18 Αυγ 2011

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΛΑΟΣ


Το Φώ­τη Κόν­το­γλου
            Γι ν μν πά­ρω τος πο­λ πα­λη­ούς, παίρ­νω δύ­ο τρες ­π ­κεί­νους πο ­γω­νι­σθή­κα­νε γι τν ­λευ­θε­ρί­α τς λ­λά­δας, πο ­πο­τε μι­λ­νε γι τ λευ­τε­ριά, μι­λ­νε κα γι τ θρη­σκεί­α. Ρή­γας Φε­ρα­ος λέ­γει: «Ν κά­νου­με τν ρ­κο / ­πά­νω στ Σταυ­ρό". ­νας λ­λος ποι­η­τς γρά­φει: «Γι τς πα­τρί­δας τν ­λευ­θε­ρί­α / γι το Χρί­στου τν πί­στη τν ­γί­α / γι' α­τ τ δύ­ο πο­λε­μ, / μ' α­τ ν ζή­σω ­πι­θυ­μ_ / κι ν δν τ ­πο­χτή­σω / τί μ' ­φε­λε ν ζή­σω;»
 Το Σο­λω­μο ψυ­χ ε­ναι θρεμ­μέ­νη μ τ θρη­σκεί­α, γι' α­τ μο­σκο­βο­λο­νε τ ποι­ή­μα­τά του ­π δαύ­τη. Κι α­τ τ μο­σκο­βο­λι τ νιώ­θει κα­νέ­νας στν ­μέ­ρα τς Λαμ­πρς, στ Δέ­η­ση τς Μα­ρί­ας, στ Φαρ­μα­κω­μέ­νη, Ες Μο­να­χήν, στν ­μνο τς ­λευ­θε­ρί­ας, στ Δι­ά­λο­γο κα σ πολ­λ λ­λα Ο ­γράμ­μα­τοι  ποι­η­τς τν βου­νν, μέ­σα στ τρα­γού­δια πο κά­να­νε, κα πο δ θ τ φτά­ξει πο­τ κα­νέ­νας γραμ­μα­τι­ζού­με­νος, μι­λ­νε κά­θε τό­σο γι τ θρη­σκεί­α μας, γι τ Χρι­στό, γι τν Πα­να­γι­ά, γι τος δώ­δε­κα ­πο­στό­λους, γι τος ­γί­ους. Πολ­λς πα­ροι­μί­ες κα ρη­τ κα λό­γι­α πο λέ­γει λα­ός μας, ε­ναι παρ­μέ­να ­π τ γράμ­μα­τα τς κ­κλη­σί­ας. Ρω­μη­ο­σύ­νη ε­ναι ζυ­μω­μέ­νη μ τν ρ­θο­δο­ξί­α, γι' α­τ...

