5 Ιουλ 2014

«Ὑπάρχουν καὶ ταπεινὰ ἐπαγγέλματα»;

Γράφει  Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα Κυριακῆς Δ' Ματθαίου (Ματθ. H' 5-13)
Ἀρκετὲς φορὲς ἐπηρεαζόμενοι ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα ποὺ ἐξασκεῖ κανείς, σχηματίζουμε στὴν συνείδησή μας ἐντελῶς διαφορετικὴ τὴν προσωπικότητα ἀπ' ὅτι στὴν πραγματικότητα εἶναι. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἑκατόνταρχου τῆς Εὐαγγελικῆς μας περικοπῆς. Θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι ἕνος Ρωμαίου στρατιωτικοῦ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, καὶ μάλιστα ἐκείνης τῆς αὐτοκρατορίας (pax romana), μὲ σκληρὲς ἐμπειρίες ἀγρίων πολέμων καὶ πατάξεων «ἀναρχικῶν στοιχείων» στὶς ὑποτελεῖς χῶρες στὴν Ρώμη, τὸ φυσικό του θὰ ἦταν ἡ σκληρότης καὶ ἡ ἀδιαφορία ἔναντί τν πνευματικῶν θεμάτων.
Καὶ ὅμως, ὁ ἑκατόνταρχος τῆς Εὐαγγελικῆς μας περικοπῆς ὄχι μόνο αὐτὸ δὲν εἶναι, ἀλλὰ ἀποκαλύπτει μιὰ ἄνευ προηγουμένου ἀγάπη πρὸς τὸν δοῦλο του, καὶ ἐπίσης, ἂν καὶ  εἰδωλολάτρης, ἐπαινεῖται ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὴν πίστη ποὺ ἔκλεινε μέσα στὰ φυλλοκάρδια του.
Ὁ ὅλος διάλογος ποὺ καταγράφεται στὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, εἶναι ὄχι μόνο συγκινητικὸς καὶ διδακτικός, ἀλλὰ καὶ....
ἐλεγκτικὸς πρὸς ὅλους ἐμᾶς, τόσο στὸ κορυφαῖο θέμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, ὅσο καὶ στὶς σχέσεις καὶ στὴν ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ τρέφουμε καὶ βεβαίως νὰ ἐπιδεικνύουμε πρὸς ὅλους τους ἐν Χριστῷ καὶ ὄχι μόνον ἀδελφούς μας.
 Ὥστε λοιπὸν ἕνας Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος μᾶς ἀποδεικνύει πὼς τὸ ἐπάγγελμα δὲν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὴν πνευματικὴ προκοπὴ καὶ στὴν χριστοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ὑφίστανται οἱ βασικὲς προϋποθέσεις.
 Ἀλλὰ ποῖες εἶναι αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις, ποῦ ἀπαιτεῖται νὰ ἔχει ἕνα ἐπάγγελμα ὥστε νὰ μὴ γίνεται αὐτὸ ἐμπόδιο στὴν πνευματικὴ ζωή, γιὰ ἐκεῖνον ποῦ τὸ ἐξασκεῖ;
 Εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ καταλάβουμε ὅλοι μας ὅτι πρῶτα ἀπ' ὅλα χρειάζεται νὰ μὴν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση τὸ ἐπάγγελμα μὲ τὸν Εὐαγγελικὸ νόμο, δηλ. τὴν Ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή. Καὶ γιὰ νὰ ἀναφερθοῦμε περισσότερο συγκεκριμένα καὶ μὲ παραδείγματα, τονίζουμε ὅτι εἶναι ἀδύνατον ἕνας Χριστιανὸς ἢ Χριστιανὴ νὰ ἐργάζονται σὲ ποικίλα καταστήματα ὅπου ἐνεργεῖται ἡ ἁμαρτία. Ἐπίσης εἶναι ἀδύνατον ἕνας ποὺ λέγει ὅτι πιστεύει εἰς Θεόν, νὰ «ἐμπορεύεται τὸν θάνατο» διὰ τῶν ναρκωτικῶν καὶ ἄλλων βλαβερῶν πρὸς τὴν ψυχοσωματικὴ ὑγεία οὐσιῶν. Εἶναι ἀπαράδεκτον ἕνας ποὺ αἰσθάνεται μέσα του ἔστω καὶ ὑποτονικῶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν Πατρίδα νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ συνεργάζεται μὲ «ξένα κέντρα ἀποφάσεων» νὰ πληγώνει καὶ νὰ προδίδει τὴν Πατρίδα του, μὲ σκοπὸ τὴν πλήρωση τοῦ βαλαντίου του. Ὅπως ἐπίσης, εἶναι φύσει ἀδύνατον ἕνας πιστός, εἴτε διαθέτει δική του ἐργασία, εἴτε ἐργάζεται ὡς ὑπάλληλος στὸν ἰδιωτικὸ ἢ δημόσιο τομέα, νὰ ἀνήκει ταυτοχρόνως καὶ σὲ σκοτεινὲς «παρακρατικὲς ὀργανώσεις», ἢ σὲ ζοφερὲς «μυστικιστικὲς ὀργανώσεις» μὲ τὰ περίεργα πλοκάμια τους ποὺ ὅποιον ἁρπάσσουν, τὸν ἀποσποῦν ἀπὸ τὴν φυσιολογικὴ καὶ ὄμορφη ζωὴ καὶ τὸν βυθίζουν στὰ ἀπύθμενα μέλανα ὕδατα τῆς πλάνης, τοῦ ἀντικοινωνισμοῦ, ἀντιχριστιανισμοῦ, ἀνθελληνισμοῦ καὶ τέλος σ΄αὐτὴ τὴν κόλαση.
 Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ποὺ βρισκόμαστε, εὔκαιρον εἶναι νὰ θυμηθοῦμε τὶς δύο τελευταῖες ἐγκυκλίους τοῦ ἀειμνήστου πρώτου κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννου Καποδίστρια. Στὰ δυναμικὰ αὐτὰ κείμενα ποὺ διασώζει ἡ ἱστορία μας (καὶ ποῦ κάποιοι προσπάθησαν νὰ τὰ «θάψουν», γιατί ἄραγε;), ὁ βαθὺς Ὀρθόδοξος καὶ πεπνυμένος κυβερνήτης, ἀπαγορεύει ρητῶς, κατηγορηματικῶς καὶ ἄκρως αὐστηρῶς σὲ ὅλους τους δημοσίους ὑπαλλήλους τοῦ νεοσύστατου τότε Ἑλληνικοῦ Κράτους, νὰ ἀνήκουν σὲ «μυστικιστικὲς ὀργανώσεις», δηλ. σὲ μασσωνικὲς στοές. Καὶ γιὰ τὴν ἱστορία πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ τελευταία ἀπόφαση τοῦ ἀνεπανάληπτου ἐκείνου Κυβερνήτου ἦταν νὰ ἐκδοθεῖ μιὰ Ἱερὰ Σύνοψις μὲ ἀκολουθίες, ὥστε νὰ τὴν προσφέρει δωρεὰν σὲ ὅλες τὶς οἰκογένειες τῆς ἕως τὴν ἐποχὴν του ἐλευθέρας Ἑλλάδος. Φυσικά, μόνο τυχαῖο δὲν ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν χρονικὴ περίοδο πραγματοποιήθηκε ἡ ἄνανδρη δολοφονία του, ποὺ τὰ γεγονότα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπ' ὅτι ἕως τώρα παρουσιάζονται.
