11 Ιουν 2015

Δικαιολογοῦμαι… Διεκδικῶ … Ἐν τέλει πρὸς τί;

Δικαιολογία καὶ διεκδίκηση. Δυὸ τρόποι ἔκφρασης φαινομενικὰ ἄσχετοι, μᾶλλον ἀντίθετοι, μὲ κοινὸ ὅμως στόχο: Τὴν ἐξασφάλιση καὶ ὑποστήριξη τοῦ «ἀδιαμφισβήτητου» δικαιώματος διὰ τοῦ ἄνευ ὁρίων θελήματος. Βασικὸ χαρακτηριστικό το σύγχρονου κόσμου, τοῦ ἄγευστου ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ρωμαίικη παράδοση.
Ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων εἶναι ὁ μόνος ἀσφαλὴς ὁδηγὸς γιὰ τὴν ὀρθὴ καὶ  σωτηριώδη πορεία στὴ ζωή, συμπεριλαμβανομένων καὶ αὐτῶν ὅλων ὅσων ἔχουν σχέση μὲ τὸ «δίκαιο». Μᾶς βοηθάει  νὰ πιστέψουμε πώς, γιὰ τὴν ὁποιαδήποτε ἐπιτελούμενη ἀδικία  στὴ ζωή μας, σκοπὸς πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τῆς θείας δικαιοσύνης καὶ δὶ΄ αὐτῆς ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας, τῆς πνευματικῆς  βλάβης καὶ γενικότερά το κακοῦ, διότι κατὰ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο: «ἅμα συμμειχθεῖ τὸ θέλημα μὲ τὸ δικαίωμα, ὁ ἄνθρωπος γίνεται πλέον θηρίο». 
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπαντώντας σ' αὐτοὺς ποὺ χαρακτηρίζουν- καλοπροαίρετα ἢ κακοπροαίρετα- ὡς ἄδικό το γεγονὸς τῆς....
σφαγῆς τῶν νηπίων τς Βηθλεέμ, (Θ΄ ὄμ. κατὰ Ματθαῖον), καταλήγει σὲ ἕναν πνευματικὸ κανόνα: 
«…κανὼν γὰρ τὶς ἐστιν πρὸς ἅπασαν ἠμὶν τοιαύτην ἀρμόττων ἀπορίαν. Τὶς οὒν ἐστιν ὁ κανὼν καὶ τὶς ὁ λόγος; Ὅτι οἱ μὲν ἀδικοῦντες πολλοί, ὁ δὲ ἀδικούμενος οὐδὲ εἰς. Καὶ ἴνα μὴ ἐπὶ πλεῖον ὑμᾶς τὸ αἴνιγμα ταράττη καὶ τὴν λύσιν ἐπάγω ταχέως. Ὅπερ γὰρ ἂν πάθωμεν ἀδίκως πὰρ΄ ὀτουουν, ἢ εἰς ἁμαρτημάτων διάλυσιν ὁ Θεὸς ἠμὶν λογίζεται τὴν ἀδικίαν ἐκείνην, ἢ εἰς μισθῶν ἀντίδοσιν». 
Δηλαδή: «Λοιπόν, ἕνας κανόνας ὑπάρχει, ποὺ ταιριάζει σὲ ὅλη σας αὐτὴν τὴν ἀπορία. Ποιὸς εἶναι ὁ κανόνας καὶ ποιὸς ὁ λόγος; Ὅτι οἱ μὲν ἀδικοῦντες εἶναι πολλοί, ἀλλὰ ἀδικούμενος δὲν εἶναι κανένας. Καὶ γιὰ νὰ μὴ σᾶς ταράζει περισσότερο αὐτὸς ὁ αἰνιγματικὸς λόγος, σᾶς δίνω γρήγορα καὶ τὴν ἐξήγηση. Ὅ,τι κι ἂν πάθουμε ἄδικα ἀπὸ ὁποιονδήποτε, ὁ Θεὸς μᾶς λογαριάζει τὴν ἀδικία ἐκείνη ἢ γιὰ τὴ συγχώρεση ἁμαρτιῶν μας ἢ γιὰ ἀνταμοιβή».