Χρι­στια­νς  κ' λ­λη­νας ­τα­νε τ ­διο. ­π τό­τε πο γι­νή­κα­νε χρι­στια­νο ο λ­λη­νες, πή­ρα­νε στ χέ­ρια τους τ ση­μαί­α το Χρί­στου κα τν κά­να­νε ση­μαί­α δι­κή τους: Πί­στις κα Πα­τρίς! Πο­τά­μι­α λ­λη­νι­κ α­μα χυ­θή­κα­νε γι τν πί­στη το Χρι­στο, ­π τ χρό­νι­α του Νέ­ρω­να κα το Δι­ο­κλη­τι­α­νο, ­ως τ 1838, πο μαρ­τύ­ρη­σε ­γι­ος Γε­ώρ­γι­ος ξ ­ω­αν­νί­νων. Ποι λ­λη φυ­λ ­πό­φε­ρε τό­σα μαρ­τύ­ρι­α γι τ Χρι­στό; Α­τ τ ­κα­τά­λυ­το ­θνος πο ­πρε­πε ν πλη­θύ­νει κα ν κα­πλαν­τί­σει τν κό­σμο, ­πό­μει­νε ­λι­γάν­θρω­πο για­τί ­πο­δε­κα­τί­σθη­κε ­π χί­λι­α ­χτα­κό­σι­α χρό­νι­α ­π φυ­λς χρι­στι­α­νο­μά­χες.
­γι­α­σμέ­νη λ­λά­δα! Ε­σαι ­γι­α­σμέ­νη, για­τί ε­σαι βα­σα­νι­σμέ­νη. Κι κά­θε γιο­ρτή σου μνη­μο­νεύ­ει κ' ­να μαρ­τύ­ρι­ό σου. Τ πά­θη το Χρι­στο τ 'κα­νες δι­κά σου πά­θη, τ μαρ­τύ­ρι­α τν ­γί­ων ε­ναι δι­κά σου μαρ­τύ­ρι­α. δι­κός σου κλ­ρος στά­θη­κε πί­κρα. Θλί­βε­σαι μ τν Χρι­στό, θλί­βε­σαι μ τν Πα­να­γι­ά, μαρ­τυ­ρς μα­ζ μ τος μάρ­τυ­ρες τς πί­στης κι ­λο­έ­να κλας σν θρη­νη­τι­κ τρυ­γό­νι στ ­γι­α­σμέ­να μνη­μού­ρια πο 'ναι φυ­τρω­μέ­να ­πά­νω τους ­γρι­ο­χόρ­τα­ρα κα φλυ­σκού­νι­α. Πλν θλί­ψη σου ­σέ­να ε­ναι κά­ποια θλί­ψη χα­ρο­ποι­ά, γε­μά­τη λ­πί­δα κι ­θα­να­σί­α. «Κα γρ ν ­ψει ν­θρώ­πων ­ν κο­λα­σθ­σιν, λ­πς α­τν ­θα­να­σί­ας πλή­ρης» κα­τ τν Σο­λο­μών­τα. Α­τ ε­ναι τ «χα­ρο­ποι­ν πέν­θος», «χαρ­μο­λύ­πη» πο λέ­γει ­γι­ος ­ω­άν­νης τς Κλί­μα­κος. Ε­ναι ­λη­θι­ν χα­ρ πο ξα­γο­ρά­ζε­ται μο­νά­χα μ τν πό­νο.
Σή­με­ρα γι­ορ­τά­ζου­με τν ν­δο­ξη Κοί­μη­ση τς Πα­να­γί­ας. Σ' ­μέ­τρη­τες κ­κλη­σί­ες κα μο­να­στή­ρια χτυ­πο­νε ο καμ­πά­νες κα ψέλ­νου­νε ο ψαλ­τά­δες. Τ πι­ πολ­λ ε­ναι στς Πα­να­γί­ας τ' ­νο­μα, κα πα­νη­γυ­ρί­ζου­νε σή­με­ρα τν Κοί­μη­ση τς Θε­ο­τό­κου. Μ α­τ δν ε­ναι γιο­ρτ θα­νά­του, ε­ναι γιο­ρτ χα­ρς κα θρί­αμ­βος, για­τί α­τ πο κοι­μή­θη­κε ε­ναι Μη­τέ­ρα τς Ζω­ς, ­πως λέ­γει ­κε­νο τ θε­σπέ­σι­ο δο­ξα­στι­κ πο λέ­νε σή­με­ρα στ Λει­τουρ­γί­α: «Τ θανάτ σου Κοιμήσει, Θεοτόκε Μήτηρ τς ζως, νεφέλαι τος ποστόλους, αθερίους διήρπαζον, κα κοσμικς διεσπαρμένους, μοχώρους παρέστησαν τ χράντ σου σώματι, ο κα κηδεύσαντες σεπτς, τν φωνν το Γαβριήλ, μελδοντες νεβόων· Χαρε κεχαριτωμένη, Παρθένε Μήτηρ νύμφευτε, Κύριος μετ σο· Μεθ᾽ὧν ς Υόν σου κα Θεν μν, κέτευε σωθναι τς ψυχς μν».
