4 Δεκ 2012

Μνήμη κοιμήσεως 4 σύγχρονων Ἁγίων Γερόντων εἶναι ἡ 2η Δεκεμβρίου!

Μία μεγάλη ἡμέρα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας εἶναι ἡ 2η Δεκεμβρίου. Κατὰ συγκυρία εὐτυχῆ, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν ἡμέρα κοίμησης 4 σύγχρονων Ὀσιακῶν μορφῶν. Ἂς δοῦμε ἐν συντομία τὰ κεντρικότερα σημεῖα τῆς ἁγίας βιοτῆς των:
1. Γέρων Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης
Ὁ Γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε τὸ 1906 στὸν Ἅγιο Ἰωάννη Καρυστίας Εὐβοίας. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Εὐάγγελος. Στὸ σχολεῖο φοίτησε μόνον δύο χρόνια. Ἡ ἀσθένεια τοῦ δασκάλου καὶ ἡ φτώχεια τῆς οἰκογένειάς του τὸν ἔσπρωξαν νὰ ἐργασθεῖ βόσκοντας τὰ λίγα ζῶα της. Λίγο ἀργότερα, περίπου ἐννέα χρονῶν παιδάκι, ἐργάστηκε στὸ ἀνθρακωρυχεῖο τῆς περιοχῆς καὶ μετὰ στὸ παντοπωλεῖο ἑνὸς γνωστοῦ της οἰκογένειας, στὸν Πειραιά. Ὁ πατέρας τοῦ εἶχε πάει νὰ δουλέψει στὴ διώρυγα τοῦ Παναμά, γιὰ νὰ συντηρήσει τὴν οἰκογένειά του.
Ὅταν ἦταν 8 ἐτῶν, βρῆκε ἕνα φυλλάδιο μὲ τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Καλυβίτη, τὸ ὁποῖο διάβαζε συλλαβιστά. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου συγκίνησε τὸ μικρὸ βοσκὸ καὶ θέλησε νὰ τὸν μιμηθεῖ. Ἔτσι, γύρω στὰ δώδεκα χρόνια του, ξεκίνησε μόνος του κρυφὰ γιὰ τὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ στὸ πλοῖο συνάντησε τὸν μετέπειτα...
Γέροντά του, ἱερομόναχο Παντελεήμονα, τὸν πνευματικό, ποὺ ἀσκήτευε στὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴ Σκήτη Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Σ΄ αὐτὸν τὸν Γέροντα καὶ τὸν αὐτάδελφό του μοναχὸ Ἰωαννίκιο, ὁ νεαρὸς δόκιμος ἔκανε χαρούμενη καὶ ἄκρα ὑπακοὴ καὶ ἔτσι σὲ λίγα χρόνια ἀξιώθηκε νὰ καρεῖ μοναχός. Λόγω τῆς θερμῆς πίστης του, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἄσκησής του, τὸν ἐπισκέφθηκε ἡ θεία Χάρη καὶ ἀπέκτησε σὲ νεαρὴ ἡλικία τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως.
Στὸ Ἅγιον Ὅρος ἀσθένησε ἀπὸ πλευρίτιδα γύρω στὰ 18 τοῦ χρόνια καὶ οἱ γέροντές του τὸν ἔστειλαν σὲ μοναστήρι στὴν Εὔβοια γιὰ θεραπεία. Ἐκεῖ τὸν γνώρισε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σινὰ Πορφύριος καὶ ἀφοῦ διαπίστωσε τὴν πνευματική του προκοπή, τὸν χειροτόνησε ἱερέα σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν. Μετὰ ἀπὸ ἕνα μικρὸ διάστημα ὁ Μητροπολίτης τῆς περιοχῆς τὸν κατέστησε πνευματικὸ καὶ ἔτσι ἔθεσε στὴν ὑπηρεσία τῶν πιστῶν τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως. Μὲ τὸ χάρισμα αὐτό, ὁ νεαρὸς ἱερομόναχος καὶ πνευματικὸς Πορφύριος βοηθοῦσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ γλιτώσουν ἀπὸ διάφορες πλεκτάνες τοῦ πονηροῦ, νὰ καταλάβουν τί γίνεται στὴν ψυχή τους καὶ νὰ ἐργασθοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τους.
