1 Μαΐ 2014

Λεξικὰ γιὰ παιδιὰ ἢ ...κλαυσιγελώτων

Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
«Κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν
τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα
τῶν Εὐρωπαίων περίγελα
καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι»
(Κ. Παλαμᾶς)
 Θα μποροῦσαν, ὅσα ἀκολουθοῦν, νὰ συνιστοῦν εὐθυμογράφημα, ἀλλὰ θὰ τὸ ὀνομάσω κείμενο «κλαυσιγελώτων», δανειζόμενος τὴν λέξη ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία.
Στὰ νέα σχολικὰ βιβλία, ποὺ κυκλοφορήθηκαν τὸ 2006, περιλαμβάνονται καὶ δύο Λεξικὰ γιὰ τοὺς μαθητές. Ἕνα γιὰ τὶς τρεῖς πρῶτες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ, τὸ ὁποῖο, ἐπιγράφεται «Εἰκονογραφημένο Λεξικὸ Α’, Β’, Γ’ Δημοτικοῦ- Το Πρῶτο μου Λεξικὸ» καὶ τὸ δεύτερο «Ὀρθογραφικὸ-Ἑρμηνευτικὸ» γιὰ τὶς τρεῖς ὑπόλοιπες τάξεις τοῦ σχολείου. (Περιορίζομαι στὸ πρῶτο, γιὰ τὶς τρεῖς πρῶτες τάξεις).
Θὰ περίμενε κανείς, ἐφ’ ὅσον ἀπευθύνεται σὲ μικροὺς μαθητές, ποὺ τὸ «φύλλωμα τῶν λέξεων»  τοῦ Ἑλληνικοῦ Λόγου, τοὺς εἶναι σχεδὸν ἄγνωστο καὶ κάνουν τὰ πρῶτα τους βήματα στὸν ἑρμηνευτικὸ πλοῦτο τῆς Γλώσσας μας καὶ στὶς ποικίλες ἀποχρώσεις τῆς -τοὺς «ἰριδισμοὺς τῆς νεοελληνικῆς» ὅπως γράφει ὁ Γ. Καλλιόρης στὸ ἐξαίρετο βιβλίο τοῦ «Παρεμβάσεις ΙΙ,  Γλωσσικὰ»- εἶναι, λοιπόν, αὐτονόητο ὅτι οἱ συγγραφεῖς του θὰ ἐπιδείκνυαν καὶ τὴν ἀνάλογη προσοχή. Θὰ «χτένιζαν» κυριολεκτικά το «λημματολόγιο τοῦ Λεξικοῦ», ὥστε νὰ....
ἀποφευχθοῦν λάθη. Λάθη κυρίως ἑρμηνευτικά.
Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ξεκινῶ τὴν... περιήγηση.
Στὴν σελίδα 358, στὸ λῆμμα «ποτάμι» διαβάζουμε τὰ ἑξῆς, μεταξὺ ἄλλων:
«Τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ κυλάει συνέχεια. Τὴν ἀρχὴ τοῦ ποταμοῦ τὴν λέμε κοίτη...». Κοίτη εἶναι ἡ κοιλότητα, ὅπου ρέουν τὰ νερά. Ἡ ἀρχὴ λέγεται πηγή.
Στὴν σελίδα 337 γράφουν γιὰ τὸ «περιστέρι».
«Τὸ περιστέρι εἶναι ἕνα ἄσπρο πουλὶ ποὺ ζεῖ στὶς πόλεις». Ὑπάρχουν καὶ διαφορετικοῦ χρώματος περιστέρια οὔτε βεβαίως τὰ διακρίνει πνεῦμα ἀστυφιλίας. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ περιστέρια τῆς πλατείας Συντάγματος, ὑπάρχουν πολλά, τὰ ὁποῖα «ζοῦν καὶ βασιλεύουν» στὰ χωριά μας καὶ ἀναπνέουν λεύτερο, καθαρὸ ἀέρα.
