Ὁ μαῦρος γρανίτης βλαστάνει
θυμάρι,
στὸ κοίλωμα βράχος κυψέλη βαστᾶ.
Τὸ λιόκαμα ψήνει πικρὸ παξιμάδι,
ὁ πόθος ἀνθίζει γλυκιὰ λευτεριά.
Πέτρα στὴν πέτρα ἀνδριεύει ἡ
ἐλπίδα,
ζυμώνεται λάσπη στὸ αἷμα Ρωμιοῦ.
Παλάμες κεντοῦνε στ΄ ἀμόνι τὴ
μνήμη,
τὸ ἀλέτρι προσμένει καιρὸ
λυτρωμοῦ...
Χτισμένες καρδιὲς σ' αἰώνων
καλούπια,
ἡ σάρκα λινάρι, μετριοῦνται ὀστᾶ.
Βολβοὶ τῶν ματιῶν, σταλάζουν στὸ
θρύλο,
προσκέφαλο πέτρα, γιὰ σάϊσμα
κλαδιά.
Μνημούρια σπαρμένα, αἰώνων
θυσίες,
κονίσματα κάστρων ἀχῶ ἀντηχοῦν.
Λημέρι ξωκκλήσι, παπὰς τοὺς
ὁρκίζει,
Σὲ γλώσσα Ἱστορίας τροχᾶνε τὶς
πάλλες,
γιὰ βίγλα Ζαλόγγου γυναῖκες
τραβοῦν.
Καψάλη δαυλὸς «ἐν πορεία ἐξόδου»,
Ψυχὲς καρτεροῦνε στὴ δόξα νὰ μποῦν.
Σχοινὶ Πατριάρχου βλογᾶ
καρυοφύλλι,
ἀκρώρειες Ἔθνους οἰμωγὲς
ἀντοιχοῦν.
Ποτὲ ἂς μὴ λήψει ἡ θύμιση πόνου,
σμιλεύει ἐλπίδα σὲ ὅσα θὰ
'ρθούν...
π. Ἰωὴλ (Κόνιτσα)
Τρίζουν τὰ κόκκαλα τῶν ἡρώων καὶ Μαρτύρων
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://niksothropoulos.wordpress.com/2013/03/25/a-211/