Τὸ 1940 διορίστηκε ἐφημέριος στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν, στὴν ὁδὸ Σωκράτους, κοντὰ στὴν πλατεία Ὁμονοίας. Σ΄ αὐτὴ τὴ θέση παρέμεινε συνολικὰ 33 χρόνια, ἐξομολογώντας τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἄλλους, προσευχόμενος, συμβουλεύοντας καὶ συχνὰ θεραπεύοντας μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀσθενεῖς ποὺ ζητοῦσαν τὴ βοήθειά του.
Τὸ 1950 νοικίασε τὸ ἐγκαταλελειμμένο μοναστηράκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καλλισίων στὴν Πεντέλη καὶ μέχρι τὸ 1978 καλλιεργοῦσε τὴν περιοχή του. Τὸ 1979 ἐγκατεστάθηκε στὸ Μήλεσι Ἀττικῆς, κοντὰ στὸν Ὠρωπό, ὅπου ἄρχισε, ἀφοῦ ἔλαβε τὶς νόμιμες ἄδειες, νὰ κτίζει τὸ Ἡσυχαστήριο τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Σ΄ αὐτὸ δεχόταν ἐπισκέπτες κάθε κατηγορίας καὶ τηλεφωνήματα ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, γιὰ διάφορα προβλήματα καὶ συμβούλευε, εὐχόταν, ἐξομολογοῦσε καὶ θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ πολλὲς φορὲς καὶ τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων.
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1991, προαισθανόμενος τὸ τέλος του, καὶ μὴ θέλοντας νὰ κηδευθεῖ μὲ τιμές, ἀναχώρησε γιὰ τὸ καλύβι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅπου εἶχε καρεῖ μοναχὸς πρὶν ἀπὸ περίπου 70 χρόνια καὶ στὶς 2 Δεκεμβρίου παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Κύριο.
Οἱ διδαχὲς τοῦ παραμένουν πολύτιμες παρακαταθῆκες γιὰ τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Μὲ τὴ βαθιὰ ἀγάπη καὶ τὴ διάκριση ποὺ τὸν χαρακτήριζε, τὰ λόγια του ἀποτελοῦν ἀληθινὲς σανίδες παρηγοριᾶς στὶς μέρες μας. Ἡ διεισδυτική του ματιὰ καὶ ἡ μεγάλη του φιλανθρωπία προσφέρουν ξεχωριστὲς διαστάσεις στὴ σύγχρονη Ποιμαντική.
2. Γέρων Ἀμβρόσιος, πνευματικὸς μονῆς Δαδίου
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Λαζαράτα τῆς Λευκάδος τὸ 1914. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Σπυρίδων Λάζαρης. Ὁ πατέρας τοῦ ἦταν δάσκαλος καὶ ἡ οἰκογένειά του πολύτεκνη. Ἀπὸ μικρὸς ὁ ἴδιος χαρακτηριζόταν γιὰ τὴν ἠρεμία τοῦ χαρακτήρα του καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Δὲν μπόρεσε νὰ μορφωθεῖ γιατί ὁ πατέρας τοῦ ἔλειπε στὸν πόλεμο καὶ ὁ ἴδιος βοηθοῦσε τὴ μητέρα του στὶς ἀγροτικὲς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ.
