21 Νοε 2012

Τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ ἀδύνατόν τῆς «Χειροτονίας -Ἱεροσύνης τῶν Γυναικὼν»

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Αγγελακοπουλος εφημεριος Ι. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτισσης Πειραιῶς
Ἐν Πειραιεί  9-11-2012 
Ἡ εἴσοδος τῆς Κυρίας Θεοτόκου στὸ νομικὸ ναὸ προξενεῖ στοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἑορτὴ θαυμασία καὶ παγκόσμια, ἐπειδὴ αὐτὴ ἔγινε μὲ παράδοξο τρόπο καὶ εἶναι ἕνα προοίμιο τοῦ μεγίστου καὶ φρικτοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὸ ὁποῖο διὰ μέσου της Θεοτόκου ἐπρόκειτο νὰ γίνει στὸν κόσμο. Ἔλαβε δὲ τὴν ἀφορμὴ ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων ἀπὸ τὴν ἑξῆς ὑπόθεση. Ἡ παναοίδιμος ἁγία Ἄννα, ἐπειδὴ ὅλη σχεδὸν τὴ ζωὴ τῆς πέρασε στείρα, χωρὶς νὰ γεννήσει παιδί, παρακαλοῦσε τὸν Δεσπότη τῆς φύσεως μαζὶ μὲ τὸν ἄνδρα της, τὸν ἅγιο Ἰωακείμ, νὰ χαρίσει σ’αὐτοὺς παιδὶ καί, ἂν ἐπιτύγχαναν τοῦ ποθουμένου, εὐθὺς θὰ ἀφιέρωναν στὸν Θεὸ τὸ παιδί, ποῦ θὰ γεννοῦσαν. Καί, λοιπόν, γέννησε ἡ ἁγία Ἄννα παραδόξως, ἐξ ἐπαγγελίας καὶ μετὰ σπέρματος ἀνδρός, αὐτὴν ποῦ ἔγινε πρόξενος τῆς σωτηρίας τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, τὴν καταλλαγὴ καὶ συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν αἰτία τῆς ἀναπλάσεως, τῆς ἐγέρσεως καὶ τῆς θεώσεως τοῦ πεσόντος Ἀδάμ, δήλ. αὐτὴ τὴν Ὑπεραγία καὶ Δέσποινα Θεοτόκο Μαρία. Γι’αὐτό, ὅταν αὐτὴ ἔγινε τριῶν...
χρονῶν, τὴν πῆραν οἱ γονεῖς της καί, ἀφοῦ συγκέντρωσαν τὶς παρθένες τῆς γειτονιᾶς, οἱ ὁποῖες λαμπαδοφορώντας συνόδευαν τὴν Παρθένο, τὴν προσέφεραν κατὰ τὴν σημερινὴ ἡμέρα στὸ ναό. Καί, ἐκπληρώνοντας τὶς ὑποσχέσεις τους, ἀφιέρωσαν τὴν κόρη τους στὸν Θεό, ποῦ τοὺς τὴν χάρισε. Γι’αὐτὸ τὴν παραδίδουν στοὺς ἱερεῖς καὶ μάλιστα στὸν τότε ἀρχιερέα προφήτη Ζαχαρία, τὸν πατέρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ ἐγκωμιάζει τόσο τὴν Παρθένο ὅσο καὶ τοὺς γονεῖς της, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, ἡ ὁποία, ἀπευθυνομένη στὸν προφήτη Ζαχαρία, τοῦ εἶπε: «Δέξου, Ἀρχιερεῦ, τὴν κόρη μου, μᾶλλον τὴν κόρη τοῦ Θεοῦ. Δέξου τὴν καθαρὰ καὶ ἀμόλυντη καὶ ὑψηλοτέρα του οὐρανοῦ. Βάλ’τὴν στὸ Ναό, ἐπειδὴ αὐτοῦ πρέπει νὰ κατοικεῖ. Ναὸς Θεοῦ εἶναι, σὲ Ναὸ τῆς ταιριάζει νὰ κατοικεῖ. Ἁγία εἶναι, σὲ καθαρὸ τόπο βάλ’τὴν. Στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ παράδωσε τὴν. Σὲ τόπο ἅγιο πρόσθεσε τὴν, γιὰ ν’ἁγιάσει. Πάρε, Ζαχαρία, τὴν κόρη μου καὶ ἀφιέρωσε τὴν στὸ Ναό, γιατί ἔτσι τάξαμε». Σὰν ἄκουσε ὁ Ζαχαρίας ὅτι τὴν εἶχαν ταμμένη στὸν Θεό, τὴν πῆρε νὰ τὴν πάει στὸ Βῆμα. Ἐκεῖ μέσα ἦταν ἡ στάμνος τοῦ Μωϋσέως, ποῦ κάποτε εἶχε τὸ μάννα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρῶν, τὸ χρυσὸ θυμιατήριο, οἱ πλάκες, ποῦ ἦταν γραμμένος ὁ νόμος. Μόλις μπῆκε ἡ Παναγία, ἔπεσαν ὅλα καὶ τὴν προσκύνησαν. