3 Ιαν 2015

Οἱ αὐθεντικοὶ ποιμένες διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων

Γράφει ὁ πατήρ Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ἀποστολικὸ ἀναγνωσμα Κυριακὴς Πρὸ τῶν Φώτων (Β' Τιμ. δ' 5-8)
Ὁ Μεγάλος Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἀναπτύσσει στὴν Β' ποιμαντική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Τιμόθεο ἔντονη προτροπὴ γιὰ κήρυγμα καὶ κακοπάθεια, αὐτὰ δηλ. πού ἀπαιτοῦνται νὰ ἔχει ἕνας αὐθεντικὸς ποιμένας, στὴ συνέχεια γράφει ὅτι τὸ τέλος αὐτοῦ το ἴδιου το π. Παύλου πλησιάζει.
Μέσα σὲ λίγες φράσεις ἡ Ἀποστολικὴ γραφίδα συμπυκνώνει τὸν ἀγώνα μίας ζωῆς. Μίας ζωῆς στὴν ὁποία ἀκαταπαύστως ἐργάστηκε ὅσο οὐδεὶς ἄλλος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας Του.
Εἶναι τέτοιο καὶ τόσο τὸ μέγεθος τοῦ ἀποστολικοῦ ἀγῶνος καὶ τόσα αὐτὰ ποὺ ὑπέστη γιὰ νὰ “πληροφορήσει τὴν διακονίαν του” ποὺ τὰ περισσότερα ἐξ' αὐτῶν εἶναι γνωστὰ μόνο στὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Ὁ Ἀπολογισμὸς τοῦ ἔργου του συγκλονίζει. Ἀλλὰ καὶ ἡ ὁμολογία του πρέπει νὰ ἀφυπνίζει τὸ σύνολο τῶν πιστῶν καὶ ἰδίως αὐτοὺς τοὺς ποιμένες. Τὰ πρόσωπα δηλ. πού ἔχουν τοποθετηθεῖ γιὰ νὰ διακονοῦν τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ καθοδηγοῦν τὸ λογικὸ ποίμνιο, ὄχι ὡς μισθωτοὶ ἀλλ' ὡς καλοὶ ποιμένες ποὺ ἀνήκουν στὴν πνευματικὴ μάνδρα τοῦ Ἀρχιποίμενος...
Ἰησοῦ.

Ἀφοῦ λοιπὸν προτρέπει τὸν πιστό του μαθητῆ Τιμόθεο νὰ προσέχει μὲ ἄγρυπνο ὀφθαλμὸ ὅλα ὅσα τοῦ παρουσιάζονται στὸ ποιμαντικό του ἔργο, τοῦ προσθέτει ἀκόμα νὰ κοπιάζει καὶ νὰ ἐργάζεται μὲ ὅλη του τὴν προθυμία τὸ ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, ὥστε νὰ ὁλοκληρώσει μὲ ἐπιτυχία τὴν διακονία ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε στὴν Ἐκκλησία. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καταγράφει τὸν θρίαμβο ποὺ ταυτοχρόνως ἀποτελεῖ καὶ τὸ παράδειγμα πρὸς ὅλους τούς ποιμένες ἕως τὸ τέλος τῶν αἰώνων. “Τον ἀγώνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταὶ μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος” (Β΄ Τιμ. Δ' 7-8).
Ὁμολογουμένως θὰ χρειάζονταν τόμοι ὁλόκληροι γιὰ νὰ ἀναπτυχθοῦν ἔστω καὶ ἀποσπασματικῶς τὰ ὅσα “ἐν βραχὺ ρήματι” μᾶς ἀναφέρει ὁ π. Παῦλος. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ πρέπει νὰ σταθοῦμε εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὁμολογίας ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν οὐσία τῶν ὅσων λέγει ἀλλὰ καὶ τὴν χαρὰ τῆς χάριτος γιὰ τὸ θριαμβευτικὸ τέλος.

“Την πίστιν τετήρηκα”! Ἀλλὰ περὶ ποίας πίστεως κάνει λόγο ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος; Περὶ μίας γενικῆς καὶ ἀκαθορίστου πίστεως; Περὶ μίας πίστεως ποὺ θωπεύει συνειδήσεις καὶ “κνήθει τὴν ἀκοήν”; Ποιὰ εἶναι ἡ πίστις ἕνεκα τῆς ὁποίας ξεχειλίζει τὴν ἐν Κυρίω καύχηση μέσα ἀπὸ τὰ γεροντικὰ στήθη ἡ νεανικὴ ἀποστολικὴ καρδία; Μήπως πρόκειται περὶ μίας πίστεως μέσα στὴν χοάνη τῆς ὁποίας συνυπάρχουν ὅλες οἱ “θρησκευτικὲς δοξασίες” καὶ ὅλα τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων, ἁπλῶς καὶ μόνο διότι αὐτοὶ παραδέχονται Θεόν;
Ὄχι δά! Ὁ Ἀπόστολος εἶχε παραλάβει τὴν πίστη ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Εἶχε βιώσει τὴν προσωπική του Πεντηκοστὴ στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Δαμασκὸ καὶ αὐτὴ ἡ ἀποστολικὴ χάρις τὸν συνόδευε ἕως καὶ τὴν τελευταία πνοὴ τῆς ζωῆς του. Ἡ δὲ προσωπικότης του διέθετε κάτι τὸ μοναδικὸ ποὺ οὐδεὶς ἄλλος τὸ ἔζησε. Πρῶτον, τὸ αἰφνίδιον τς μεταβολῆς. Ἀπὸ διώκτη ἡ χάρις τὸν κατέστησε τὸν πρῶτο τῶν Ἀποστόλων. Δεύτερον, τὸ ριζικόν. Σὲ ὅλα δηλ. τὰ ὑποστρώματα τῆς ψυχοσωματικῆς του ὑπάρξεως ἐξ' ἀρχῆς ὑπῆρχε ἡ πληρότης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τρίτον, τὸ ἰσόβιον. Σὲ ὅλη τὴν Ἀποστολική, πολυτάραχη καὶ μαρτυρική του ζωή, οὐδεμία κάμψις παρουσιάστηκε ἀπὸ τὰ ὅσα ὑπέφερε χάριν τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀντιθέτως μάλιστα, ὁ ἔνθεος Ἀποστολικός του ζῆλος, προϊόντος το χρόνου “προέκοπτε ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν”.

