώρησιν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ ὁ π. Ἀρσένιος παρουσίασε προβλήματα τῆς ἑτοιμαζομένης Πανορθοδόξου Συνόδου μὲ βάσιν τὶς ἐπιστολὲς πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τοῦ Ἁγίου Ναυπάκτου, τοῦ Ἁγίου Λεμεσοῦ καὶ τοῦ Καθηγητοῦ Δ. Τσελεγγίδη. Εἰς τὴν συνέχειαν δημοσιεύεται τὸ κείμενον τοῦ π.Γεωργίου Μεταλληνοῦ.
1. Ἡ τραγωδία τοῦ σχίσματος (1054) καὶ ἡ ὀδυνηρὴ παράτασή της, ὡς καὶ οἱ καταθλιπτικὲς πολιτικὲς ἐξελίξεις στὸν χῶρο τῆς Ἀνατολῆς, λειτούργησαν ὡς προϋπόθεση μίας σειρᾶς διαλογικῶν προσπαθειῶν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας, μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν...
αἱρετικῶν – σχισματικῶν στὸ ἕνα καὶ ἀδιαίρετο ἐκκλησιαστικὸ σῶμα γιὰ τὴν σωτηρία τους: Μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα τὸ ἕνα καὶ ἀδιάτμητο ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ὡς σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δὲν διαιρεῖται, ἀλλὰ -κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο- «τὸ σεσηπὸς ἐκκόπτεται». Ὁ διάλογος ἀνήκει στὴν οὐσία τοῦ αὐθεντικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔχει δὲ εἰσαχθεῖ καὶ ἐξαγιασθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργὸ στὸν ἀνθρώπινο βίο. «Δεῦτε διαλεχθῶμεν» λέγει ὁ Θεὸς (Ἤσ. 1, 18) στὸ πλάσμα Του. Ἡ λατρεία μας, ἄλλωστε, εἶναι ἕνας συνεχὴς διάλογος Πλάστου καὶ πλάσματος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ ἡ «ἀτομικὴ» προσευχή. Τὴν ὁδὸ τοῦ διαλόγου μὲ τὰ ἀποσχιζόμενα ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τέκνα της ἀκολουθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία.

Μετὰ τὸ μεγάλο σχίσμα (1054) καὶ ὡς τὸν 15ο αἰώνα ἔγιναν, μεταξὺ Δυτικῆς καὶ Ἀνατολικῆς Χριστιανοσύνης – Ὀρθοδοξίας δηλαδὴ καὶ Παπισμοῦ – περισσότεροι ἀπὸ 11 διάλογοι, μὲ κορύφωση τὴν Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438 -39), ποὺ ἀπεδείχθη ψευδοσύνοδος – οὐνιτικὴ καὶ αἱρετικὴ καὶ γι΄ αὐτὸ τὴν ἀπέρριψε ἡ Ὀρθοδοξία, ἐνῶ ὁ Παπισμὸς προσπαθεῖ αἰῶνες τώρα νὰ τὴν ἐπιβάλει στὴν Ὀρθόδοξο Ἀνατολή.

Οἱ πρὸ τῆς ἁλώσεως (1453) ἑνωτικοὶ διάλογοι ἤσαν καταδικασμένοι σὲ ἀποτυχία ἀπὸ τὴν γένεσή τους, διότι κινητήρια δύναμή τους ἦταν ἡ πολιτικὴ στοχοθεσία τῆς διασώσεως τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους καὶ τῶν συνδεομένων μὲ αὐτὸ ὑλικῶν συμφερόντων. Αὐτὸ – τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν – εἶναι εὐδιάκριτο καὶ στὶς σημερινὲς οἰκουμενι(στι)κὲς σχέσεις, μὲ τὴ σχετικοποίηση τῆς Πίστεως καὶ τὴν «Χρήση» της ἀπὸ τοὺς διαλεγομένους, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση «σκοπιμοτήτων κοσμικοῦ χαρακτῆρος, ἐπιβαλλομένων ἀπὸ τὴν Νέα Παγκόσμια Τάξη (Νέα Ἐποχὴ – New Age), ποὺ τελικὰ κατευθύνει καὶ τοὺς διαχριστιανικοὺς καὶ τοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους πρὸς πραγμάτωση τῆς «Πανθρησκείας» καὶ τὴν ἐπίτευξη τῆς «Παγκοσμιοποίησης».