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Ζαχαρίας τὴν παρέλαβε, τὴν ἔβαλε στὸ ἐνδότατό του ναοῦ, ὅπου ἔμπαινε μόνος του ὁ ἀρχιερεὺς μία φορὰ τὸν χρόνο. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε κατὰ βούλησιν Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο σὲ λίγο νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ αὐτή, γιὰ τὴν διόρθωση καὶ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Μερικοὶ ὑποστήριξαν λανθασμένως ὅτι στὸ ναὸ ὑπῆρχε χωρισμένος τόπος, ὅπου ἔμεναν μόνο οἱ παρθένες, καὶ μαζὶ μ’αὐτὲς ἔμενε καὶ ἡ Θεοτόκος. Οἱ μὲν ἄλλες παρθένες ἔβγαιναν μετὰ τὴν ἀπόλυση καὶ πήγαιναν στὰ σπίτια τους, μόνο δὲ ἡ Θεοτόκος προσκαρτεροῦσε στὸ ναό. Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶναι ἐσφαλμένη, διότι ἡ Θεοτόκος εἰσῆλθε ὄχι στὸν οἶκο τῶν παρθένων, ἀλλὰ σ’αὐτὰ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ ἐκεῖ ἔμεινε τρεφομένη ἀπὸ τὸν ἄγγελο. Καὶ ἂν αὐτὸ φαίνεται ἄτοπο, τὸ νὰ εἰσέλθει δήλ. γυναίκα στὸ ἐνδότατό του ναοῦ, αὐτὸ τὸ φαινομενικὰ ἄτοπο τὸ διόρθωσε ὁ Ζαχαρίας, λέγοντας στὸ λαὸ ὅτι ὁ Θεὸς δείχνει στὸ Λογεῖο, ποῦ ἦταν κρεμασμένο μπροστά του, ὅτι θέλει νὰ μπεῖ ἡ Παρθένος μέσα σ’αὐτὰ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ ἔτσι ἔπεισε τὸν λαὸ νὰ δεχθεῖ νὰ βάλει τὴν Παρθένο ἐκεῖ. Ἀφοῦ, ὅμως, ἡ Κυρία Θεοτόκος γέννησε τὸν Κύριο, ὁ Ζαχαρίας τὴν συναρίθμησε μὲ τὶς παρθένες, ποῦ προσκαρτεροῦσαν στὸ ναό, ἐπειδὴ ἦταν Παρθένος καὶ μετὰ τόκον, γι’αὐτὸ καὶ φονεύθηκε.
Ἐκεῖ, λοιπόν, ἡ Παρθένος διέμεινε δώδεκα χρόνια, τρεφομένη μὲν ξενοπρεπῶς ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ μὲ οὐράνια τροφή, ἀξιουμένη δὲ τῆς ἐμφανείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ὁμιλίας μὲ τοὺς Ἀγγέλους, ἕως ὅτου πλησίασε ὁ καιρὸς τοῦ θείου Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῶν οὐρανίων καὶ ὑπερφυσικῶν ἐκείνων μηνυμάτων, τὰ ὁποία ἐμήνυαν ὅτι ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ σαρκωθεῖ ἀπ’αὐτὴ φιλανθρώπως, γιὰ ν’ἀναπλάσει τὸν κόσμο, ποῦ εἶχε φθαρεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τότε ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ ἐξῆλθε ἀπὸ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, παραδόθηκε στὸν μνήστορα ἅγιο Ἰωσήφ, γιὰ νὰ ὑπάρξει ἐκεῖνος φύλακας καὶ μάρτυς τῆς παρθενίας της καὶ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ στὸν ἄσπορο τόκο της καὶ στὴ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο καὶ στὴν ἐπάνοδο στὴ γῆ τοῦ Ἰσραὴλ[1].