Ὅταν ἐκπλήρωσε τὴ στρατιωτική του θητεία, θέλησε νὰ πάει στὸ Ἅγιο Ὅρος, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὸν τρόπο. Μὲ τὴν καθοδήγηση, ὅμως, ἑνὸς νέου ἔφτασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου. Ἐκεῖ ὁ συνοδὸς τοῦ τοῦ εἶπε: “Ἐδῶ, θὰ μείνεις, Σπύρο. θὰ γίνεις μοναχός, θὰ κάνεις ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ στὸ γέροντα” κι ἀμέσως ἐξαφανίστηκε. Ὁ Σπύρος κατάλαβε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἄγγελο Κυρίου, παρέμεινε στὸ μοναστήρι καὶ σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Χαρίτων.
Ἕνα βράδυ ὁ ἡγούμενος λέει στὸ μοναχὸ Χαρίτωνα νὰ διαβάσει τὴν Ἐνάτη. Ἐκεῖνος, καθὼς ἦταν ἀγράμματος, προσπάθησε νὰ διαβάσει, ἀλλὰ εἶχε μεγάλη δυσκολία. Ὁ ἡγούμενος ἀγανάκτησε καὶ τὸν ἐδίωξε λέγοντάς του ἐπιτιμητικὰ νὰ πάει στὸ κελλί του. Τὸ ἴδιο βράδυ, ἐνῶ προσευχόταν, ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία καὶ τὸν βοήθησε νὰ μάθει τὸ ψαλτήρι ἀπὸ μνήμης.
Ἕνα καλοκαίρι ἐργαζόταν στὸν κῆπο τῆς Μονῆς. Βλέποντας μία συκιὰ καὶ ἐπειδὴ πεινοῦσε, ἀνέβηκε στὸ δένδρο, γιὰ νὰ φάει σύκα. Στὸ Ἅγιο Ὅρος οἱ μοναχοὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τρῶνε τίποτε ἐκτὸς τραπέζης, γιατί θεωρεῖται λαθροφαγία. Ἔφαγε μερικὰ σύκα, ἀλλὰ γλίστρησε καὶ ἔπεσε ἀπὸ τὸ δέντρο. Ἂν καὶ εἶχε πέσει ἀπὸ τὸ πρωί, οἱ ἄλλοι μοναχοὶ ἀφοῦ τὸν ἀναζήτησαν, τὸν βρῆκαν μόνο τὸ ἀπόγευμα στὸ περιβόλι πεσμένο κάτω νὰ πονάει πολύ. Τὸν ἔβαλαν πάνω σὲ μία πόρτα καὶ τέσσερα ἄτομα μαζὶ – καθὼς ἦταν σωματώδης – τὸν μετέφεραν στὸ κελλί του. Ὅπως διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Ἐνῶ βρισκόμουν στὸ κρεβάτι καὶ πονοῦσα, ἀπέναντι ἔβλεπα τὸ παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ τοὺς παρακαλοῦσα νὰ μὲ βοηθήσουν. Ἐμφανίζονται τότε δύο γιατροὶ μὲ λευκὲς μπλοῦζες καὶ προσπάθησαν νὰ βάλουν τὸ πόδι μου στὴν θέση του. “-Τράβα Κοσμά”, ἔλεγε ὁ ἕνας. “-Κράτα ἀπὸ ἐδῶ Δαμιανέ”, ἔλεγε ὁ ἄλλος. Καὶ σὲ πέντε λεπτὰ οἱ πόνοι ἐξαφανίστηκαν καὶ ἔγινα καλά»!