Ὁ Θεὸς ἀξίωσε τὸν γνήσιο δοῦλο του νὰ μαρτυρήσει τὴν ἱερότερη καὶ ἁγιότερη στιγμή. Τὴν ὥρα δηλ. ποῦ πήγαινε νὰ λατρεύσει τὸν Τριαδικὸ Θεό, διαβάζοντας στὸ ξεκίνημα τοῦ ὄρθρου τὸν ἑξάψαλμο. Εἴθε ἡ μνήμη του νὰ εἶναι αἰωνία καὶ ἐν χώρα ζώντων ποὺ εὑρίσκεται ἡ ἁγία του ψυχή, νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ τοῦ ταλαιπώρου Ἑλληνικοῦ μας Ἔθνους καὶ ὑπὲρ τῆς τάλαινας Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας.
Στὸ δὲ ἐρώτημα τώρα, μπορεῖ ἕνας Χριστιανὸς καὶ δὴ Ὀρθόδοξος νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν πολιτική; Τὴν ἀπάντηση τὴν δίνει ὁ ἴδιος ὁ Καποδίστριας μὲ τὴν ὅλη του βιοτῆ καὶ τὴ στάσις τοῦ ἔναντί των ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν προβλημάτων τοῦ Ἔθνους. Ἡ φιλοπτωχεία του καὶ κυρίως οἱ τελευταῖες ἐγκύκλιοι, ἡ μοναδική του ἀγάπη πρὸς τὴν Ἑλλάδα μας καὶ ὁ θεῖος ἔρως ποὺ ἐκόχλαζε στὴν καρδιά του πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία μας, δείχνουν τὶς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις.
Γίνεται λοιπὸν κατανοητὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι ἐκεῖνο τὸ ἐπάγγελμα τὸ ὁποῖο θὰ ἐπιλέξει ὁ Χριστιανὸς νὰ ἐργασθεῖ, ἐὰν δὲν εὑρίσκεται στὰ ὕψη τοῦ λειτουργήματος, ἐπιβάλλεται νὰ εἶναι ἕνα ἐπάγγελμα τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη βιοτὴ καὶ γενικῶς μὲ τὰ Ἑλληνοχριστιανικά μας Ἰδεώδη. Μὲ μιὰ φράση θὰ λέγαμε, ὅτι στὸ ἐπάγγελμά του ὁ συνειδητὸς ὀρθόδοξος Χριστιανός, πρέπει νὰ προσκαλεῖ τὸν Κύριο, καὶ νὰ ἀντέχει αὐτὴ ἡ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ ἐπαγγελματικὸ πλαίσιο καὶ τὶς ἐν γένει ἐργασιακὲς προδιαγραφές.
 Καὶ κατόπιν αὐτῶν, ἃς περάσουμε τώρα νὰ δοῦμε τὰ «ταπεινὰ» ἐπαγγέλματα. Ἀλήθεια, φίλοι μου, ὑφίστανται καὶ τέτοια ἐπαγγέλματα σὲ σχέση μὲ τὰ «ὑψηλὰ» καὶ τὰ «ἀριστοκρατικά»; Ἐὰν ὅπως τονίσαμε προηγουμένως μέσα στὸ ἐπάγγελμα ἀντέχει τὸ θεανδικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐὰν μέσα στὴν συνεργασία τοῦ δοῦναι καὶ λαβεῖν, πνέει ἡ δρόσος τῆς Χάριτος, τότε μόνο ὡς ἀστεῖο μπορεῖ νὰ τεθεῖ τὸ παραπάνω ἐρώτημα. Ὅταν μάλιστα ζοῦμε μιὰ παγκόσμια οἰκονομικὴ κρίση, καὶ βιώνουμε τὴν φοβερὴ ἀνεργία τῶν νέων καὶ τῶν μεσηλίκων ἀδελφῶν μας στὴν πατρίδα μας σὲ πρωτοφανῆ ὑψηλὸ ποσοστό, τότε μπορεῖ κανεὶς νὰ κάνει λόγο γιὰ τὸ τί ἐπάγγελμα θὰ ἐξασκήσει γιὰ νὰ ζήσει αὐτὸς καὶ ἡ «κατ' οἶκον του ἐκκλησία», δηλ. ἡ οἰκογένειά του;