Θὰ θέλαμε νὰ κάνουμε ἕνα μικρὸ σχόλιο σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν ξενοπρεπῆ, οὐράνια τροφὴ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἔχουμε πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου : «οὐκ ἐπ’ἄρτω μόνο ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐν παντὶ ρήματι ἐκπορευομένω διὰ στόματος Θεοῦ»[2], δήλ. ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ζεῖ μὲ ἄρτο μόνο, ἀλλὰ καὶ μὲ κάθε λόγο, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ διαφαίνεται ἡ σχέση σωματικῆς καὶ πνευματικῆς τροφῆς. Καὶ οἱ δύο εἶναι ἀπαραίτητες καὶ ἀναγκαῖες, γιὰ νὰ τραφεῖ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή. Τὴν ἀνωτερότητα, ὅμως, καὶ τὴν ὑπεροχὴ στὴν ἱεράρχηση κατέχει ἡ πνευματικὴ τροφή. Ὅταν δὲ ὁ Θεὸς πεῖ, ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καὶ χωρὶς σωματικὴ τροφή, ὅπως αὐτὸ συνέβη καὶ συμβαίνει στὴ ζωὴ ἁγίων ἀσκητῶν. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ μία ἀπάντηση, μία λύση διεξόδου, μπροστὰ στὴν παγκόσμια οἰκονομικὴ κρίση, ποὺ μαστίζει τὸν κόσμο, ἡ ὁποία οὐσιαστικὰ εἶναι κρίση βαθύτατα πνευματικὴ καὶ ἠθική, ποὺ ἑδράζεται στὴν ἀπιστία, τὴν ἀθεΐα, τὴν ἀποστασία ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀμετανοησία, μέσα στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας πάρα πολλοὶ συνάνθρωποί μας στεροῦνται ἀκόμη καὶ τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ τῆς σωματικῆς τροφῆς. Ὅτι δήλ. ὀφείλουμε νὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας καὶ τὴν φροντίδα μᾶς περισσότερο στὴν πνευματικὴ τροφὴ τῆς ψυχῆς. Ἂν κάποιος εἶναι τακτοποιημένος κατὰ τὸ δυνατὸν ὡς πρὸς τὰ πνευματικὰ μὲ τὴν ἀκρόαση, μελέτη καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ θείου λόγου, τοῦ θείου θελήματος, μὲ μυστηριακὴ ζωὴ δήλ. μὲ συχνὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, μετάνοια, ἐξομολόγηση, ἐκκλησιασμὸ καὶ θεία Κοινωνία, τότε δὲν ἔχει νὰ φοβᾶται σὲ τίποτε τὴν ἔλλειψη τῆς σωματικῆς τροφῆς. Γιατί ἡ ἔλλειψη τῆς πνευματικῆς τροφῆς, ὁ πνευματικὸς λιμὸς εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότερος ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς σωματικῆς τροφῆς, τοῦ σωματικοῦ λιμοῦ. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει : «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι. Φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννη»[3]. Δήλ.  μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ τοὺς διῶκτες, οἱ ὁποῖοι θανατώνουν τὸ σῶμα, δὲν ἔχουν ὅμως τὴν δύναμη νὰ θανατώσουν τὴν ψυχή. Ἀλλά, νὰ φοβηθεῖτε περισσότερο τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ καταδικάσει στὴν ἀπώλεια τῆς κολάσεως καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ σωματικοῦ λιμοῦ, τῆς ἐλλείψεως τῆς σωματικῆς τροφῆς, καὶ πάλι ὁ Χριστὸς ἔχει δώσει τὴν λύση στὸ ἐρώτημα-ἀπορία πῶς θὰ τρεφόμαστε μὲ θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις. Στὴν Π.Δ. ἔδωσε τὸ μάννα στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ στὴν Αἴγυπτο. Στὸν προφήτη Ἠλία ἔστειλε τὸ κοράκι, ποὺ τοῦ μετέφερε κρέας. Στὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου ἔστειλε τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε τὴν Παναγία μὲ οὐράνια τροφή. Ἀλλὰ καὶ στὴν Κ.Δ. ὁ ἴδιος Χριστὸς ἐπετέλεσε τὸ θαῦμα πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων καὶ τῶν ἰχθύων. Τὰ πάντα μπορεῖ νὰ καταφέρει ὁ Θεός, φτάνει ἐμεῖς νὰ καταφάσκουμε συνεχῶς, νὰ συνεργαζόμαστε, νὰ ἔχουμε ἀπόλυτη πίστη στὴν θεία πρόνοιά Του.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρεται στὴν Παναγία ὡς ἠσυχάστρια, στηριζόμενος στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὅλα τὰ δώδεκα χρόνια, ποῦ πέρασε ἡ Παναγία μέσα στὸ ναό, ἀπὸ τὰ Εἰσόδια μέχρι τὸν Εὐαγγελισμό, ἔζησε ἡσυχαστικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή, ὡς ἡ πρώτη ἠσυχάστρια καὶ ἀσκήτρια. Ἦταν τόσο πολὺ ἀφιερωμένη στὸ ἔργο τῆς προσευχῆς, ὥστε βαθούλωσαν τὰ μάρμαρα τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὶς πολλὲς γονυκλισίες, ποῦ ἔκανε.
Ἐπίσης, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ἡ Θεοτόκος, βρισκομένη δώδεκα χρόνια στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ἄκουγε τὶς θεῖες Γραφές, δήλ. τὴν Π.Δ., ποῦ διαβάζονταν στὸ ναὸ κατὰ τὶς ἀκολουθίες καὶ ἀπὸ ἐκεῖνες ἔμαθε τὴν παράβαση καὶ τὸ ὀλίσθημα τῶν Προπατόρων καὶ τὶς προφητεῖες περὶ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ τοῦ Υἱοῦ τῆς[4].