Στὸ μοναστήρι βρίσκονταν τότε πέντε νέοι μοναχοὶ καὶ ἕνας ἡλικιωμένος γέροντας. Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς σκέφτηκαν ὅτι θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἀλλάξουν τὸν γέροντα. Τὸ ἔμαθε ὁ γέροντας καὶ ζήτησε τὴν ἀπομάκρυνσή τους. Μὲ τὴ συνοδεία τῆς ἀστυνομίας ὁ μοναχὸς Χαρίτων ἐκδιώχθηκε στὴ Μονὴ Χιλανδαρίου. Ἐκεῖ εἶχε πάρα πολλὲς δυσκολίες καὶ πέρασε ἀρρώστιες, ποὺ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἔρθει στὸν κόσμο. Πῆγε, λοιπόν, στὸν Γέροντα Πορφύριο, ὁ ὁποῖος τὸν συμβούλευσε νὰ πάει στὴν ἐρειπωμένη Μονὴ Δαδίου στὴ Φθιώτιδα. Ἐκεῖ βρῆκε μόνο ἀρουραίους, φίδια καὶ ἄγρια ζῶα. Ὁ Γέροντας Πορφύριος τοῦ ὑπέδειξε: «Κάθισε ἐδῶ, κᾶνε ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ βοηθήσει».
Ἀμέσως ἐπιδόθηκε στὴν ἀνασύσταση τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἔγινε στὴ συνέχεια γυναικεία. Ὁ τότε Μητροπολίτης Φθιώτιδος Ἀμβρόσιος ἐξετίμησε τὸν γέροντα καὶ τὸν ἔκανε ἱερομόναχο, δίνοντάς του, μάλιστα, τὸ δικό του ὄνομα.
Κάποτε χτύπησε τὸ πόδι του, πῆγε στὸ νοσοκομεῖο, ὅπου του ἔβαλαν πλατίνα στὸ γοφό. Πονοῦσε, ὅμως, πολύ. Ὁ τότε Μητροπολίτης Ἐλβετίας Δαμασκηνὸς τὸν πῆρε στὴν Ἐλβετία νὰ τὸν δοῦνε ἐκεῖ οἱ γιατροί. Ἐκεῖ διαπιστώθηκε ὅτι στὴν πρώτη ἐπέμβαση, τοῦ ἔβαλαν 1 ἑκατοστὸ πλατίνα μεγαλύτερη μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χρειαστεῖ νέο χειρουργεῖο, γιὰ νὰ μειώσουν τὴν πλατίνα. Ὅταν ἔγινε αὐτὸ καὶ ἑτοιμαζόταν γιὰ ἐξιτήριο, τοῦ ζητήθηκαν γενικὲς ἐξετάσεις, τὶς ὁποῖες ἔκανε. Τότε, βρέθηκε στὸν ἀριστερό του νεφρὸ πέτρα μεγάλη ὅσο ἕνα πορτοκάλι καὶ ἔτσι παρέμεινε γιὰ νέα ἐγχείριση.
Διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Ἐνῶ ἤμουν μόνος στὸ δωμάτιο, ἐμφανίστηκε ἕνας μοναχός. Βγήκαμε, λοιπόν, μαζὶ στὸ μπαλκόνι καὶ καθίσαμε γιὰ νὰ μιλήσουμε. Κάπου 15 λεπτὰ μιλούσαμε καὶ τοῦ εἶπα γιὰ τὰ χειρουργεῖα καὶ γιὰ τὸν λίθο στὸ νεφρό. Τότε ὁ μοναχός μου εἶπε: ’’Εἶμαι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ ἦρθα νὰ σὲ δῶ. Ἤμουν καὶ ἐγὼ φιλάσθενος καὶ παρέδωσα τὴν ψυχή μου στὸ «Ἀρεταίειο» νοσοκομεῖο. Ἄντεξα τὶς συκοφαντίες καὶ τὴν ἀσθένεια, κάνοντας ὑπομονή. Ὁ Θεός μου ἔδωσε χάρη μεγάλη γιὰ τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔκανα’’. Μετὰ μὲ ἄγγιξε καὶ ἔφυγε. Ὅταν ἔφυγε ὁ Ἅγιος Νεκτάριός μου ἦρθε διάθεση οὔρησης καὶ οὔρησα σὲ ἕνα μικρὸ λεκανάκι Τότε βγῆκε μαζὶ μὲ τὰ οὔρα καὶ μία πέτρα σὲ μέγεθος μικροῦ πορτοκαλιοῦ. Τότε μὲ μία χαρτοπετσέτα τὴν πῆρα καὶ τὴν ἔβαλα στὸ συρτάρι τοῦ κομοδίνου.