 Μποροῦμε λοιπὸν νὰ πάρουμε ἕνα μήνυμα, ὡς πρὸς τὸν τρόπο τῆς ἐξαγορεύσεως στὴν ἐξομολόγηση, ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου. Προσερχόμαστε στὸ μυστήριο πάντοτε ἐλεγχόμενοι ἀπὸ τὴ βαθιὰ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. Προσερχόμαστε, ἐν πάση περιπτώσει, ὡς ἀδικοῦντες καὶ ποτὲ ὡς ἀδικούμενοι. Ὁποιαδήποτε ἁμαρτία κι ἂν συνέβη εἴτε προσωπικὴ εἴτε μὲ ἄλλα πρόσωπα, ἀναφερόμαστε στὴ δική μας στάση καὶ στὶς δικές μας εὐθύνες, ὡς πρὸς τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, χωρὶς δικαιολογίες καὶ ἀγνοώντας  τὸ τί ἔκαναν οἱ ἄλλοι. Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἀδικούμενος κατὰ τὸν ἅγιο, ἄρα οὔτε ἐμεῖς ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ νιώθουμε ἀδικημένοι καταγγέλλοντας τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ μόνο ἀδικοῦντες. Ἔτσι θὰ βοηθήσουμε καὶ τὸν πνευματικό  μας νὰ μᾶς καθοδηγήσει καὶ ἐμεῖς νὰ πάρουμε  τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸ μυστήριο. 
Παράλογο, πολὺ παράλογο κατὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική. Εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν ἀδικοῦντες καὶ νὰ μὴν ἀδικεῖται κανείς; Ναί, εἶναι δυνατόν. Πρῶτος ὁ  ἀναμάρτητος Χριστὸς ἐπάνω στὸ σταυρὸ  μίλησε στὸν Πατέρα ὡς νὰ μὴν ἦταν ἀποδέκτης  ἀδικίας, λέγοντάς το: «Πάτερ, ἅφες αὐτοῖς• οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιούσι». (Λουκᾶ κγ,34).  O Πρωτομάρτυρας Στέφανος μιμήθηκε τὸ Χριστὸ «ἀρνούμενος» τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀδικουμένου, λέγοντας γιὰ τοὺς φονευτές του: « Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». (Πράξ. ζ,60)
Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι, δὲ θεώρησαν ποτὲ τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀδικημένο, βρισκόμενοι πάντοτε στὴν κατάσταση τῆς αὐτομεμψίας, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ταπείνωσής τους καὶ τῆς καθαρότητας τῆς καρδιᾶς τους. Ὁ δίκαιος Ἰὼβ ἔδειξε ἐμπιστοσύνη στὴ θεία δικαιοσύνη, χωρὶς νὰ νιώσει  ἀδικημένος καὶ χωρὶς νὰ ὑβρίσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν δοκιμασιῶν του καὶ ἀνταμείφθηκε διπλάσια. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁ Μνήστωρ καὶ δίκαιος στὸ στίχο:«Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὧν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολύσαι αὐτήν». (Ματθ.α,19),σχολιάζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεοφύλακτο Βουλγαρίας: «Οὐ γὰρ ἐβούλετο ἀπηνὴς* εἶναι, ἂλλ΄ ἐφιλανθρωπεύετο ἀπὸ πολλῆς χρηστότητος…* ἤδη ὑπὲρ τὰ νομικὰ ἐντάλματα ζῶν». (*ἀπηνὴς= σκληρός, ἀμείλικτος *χρηστότης = γλυκύτητα, ἐπιείκεια, καλὴ προδιάθεση, καλοσύνη, κατάσταση ἀντίθετη πρὸς τὴν ἀποτομία) καὶ ἀπὸ τὸ Ζιγαβηνό: Ὁ Ἰωσὴφ καλεῖται δίκαιος «διὰ τὲ τὰς ἄλλας αὐτοῦ ἀρετᾶς, καὶ διὰ τὴν πραότητα καὶ ἀγαθωσύνην».
Ὁ ἅγιος Παϊσιος λέει: «Ὅταν κάποιος ἀδικεῖται - καὶ δὲν δικαιολογεῖται – καὶ ὅταν οἱ συνάνθρωποί του ἀπὸ ἔλλειψη ἀγάπης δὲ μιλοῦν (γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ τοῦ ἔγινε), τότε μιλᾶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός». (Ἱερομονάχου Χριστοδούλου, Ὁ Γέρων Παϊσιος)
Σήμερα ὁ κόσμος θεωρεῖ χαρισματικὸ , ὅποιον  ξέρει νὰ δικαιολογεῖται  καὶ νὰ  ἀνταπαντᾶ ἀνερυθρίαστα σὲ κάθε κουβέντα ποὺ θίγει τὸν «ἐγωισμό» του ἢ πλήττει τὴν «ἐξυπνάδα» του, ἐνῶ ὀπισθοδρομικό, κορόιδο, συμπλεγματικό, ὅποιον δὲ γυρίζει κουβέντα καὶ συμπεριφέρεται σεμνὰ καὶ μὲ σεβασμὸ σὲ πρόσωπα καὶ ἀξίες. 