Ὅπως ὅλες οἱ Δεσποτικὲς καὶ Θεομητορικὲς ἑορτὲς ἔχουν ἀντίκτυπο καὶ προσφέρουν πολλὰ διδάγματα εἰς πνευματικὴν ὠφέλειαν ἠμῶν τῶν Χριστιανῶν, ἔτσι καὶ ἡ Θεομητορικὴ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων. Οἱ ἅγιοι Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τρία εἴδη εἰσόδου τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ πρῶτο εἶδος εἰσόδου εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐπίγεια ζωὴ μὲ τὴν φυσική, βιολογική του γέννηση. Αὐτὴ ἡ εἴσοδος λέγεται νυκτερινὴ εἴσοδος, διότι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται μέσα στὴν ἁμαρτία. Ὁ προφητάναξ Δαβίδ, ἀναφερόμενος σ’αὐτὴ τὴ εἴσοδο, λέει χαρακτηριστικὰ στὸν Ν΄ (50ό) ψαλμό: «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μὲ ἡ μήτηρ μου». Τὸ δεύτερο εἶδος εἰσόδου εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ μὲ τὴν διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος γέννηση. Ἡ εἴσοδος αὐτὴ λέγεται φώτισμα. Τέλος, τὸ τρίτο εἶδος εἰσόδου εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου στὰ πραγματικὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, δήλ. στὴν ἐπουράνιο καὶ αἰώνιο Βασιλεία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς ἀξίας μεταλήψεως τοῦ Τιμίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ὁποία λαμβάνει τὴν πρόγευση καὶ τὸν ἀρραβώνα τῆς Βασιλείας, καὶ διὰ τῆς καθολικῆς Ἀναστάσεως στὴ Β΄ Παρουσία, μὲ τὴν ὁποία μετέχει στοὺς γάμους τῆς Βασιλείας.  
Ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων εἶναι ὄντως ἕνα καινοφανὲς καὶ μὴ ἐπαναλαμβανόμενο γεγονὸς στὴν ἱστορία. Καινοφανὲς μὲν γιατί πρώτη φορὰ ἐπετράπη σὲ γυναίκα νὰ εἰσέλθει στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, μὴ ἐπαναλαμβανόμενο δὲ διότι δὲν ἐπετράπη ἔκτοτε νὰ εἰσέρχεται γυναίκα στὸ Ἅγιο Βῆμα, τὸ Ἱερό. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτὴ μάλιστα ἔχει πάρει ἄκαμπτο συνοδικὸ χαρακτήρα μὲ ἱεροκανονικὴ ἐπικύρωση.
Στὴν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸν οἶκο, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸ γράμμα «Μ», ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἀναφέρει : «Μὴ τολμήση γυνὴ τίς, εἰσελθεῖν ἐν Ἁγίω Βήματι, ὅπου μόνη εἰσῆλθε, ἡ Ἁγία ἐν ταῖς γυναιξίν, εἰς τὰ τῶν Ἁγίων Ἅγια, οὐ μόνος ὁ Ἀρχιερεὺς εἰσήρχετο, τοῦ ἐνιαυτοῦ ἅπαξ». Ἐπίσης, στὸν οἶκο μὲ τὸ γράμμα «Ψ», λέει : «Χαῖρε, μόνη ἡ ἀξία ἐν τῷ Βήματι εἰσελθεῖν? χαῖρε, σοὶ γὰρ μόνη ἔξεστιν ἐν τῷ Ἱερῶ οἰκεῖν».
Ὁ 69ος Ἱερὸς Κανόνας τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικής  Συνόδου ὁρίζει: «Μὴ ἐξέστω τινὶ τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελούντι, ἔνδον του ἱεροῦ εἰσιέναι θυσιαστηρίου». Τὸ ἅγιον Βῆμα εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς ἱερωμένους. Γι’αὐτὸ ὁ παρὼν Κανὼν ἐμποδίζει τὴν εἴσοδο σ’αὐτὸ τῶν λαϊκῶν. Καὶ σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης : «Γι’αὐτὸ ἂς παρακινηθοῦν οἱ ἱερεῖς καὶ πνευματικοὶ νὰ ἀποκόψουν τὴν παράνομη συνήθεια, ποὺ ἐπικρατεῖ σὲ πολλοὺς τόπους, τὸ νὰ εἰσέρχονται λαϊκοὶ μέσα στὸ ἅγιο βῆμα, ἡ ὁποία (συνήθεια), μὴ διακρίνοντας ἱερεῖς ἀπὸ λαϊκούς, κάνει νὰ πίπτουν οἱ λαϊκοὶ στὴν ποινὴ τοῦ βασιλέως Ἄχαζ, ὁ ὁποῖος, λαϊκὸς ὄντας, τόλμησε νὰ ἐπιχειρήσει τὰ ἔργα τῶν ἱερωμένων. Κατὰ κάποιον τρόπο κι αὐτοί, εἰσερχόμενοι στὸν διορισμένο τόπο τῶν ἱερέων, οἰκειοποιοῦνται τὰ τῶν ἱερέων»[5].
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς εἰσόδου τῆς Θεοτόκου στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τὸ ἐκμεταλλεύονται δυστυχῶς οἱ προοδευτικοί, ἐκσυγχρονιστές, ἀνανεωτές, οἰκουμενιστὲς κληρικοὶ καὶ θεολόγοι καὶ ὁμιλοῦν καὶ ἐνθέρμως ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ σπάσει νὰ ἀνωτέρω στεγανὰ καὶ νὰ ἐπιτρέψει τὴν χειροτονία καὶ τὴν μυστηριακὴ ἱερωσύνη τῶν γυναικών, διακηρύσσοντας μάλιστα μέσω συνεδρίων ὅτι δῆθεν ἡ ὀρθόδοξος παράδοση δὲν ἔχει ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών. 
