
Ἐγώ ἔχω τυπικό, ὅταν βλέπω ὅτι κάποιος ἔχει ἕνα χάρισμα ἤ ὅτι πάει καλά στόν ἀγώνα του, νά τοῦ τό λέω καί, ὅταν βλέπω κάτι στραβό, νά παίρνω βρεγμένη σανίδα… Δέν σκέφτομαι μήπως βλαφτῆ ἡ ψυχή μέ τόν πρῶτο ἤ τόν δεύτερο τρόπο, ἐπειδή καί οἱ δύο τρόποι ἔχουν ἀγάπη. Ἄν βλαφθῆ ἀπό τήν συμπεριφορά μου, αὐτό σημαίνει ὅτι θά ἔχη βλάβη. Ἄν π.χ. ἡ εἰκόνα πού ἔκανε μία ἀδελφή εἶναι καλή, θά τῆς πώς ὅτι εἶναι καλή. Ἄν δῶ ὅτι ὑπερηφανεύθηκε καί ἀρχίζει νά ἀποκτάη ἀναίδεια, θά τῆς δώσω μία καί θά τήν κάνω πέρα. Φυσικά, ἄν ὑπερηφανευθῆ, θά κάνη μετά καρικατοῦρες, ὅποτε θά φάη ἄλλο...
μάλωμα. Ἄν ταπεινωθῆ ξανά, θά κάνη πάλι καλή δουλειά. Ἐμένα ἀρρωστημένα πράγματα δέν μέ ἀναπαύουν. Στραμπουλιγμένα πράγματα δέν τά μπορῶ. Θά τά κάνω ἔτσι ἀπό ‘δῶ, ἔτσι ἀπό ‘κεῖ, ὥστε νά βροῦν τήν θέση τους. Τί; θά οἰκονομάω ἀρρωστημένες καταστάσεις;- Γέροντα, ὅταν ὁ ἀναιδής γίνεται πιό ἀναιδής ἀπό τό ἐνδιαφέρον ποῦ τοῦ δείχνεις, πῶς θά τόν βοηθήσης;
- Νά σού πῶ: ὅταν βλέπω ὅτι ὁ ἄλλος δέν βοηθιέται ἀπό τό ἐνδιαφέρον μου, τήν καλωσύνη, τήν ἀγάπη, τότε λέω ὅτι δέν ἔχω συγγένεια μαζί του καί ἀναγκάζομαι νά μήν τοῦ φέρωμαι μέ καλωσύνη. Κανονικά, ὅσο καλωσύνη σου δείχνουν, τόσο πρέπει νά ἀλλοιώνεσαι, νά διαλύεσαι, νά λειώνης.
Παλιά τί εἶχε συμβῆ μέ κάποιον. Στήν ἀρχή, γιά νά τόν βοηθήσω, ἀναγκάστηκα νά τοῦ πῶ μερικά θεία γεγονότα πού εἶχα ζήσει. Ἀντί ὅμως νά πῆ: «Θεέ μου, πῶς νά Σέ εὐχαριστήσω γι’ αὐτήν τήν παρηγοριά κ.λπ.» καί νά διαλυθῆ, πῆρε θάρρος καί φερόταν μέ ἀναίδεια. Τότε κράτησα μία αὐστηρή στάση. «Θά τόν βοηθῶ, εἶπα, ἀπό μακριά μέ τήν προσευχή». Αὐτό τό ἔκανα, ὄχι γιατί δέν τόν ἀγαποῦσα, ἀλλά γιατί αὐτός ὁ τρόπος θά τόν βοηθοῦσε.
- Καί ἄν, Γέροντα, καταλάβη, τό λάθος του καί ζητήση συγγνώμη;
- Ἄν τό καταλάβη, ἐντάξει, μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε. Διαφορετικά, ἄν δέν βοηθιέται ἀπό τό φιλότιμό μου, δέν βρίσκω ἀνταπόκριση, καί δέν ἔχω συγγένεια μαζί του. Ὅταν ὁ ἄλλος ἔχη εὐλάβεια, ταπείνωση, δέν ἔχη ἀναίδεια, κι ἐσύ κινεῖσαι ἁπλά. Ἐγώ ἐξ ἀρχῆς φέρομαι σέ ὅλους μέ ἄνεση καί ἁπλότητα. Δέν φέρομαι περιορισμένα, δῆθεν γιά νά μή δώσω θάρρος στόν ἄλλον καί τόν βλάψω. Δίνομαι ὁλόκληρος, γιά νά βοηθηθῆ, νά ἀναπτυχθῆ μέσα σ’ ἕνα κλίμα ἀγάπης, καί σιγά-σιγά τοῦ λέω τά κουσούρια του. Τόν θεωρῶ ἀδελφό μου, πατέρα μου, παππού μου, ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία του. Κάνω λιακάδα, γιά νά βγοῦν ὅλα τά φίδια, οἱ σκορπιοί, τά σκαθάρια – τά πάθη -, καί ὕστερα τόν βοηθάω νά τά σκοτώση. Ἄν ὅμως δῶ ὅτι δέν τό ἐκτιμάει αὐτό καί δέν βοηθιέται ἀπό τήν συμπεριφορά μου, ἀλλά ἐκμεταλλεύεται τήν ἁπλότητά μου καί τήν ἀληθινή ἀγάπη μου καί ἀρχίζει νά φέρεται μέ ἀναίδεια, τραβιέμαι σιγά-σιγά, γιά νά μή γίνη περισσότερα ἀναιδής. Ἀλλά στήν ἀρχή δίνομαι
ὁλόκληρος, γι’ αὐτό μετά ἔχω ἀναπαυμένη τήν συνείδησή μου.
Μία φορά στήν Μονή Στομίου εἶχα πάρει ἕνα παιδί, γιά νά τό βοηθήσω, νά τοῦ μάθω καί τήν τέχνη τοῦ μαραγκοῦ. Τοῦ φερόμουν μέ πολλή καλωσύνη, τόν εἶχα σάν ἀδελφό. Ἔβλεπα ὅμως μερικά πράγματα πού δέν μέ ἀνέπαυαν. Μία φορά τόν ρωτάω: «Τί ὥρα εἶναι;». «Μέ τά μυαλά τά δικά σου πάει τό ρολόι!», μοῦ λέει. Ε, τότε εἶπα: «Δέν συμφέρει νά συνεχίσω ἔτσι. Θά συμμαζέψω σιγά-σιγά ‘’τά μυαλά μου’’, γιατί δέν ὠφελεῖται». Κανονικά αὐτός, ἄν ἦταν φιλότιμος, ἔτσι ὅπως τοῦ φερόμουν, ἔπρεπε νά διαλυθῆ. Ἀλλά εἶδα ὅτι δέν μέ χωροῦσε, δέν μέ καταλάβαινε. Ὕστερα μόνος του ἔφυγε· δέν τόν ἐδίωξα. Βλέπεις, ἡ ἀνοχή, ἡ ἀγάπη κάνουν τόν ἀναιδῆ πιό ἀναιδῆ καί τόν φιλότιμο πιό φιλότιμο.
Ἀπό τό βιβλίο: “Γέροντος Παϊσίου Λόγοι”, Τόμος Γ΄.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου