1 Ιαν 2013

Ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος

Tοῦ Φώτη Κόντογλου
Ὁ ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ' ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά. Πέρασε ἀπὸ λογιῶν -λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ' ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τοῦ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κι ἔφευγε πικραμένος, γιατί ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἐνοίωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.
Μία μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες, καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα ἦταν σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια. Σὰν ἅγιος ποὺ ἦταν ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε: «Τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε στὸν ἀπάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι ἀφήσαμε πίσω μας παιδιὰ καὶ ἐγγόνια νὰ μᾶς ἀνάβουνε κανένα κερί, νὰ μᾶς καίγουνε λίγο λιβάνι μὰ δὲν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπὰ στὸ κεφάλι μας νὰ μᾶς διάβασει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρὰ σὰν νὰ μὴν ἀφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πάλι στεναχωρήθηκε καὶ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένο», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.
Παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔφταξε σὲ κάτι χωριὰ ποὺ ἦταν τὰ πιὸ φτωχὰ ἀνάμεσα στὰ φτωχοχώρια, στὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Ὁ παγωμένος ἀγέρας βογκοῦσε ἀνάμεσα στὰ...
χαμόδεντρα καὶ στὰ βράχια, ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εἶδε μπροστά του μία ραχούλα, κι ἀπὸ κάτω της ἦταν μία στρούγκα τρυπωμένη. Ὁ ἅγιος Βασίλης μπῆκε στὴ στάνη καὶ χτύπησε μὲ τὸ ραβδὶ τοῦ τὴν πόρτα τῆς καλύβας καὶ φώναξε «Ἐλεῆστε μέ, τὸν φτωχό, γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν ἀποθαμένων σας κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!». Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ χυθήκανε ἀπάνω του, μὰ σὰν πήγανε κοντά του καὶ τὸν μυριστήκανε, πιάσανε καὶ κουνούσανε τὶς οὐρές τους, καὶ πλαγιάζανε στὰ ποδάρια του καὶ γρούζανε παρακελίστικα καὶ χαρούμενα.
Ἀπάνω σ' αὐτά, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ βρῆκε ἕνας τσοπάνης, ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν παλικάρι, μὲ μαῦρα στριφτὰ γενιά, ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἄνθρωπος ἀθῶος κι ἀπελέκητος, προβατάνθρωπος, καὶ πρὶν νὰ καλοϊδεῖ ποιὸς χτύπησε, εἶπε: «Ἔλα, ἔλα μέσα. Καλὴ μέρα, καλὴ χρονιά!».
Μέσα στὸ καλύβι ἔφεγγε ἕνα λυχνάρι, κρεμασμένο ἀπὸ πάνω ἀπὸ μία κούνια, ποὺ ἦταν δεμένη σὲ δύο παλούκια. Δίπλα στὸ τζάκι ἦταν τὰ στρωσίδια τους καὶ κοιμότανε ἡ γυναικὰ τοῦ Γιάννη.
Αὐτός, σὰν ἐμπῆκε μέσα ὁ ἅγιος Βασίλης, καὶ εἶδε πὼς ἦταν γέρος σεβάσμιος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ΄ ἀνεσπάσθηκε καὶ εἶπε: «Νὰ' χῶ τὴν εὐχή σου γέροντα», καὶ τὸ ἔλεγε σὰν νὰ τὸν γνώριζε κι ἀπὸ πρωτύτερα, σὰ νὰ' τανε πατέρας του. Καὶ κεῖνος τοῦ εἶπε: «Βλογημένος νὰ' σαί, ἐσὺ κι ὅλο τὸ σπιτικό σου, καὶ τὰ πρόβατά σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νὰ' ναὶ ἀπάνω σας!»
Σηκώθηκε καὶ ἡ γυναίκα καὶ πῆγε καὶ προσκύνησε καὶ ἐκείνη τὸν γέροντα καὶ φίλησε τὸ χέρι του καὶ τὴ βλόγησε.
Κι ὁ ἅγιος Βασίλης ἤτανε σὰν καλόγερος ζητιάνος, μὲ μία σκούφια παλιὰ στὸ κεφάλι του, καὶ τὰ ράσα τοῦ ἤτανε τριμμένα καὶ μπαλωμένα καὶ τὰ τσαρούχια τοῦ τρύπια, καὶ εἶχε καὶ ἕνα παλιοτάγαρο ἀδειανό.
Ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι. Καὶ παρευθύς, φεγγοβόλησε τὸ καλύβι καὶ φάνηκε σὰν παλάτι.
Καὶ φανήκανε τὰ δοκάρια, σὰ νὰ' τανε μαλαμοκαπνισμένα, καὶ οἱ πήτιες ποὺ ἤτανε κρεμασμένες φανήκανε σὰν καντήλια, καὶ οἱ καρδάρες καὶ τὰ τυροβόλια καὶ τ' ἄλλα σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, γινήκανε σὰν ἀσημένια, καὶ σὰν πλουμισμένα μὲ διαμαντόπετρες φανήκανε, καὶ τ' ἄλλα, τὰ φτωχὰ τὰ πράγματα ποὺ' χὲ μέσα στὸ καλύβι τοῦ ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.
Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὸ τζάκι τρίζανε καὶ λαλούσανε σὰν τὰ πουλιὰ ποὺ λαλοῦνε στὸν παράδεισο, καὶ βγάζανε κάποια εὐωδία παντερπνή. Τὸν ἅγιο Βασίλη τὸν βάλανε καὶ ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιὰ καὶ ἡ γυναίκα τοῦ' θέσε μαξιλάρια ν' ἀκουμπήσει. Κι ὁ γέροντας ξεπέρασε τὸ ταγάρι του ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ τὸ' βάλε κοντά του, καὶ ἔβγαλε καὶ τὸ παλιοράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε κι ἄρμεξε τὰ πρόβατα μαζὶ μὲ τὸν παραγιό του, καὶ ἔβαλε μέσα στὴν κονιφίδα τὰ νιογέννητα τ' ἀρνιά, κι ὑστέρα χώρισε τὶς ἑτοιμόγεννες προβατίνες καὶ τὶς κράτησε στὸ μαντρί, κι ὁ παραγιὸς τὰ' βγάλε τ' ἀλλὰ στὴ βοσκή. Λιγοστὰ ἤτανε τὰ ζωντανά του, φτωχὸς ἤτανε ὁ Γιάννης, μὰ ἤτανε Βλογημένος. Κ' εἶχε μία χαρὰ μεγάλη, σὲ κάθε ὥρα, μέρα καὶ νύχτα, γιατί ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος καὶ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα, κι ὅποιος λάχαινε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν καλύβα τους, σὰν νὰ' τανε ἀδελφός τους, τὸν περιποιόντανε.
Γιὰ τοῦτο κι ὁ ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ σπίτι τους, καὶ κάθισε μέσα, σὰ νὰ' τανε δικό του σπίτι, καὶ βλογηθήκανε τὰ θεμέλια του.
Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς Οἰκουμένης, οἱ ἀρχόντοι, οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ ἐπίσημοι ἄνθρωποι μὰ ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν, παρὰ πῆγε καὶ κόνεψε στὸ καλύβι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
Τὸ λοιπόν, σὰν σκαρίσανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸν ἅγιο: «Γέροντα, ἔχω χαρὰ μεγάλη. Θέλω νὰ μᾶς διαβάσεις τὰ γράμματα τ' Ἀη-Βασίλη. Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἀγράμματος, μὰ ἀγαπῶ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας. Ἔχω καὶ μία φυλλάδα ἀπὸ ἕναν γούμενο ἁγιονορίτη, κι ὅποτε τύχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τὸν βάζω καὶ μοῦ διαβάζει ἀπὸ μέσα τὴν φυλλάδα, γιατί δὲν ἔχουμε κοντὰ μᾶς ἐκκλησία».
Ἐπίασε καὶ θαμπόφεγγε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε καὶ στάλθηκε κατὰ τὴν ἀνατολῶν καὶ ἔκανε τὸ σταυρό του, ὑστέρα ἔσκυψε καὶ πηρὲ μία φυλλάδα ἀπὸ τὸ ταγάρι του, καὶ εἶπε:
«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε καὶ στάλθηκε ἀπὸ πίσω του, κ' ἡ γυναικὰ βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάλθηκε κοντά του, μὲ σταυρωμένα χεριά. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ' ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τὸ ἀπολυτίκιο ποὺ λέγει: «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου».
Ἡ φωνὴ τοῦ ἤτανε γλυκεία καὶ ταπεινή, κι ὁ Γιάννης καὶ ἡ γυναίκα τοῦ νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ἂς μὴν καταλαβαίνανε τὰ γράμματα.
Καὶ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλης ὅλον τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς Ἑορτῆς: «Δεῦτε λαοὶ ἄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῶ» χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τὸν Κανόνα, ποὺ λέγει: «Σοὺ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι , Βασίλειε».
Καὶ ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία καὶ ἔκανε ἀπόλυση καὶ τοὺς βλόγησε. Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε καὶ ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρά.
Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πηρὲ τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα, καὶ εἶπε:
- «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Καὶ ἔκοψε τὸ πρῶτο κομμάτι καὶ εἶπε: «Τοῦ Χριστοῦ».
Καὶ ὕστερα εἶπε: «Τῆς Παναγίας».
Καὶ ὕστερα εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου».
Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης:
- «Γέροντα, ξέχασες τὸν ἀη-Βασίλη!».
Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος:
«Ναὶ καλά!» καὶ ὕστερα λέγει:
- «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου».
Καὶ ὕστερα λέγει πάλι:
- «Τοῦ νοικοκύρη, τῆς νοικοκυρᾶς, τοῦ παιδιοῦ, τοῦ παραγιοῦ, τῶν ζωντανῶν, τῶν φτωχῶν».
Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος:
- «Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;»
Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος:
- «Ἔκοψα, Βλογημένε!».
Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ μακάριος.
Καὶ ὑστέρα, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος καὶ εἶπε τὴν εὐχή του:
- «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθης τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».
Καὶ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος:
- «Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι καὶ οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες νὰ' χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδῆς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε».
Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε καὶ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλιώτικα:
- «Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοὺς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην τοῦ εἰσελθῆς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπιοῖς ἀποκαλύπτεται».
Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.

1 σχόλιο:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.