Ἡ ἱερωσύνη, ὅμως, ὅπως εἶναι γνωστό, πηγάζει ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, δηλαδὴ τὸ ἀρχιερατικό Του ἀξίωμα, γι’αὐτὸ καὶ ὁ Ἴδιος ἀποκαλεῖται ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς. Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ προτυπώθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τόσο ἀπὸ τὴν ἱερατικὴ φυλὴ τοῦ Λευί, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Μελχισεδέκ, γιὰ τὸν ὁποῖο κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή. Ὁ Ἀρχιερεὺς Χριστὸς παρέδωσε τὴν ἱερωσύνη, χειροτονώντας τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ αὐτοὶ μὲ τὴ σειρὰ τοὺς «ἐπέθηκαν τὰς χείρας τῶν ἐπὶ»[6] ἄλλους ἄνδρας ἀξίους της ἱερωσύνης καὶ ὄχι γυναίκας, ὅπως ἐσφαλμένα συμβαίνει μὲ τὰ ἀπεξηραμμένα φύλλα τῆς αἱρετικῆς παρασυναγωγῆς τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ δὴ τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Λουθηρανῶν καὶ τῶν Μεταρρυθμισμένων, οἱ ὁποῖοι, ἐπηρρεασμένοι ἀπὸ τὸ ἀνόητο φεμινιστικὸ κίνημα, ἐπιτρέπουν τὴν συμμετοχὴ γυναικὼν στὸ Μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, τὴν ὁποία δυστυχῶς υἱοθετοῦν ἀκόμη καὶ ἀκαδημαϊκοὶ οἰκουμενιστὲς «θεολόγοι». Αὐτὴ ἡ ἀκατάπαυστη διαδοχὴ τῆς ἱερωσύνης συνεχίσθηκε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ φθάνει μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες μας, ἀλλὰ καὶ ἕως συντελείας αἰώνων. Γι’αὐτὸ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁμιλοῦμε περὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς.
Ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ΑΠΘ κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης σημειώνει τὰ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὸ θέμα : «Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ θέματος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Χριστιανικῆς ἠθικῆς συνίσταται κυρίως στὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς χειροτονίας τῶν γυναικὼν συνδέεται μὲ κάποια γενικότερη ὑποτίμησή τους στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἄποψη ὅμως αὐτὴ παραθεωρεῖ καὶ βασικὰ στοιχεῖα, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ λειτουργικὴ ὑπεροχὴ τῆς γυναίκας στὴ ζωὴ καὶ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ πρὶν ἀπ’ὅλα παραμερίζει τὴν πρόταξη τῆς γυναίκας στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ συντριβὴ τοῦ διαβόλου. Ἡ ἔχθρα ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν διάβολο εἶναι κυρίως ἔχθρα ἀνάμεσα στὴ γυναίκα καὶ τὸ διάβολο. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι γίνεται λόγος καὶ γιὰ «σπέρμα» τῆς Εὕας, ποὺ θὰ συντρίψει τὸ διάβολο[7]. Η  Εὕα ἔλαβε τὸ πρωτευαγγέλιο τῆς σωτηρίας καὶ ἡ Παναγία δέχθηκε τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
Ἡ γυναίκα λοιπὸν ποὺ πρωτοστάτησε στὴ πτώση πρωτοστατεῖ καὶ στὴν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας συμπαρασύρεται στὴ πτώση καὶ συμπορεύεται στὴν ἀνόρθωση. Ὁ πρῶτος ρόλος δὲ βρίσκεται σ’αὐτόν, ἀλλὰ στὴ γυναίκα. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἡ γυναίκα πρωτοστατεῖ καὶ ὁ ἄνδρας ἀκολουθεῖ. Εἰδικότερα ἡ Παναγία γίνεται συναίτιος της θείας ἐνανθρωπήσεως, μαζὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Δανείζει στὸν Θεὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ γίνεται ἡ ἀπαρχὴ τῆς καινῆς κτίσεως. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἡ Παναγία εἶναι «μετὰ τὸν πρῶτον ἱεράρχην Χριστόν, ἕτερος Ἱεράρχης»[8]. Ὁ ἀποκλεισμὸς ὅμως τῆς γυναίκας ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ ἱερωσύνη ἔχει πραγματικὸ καὶ συμβολικὸ νόημα. Ἡ γυναίκα συνεργεῖ στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἐνῶ ὁ ἄνδρας διακονεῖ. Οἱ ἱέρειες ἦταν εὐρύτατα γνωστὲς στὸν προχριστιανικὸ κόσμο ἐκτός του Ἰσραήλ. Εἰδικότερα ὑπῆρχαν στὶς θρησκεῖες τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ρωμαίων, μὲ τὶς ὁποῖες ἦρθε σὲ ἄμεση σχέση ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰσραήλ. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ κοινωνικὴ ἄποψη φαίνεται παράδοξη ἡ ἀπουσία ἱερειῶν στὸν ἰουδαιοχριστιανικὸ κόσμο, ὅπου μάλιστα ἡ θέση τῆς γυναίκας ἦταν ὑψηλότερη. Ἐπιπλέον σὲ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ γραμματεία, ὅπου παρουσιάζονται πλεῖστα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, οὐδέποτε ἀνέκυψε ζήτημα ἱερειῶν. Μόνο ἡ γνωστικίζουσα αἵρεση τοῦ Μοντανισμοῦ δεχόταν γυναῖκες στὸν ἐπισκοπικὸ καὶ τὸν πρεσβυτερικὸ βαθμό, πράγμα ποὺ χαρακτήρισε ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ὡς «εἰδωλοποιὸν ἐπιτήδευμα» καὶ «ἐγχείρημα διαβολικὸν»[9].