Στὴν σελίδα 316 λεξικογραφεῖται τὸ «παλτό». (Θὰ ἔπρεπε ἐδῶ νὰ δοθεῖ καὶ τὸ ἑλληνόλεκτο ἀντίστοιχο «πανωφόρι»). Διαβάζω: «Τὸ φορᾶμε τὸ χειμώνα πάνω ἀπὸ τὰ ροῦχα μας γιὰ νὰ ζεσταινόμαστε ἀπὸ τὸ κρύο». Ἀπὸ τὸ κρύο δὲν ζεσταίνεσαι, ἀλλὰ προστατεύεσαι. Αὐτὰ τὰ ἑλληνικὰ θυμίζουν τὰ «σπασμένα» ἑλληνικά του Σημίτη, ὅταν ἔλεγε «βελτιώνουμε τὰ λάθη μας» ἢ τοῦ ΓΑΠ, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν φορολογία τῶν πισινῶν καὶ ὄχι τῶν πισίνων ἢ τὸ περίφημο «μηδὲν στὸ πηλίκιο».
Στὴν σελίδα 343 γιὰ τὸν «πίνακα» γράφουν:
«Ὁ πίνακας εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ μαῦρο ξύλο ἢ ἄσπρο πλαστικὸ καὶ κρέμεται στὸν τοῖχο τῆς τάξης μας». Ἄρα τὰ θρανία εἶναι ἀπὸ πράσινο ξύλο, τὰ βιβλία ἀπὸ λευκό, τὰ ἔπιπλα ἀπὸ καφέ. Ἀναβιώνει μέσω τῶν ὁρισμῶν καὶ ἡ... ξυλοσοφία, ἡ «μωρὰ σοφία», ὅπως τὴν ἑρμηνεύουν τὰ καλά, παλιὰ λεξικά.
Στὴν σελίδα 277, διαβάζουμε γιὰ τὴν «μύτη». «Ὅταν περπατᾶς στὶς μύτες τῶν ποδιῶν σου, περπατᾶς στὰ μπροστινά σου δάχτυλα γιὰ νὰ μὴν κάνεις θόρυβο».
Ὡραία. Μαθαίνουν τὰ παιδιὰ ὅτι ὑπάρχουν καὶ πισινὰ δάχτυλα, τὰ ὁποῖα δὲν συμμετέχουν στὴν ἀκροβασία, ὅπως ὀρθῶς λέγεται.
Στὴν σελίδα 28 καὶ στὸ λῆμμα «ἀκροατής», παρατίθεται ὁ ἑξῆς ὁρισμὸς-ἑρμηνεία: «Ἀκροατὲς εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦν μιὰ ἐκπομπὴ στὸ ραδιόφωνο ἢ («πού», «ποὺ» παντοῦ «πού», καταργήθηκε ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία ὁ ὁποῖος-α-ο, φαινόμενο ποὺ προσφυῶς ὀνομάστηκε «πουπουισμός»), «παρακολουθοῦν ἕνα θέαμα ἢ μία ὁμιλία».
Οἱ ἀκροατὲς δὲν παρακολουθοῦν θέαμα, ἀλλὰ οἱ θεατές. Λέμε τηλεοπτικὸ κοινὸ ἢ ραδιοφωνικὸ ἀκροατήριο, ἀλλὰ ὄχι οἱ ἀκροατὲς τῆς τηλεόρασης.  Ακροώμαι σημαίνει ἀκούω καὶ θεῶμαι, βλέπω, παρατηρῶ.
Στὴν σελίδα 435 φιλοξενοῦνται τὰ «σύννεφα, ποὺ εἶναι γκρίζα ἢ ἄσπρα καὶ τὰ βλέπεις στὸν οὐρανὸ πρὶν βρέξει». «Μαῦρα σύννεφα» μᾶς ἀπειλοῦν, ὅταν διαβάζουμε τέτοιες πρόχειρες ἑρμηνεῖες. «Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει» ἔγραφε ὁ Σολωμός, γιὰ τὰ ἄσπρα συννεφάκια τ’ Ἀπρίλη στοὺς «Ἐλεύθερους Πολιορκημένους». Καὶ αὐτὰ τὰ «λευκὰ βουνάκια» τῆς ἄνοιξης καὶ τοῦ θέρους συνήθως δὲν φέρνουν βροχή.