Σή­με­ρα ­λη λ­λά­δα μο­σχο­βο­λ ­π τ ε­ω­δέ­στα­το σκή­νω­μα τς Πα­να­γί­ας, πο ε­ναι μη­τέ­ρα τν ρ­φα­νε­μέ­νων, λ­πί­δα τν ­πελ­πι­σμέ­νων, χα­ρ τν θλιμ­μέ­νων, τ ρα­βδ τν τυ­φλν, γ­κυ­ρα τν θα­λασ­σο­δαρ­μέ­νων. Κι π' ­κρη σ ­κρη τς λ­λά­δας, στς πο­λι­τε­ες, στ χω­ριά, στ μο­να­στή­ρια κα στς σκ­τες, ­πά­νω στ δα­σω­μέ­να βου­νά, στ λαγ­κά­δια, στς σπη­λιές, στ γα­λα­ν τ κύ­μα­τα πο δρο­σο­α­φρί­ζου­νε ­π τν πε­λα­γί­σιον ­γέ­ρα, στ νη­σι κα στ ρη­μό­νη­σα, στος κά­βους, παν­το ν­τι­λα­λε ­μνο­λο­γί­α πο ψέλ­νου­νε ο ψαλ­τά­δες γι τν τα­πει­ν βα­σί­λισ­σα πο κοι­μή­θη­κε. Τ μελ­τέ­μι πο φυ­σ τώ­ρα τ Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στο  κα δρο­σί­ζει τν κό­σμο τ δεν­τρι­κ πο 'ναι φορ­τω­μέ­να μ λο­γς λο­γς πω­ρι­κά, τ ­γρι­α τ ρου­μά­νια, μ τς ν­τρει­ω­μέ­νες βα­λα­νι­δις κα μ τ ­λα­τα κα μ τ κέ­δρα, τ ­σπρα σύν­νε­φα πο ρ­με­νί­ζου­νε στν γα­λα­ν ο­ρα­νό, ­λα ε­ναι χα­ρο­ποι­ κα μα­κά­ρι­α, ­λα ε­ναι ­λα­ρ ­π τν γλυ­κύ­τη­τα τς Πα­να­γί­ας. Στ πέ­λα­γα τα­ξι­δεύ­ου­νε λο­γς-λο­γς κα­ρά­βια κα κα­ΐ­κια πώ­χου­νε γραμ­μέ­νο ­πά­νω στ μά­γου­λο τος τ γλυ­κύ­τα­το τ' ­νο­μά της. ! ­λη­θι­ν δι­κή μας ε­ναι Πα­να­γί­α, δι­κό μας ε­ναι τ Ρό­δον τ ­μά­ραν­τον!
Ποις θ μπο­ρο­σε ν τν ­μνή­σει ­πως τν ­μνο­λο­γή­σα­νε ο ­μνω­δο τς κ­κλη­σί­ας μας; ρ­χαγ­γε­λι­κς σάλ­πιγ­γες θαρ­ρες πς ­κού­γον­ται παν­το, μ ­ψος κα μ σε­μνό­τη­τα, μ' ­να κάλ­λος πνευ­μα­τι­κ πο βρί­σκε­ται μο­νά­χα στν ρ­θο­δο­ξί­α. Στν ­σπε­ρι­νό της πα­ρα­μο­νς ψέλ­νου­νε το­τα τ τρο­πά­ρι­α πο γε­μί­ζου­νε τν ψυ­χή μας μ κά­ποιον ­γι­α­σμέ­νον ν­θου­σι­α­σμό: « το παραδόξου θαύματος! πηγ τς ζως, ν μνημεί τίθεται, κα κλμαξ πρς ορανόν, τάφος γίνεται. Εφραίνου Γεθσημαν, τς Θεοτόκου τ γιον τέμενος. Βοήσωμεν ο πιστοί, τν Γαβριλ κεκτημένοι ταξίαρχον, Κεχαριτωμένη χαρε, μετ σο Κύριος, παρέχων τ κόσμ δι σο τ μέγα λεος.».
­π τί καρ­διές, ­π τί χρυ­σ σπλά­χνα ­βγ­κε το­τος πλο­τος! ­δ δν ε­ναι συν­ταί­ρια­σμα τε­χνι­κ ­π λό­γι­α κι ­π ­χους. ­δ ε­ναι ­λη­θι­ν « φω­ν το Γα­βρι­λ με­λω­δον­τος» ­π τς ο­ρά­νι­ους ­ψί­δας, ­μνος ­θα­να­σί­ας. ­μ ­κεί­νη θ' ­δ πο λέ­γει: «Νενίκηνται τς φύσεως ο ροι, ν σο Παρθένε χραντε, παρθενεύει γρ τόκος, κα ζων προμνηστεύεται θάνατος. μετ τόκον Παρθένος, κα μετ θάνατον ζσα, σζοις εί, Θεοτόκε, τν κληρονομίαν σου». ­κε­νο