Οἱ χαρακτηρισμοὶ τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου δὲν πρέπει νὰ θεωρηθοῦν τυχαῖοι, ἀλλὰ δηλωτικοί της στάσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν μυστηριακὴ ἱερωσύνη τῶν γυναικών. Οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ πρεσβύτεροι εἶχαν ἐξαρχῆς ὄχι μόνο λειτουργική, ἀλλὰ καὶ συμβολικὴ θέση στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ ὑπάρχουν «εἰς τύπον τοῦ Πατρὸς» ἢ «εἰς τύπον Θεοῦ»[10]. Ἐνῶ στὸ «βασίλειον ἱεράτευμα»[11] προσέρχονται ἀδιακρίτως ἄνδρες καὶ γυναῖκες, στὴν μυστηριακὴ ἱερωσύνη προσλαμβάνονται μόνο ἄνδρες. Ἡ παρουσία ἱερειῶν θὰ ὑποδήλωνε τὴν ὕπαρξη γυναικείων θεοτήτων, ὅπως συνέβαινε στὶς προχριστιανικὲς θρησκεῖες. Ἡ ἄρνηση δήλ. τῆς εἰδωλολατρίας, ποὺ συνεπάγεται καὶ τὴν ἄρνηση θεοτήτων τῶν δῦον φύλων, συμβαδίζει μὲ τὴν ἀπουσία ἱερειῶν. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε μόνο διακόνισσες, ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν πρακτικὲς λειτουργικὲς ἀνάγκες, καὶ ὄχι ἱέρειες μὲ μυστηριακὴ ἱερωσύνη συμβολικοῦ χαρακτήρα, ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς «εἰδωλοποιὸν ἐπιτήδευμα» ἢ «ἐγχείρημα διαβολικόν», δήλ. εἰδωλολατρία. Καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Μοντανισμὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη τῶν γυναικὼν διατήρησε καὶ ἄλλα εἰδωλολατρικὰ στοιχεῖα, ἐνῶ ὁ εἰσηγητὴς τοῦ Μοντανὸς ἦταν ἀρχικὰ ἱερέας τῆς θεᾶς Κυβέλης. Ἀλλὰ καὶ σήμερα ἡ προώθηση γυναικὼν στὴν ἱερωσύνη δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴ διάδοση νεογνωστικῶν καὶ νεοπαγανιστικῶν ἀντιλήψεων, ποὺ χαρακτηρίζουν τὸ γενικότερο πνεῦμα τῆς ἐποχὴ μᾶς»[12]. 
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα πάμπολλα ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών, τὰ ὁποία παραθέτουμε στὴ συνέχεια, ὅπως τὰ καταγράφει ὁ κ. Χρῆστος Λιβανὸς[13]:
α) Ἡ ρίζα τῆς ἀληθείας, ὅτι μόνο ἄρρενες πρέπει νὰ λαμβάνουν ἱερωσύνη βρίσκεται στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν, ἅγιον τῷ Κυρίω κληθήσεται»[14].
β) Ἡ ἱερωσύνη κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐδίδετο μόνο σὲ ἄνδρες.
γ) Ὁ Χριστὸς δὲν ἐπέλεξε καμμία γυναίκα ὡς Ἀπόστολό Του. Καὶ οἱ δώδεκα Ἀπόστολοί Του ἤσαν ἄνδρες.
δ) Ὁ προδότης Ἰούδας δὲν ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ γυναίκα, ἀλλὰ ἀπὸ ἄνδρα, τὸν Ἀπόστολο Ματθία[15].
ε) Στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο ὁ Χριστὸς κάλεσε μόνο τοὺς Δώδεκα καὶ σ’αὐτοὺς παρέδωσε τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
στ) Τὴν ἐντολὴ νὰ βαπτίσουν «πάντα τὰ ἔθνη» ἔδωσε ὁ Χριστὸς μόνο στοὺς Ἀποστόλους καὶ ὄχι στὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν Του, ποὺ ἀποτελοῦσαν καὶ γυναῖκες[16].