2. Προσπάθειες διαχριστιανικοῦ διαλόγου ἔγιναν καὶ μετὰ τὴν ἅλωση (1453), στὴν διάρκεια τῆς δουλείας. Ἡ στάση τῆς Ὀρθοδοξίας, σ΄ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς δουλείας (ὀθωμανοκρατίας καὶ λατινοκρατίας), ὑπαγορευόταν ἀπὸ τὴν Πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν (σώζουσα) Ἀλήθεια, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν πολιτικὴ κατάσταση, ὅπως θέλουν οἱ «ἐπιφανεῖς» οἰκουμενιστές μας. Ἡ ὑπόδουλη Ρωμηοσύνη ἐγνώριζε τὴν ἀποχριστιανοποιημένη «Δύση» περισσότερο καὶ αὐθεντικότερα ἀπὸ ὅσο οἱ οὐνιτίζοντες ἡμέτεροι σήμερα, ποὺ οἱ ἀγαπολογικὲς σχέσεις ὁδηγοῦν σὲ συσκότιση τῆς συνειδήσεως καὶ συνεχεῖς ὑποχωρήσεις. Τὰ βασικὰ πορίσματα τῆς ἔρευνας γιὰ τὴν στάση τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ μάλιστα τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, κατὰ τὴν δουλεία, μποροῦν νὰ συνοψισθοῦν στὰ ἑξῆς:

α) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν 15ο ὡς τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα παρέμεινε ἀμετακίνητη στὴ στάση της ἀπέναντι στὸν δυτικὸ χριστιανισμό, τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ (Λουθηριανισμό, Καλβινισμό, κ.λπ.) καὶ τὸν Ἀγγλικανισμό, ποὺ χαρακτηρίζονται σαφῶς ὡς αἱρέσεις καὶ ἀποσχίσεις ἀπὸ τὴ Μία Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθοδοξία.
β) Ἐκφράζεται θετικὰ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ πίστη καὶ ἀποκρούονται οἱ πλάνες τῶν δυτικοχριστιανικῶν Ὁμάδων, διότι ἔχουν στερηθεῖ τὸν χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας.

γ) Παραμένει, ἔτσι, ἀκμαία ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, κατὰ τὴν ὁποία «ὁ μικρὸν τι τούτων παραβαίνων ὡς σχισματικὸς καὶ αἱρετικὸς κατακρίνεται καὶ ἀναθεματίζεται καὶ ἀκοινώνητος παρὰ πάσι λογίζεται». Δὲν πρόκειται γιὰ ἀθεμελίωτη ἐχθρότητα, ἀλλὰ γιὰ ὁμολογία τῆς ἀληθείας.
δ) Ὁμολογεῖται, ἐπίσης, χωρὶς περιστροφές, ὅτι «αὐτὴ μόνη ἡ τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων (πάλαι μὲν Ἑλλήνων, νῦν δὲ Γραικῶν καὶ Νέων Ρωμαίων διὰ τὴν Νέαν Ρώμην καλουμένων) Χριστιανῶν πίστις ἐστὶν ἀληθὴς μόνη ἀκραιφνεστάτη».

ε) Μόνη, συνεπῶς, παραδεκτὴ βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως εἶναι ἡ ἀπόλυτος «ἑνότης τῆς πίστεως καὶ ἡ ὁμοφροσύνη στὴν πίστη τῶν Ἀποστόλων, καὶ τῶν Πατέρων, στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, κατὰ τὴν σχετικὴ δήλωση τοῦ Ἁγίου Μάρκου: «Ἐν τοῖς θείοις δόγμασιν οὐδαμοῦ χώραν ἔχει ποτὲ ή οἰκονομία ή συγκατάβασις».