Εἶναι πολὺ ὡραῖο νὰ μὴ δικαιολογεῖσαι. Νὰ σιωπᾶς ἐν ταπεινώσει, ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη.  Οἱ μοναχοὶ δυὸ λέξεις βγάζουν ἀπὸ τὸ στόμα τους: « εὐλόγησον» καὶ « νὰ ΄ναὶ εὐλογημένο».
Ὁ Ζιγαβηνὸς σχολιάζει τὴ στάση τῆς Χαναναίας, ὅταν ὁ Χριστὸς τὴ χαρακτήρισε σκυλάκι: «Τὸ μὲν οὒν μὴ ἀποστῆναι, τοσούτον ἐξουδενωθείσαν, πίστεως ἥν΄ το δὲ συνομολογῆσαι κυνάριον ἐαυτήν, ταπεινώσεώς΄ το δὲ ἀπὸ τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ κατασκευᾶσαι συνηγορίαν, συνέσεως». 
Δηλαδή: Τὸ νὰ μὴν ἀπομακρυνθεῖ δυσαρεστημένη ἡ Χαναναία, ἂν καὶ ταπεινώθηκε τόσο πολύ, εἶναι ἀπόδειξη τῆς πίστης της. Τὸ νὰ συμφωνήσει ὅτι εἶναι σκυλάκι, ἀπόδειξη τῆς ταπείνωσής της. Τὸ δὲ νὰ γίνει συνήγορος τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὰ λόγια του, ἀπόδειξη συνέσεως». (Ματθ.ιε,26-27)
Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ  «δικαιολογημένη» ἔνσταση : Ὁ χριστιανὸς εἶναι ἔννομος πολίτης καὶ δικαιοῦται κατὰ τὰ ἀνθρώπινά το νόμιμο. Καταθέτουμε πάλι τὴ γνώμη τοῦ ἁγίου Παϊσίου:
«Θὰ σοῦ πῶ ἀκόμη ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ καταλάβεις καλά. Ἂν ἔρθει κάποιος καὶ μοῦ πεῖ: _ Γέροντα, αὐτὸ τὸ κελὶ εἶναι δικό μου, γὶ΄ αὐτὸ σήκω καὶ φύγε ἀπὸ δῶ καὶ πήγαινε ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὸ κυπαρίσσι, (ποὺ εἶναι μέσα στὴν αὐλὴ τοῦ κελιοῦ) γιατί τὸ κελὶ εἶναι δικό μου. Τότε, ἂν ἔχω θεία δικαιοσύνη, θὰ τὸ δεχτῶ μὲ χαρὰ καὶ θὰ τὸν εὐχαριστήσω μάλιστα, γιὰ τὴν προσφορὰ πού μου ἔκανε καὶ μοῦ παραχώρησε τὸ πρώην δικό μου κυπαρίσσι. Ἂν ὅμως ἔχω ἀνθρώπινο δίκαιο – κι αὐτὸ θέλω νὰ ἐφαρμόζω στὴ ζωή μου – τότε δὲ θὰ τὸ δεχτῶ καὶ θὰ ἀρχίσω νὰ μαλώνω καὶ νὰ φιλονικῶ μαζί του, μέχρι νὰ καταλήξουμε στὰ δικαστήρια, ἂν δὲν πείθεται. 
Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς ὅμως δὲν πρέπει οὔτε νὰ δικάζει οὔτε καν νὰ ὑποκινεῖ δίκη ἐναντίον κάποιου, ἔστω κι ἂν ἀκόμα τοῦ ἀφαιρέσει κανεὶς τὰ ροῦχα του.  
Μόνο μιὰ διαφορὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στοὺς χριστιανοὺς καὶ σ΄ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Χριστό. Οἱ μὲν χριστιανοὶ ἔχουν σὰν νόμο τὴ θεία δικαιοσύνη, ἐνῶ οἱ ἄπιστοι ἔχουν τὸ ἀνθρώπινο δίκαιο». ( Ἱερομονάχου Χριστοδούλου, Ὁ Γέρων Παϊσιος)
Τὸ  μόνο ποὺ διεκδικεῖ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἀλήθειά Του: «ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗΝ ΦΥΛΑΤΤΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΕΚΔΙΚΕΙΣΘΑΙ». 
Τέλος,ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ τοῦ Ὅρους ὁμιλία, ἐντέλεται: «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη, Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος. ἐγὼ δὲ λέγω ὑμὶν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρώ• ἀλλ' ὅστις σὲ ραπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῶ καὶ τὴν ἄλλην• καὶ τῷ θέλοντι σοὶ κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἅφες αὐτῶ καὶ τὸ ἱμάτιον•  καὶ ὅστις σὲ ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ' αὐτοῦ δύο. τῷ αἰτούντί σε δίδου, καὶ τὸν θέλοντα ἀπό σου δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῆς». (Ματθ.ε,38-42)
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 10-6-2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.