 Ὅταν ὑπάρχουν οἰκογένειες οἱ ὁποῖες - ἄνεργοι ὄντες καὶ οἱ δύο γονεῖς - περιμένουν τὴν πενιχρὴ σύνταξη τοῦ παπποῦ ἢ τῆς γιαγιᾶς γιὰ νὰ «τὰ βγάλουν πέρα» καὶ νὰ ζήσουν, ὅταν τὰ φροντιστήρια τῶν παιδιῶν ἢ ἀκόμα καὶ αὐτὸ τὸ ἠλεκτρικὸ καὶ τὸ τηλέφωνο, παραπέμπουν στὶς «παλιὲς καλὲς ἐποχές», ὅταν οἱ ἄνθρωποι, ἃς μᾶς ἐπιτραπεῖ αὐτὸ ποῦ μὲ πόνο θὰ γράψουμε, καταντοῦν «ἀρουραῖοι» ψάχνοντας μέσα στοὺς κάδους τῶν ἀπορριμάτων γιὰ λίγη τροφή, ἄραγε ὑπάρχουν ἀκόμα ἄνθρωποι ποῦ ἐμφανίζουν συμπλέγματα κατωτερότητος ἀπὸ τὸ δῆθεν «ταπεινὸ ἐπάγγελμα» ποῦ καλοῦνται νὰ ἐργαστοῦν;
 Ἀλλὰ ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι πληρώνουμε τὰ ἐπιχείρα τῆς ἀλαζονείας μας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ μας καὶ στὸ πλαίσιο τοῦ ἐπαγγελματικοῦ προσανατολισμοῦ ἠμῶν καὶ τῶν παιδιῶν μας. Ἡ στενότης τοῦ χώρου δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐπεκταθοῦμε στὸν καμουφλαρισμένο ἢ στὸν «γυμνὴ τὴ κεφαλὴ» ἐγωισμὸ ὁ ὁποῖος μᾶς ἔκανε νὰ ἀρνηθοῦμε τὰ ἁπλοϊκά, ταπεινὰ ἀλλὰ ὄμορφα ἐπαγγέλματα τῶν γονέων μας καὶ ἐπιζητοῦμε τὴν «ἐθνικὴν κρατικοδίαιτην σωτηρίαν». Οὔτε βεβαίως θὰ σταθοῦμε στὸ ὅτι ἐγκαταλείψαμε τὴν γῆ μας, τὴ γεωργία, τὴν κτηνοτροφία, τὴν ἁλιεία, καὶ στρέψαμε τὶς καρδιές μας στὸν εὔκολο ἕως σκανδαλώδη πλουτισμό. Ἀρνηθήκαμε δηλ. τὸν πρωτογενῆ καὶ δευτερογενῆ παραγωγικὸ τομέα, ἀφήνοντας τοὺς ξένους καὶ λαθρομετανάστες νὰ ἐργαστοῦν στὴν αἱματοποτισμένη μᾶς γῆ καὶ νὰ «κάνουν αὐτοὶ τὰ μεροκάματα», διότι οἱ δικοί μας «πρίγκιπες» δὲν μποροῦν βλέπετε νὰ ἱδρώνουν. Ἀλλὰ τί νὰ πρωτοσημειώσει κανείς, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τώρα ἔφερε τὸ ἐπάνω κάτω καὶ σήμερα θεωρεῖται «τυχερὸς» αὐτὸς ποὺ θὰ κατορθώσει νὰ βρεῖ ἔστω καὶ δυὸ μεροκάματα τὴν ἑβδομάδα.
 Καὶ ἐὰν τὰ μαθήματα αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ ὅλους βεβαίως τοὺς ἀνθρώπους, πολὺ περισσότερο ἰσχύουν γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ Ἕλληνες. Τοῦτο δὲ διότι μεταλλάχθησσαν οἱ Ἕλληνες μέσα σὲ ἐλάχιστα χρόνια ἀπὸ λαὸς ἐργατικὸς καὶ παραγωγικός, σὲ λαὸ τεμπέληδων καὶ σὲ «ὅ,τι προλάβει» κανεὶς μέσω τῶν δανείων. Ἀλλὰ κυρίως τὰ παραπάνω ἰσχύουν γιὰ κάθε συνειδητὸ πιστό, ἀφοῦ Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ποὺ ἀποτελεῖ τὸ αἰώνιο πρότυπό μας, ἕως τριάκοντα ἐτῶν ἐργαζόταν τὴν ταπεινή, χειρωνακτική, δημιουργικὴ καὶ ὄμορφη τέχνη τοῦ μαραγκοῦ.