στ) Ἡ στάση αὐτὴ κορυφώνεται μὲ τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδο τοῦ 1895, ἡ ὁποία ἀπήντησε στὸν Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ ποὺ ἐκάλεσε τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ ἕνωση, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι «ἡ Ἐκκλησία τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν ἐννέα πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἑπομένως ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας». Συνεπῶς, ἡ ἕνωση πρέπει νὰ γίνη «ἐν τῷ ἐνὶ κανόνι τῆς πίστεως καὶ ἐπὶ τοῦ θεμελίου της ἀποστολικῆς καὶ πατροπαραδότου διδασκαλίας».
Εἰδικὰ ὁ Παπισμὸς χαρακτηρίζεται «Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς τὲ ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ὅρων τῶν ἁγίων Συνόδων», «Οὐδέποτε ἐθεωρήθη ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης ὡς ἡ ἀνωτάτη ἀρχὴ καὶ ἀλάνθαστος κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας».
Σήμερα οἱ ὑψηλόβαθμοι Οἰκουμενιστὲς θεωροῦν τὸν Πάπα (καὶ ὡς αἱρετικὸν) κανονικὸ Ἐπίσκοπό της Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ποὺ χαρακτηρίζεται «ἀδελφὴ Ἐκκλησία», ὅπως δηλαδὴ τὰ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα!

3. Ἡ ἀταλάντευτη αὐτὴ στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιαστικῆς Ἡγεσίας ἀπέναντι στὴν ἑτερόδοξη Δύση ἄλλαξε ἐπίσημα στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα, ἐπὶ πατριαρχίας Ἰωακεὶμ τοῦ Γ (†1912). Ἡ ἀσυνέχεια αὐτὴ γίνεται ἀντιληπτὴ καὶ μόνο μὲ τὴν σύγκριση τῶν δογματικοσυμβολικῶν κειμένων, ἀπὸ τὸ 1902 καὶ ἑξῆς, μὲ ἐκεῖνα τοῦ 19ου αἰώνα.

Αὐτὸ ὅμως σημαίνει, ὅτι ἐγκαινιάζεται στὸ ἐθναρχικὸ Κέντρο μία νέα στάση ἀπέναντι στὴν ἀποκρουόμενη ὡς τότε Δύση, κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ φιλοδυτικισμοῦ καὶ τῶν «οἰκουμενικῶν σχέσεων». Τὸ κύριο σημεῖο ἀναφορᾶς δὲν θὰ εἶναι πλέον ἡ Ἀνατολή, ἀλλὰ ἡ Δύση, μὲ ὅ,τι αὐτὴ ἐκφράζει. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ ὁριοθετεῖται ἀπὸ τρία σπουδαῖα Κείμενα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ τὸ 1902, τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920 καὶ τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ 1952.

Ἡ πρώτη πραγματοποιεῖ τὸ οἰκουμενιστικὸ ἄνοιγμα στὴν Δυτικὴ Χριστιανοσύνη, ἐνῶ τὰ ἄλλα ἔχουν καθαρὰ προγραμματικὸ χαρακτήρα, ἐγκαινιάζοντας καὶ προωθώντας τὴν πορεία πρὸς τὸν Οἰκουμενισμὸ μὲ τὴν «Οἰκουμενικὴ Κίνηση». Ἡ συμμετοχὴ μας σ’ αὐτὴν ὁδήγησε στὶς σημερινὲς ἐλεγχόμενες ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση σχέσεις. Τὴν ἐπελθοῦσα ἀλλαγὴ μαρτυρεῖ ἡ χρησιμοποιούμενη γλώσσα. Οἱ «ἀναδενδράδες», ὅπως χαρακτηρίσθηκαν οἱ δυτικὲς χριστιανικὲς ὁμάδες τὸ 1902, γίνονται τὸ 1920 «Ἐκκλησίες», κάτι, βέβαια, ποὺ ἐπαινεῖται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, δικούς μας καὶ ξένους. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει προοδευτικὴ ἐξίσωση τῶν δυτικῶν Ὁμολογιῶν μὲ τὴν Μία Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθοδοξία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι περισσότερο εἰλικρινὴς ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, ὅταν τὸ 2008 ἀρνήθηκε στὸν Προτεσταντισμὸ τὸν χαρακτήρα τῆς «Ἐκκλησίας», τὴν Ὀρθοδοξία δὲ ἐχαρακτήρισε «ἐλλειμματική», διότι δὲν ἀποδέχεται τὸ πρωτεῖο του.