Γι' αὐτὴν λοιπὸν τὴν πίστη, τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν “άπαξ παραδοθείσαν” (Ἰούδ. 3) κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος. Γιὰ τὴν πίστη μας ποὺ αὐθεντικῶς κατέχει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ βιώνουν οἱ θεούμενοι καὶ φωτισμένοι ἅγιοι ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν, μαζὶ βεβαίως καὶ μὲ ὅσες ὑπάρξεις εἰλικρινῶς μετανοοῦν καὶ μέσω τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας δέχονται τὴν κάθαρση καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ Πνεύματος. Καὶ φυσικά, αὐτὴ ἡ πίστις ἔχει παραδοθεῖ καὶ στὴν δική μας χαλεπὴ καὶ ἀλλοπρόσαλλη γενεὰ ποὺ φαίνεται ὅτι τὰ πάντα τείνουν νὰ ἰσοπεδωθοῦν μέσω ἑνὸς ἐπαράτου οἰκουμενιστικοῦ πνεύματος καὶ μίας θρησκευτικῆς συγκρητιστικῆς παραζάλης ποὺ παραπέμπει σὲ ἀτμόσφαιρα μεσονύκτια στὴν ὁποία δίδεται τὸ φίλημα τοῦ Ἰούδα στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆς.

Μὲ αὐτὲς λοιπὸν τὶς προϋποθέσεις ποὺ εἴδαμε, τῆς ἀποστολικῆς συνέπειας, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καταλήγει στὴν βεβαιότητα ὄτι “απόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὂν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνη τὴ ἡμέρα, ὁ δίκαιος κριτής, οὗ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πάσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοὺ” (Β' Τίμ. Δ' 8). 

Ἀλλὰ ἡ βεβαιότητα αὐτὴ ποὺ ἔγινε πραγματικότητα, ἄνευ ἀντιρρήσεως, ἀποτελεῖ ἕναν ἔλεγχο πρὸς ὅλους ἐμᾶς καὶ κυρίως πρὸς τοὺς ποιμένες. Τοὺς ὀρθοδόξους ποιμένες οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης τὴν “παρακαταθήκην”!
Φυλάσσεται αὐτὴ ἡ παρακαταθήκη; Αὐτὸ ποὺ βιώνει ὁ κάθε ὀρθόδοξος κληρικὸς κατὰ τὴν ὥρα ποὺ λαμβάνει τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης δὲν θὰ πρέπει νὰ τὸν ἀφήνει νὰ ἡσυχάζει ποτέ. Ἀκαταπαύστως στὰ ὦτα τῆς καρδίας του εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀκούεται τὸ “Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην, καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὄτε παρ' αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτῆσθαι αὐτήν”. Καὶ ναὶ μὲν ὅταν φυλάσσεται αὐτὴ ἡ παρακαταθήκη τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καὶ τοῦ ἁγιαστικοῦ βιώματος ποὺ ἐκφράζει ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς, ἡ παράδοση δηλ. τῶν ἁγίων μας, τότε ἀναλάμπει ἡ ἐλπίδα ἢ ἀναλόγως τὸ πρόσωπο ἡ βεβαιότητα τοῦ στεφάνου τῆς δικαιοσύνης. Ἐν ἐναντία δὲ περιπτώσει, ὅταν δηλ. ἀλλοιοῦται ἡ ἀποστολικὴ διδαχή, καὶ ἀρκεῖται ὁ “ποιμένας” μόνο στὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, τότε παγιώνεται ἡ “ἀστοχία περὶ τὴν πίστιν”.


Εἴθε νὰ συναισθανόμεθα αὐτὲς τὶς θεόπνευστες προτροπὲς τοῦ Ἀποστόλου καὶ νὰ ἀγωνιζόμεθα τὸν “καλὸν ἀγώνα”, δεδομένου ὅτι “εἰς τὰ τῆς πίστεως οὐ χωρεῖ συγκατάβασις”. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.