Τὴν ἑπόμενη θὰ γινόταν ἡ ἐγχείριση. Ἔρχεται ὁ Ἐλβετὸς γιατρὸς καὶ μοῦ λέει: «Ἑτοιμάσου γιὰ τὸ χειρουργεῖο». Ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ὅτι δὲν χρειάζομαι χειρουργεῖο. Ἄνοιξα τὸ συρτάρι καὶ τοῦ ἔδειξα τὴν πέτρα. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ γιατρός, εἶπε· «Ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχετε ζωντανὴ πίστη, ἐμεῖς τὴν νοθεύσαμε”. Τὸ χειρουργεῖο δὲν ἔγινε καὶ ἢ πέτρα παρέμεινε στὸ γραφεῖο τοῦ Ἐλβετοῦ γιατροῦ, γιὰ χρόνια πολλά».
Τοῦ ἄρεζε ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἀφάνεια, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπέκτησε μεγάλη συνοδεία ἀπὸ μοναχές. Μάλιστα, οὔτε στὸ χωριό, στὸ Δαδί, τὸν ἤξεραν καλὰ καλά. Καὶ ἐκεῖ δὲν κατέβαινε παρὰ σπάνια. Ἦταν στὸ Μοναστήρι, ἔκανε πρακτικὲς ἐργασίες, ἦταν ὁ ἐφημέριος της Μονῆς καὶ ἀσχολήθηκε πολὺ μὲ τὴν εὐχή. Εἶχε ὅμως μεγάλη χάρη. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἐγὼ ἀγράμματος ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἔρχονται ἐδῶ τόσοι ἄνθρωποι μορφωμένοι, καθηγητὲς πανεπιστημίου, καὶ ἀνοίγει ὁ νοῦς μου καὶ τοὺς λέω τόσα πράγματα, ποὺ ἀπορῶ πὼς τὰ λέω».
Κοιμήθηκε τὴν ἴδια μέρα, ἀκριβῶς 15 χρόνια μετά, ποὺ κοιμήθηκε ὁ Γέροντας Πορφύριος, στὶς 2 Δεκεμβρίου 2006, σὲ ἡλικία 92 ἐτῶν.
3. Γέρων Κλεόπα Ἡλίε
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σούλιτσα τοῦ νομοῦ Botosani τῆς Ρουμανίας στὶς 10 Ἀπριλίου τοῦ 1912 καὶ βαπτίσθηκε Κωνσταντῖνος. Ὅπως ἀνέφερε ὁ ἴδιος, οἱ γονεῖς τοῦ ἦταν ζωντανὸ παράδειγμα χριστιανικῆς ζωῆς καὶ τὸ σπίτι τοὺς ἦταν μία κὰτ΄ οἶκον ἐκκλησία. Έτσι, τὰ πέντε ἀπὸ τὰ δέκα παιδιὰ τῆς οἰκογένειάς του ἀκολούθησαν τὸ μοναχικὸ βίο.
Ὅταν ἦταν νεογέννητος, ἀρρώστησε σοβαρά. Ἐπειδὴ δύο ἄλλα ἀδέλφια τοῦ εἶχαν ἤδη πεθάνει σὲ νηπιακὴ ἡλικία, ἡ μητέρα τοῦ τὸν πῆγε στὸν ἐρημίτη Κόνωνα Georgescu, πνευματικὸ στὴν Cozancea καὶ μὲ τὴ βοήθειά του ἡ Παναγία θεράπευσε τὸν μικρὸ Κωνσταντῖνο.
Τὸ 1929 εἰσῆλθε μαζὶ μὲ ἕναν ἀκόμη ἀδελφό του στὴν Ἱερὰ Σκήτη Sihastria, ὅπου μόναζε ἤδη ἕνας μεγαλύτερος ἀδελφός τους. Ἀρχικὰ στάλθηκε στὴ βοσκὴ τῶν προβάτων τῆς σκήτης, διακόνημα ποὺ τὸν γέμιζε μὲ μεγάλη πνευματικὴ χαρά. Ἀφοῦ ὑπηρέτησε τὴ στρατιωτική του θητεία (1935-1937), ἐκάρη μοναχὸς στὴν ἴδια σκήτη.
Ὁ ζῆλος του στὶς ἐργασίες τῆς σκήτης ὁδήγησε τὸ γηραιὸ ἡγούμενό της νὰ τὸν διορίσει ἀναπληρωτὴ ἡγούμενο τὸ 1942, ἐνῶ τὸ 1944 ἐξελέγη ἡγούμενος. Στὰ τέλη τοῦ ἴδιου ἔτους χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ ἑπόμενου, πρεσβύτερος. Ἀμέσως ἐπιδόθηκε στὴν ἀνακαίνιση τῆς σκήτης καὶ τὸ 1947 μόλις, πέτυχε τὴν ἀνύψωσή της ἀπὸ ἑξαρτηματικὴ σὲ ἀνεξάρτητη Μονή.
Μὲ τὴν ἄνοδο τῶν κομμουνιστῶν στὴν ἐξουσία, συνελήφθη καὶ ἀνακρίθηκε γιὰ 5 ἡμέρες στὸ Targu Neamt, ἀλλὰ πολὺ σύντομα ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὰ προβλήματα μὲ τὶς ἀρχὲς κρύφτηκε σὲ μία ξύλινη καλύβα βαθιὰ στὸ δάσος, 6 χλμ. μακριὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Σὲ 6 μῆνες ὅμως ἐπανῆλθε στὴ θέση του.
Μὲ ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχη Ἰουστινιανοῦ μεταφέρεται στὶς 30 Αὐγούστου 1949 μαζὶ μὲ 30 μοναχοὺς ἀπὸ τὴ Μονὴ Sihastria στὴ Μονὴ Slatina-Suceava καὶ γίνεται ἡγούμενός της, καθιστώντας τὴ σύντομα στὸ πιὸ ὀργανωμένο μοναστήρι τῆς Ρουμανίας. Τὰ προβλήματα μὲ τὸ καθεστὼς ὅμως δὲν ἔλειψαν. Ἀντιμετωπίζοντας διαρκεῖς ἔρευνες καὶ συλλήψεις, ἀναγκάστηκε  νὰ ζήσει σὲ σκληρὲς συνθῆκες στὰ βουνὰ Stanisoarei μαζὶ μὲ τὸν ἱερομόναχος Ἀρσένιο Papacioc. Τελικὰ θὰ ἐπιστρέψει τὸ 1956 στὴ Sihastria.
Τὸ 1959 ψηφίστηκε εἰδικὸ διάταγμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὰ μοναστήρια πάνω ἀπὸ 4000 μοναχοὶ καὶ μοναχές. Ὁ ἴδιος πιέστηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς νὰ ἀποβάλει τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ νὰ περιοριστεῖ στὸ σπίτι του. Ὅπως πολλοὶ ἄλλοι μοναχοί, ἀρνήθηκε καὶ ἀποσύρθηκε -γιὰ τρίτη φορὰ- στὰ βουνὰ τῆς Μολδαβίας.
Τὸ 1964 ἡ πολιτικὴ ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία ἔγινε ἠπιότερη, ὅποτε μπόρεσε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μονή. Παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ 34 χρόνια ὡς πνευματικὸς τῶν μοναχῶν καὶ πολλῶν λαϊκῶν ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ ὅλη τὴ χώρα καὶ τὸ ἐξωτερικό, γιὰ πνευματικὴ καθοδήγηση.
