3 Απρ 2015

Μᾶς λείπουν οἱ χτιστάδες…

Δίκιο ἔχουν ὅλοι τους. Κι αὐτοὶ ποὺ φοβοῦνται καὶ ὑποχωροῦν σκύβοντας κι αὐτοὶ ποὺ θαρραλέα τολμοῦν νὰ περπατοῦν πρὸς τὰ ἐμπρός. Δίκιο ἔχουν ὅλοι, ἀλλὰ τὸ χάνουν. Καὶ τὸ χάνουν, ἐπειδὴ ἐπιμένουν νὰ εἶναι χώρια, ἐπιμένουν νὰ τραβοῦν ὁ καθένας τὸν δρόμο του, νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὸν ἐγωισμό τους καὶ νὰ ἀφήνουν τὴν πατρίδα νὰ μαραζώνει, νὰ συνθλίβεται ἐπιτήδεια ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν πολεμοῦν. 
Δίκιο ἔχουν ὅλοι. Ἀλλὰ τὸ χάνουν, ὅταν δὲν τολμᾶνε νὰ ποῦνε τὴν ἀλήθεια στὸν κόσμο κι ὅταν δὲν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ ἁπλώσουν τὸ χέρι τους γιὰ νὰ πιαστοῦν μὲ ἐκεῖνον ποὺ διαφωνοῦν, νὰ μονιάσουν, νὰ διαγράψουν ὅλους ἐκείνους τοὺς φράχτες ποὺ οἱ ἐπιτήδειοι βάλανε ἀνάμεσά τους νὰ τοὺς χωρίζουν.
Κάποιοι φωνάζουν πὼς χάσαμε τὸ δάσος, γιατί κοιτάζουμε τὸ δένδρο, ὁ καθένας τὸ δικό του δέντρο, τὸ δικό του συμφέρον. Κι αὐτὸ λάθος εἶναι, γιατί οὔτε τὸ δέντρο δὲν βλέπουμε, ἀφοῦ τὸ βλέμμα μας εἶναι χαμηλωμένο ἀπὸ ὅλα ὅσα ἐπιτρέπουμε νὰ μᾶς παίρνουν ἀπὸ τὴ ζωή. Τοὺς θάμνους κοιτάζουμε, τοὺς θάμνους κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα, τὰ μικρὸ-ὀφελήματα ποὺ τάχατες νομίζουμε ὅτι θὰ μᾶς σώσουν ἀπὸ τὴ μεγάλη φωτιὰ ποὺ κατακαίει καὶ καταστρέφει τὰ πάντα στὸ πέρασμά της.
Ἐρείπια γίνανε οἱ ζωὲς σχεδὸν ὅλων. Κομμάτια ἀνθρώπινου πόνου εἶναι ριγμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ. Τοπίο ἔντονα ἐφιαλτικό, τέτοιο ποὺ οἱ ζωντανοὶ νὰ μακαρίζουν τοὺς νεκροὺς ποὺ...
φύγανε χωρὶς νὰ δοῦνε τὴν κατάντια τῶν ἀνθρώπων, τὰ κομμάτιασμα τῆς πατρίδας, τὴν ἀβάσταχτη λύπη ποὺ τριγυρνᾶ στὰ σπίτια ἄλλοτε νοικοκυραίων…

Κι ἐκεῖνο ποὺ ἔρχεται, ἐκεῖνο ποὺ μὲ περίσσια φροντίδα ἑτοίμασαν οἱ μισεροί του κόσμου, φέρνει τόση καταστροφὴ καὶ τόσο πόνο ποὺ ἀνθρώπου μάτι δὲν εἶδε, ποὺ ἀνθρώπου ψυχὴ δὲν γνώρισε μέχρι τώρα… 
Κι ὅμως, κανεὶς δὲν μιλᾶ. Κανεὶς δὲν βάζει μπροστὰ τὶς σειρῆνες. Κανεὶς δὲν ἔχει τὸ κουράγιο νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ τραβήξει μαζί του τοὺς ἀντρείους, ἐκείνους ποὺ ὑπάρχουν καὶ ποὺ μποροῦν νὰ ἀλλάξουνε τὸν κόσμο ὅλο…

Πάει καιρὸς τώρα ποὺ οἱ λέξεις χάσανε τὰ νοήματά τους.
Πάει καιρὸς τώρα ποὺ ἡ γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τὴν ψυχὴ χαράζουν καὶ ἀπειλοῦν νὰ τὴν ἐκάνουνε κομμάτια.
Πάει καιρὸς τώρα ποὺ τὰ χαλάσματα πλακῶσαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κάνανε ἕνα μὲ αὐτά, νὰ μοιάζουνε σὰν μπάζα…

Καὶ σὲ ρωτῶ Δημήτρη, Παναγιώτη, Κατερίνα καὶ Μαριῶ...
Ποῦ εἶναι οἱ χτιστάδες;  
Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ εὐγενικοὶ στρατιῶτες τοῦ λόγου, μὰ καὶ οἱ πιὸ ἄγριοι πολεμιστὲς τοῦ κόσμου, ποῦ μήτε ὁ χρόνος τοὺς νικᾶ, μὰ κι ἔχουνε τὴ δύναμη ὅλα νὰ τὰ συνθλίβουν;
Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ θαρρετοὶ καὶ ἱκανοὶ συνάμα, ποῦ θὰ πάρουν τὰ ἀνόμοια γιὰ νὰ χτίσουνε νέους Παρθενῶνες;
Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ σμίξουνε τὸ χῶμα, μὲ τὴν πέτρα, τὸ νερὸ καὶ τ' ἄχυρα, ποὺ θὰ βάλουνε θεμέλια τὰ ὄνειρα, ποὺ θὰ σμιλέψουν τὰ ὁράματα, ποὺ θὰ δώσουν σκοπὸ καὶ αἰτία ἀγώνα σὲ ὅλους τους ἄλλους, γιὰ νὰ χτιστεῖ ἡ ἀξιοπρέπεια ὅλων, νεκρῶν, ζωντανῶν κι ἀγέννητων;

Γεμίσαμε τσιράκια κι ἄμαθους καὶ (ξὲ)χάσαμε τοὺς τεχνίτες...!
Γκρεμίζουν γιορφύρια, σπίτια κι ὄνειρα.
Γκρεμίζουν ζωές, μὰ δὲν βρίσκεται κανένας νὰ πάρει τὸ μέτρο, νὰ βάλει τὸ ὅραμα καὶ νὰ χτίσει...

Ἔφτασε ἡ ὥρα, νὰ ἀναλάβουμε ὅλοι τὶς εὐθύνες μας καὶ νὰ ἀνοίξουμε τὸν δρόμο, νὰ ἔρθουν καὶ οἱ χτιστάδες, νὰ βάλουν μπρὸς γιὰ τὴν δουλειὰ ἐκείνη ποὺ ἄργησε πολὺ ν' ἀρχίσει… Γιὰ τὴ δουλειὰ ποὺ ἡ πληρωμή της θὰ φανεῖ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ στὰ γέλια τῶν παιδιῶν...
ΥΓ: Ἀφιερωμένο στὸν Δημήτρη καὶ τὸν Παναγιώτη. Δύο φιλάδελφους πού μοῦ 'δωσε δῶρο ἡ ζωή...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.