Μὲ τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο προσέφερε τὸν καταστατικὸ χάρτη γιὰ τὴν στάση, ποὺ ὄφειλε νὰ τηρήσει στὸ μέλλον ἡ ὀρθόδοξη παράταξη μέσα στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Ἂν ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1902 ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὴν συμμετοχή μας στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920 προετοίμασε τὴν εἴσοδό μας στὸ ΠΣΕ.

Κατὰ τὸν καθηγητὴ Χρῆστο Γιανναρά, ἡ Ἐγκύκλιος «ὑποκαθιστᾶ ἢ ἀποσιωπᾶ τὴν ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὑπαρκτικοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, γιὰ χάρη τῆς κοινωνιστικῆς καὶ πιετιστικὴς ἀντίληψης ἑνὸς ἰδεολογικοῦ χριστιανισμοῦ, μία καὶ σ’ αὐτὴ «δὲν ὑπάρχει οὔτε ὑπαινιγμὸς τῆς ἀλήθειας» (Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1997, σ. 196 ἔπ.).

Ἡ ἐπὶ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα Ἐγκύκλιος τοῦ 1952 λειτούργησε ὡς ὁλοκλήρωση καὶ ἐπισφράγιση τῆς προγραμματισμένης αὐτῆς πορείας. Γι’ αὐτὸ μεγάλοι ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ὅπως ὁ Ἰωάννης Καρμίρης καὶ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, παρὰ τὴν ἀφοσίωσή τους στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, δὲν παρέλειψαν νὰ ἐκφράσουν τὸν δισταγμό τους στὰ ἀνοίγματα αὐτὰ καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις τους γιὰ τὶς μέσω αὐτῶν δρομολογηθεῖσες ἐξελίξεις.

Ὁ μὲν π. Φλωρόφσκυ τὸ 1961 ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ ΠΣΕ, ὁ δὲ Ἰωάννης Καρμίρης (τὸ 1953) δηλώνει περιφροντὶς ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις: «Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἀνεπιφύλακτος καὶ ἄνευ ὅρων συμμετοχὴ (τῆς Ὀρθοδοξίας) εἰς δογματικὰ συνέδρια καὶ ἡ ὀργανικὴ σύνδεσις αὐτῆς μετὰ πολυαρίθμων ποικιλωνύμων Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν καὶ αἱρέσεων ἐπὶ βάσεως δογματικῆς καὶ ἐκκλησιολογικὴς ἐν τῷ Παγκοσμίῳ Συμβουλίῳ τῶν Ἐκκλησιῶν θὰ ἐσήμαινε παρέκκλισιν ἀπὸ τῆς ὑπὸ τοῦ Πατριαρχικοῦ Διαγγέλματος τοῦ 1920 χαραχθείσης γραμμῆς περὶ συνεργασίας αὐτῆς μόνον ἐν τοῖς ζητήμασιν τοῦ Πρακτικοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ γενικῶς δὲν θὰ ἦτο σύμφωνος πρὸς τὰς θεωρητικᾶς ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν μακραίωνα παράδοσιν αὐτῆς, ὡς καὶ τὴν διδασκαλίαν καὶ πράξιν τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν μεγάλων Πατέρων αὐτῆς».

Στὴν Ἐγκύκλιο τοῦ 1952 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο λέγει, ὅτι «διὰ τῆς ἄχρι τοῦδε συμμετοχῆς της εἰς τὴν παγχριστιανικὴν Κίνησιν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐζήτησε κυρίως, ἴνα γνωρίση καὶ μεταδῶ τοῖς ἐτεροδόξοις τὸν πλοῦτον τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καὶ τῆς ὀργανώσεως αὐτῆς, καὶ τὴν θρησκευτικὴν ἅμα καὶ ἀσκητικὴν αὐτῆς πείραν, πληροφορηθῆ δὲ καὶ αὐτὴ τὰς νέας μεθόδους καὶ ἀντιλήψεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ δράσεως αὐτῶν». Φοβούμενος ὅμως τὴν σχετικοποίηση τῆς πίστεως, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη ὁ Ἰωάννης Καρμίρης νὰ ὑπογραμμίσει: «Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων… καὶ ἡ συνεργασία… ἔχει τὴν ἔννοιαν κοινωνίας ἀγάπης καὶ οὐχὶ κοινωνίας ἐν τῇ δογματικῇ διδασκαλία καὶ τοῖς μυστηρίοις».