Κοιμήθηκε ὀσιακὰ στὶς 2 Δεκεμβρίου 1998. Στὰ τέλη τοῦ 2005, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας πληροφόρησε τοὺς πιστοὺς ὅτι ἔχει ἀρχίσει νὰ μαζεύει στοιχεῖα γιὰ τὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη τοῦ μακαρίου Γέροντος Κλεόπα – ἤδη ἁγίου στὴν συνείδηση πάρα πολλῶν πιστῶν.
4. Γέρων Ἐλπίδιος Νεοσκητιώτης
Γεννήθηκε τὸ 1913 στὴ Λευκωσία καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀλέξανδρος. Ἤταν διδυμος ἀδελφός του Ιερομαρτυρος Φιλουμένου, ποὺ μαρτύρησε τὸ 1979 στὴν Παλαιστίνη.
Τὰ δύο ἀδέλφια εἶχαν μάθει ἀπὸ νωρὶς τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη πατερικῶν βιβλίων. Κάποτε ἐντυπωσιάστηκαν τόσο πολὺ ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου καὶ σὲ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν ἔφυγαν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους γιὰ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου. Μέσα στὸ πνευματικὰ ἀνθηρὸ κλίμα τῆς Μονῆς καὶ ὑπὸ τὴ φωτισμένη καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ π. Κυπριανοῦ, μυήθηκαν στὸ πνεῦμα τῆς ἀνατολικῆς μοναστικῆς παράδοσης.
Τὸ αὐστηρὸ πρόγραμμα τῆς Μονῆς κλόνισε ὅμως ἐπικίνδυνα τὴν ὑγεία τους καὶ μετὰ ἀπὸ 6 χρόνια πῆγαν στὴν Παλαιστίνη καὶ ἔγιναν τακτικὰ μέλη τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος. Τὸ 1937 ὁ π. Ελπίδιος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 1940 πρεσβύτερος, ἐνῶ τὸ ἴδιο διάστημα ὁλοκλήρωσε τὴν ἐγκύκλιο παιδεία του. Ὑπηρέτησε σὲ πολλὲς θέσεις τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων (Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου, Τιβεριάδα, Πατριαρχικὸς Ἔξαρχος στὴ Ναζαρέτ, ὅπου ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου).
Τὸ 1947 προσελήφθη στὴν ὑπηρεσία τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καὶ ἀπεστάλη γιὰ μία πενταετία στὴ Μοζαμβίκη. Κατόπιν ἔζησε στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ Πτυχίο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου (1952-1956). Ἀπὸ τὸ ἑπόμενο ἔτος ὑπηρέτησε ὡς προϊστάμενος τοῦ Ι.Ν. Ἁγίων Πάντων Λονδίνου, ἐνῶ συγχρόνως παρακολούθησε μαθήματα Ἑρμηνείας Καινῆς Διαθήκης καὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στὸ Βασιλικὸ Κολλέγιο. Τὸ 1959 διορίσθηκε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας Ἔξαρχος τοῦ Θρόνου, πρῶτα στὴν Ὀδησσὸ καὶ κατόπιν στὴν Ἑλλάδα. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις καὶ προτροπές, ἐπανῆλθε στὴν πατρίδα του ὡς ἱεροκήρυκας τῆς Ἐπαρχίας Πάφου καὶ μετὰ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Μαχαιρά.
Δὲν ἔμεινε ὅμως καὶ ἐκεῖ γιὰ πολύ. Ἔτσι, ἐπέστρεψε εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνέλαβε τὴν ἐφημερία τοῦ θεραπευτηρίου τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ γιὰ 6 χρόνια. Ὁ ζῆλος καὶ ἡ διακονία τοῦ παρέμειναν γιὰ πολλὰ χρόνια στὴ μνήμη τῶν ἀσθενῶν καὶ τοῦ προσωπικοῦ.  Το βαθὺ πνευματικό του ἔργο συνεχίστηκε κατόπιν στὸν Ι.Ν. Ἁγίας Τριάδος Ἀμπελοκήπων ὅπου μετετέθη. Στὸ μεταξύ, σπούδασε καὶ στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου.