τ ­πο­λυ­τί­κι­ο πο ε­ναι σο­βα­ρ κα γλυ­κ σν τ ε­κό­νι­σμά της: «ν τ γεννήσει τήν παρθενίαν φύλαξας, ν τ κοιµήσει τόν κόσµον ο κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός τήν ζωήν, Μήτηρ πάρχουσα τς ζως, καί τας πρεσβείαις τας σας λυτρουµένη κ θανάτου τάς ψυχάςµν». α΄ ερ­μς στς Κα­τα­βα­σί­ες πο λέ­γει: «Πεποικιλμέν τ θεί δόξ, ερά κα εκλεής Παρθνε μνμη Σου, πάντας συνηγάγετο, πρς εφροσύνην τος πιστος, ξαρχούσης Μαριάμ, μετ χορν κα τυμπάνων, τ Σ δοντας, Μονογενε, νδόξως τι δεδόξασται». ­π τού­τη τν ­γι­α μέ­θη, πο με­τα­δί­νει «Πε­ποι­κιλ­μέ­νη», μέ­θυ­σε κι ­γι­α­σμέ­νος γλά­ρος τς Σκι­ά­θου, κ' ­γρα­ψε τος κα­η­μος το Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στου σκιρ­τών­τας ­π τν γ­γε­λι­κ ­μνω­δί­α πο ­κου­γε μυ­στι­κά, κα­θι­σμέ­νος μπρο­στ στ' ­φρι­σμέ­νο πέ­λα­γο, « φι­λέ­ρη­μος γέ­ρων». ­π τ ­διο νέ­κταρ τς Πα­να­γί­ας μέ­θυ­σε κι Σο­λω­μς κα ψέλ­νον­τας κα κε­νος μ ν­θου­σι­α­σμ τν Πε­ποι­κιλ­μέ­νη, ­γρα­ψε στν ­μνο τς ­λευ­θε­ρί­ας το­τα τ λό­γι­α: 
«­κο­λου­θε τν ρ­μο­νί­α ­δελ­φή του ­α­ρν, προ­φή­τισ­σα Μα­ρί­α μ' ­να τύμ­πα­νον τερ­πνόν. Κα πη­δον ­λες ο κό­ρες μ τσ' γ­κά­λες ­νοι­κτς τρα­γου­δών­τας ν­θο­φό­ρες μ τ τύμ­πα­να κ' ­κε­νες».
Μα­ρι­άμ, συ­νο­νό­μα­τητς Πα­να­γί­ας, ­τα­νε ­δελ­φή του ­α­ρν, πο ρ­χι­σε ν ψέλ­νει γι ν φχα­ρι­στή­σει τ θε­ό, πο κα­τα­πόν­τι­σε τν Φα­ρα­ στν ­ρυ­θρ θά­λασ­σα. Κα τ συν­τρο­φεύ­α­νε ο λ­λες ο κό­ρες, χο­ρεύ­ον­τας κα παί­ζον­τας τ τύμ­πα­να. «Λα­βο­σα δ Μα­ρι­μ προ­φή­τις, ­δελ­φή του ­α­ρν, τ τύμ­πα­νον ν τ  χει­ρ α­τς, κα ­ξήλ­θο­σαν π­σαι α γυ­να­κες ­πί­σω α­τς με­τ τύμ­πα­νων κα χο­ρν (­ξοδ. ­ε', 20).
Α­τ ε­ναι ­γι­α­σμέ­νη λ­λά­δα, κι ­π τ γά­λα τς βυ­ζά­ξα­νε κα θρα­φή­κα­νε ο ποι­η­τές της, τ γά­λα τς Πα­να­γί­ας.
­μες α­τ τ γά­λα τ συ­χα­θή­κα­με, ­λί­μο­νο!


­π τ βι­βλί­ο «Πα­να­γί­α κα ­πε­ρα­γί­α» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ
Ρω­μη­ο­σύ­νη κα ρ­θο­δο­ξί­α ε­ναι ­να πράγ­μα.

­π τ πε­ρι­ο­δι­κ «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ» ­νο­ρί­ας Τι­μί­ου Προ­δρό­μου Λι­σβο­ρί­ου Λέ­σβου τε­χος 59

1 σχόλιο:

  1. Η προφητεία της Παναγίας και η απόλυτη επαλήθευσή της

    http://niksotiropoulos.blogspot.com/2011/08/blog-post_16.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.