Συνεχίζουμε τὶς... εὐτραπελίες. Σελίδα 182 «Ἡ καρέκλα εἶναι ἕνα κάθισμα γιὰ νὰ καθόμαστε». Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ θὰ λέγαμε ὅτι τὸ ὕψος εἶναι ἕνα ὕψωμα γιὰ νὰ ὑψωνόμαστε καὶ ὁ βυθὸς ἕνα βύθισμα γιὰ νὰ βυθιζόμαστε. «Εἶναι κι αὐτὸ μία στάσις... νιώθεται» ὅπως λέει κι ὁ ποιητής.
Στὴν λέξη «σφραγίδα», σέλ. 440, διαβάζουμε τὸν ἑξῆς «δυναμικὸ» ὁρισμό: «Τὴν σφραγίδα τὴ βουτᾶς στὸ μελάνι καὶ μετὰ τὴ χτυπᾶς στὸ χαρτί». Ὅπως λέμε, δηλαδή, βούτηξα στὰ βαθιὰ καὶ χτύπησα τὸ κεφάλι μου.
Τί εἶναι ἡ μπανάνα; «Εἶναι ἕνα μακρύ, κίτρινο φροῦτο ποὺ φυτρώνει σὲ ζεστὲς χῶρες». Μάλιστα. Καὶ οἱ κολοκύθες κίτρινες καὶ μακριὲς εἶναι καὶ φυτρώνουν σὲ ζεστὲς χῶρες, ὅπως ἡ πατρίδα μας καὶ ἐνίοτε, ἀπὸ τὴν πολλὴ ἐνασχόληση μὲ τὶς κολοκύνθες, παθαίνεις ἀποκολοκύνθωσιν, ἀσθένεια ἀνίατος καὶ μεταδοτική.
Σελίδα 378, ἀντικρίζουμε τὸ ἑξῆς κρανιοκενές: «Τὰ αὐτοκίνητα, τὰ ποδήλατα καὶ οἱ μοτοσικλέτες κινοῦνται πάνω σε στρογγυλὲς ρόδες». Ὡς γνωστὸν ὑπάρχουν καὶ τετράγωνες ρόδες ἢ τριγωνικοῦ σχήματος, ρόδες σὲ σχῆμα κύβου. Οἱ στρογγυλὲς εἶναι μία «ρόδινη» κατηγορία ροδὼν ἢ ρόδων ἢ ρόιδων, ἔτσι γιὰ νὰ συνεννοούμαστε.
Στὴν 403η σελίδα διαβάζουμε κάτι τὸ ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρο. Λῆμμα: σκουπίδι. Για  τὸ παράδειγμα «ποὺ δείχνει τὴ λέξη μέσα σὲ πρόταση», διαβάζουμε: «Τὰ σκουπίδια δὲν πέρασαν ἐδῶ καὶ τρεῖς μέρες καὶ ὁ δρόμος εἶναι βρόμικος». Καὶ ὅμως «τὰ σκουπίδια» περνοδιαβαίνουν καθημερινά, νυχθημερόν, ἀρκεῖ μιὰ ματιὰ στὴν τηλεόραση, στὶς μεσημεριάτικες σκουπιδοεκπομπές. «Τὸ καναρίνι ζεῖ σὲ κλουβί», διαβάζουμε στὴν σέλ. 179, ἐνῶ «σφαίρα λέμε καὶ τὸ στρογγυλὸ κομμάτι ἀπὸ μέταλλο, ποὺ βάζουν στὸ πιστόλι οἱ στρατιῶτες γιὰ νὰ πυροβολήσουν». (σέλ. 439). Ὅπως λέει καὶ τὸ τραγούδι «ἔβαλα ἕνα βόλι στὸ καρυόφυλλο». Γιὰ τὴν λέξη «μπουνιά», οἱ μαθητὲς μαθαίνουν τὴν τεχνικὴ μιᾶς... ἀξιοσέβαστης μπουνιᾶς. «Ὅταν δίνεις μπουνιὰ σὲ κάποιον, σφίγγεις τὰ δάχτυλα τοῦ χεριοῦ σου καὶ τὸν χτυπᾶς δυνατά». (σέλ. 274). Ἐνῶ «ὅταν δίνεις  καρπαζιά, τὸν χτυπᾶς στὸ σβέρκο μὲ τὴν παλάμη σου». (σέλ. 183) καὶ «ὅταν πλακώνεις κάποιον στὸ ξύλο, τὸν δέρνεις πολὺ δυνατά». (σέλ. 347).