Ὅταν, τέλος, ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ ὑπηρεσία, πραγματοποίησε αὐτὸ ποὺ γιὰ δεκαετίες διακαῶς ἐπιθυμοῦσε: τὴν ἀμεριμνησία τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Ἀσκήτευσε, ἔτσι, στὴ Νέα Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὕστερα ἀπὸ ἐνύπνια ὑπόδειξη τῆς Παναγίας.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του δὲν παρέλειψε ποτὲ τὰ μοναχικά του καθήκοντα. Ἀπὸ μαθητὴς ἀκόμα, συνήθιζε νὰ ἀπομονώνεται τελώντας τὶς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου. Κάποτε, μάλιστα, ὅταν στὸ νοσοκομεῖο διογκώθηκαν οἱ ὑποχρεώσεις του, ζητοῦσε μέσα στὴν ἁπλότητά του ἀπὸ τὴν ἀδελφή του καὶ τοὺς ἀνεψιούς του νὰ διαβάζουν ἀπὸ ἕνα μικρὸ κομμάτι τῆς ἀκολουθίας του, ἐνῶ ἀπὸ τὰ πνευματικά του τέκνα (ἰδίως τὶς ἀδελφὲς νοσοκόμες), νὰ κάνουν λίγες μετάνοιες, γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ ὁ κανόνας του.
Στὸ ἁγιορείτικο κελλί του, πάλι, συνήθιζε νὰ διαβάζει παρακλήσεις γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ἐξορκισμοὺς καὶ εὐχὲς γιὰ ὅλους τους μοναχούς της Σκήτης καὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Στὶς μετακινήσεις τοῦ ἤθελε νὰ ταξιδεύει μόνος του γιὰ νὰ λέει ἀπερίσπαστος τὴν εὐχή.
Οἱ συνασκητὲς τοῦ διηγοῦνται ὅτι γνώριζε μὲ λεπτομέρειες τὸ μαρτύριο τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλουμένου εἰς τὴν Παλαιστίνην, καθὼς ἄκουγε τοὺς δαρμούς του καὶ τὸν ἴδιο νὰ τοῦ φωνάζει, «ἀδελφέ μου, μὲ σκοτώνουν!». Ἄλλοτε εὐλόγησε τὸ λιγοστὸ φαγητὸ μίας φτωχῆς οἰκογένειας καὶ αὐτὸ ὑπερπερίσσευσε. Θαύματα διηγοῦνται, ἀκόμη, καὶ κατὰ τὴ θητεία του στὸν Ἐρυθρὸ Σταυρό.
Προτίμησε πάντοτε τὴ ζωὴ τῆς ἀφάνειας καὶ τῆς διάκρισης καὶ ποτὲ δὲν προκάλεσε κανέναν. Ὅταν στὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἀρρώστησε βαριά, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἀνέπαυε ὅσους ἀδελφοὺς τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ τὸν ἀναπαύσουν. Κοιμήθηκε στὶς 2 Δεκεμβρίου 1983.
Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχὴ ὅλων τους!

1 σχόλιο:

  1. Ο κ. Νικόλαος Σωτηρόπουλος σε συνέντευξη ομιλεί για προσωπικές εμπειρίες που είχε από τον μακαριστό Γέροντα Πορφύριο

    http://niksothropoulos.wordpress.com/2012/06/07/%ce%bf-%ce%ba-%ce%bd%ce%b9%ce%ba%cf%8c%ce%bb%ce%b1%ce%bf%cf%82-%cf%83%cf%89%cf%84%ce%b7%cf%81%cf%8c%cf%20%20%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%82-%cf%83%ce%b5-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%ad%ce%bd%cf%84%ce%b5%cf%85-2/

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.