 Αὐτὸ δὲ βλέπουμε, τὴν ἀναγκαιότητα δηλ. τῆς ἐργασίας καὶ στὸν ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ὁ χρόνος τοῦ ἦταν ἀναγκαῖος περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο, ἂν καὶ οἱ πιστοὶ θεωροῦσαν εὐλογία νὰ τοῦ χορηγοῦν τα πρὸς τὸ ζῆν, αὐτὸς ἐργαζόταν τὴν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ γιὰ νὰ δίνει πρῶτος το παράδειγμα, ἀναφέροντας τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: «Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα. Αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ ταῖς οὔσι μετ' ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἳ χεῖρες αὗται» (Πράξ. Απ. Κ' 33-34), δηλ. Ἀσήμι ἢ χρυσάφι ἢ ρουχισμό, τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐπιθύμησα. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε ὅτι γιὰ τὶς ἀνάγκες τὶς δικές μου καὶ τὶς ἀνάγκες ἐκείνων ποὺ ἦταν μαζί μου, ὑπηρέτησαν τὰ ροζιασμένα αὐτὰ χέρια.
 Ἀλλὰ αὐτὸν τὸν ἀποστολικὸ τρόπο ζωῆς τὸν βλέπουμε σὲ ὅλους τούς Ἁγίους της Ἐκκλησίας μας. Οὐδέποτε ὑπῆρξε Ἅγιος ποὺ νὰ ἐργάστηκε παράνομο ἐπάγγελμα καὶ οὐδέποτε θὰ ἐμφανιστεῖ Ἅγιος ποὺ νὰ ζεῖ εἰς βάρος τῶν ἄλλων. Καὶ πάλι ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ξεκάθαρος: «Ὅτι εἰ τὶς οὗ θέλει ἐργάζεσθαι μηδὲ ἐσθιέτω» (Β' Θέσσ. Γ' 10). Δηλ. ὅποιος δὲν θέλει νὰ ἐργάζεται, δὲν πρέπει οὔτε καὶ νὰ τρώει.
 Γίνεται λοιπὸν κατανοητὸ ὅτι τὸ κεφάλαιο τοῦ ἐπαγγέλματος γιὰ τὸν συνειδητὸ Χριστιανὸ δὲν ἀποτελεῖ μιὰ ἁπλὴ παρένθεση, δοθέντος ὅτι ἡ ἴδια ἡ κατάσταση ὅπως ἔχει διαμορφωθεῖ μᾶς κάνει θέλοντας καὶ μὴ νὰ ἀναθεωροῦμε τὶς πρὸς τὸ θέμα ἀπόψεις μας.
 Θὰ κλείσουμε μὲ τοῦτο. Ὅποιο λειτούργημα καὶ ἐπάγγελμα ἐὰν ἐργάζεται κανείς, θὰ πρέπει νὰ προσκαλεῖ ὡς συνέταιρο τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ. Αὐτὸς θὰ τὸν εὐλογεῖ, θὰ τὸν διαφυλάττει, θὰ τὸν κάνει νὰ προκόπτει στὸ ἐπαγγελματικὸ καὶ κοινωνικό του πεδίο.
 Καὶ ἃς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ τεμπέλης δὲν γνωρίζει τὴν ἀπόλαυση τῆς ἀναπαύσεως, διότι δὲν τὴν δοκίμασε ποτέ.
 Ἀλλοίμονο δὲ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἡ μόνη του ἀπόλαυση ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ εἶναι ὁ μισθός του.
Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.