4. Τοὺς ἀληθινοὺς στόχους ὅμως τοῦ διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ δὲν διστάζουν νὰ ὁμολογοῦν διακεκριμένοι Ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὅπως ὁ Θυατείρων Γερμανὸς (Στρηνόπουλος), ἀναφερόμενος διὰ μακρῶν στὸ Διάγγελμα τοῦ 1920, τὸ ὁποῖο καὶ συνέταξε μαζὶ μὲ ἄλλους καθηγητὲς τῆς Θεολ. Σχολῆς τῆς Χάλκης. «Εἶναι ἀνάγκη, εἶπε, νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ Ἐκκλησίες ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἑνότητα, ὑπὸ τὴν στενή τῆς λέξεως ἔννοια…, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη, πιὸ περιεκτικὴ ἔννοια τῆς ἑνότητος, κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ὅσοι παραδέχονται τὴν θεμελιώδη διδασκαλία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, καὶ ἀποδέχονται Αὐτὸν ὡς Σωτήρα καὶ Κύριο, θὰ ἔπρεπε νὰ θεωροῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὡς μέλη τοῦ ἰδίου σώματος καὶ ὄχι ὡς ξένους». «Χωρὶς νὰ εἰσχωρήσουμε στὴν ἐξέταση τῶν δογματικῶν διαφορῶν, ποὺ χωρίζουν τὶς Ἐκκλησίες», πρόσθεσε ὁ Θυατείρων, «πρέπει νὰ καλλιεργήσουμε αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἰδέα τῆς εὐρυτέρας ἑνότητος…». Εἶναι φανερὴ ἐδῶ ἡ θεωρία περὶ «διευρυμένης Ἐκκλησίας», ποὺ ἀπαιτεῖ τὴν περιθωριοποίηση τῆς πίστεως καὶ τοῦ σωτηριολογικοῦ χαρακτήρα τοῦ δόγματος, σ’ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση, ὅλων τῶν αἰώνων.

Καθαρότερα ὅμως τὸν σκοπὸ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἔδωσε ὁ ἐπίσης διακεκριμένος Ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐκ τῶν πρωτεργατῶν της, πρώην Ἀμερικῆς Ἰάκωβος σὲ συνέντευξή του τὸ 1999 στὸ περιοδικὸ ΝΕΜΕΣΙΣ: «Πρῶτον μὲ ἐπίκραναν οἱ πόλεμοι καὶ δεύτερον ἡ σχετικὴ ἀποτυχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου, ὁ ὁποῖος ἀπέβλεπε στὴν ἕνωση ἢ τὴν προσέγγιση τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ κατόπιν γενικότερα ὅλων τῶν θρησκειῶν». Εἶναι μία ἔντιμη ὁμολογία γιὰ τὶς ἐπιδιώξεις τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καὶ τὴν διασύνδεσή της μὲ τὸν πανθρησκειακὸ Διάλογο, ἀλλὰ καὶ τὶς στοχοθεσίες τῆς Νέας Ἐποχῆς, γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς Πανθρησκείας.

Ὑπεύθυνη ὅμως καὶ ἀντικειμενικὴ κριτικὴ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἔχει ἀσκήσει ὁ ὅσιος Ἰουστίνος (Πόποβιτς), χαρακτηρίζοντας τὸν Οἰκουμενισμὸ μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν Οὐμανισμῶν μὲ ἐπικεφαλής τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὄλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις». Καὶ διερωτᾶται: «Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νὰ ταπεινωθῆ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της Θεολόγοι, ἀκόμη καὶ Ἱεράρχαι, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν ὀργανικὴν μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν εἰς τὸ ΠΣΕ; Ἀλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία».

Ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος μπόρεσε νὰ διίδει τὴν κατάληξη τῶν οἰκουμενιστικῶν σχέσεων, ποὺ κορυφώθηκαν στὶς ἀποφάσεις τοῦ Balamand (1993) (=κατάφαση τῆς παπικῆς αἱρέσεως ὡς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Οὐνίας, ποὺ συμμετέχει ἐπίσημα στὸν Διάλογο) καὶ τοῦ Porto Allegre (2005) (= ἀποδοχὴ τῆς προτεσταντικῆς Ἐκκλησιολογίας), ἀλλὰ καὶ στὴν καταξίωση de facto τῆς «βαπτισματικῆς Θεολογίας», «τῆς κοινῆς διακονίας» χωρὶς ἑνότητα πίστεως, τῆς «διευρυμένης Ἐκκλησίας» καὶ τοῦ «πολιτιστικοῦ πλουραλισμοῦ».

Ὁ Οἰκουμενισμὸς σ’ ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ ἐκδοχὲς του ἔχει ἀποβεῖ ἀληθινὴ βαβυλώνιος αἰχμαλωσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὅλων σχεδὸν τῶν τοπικῶν ἡγεσιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ καύχηση καὶ ὁ αὐτοθαυμασμὸς τῶν Οἰκουμενιστῶν μας «γιὰ μία δῆθεν νέα ἐποχή, ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902 καὶ 1920, δὲν δικαιώνονται», διότι «αὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νομιμοποιήσουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ». Αὐτὸ εἶναι τὸ κατασταλαγμένο συμπέρασμα τοῦ ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, τὸ ὁποῖο ἀδίστακτα προσυπογράφω.

5. Εἶναι, λοιπόν, φανερό, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀποδείχθηκε πλέον ὡς ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση, ὡς ἕνας «δαιμονικὸς συγκρητισμός», ποὺ ἐπιδιώκει μία ὁμοσπονδιακὴ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν δυτικὴ αἱρετικὴ πανσπερμία. Ἔτσι ὅμως, ἡ ὀρθοδοξία δὲν ἐπηρεάζει σωτηριολογικὰ τὸν μὴ ὀρθόδοξο κόσμο, διότι ἔχει ἐγκλωβισθεῖ αὐτή, στὰ πρόσωπα τῶν κατὰ τόπους Ἡγεσιῶν της, στὶς παγίδες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ κατεργάζονται τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἀλλοτρίωσή της.

Ἀντὶ λοιπόν, ἡ ἐκκλησιαστικὴ Ἡγεσία μας, νὰ ἀκολουθεῖ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων μας Πατέρων στὴ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τῆς μόνης δυνατότητος σωτηρίας ἀνθρώπου καὶ κοινωνίας, πράττει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: συμφύροντας τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση, στὰ ὅρια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ οὐσιαστικὰ καταξιώνοντας τὴν αἱρετικὴ πλάνη, ἐπιφέρει τὴν ἄμβλυνση τῶν κριτηρίων τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος καὶ στερεῖ καὶ αὐτὸ καὶ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν δυνατότητα σωτηρίας.

Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀπορρίπτονται οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ἡ διδασκαλία τους, μὲ τὴν ἀνατροπὴ τῆς πίστεως καὶ πράξεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ «μεταπατερικότητα», δηλαδή, εἶναι στὴν οὐσία τῆς ἀντιπατερικότητα, διότι ἡ προτεσταντίζουσα αὐτὴ κίνηση ἀποδυναμώνει τὴν πατερικὴ παράδοση, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία παραμένει ἀθωράκιστη στὴν δίνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν σχεδίων τῆς Νέας Ἐποχῆς. Καὶ γιὰ νὰ παραφράσουμε τὸν Ντοστογιέφσκυ: «Χωρὶς Πατέρες ὅλα ἐπιτρέπονται»! Κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ὅμως τὸν Παλαμά, «τοῦτο ἐστιν ἀληθὴς εὐσέβεια, τὸ μὴ πρὸς τοὺς θεοφόρους Πατέρας ἀμφισβητεῖν».
Ὀρθόδοξος Τύπος, 4/3/2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.