ζ) Τὴν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν ἁμαρτίας» ἔδωσε ὁ Χριστὸς μόνο στοὺς Ἀποστόλους Του καὶ ὄχι σὲ γυναῖκες[17].
η) Ἡ Παναγία, ἂν καὶ προερχομένη, κατὰ τὸν ἅγιο Γερμανὸ Κωνσταντινουπόλεως, «ἐκ γένους ἱερατικοῦ, φυλῆς Ἀαρωνείτιδος, ρίζης προφητικῆς καὶ βασιλικῆς»[18], δὲν ἔλαβε τὴν ἱερωσύνη. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός της δὲν τὴν συμπεριέλαβε μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων.
θ) Οἱ Ἀπόστολοι οὐδέποτε χειροτόνησαν γυναῖκες.
ι) Ἡ Παύλειος διδασκαλία εἶναι ἀληθινὸς καταπέλτης ἐναντίον τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικών. «Αἳ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν», παραγγέλλει στοὺς Κορινθίους[19], «γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω», γράφει πρὸς τὸν Ἀπόστολο Τιμόθεο[20]. Πῶς λοιπὸν θὰ χειροτονήσουμε γυναῖκες, ἐφ’ὅσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος[21] ἀπαγορεύει σ’αὐτὲς τὸ «διδάσκειν», τὸ ὁποῖο εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θείας Λατρείας καὶ ἀπὸ τὰ βασικότερα καθήκοντα τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ ἐπισκόπου;
ἴα) Ὁ πρεσβύτερος πρέπει νὰ εἶναι «μιᾶς γυναικὸς ἀνὴρ»[22], συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος, χωρὶς ὅμως νὰ προσθέσει καὶ τὸ ἀντίστροφο, «ἑνὸς ἀνδρὸς γυνή».
ἲβ) Ὁ ἐπίσκοπος ἵσταται «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ». Ὁ Χριστὸς εἶναι ἄνδρας. Δύναται γυναίκα νὰ σταθεῖ εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ ἀνδρὸς Χριστοῦ;
ἲγ) Ὁ ἱερεὺς εἶναι «alter Christus», ἄλλος Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Νυμφίος, ἡ δὲ Ἐκκλησία ἡ Νύμφη. Δύναται γυναίκα νὰ θεωρηθεῖ Νυμφίος; Θὰ τολμήσουμε νὰ συμβολίσουμε τὴν ὑπερφυὰ σχέση Χριστοῦ-Ἐκκλησίας μὲ τὴ διεστραμμένη σχέση ὁμοφυλοφίλου ζεύγους; Αὐτὸ ἀκριβῶς πράττουν ὅσοι ἑτερόδοξοι παρέχουν τὴν ἱερωσύνη στὶς γυναῖκες.
ἲδ) Ἡ Ἱερὰ Παράδοση, τὴν ὁποία δὲν παραδέχονται οἱ Προτεστάντες, μαρτυρεῖ κατὰ τῆς χειροτονίας γυναικών, ἀφοῦ ἐπὶ 2012 ἔτη τώρα ὅλοι οἱ φορεῖς τῆς ἱερωσύνης ἦταν καὶ εἶναι ἄνδρες.
ἴε) Πλῆθος ἁγίων γυναικὼν κοσμεῖ τὸ νοητὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Μεταξὺ αὐτῶν οἱ Μυροφόρες, οἱ ἰσαπόστολοι Φωτεινὴ καὶ Ἑλένη, καθὼς καὶ ἅγιες μητέρες μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καμμία ἀπ’αὐτὲς δὲν ὑπῆρξε ἱερουργὸς τῶν θείων Μυστηρίων. Καμμία ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες διακόνισσες ἢ τὶς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μοναχὲς δὲν ἀπαίτησε νὰ λάβει τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης.
ἰστ) Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς εἶναι σαφεῖς καὶ κατηγορηματικές: «Οὐκ ἐπιτρέπομεν οὒν γυναίκας διδάσκειν ἐν ἐκκλησία, ἀλλὰ μόνον προσεύχεσθαι καὶ τῶν διδασκάλων ἐπακούειν. Καὶ γὰρ καὶ αὐτὸς ὁ διδάσκαλος ἠμῶν Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἠμᾶς τοὺς δώδεκα πέμψας μαθητεῦσαι τὸν λαὸν καὶ τὰ ἔθνη, γυναίκας οὐδαμοῦ ἑξαπέστειλεν εἰς τὸ κήρυγμα… Εἰ δὲ ἐν τοῖς προλαβούσι διδάσκειν αὐταῖς οὐκ ἐπιτρέπομεν, πῶς ἱερατεῦσαι ταύταις παρὰ φύσιν τὶς συγχωρήσει; Τοῦτο γὰρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀθεότητος τὸ ἁγνόημα θηλείαις θεαῖς ἱερείας χειροτονεῖν, ἀλλ’ οὐ τῆς τοῦ Χριστοῦ διατάξεως»[23].