Κακῶς δὲν μπῆκαν στὸ λεξικὸ καὶ ἄλλοι... εὐγενικοὶ τρόποι ἐπίλυσης διαφορῶν ὅπως ὁ ἀποκεφαλισμός, τὸ παλούκωμα, τὸ μαστίγωμα,ὁ ἀνασκολπισμός,  ἡ φάλαγγα...
Αὐτά, λοιπόν, τὰ φαιδρὰ καὶ ὡραία περιέχονται, μεταξὺ ἄλλων,  στὸ Λεξικὸ ἐπαναλαμβάνω τῶν τριῶν πρώτων τάξεων τοῦ Δημοτικοῦ. Κάποιος καλοπροαίρετος ἀναγνώστης θὰ μποροῦσε ν’ ἀντιτάξει πὼς λάθη καὶ ἀβλεψίες πάντοτε παρεισφρέουν στὰ βιβλία. Ὅμως ἐδῶ πρόκειται περὶ Λεξικοῦ γιὰ «πρωτάκια» καὶ εἶναι πολὺ κακὸ νὰ ξεκινοῦν μὲ λάθη καὶ γελοιότητες.
Ὅπως «προφητικὰ» ἔγραφε ὁ Σ. Καργάκος στὸ σπουδαῖο βιβλίο τοῦ «Ἀλεξία», (σέλ. 52) ἀπὸ τὸ 1991: «Σὲ μερικὲς χῶρες ἡ ἐθνικὴ ἰδέα ταυτίζεται μὲ τὴ γλώσσα ἢ ἐκφράζεται μὲ τὴ γλώσσα, ὅπως καὶ ὁ ἐθνικὸς πολιτισμός. Ἡ γλώσσα εἶναι πατρίδα, ἂν τὴ χάσουμε, θὰ γίνουμε ἀπάτριδες μὲ δική μας εὐθύνη. Στὰ χρόνια ποὺ ἔρχονται οἱ ὑποδουλώσεις θ’ ἀρχίζουν ἐκ τῶν ἔνδον. Οἱ νέοι ἰμπεριαλισμοὶ ἔχουν πνευματικὸ χαρακτήρα. Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ χαθεῖ εἶναι ἡ γλώσσα...». Μπορεῖ νὰ γελᾶμε μὲ «τὰ μπροστινὰ δάχτυλα» καὶ μὲ τὰ παλτὰ ποὺ τὰ φορᾶμε «γιὰ νὰ ζεσταινόμαστε ἀπὸ τὸ κρύο», ὅμως αὐτὰ ἀπευθύνονται σὲ ἀνύποπτους μαθητὲς τοῦ Δημοτικοῦ καὶ ἃς μὴν λησμονοῦμε καὶ τὴν «λοβοτομὴ» μέσω τῶν ἀθλίων βιβλίων «Γλώσσας».
 Κατά τὸν ἀειθαλῆ λόγο τοῦ Πατροκοσμᾶ: «Ὅταν τὰ μῆλα εἶναι ξινά, δὲν φταῖνε τὰ μῆλα, ἀλλὰ οἱ μηλιές».

1 σχόλιο:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.