ἲζ) Ὁ Τερτυλλιανὸς γράφει : «Δὲν ἐπιτρέπεται στὴ γυναίκα νὰ ὁμιλεῖ στὴν ἐκκλησία οὔτε νὰ διδάσκει οὔτε νὰ χρίει οὔτε νὰ κάνει τὴν προσκομιδὴ οὔτε νὰ διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τῆς ὁποιοδήποτε ἀξίωμα ποὺ ἔχουν οἱ ἄνδρες ἢ κάποιο ἱερατικὸ λειτούργημα»[24].
ἰη) Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ρωτᾶ : «τίνι οὒν σαφὲς ἐστιν ὅτι τῶν δαιμόνων ἐστὶ τὸ δίδαγμα καὶ σχῆμα καὶ ἠλλιοωμένον τὸ ἐπιχείρημα»; Καὶ προσθέτει : «Θεῶ γὰρ ἀπ’αἰῶνος οὐδαμῶς γυνὴ ἱεράτευσεν»[25].
ἲθ) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει «οἱ γυναῖκες νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ μία τέτοια ὑπηρεσία, ὅπως καὶ τὸ πλεῖστον τῶν ἀνθρώπων», προσθέτοντας ὅτι «ὁ θεῖος νόμος ἀπομακρύνει τὶς γυναῖκες ἀπὸ τὸ ἱερατικὸ λειτούργημα, ἀλλ’αὐτὲς ἐπιζητοῦν νὰ τὸ κατακτήσουν δυναμικὰ»[26].
Τέλος, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν υἱοθέτησε καὶ δὲν πρέπει νὰ υἱοθετήσει ποτὲ τὴν χειροτονία-ἱερωσύνη τῶν γυναικών, γιὰ νὰ διακρίνεται καὶ νὰ μὴν ἐξομοιώνεται μὲ τὴν αἱρετικὴ παρασυναγωγὴ τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ δὴ τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Λουθηρανῶν καὶ τῶν Μεταρρυθμισμένων. Μπροστὰ στὴν ἀνωτέρω ἀκαταμάχητη θεολογικὴ ἐπιχειρηματολογία ἐναντίον τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών, τί ἔχουν νὰ ἀπολογηθοῦν οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἀδιάντροπα καὶ ἀνερυθρίαστα συμμετέχουν στὸ παμπροτεσταντικὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν δῆθεν «Ἐκκλησιῶν» ἢ καλύτερα τῶν Αἱρέσεων, ἀλληλοασπαζόμενοι, συναγελαζόμενοι, συντρώγοντες, συμπίνοντες καὶ κυρίως συμπροσευχόμενοι μὲ παστόρισσες καὶ ἱέρειες καὶ ἀναγνωρίζοντες τὴν «ἱερωσύνη» ἢ μᾶλλον μιαροσύνη τους; 


[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Β΄ (Νοέμβριος-Δεκέμβριος), ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλλη, Θὲσ/κὴ 2003,                                              
   σσ. 148-151.
[2] Μάτθ. 4, 4.
[3] Μάτθ. 10, 28.
[4] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου», Κολλυβαδικᾶ. Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης-Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος, ἔκδ. Βρυέννιος, Θὲσ/κὴ 2004, σσ. 33-35.
[5] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 280-281.
[6] Πράξ. 6, 6.
[7] Γέν. 3, 15.
[8] Θεοφάνους Νικαίας, Λόγος  εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον  11, ἔκδ. M. Jugie, Theorhanes Nicaenus (+ 1381), Sermo in Sanctissimam Deiparam,   
  Lateranum Romae 1935, σ. 64.
[9] ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΆΝΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πανάριον  49, PG 42, 745BC.
[10] ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Πρὸς Μαγνησιεῖς 4, Πρὸς Τραλλιανοὺς 3.  
[11] Ἃ΄ Πέτρου 2, 9.
[12] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανικὴ ἠθικὴ  ΙΙ, ἔκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, σσ. 384-387. 
[13] ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΒΑΝΟΣ, «Ἐμπόδια στὸν διάλογο μὲ τὸν Προτεσταντισμό», ἐν Οἰκουμενισμός? Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις. Πρακτικὰ διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου. Αἴθουσα τελετῶν Α.Π.Θ. 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, τ. Β΄, ἔκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 627-632.
[14] Λκ. 2, 23.
[15] Πράξ. 1, 21-26.
[16] Μτθ. 28, 16-20.
[17] Ἰω. 20, 23.
[18] ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Εἰς τὴν Εἴσοδον τῆς Θεοτόκου Β΄, PG 98, 313A.
[19] Ἃ΄ Κόρ. 14, 34.
[20] Ἃ΄ Τίμ. 2, 12.
[21] Ἃ΄ Κόρ. 14, 35.
[22] Τίτ. 1, 6.
[23] Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ  ΙΙΙ, 6, 1-2 καὶ 9, 1-4.
[24] ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣ, De Virginibus, IX, 1, C.C. ii, 1218-19.
[25] ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Κατὰ αἱρέσεων  49, 2-3, PG 41, 881.
[26] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περὶ Ἱερωσύνης  ΙΙ, 1, 2.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.