— Ὁ σατανᾶς δὲν ἔχει τὴν δύναμη καὶ τὴν ἄδεια νὰ κυριεύη, νὰ ξεγελᾶ ἢ νὰ ἐξαναγκάζη τὴν θέλησι τοῦ ἄνθρωπου γιὰ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸς μόνο τὸν πειράζει μὲ κάθε εἴδους τεχνάσματα, φαντασίες, ἐνθυμήσεις, μὲ τὶς αἰσθήσεις, μὲ τὶς φυσικὲς ἀδυναμίες, μὲ τὴν ἡδονὴ τοῦ κόσμου, μὲ τοὺς λογισμοὺς κ.λ.π. Ὁ σατανᾶς οὐδέποτε φανερώνει στὸν ἄνθρωπο τὸ πρόσωπό του, δὲν ἀποκαλύπτεται κατευθείαν σὰν ἐχθρὸς στὸν ἄνθρωπο.
Ἀλλὰ τὸν πολεμᾶ κρυφὰ ἢ φανερὰ ἢ μὲ τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, χρησιμοποιώντας κάθε εἴδους τεχνάσματα πονηρά, ὥστε νὰ μὴν ἀποκαλυφθῆ ὁ ἴδιος, διότι ὁ σκοπὸς τοῦ εἶναι ἡ πτῶσις μας στὴν ἁμαρτία καὶ ἡ ἀπώλειά μας. Αὐτὸς ὀνομάζεται πειρασμὸς καὶ πατὴρ τοῦ ψεύδους διότι μὲ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ψεύτικες παγίδες τοῦ θέλει νὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν ἁμαρτία. Ὁ σατανᾶς ἀκόμη ἐκβιάζει τὴν θέλησί μας, ὑποδαυλίζει τὰ πάθη καὶ τὶς σαρκικὲς ὀρέξεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, δημιουργεῖ ἀφορμὲς γιὰ τὴν ἐκτέλεσι ἁμαρτιῶν, μᾶς στριφογυρίζει πάντοτε τὸν νοῦ στὶς πτώσεις μας, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὴν θέλησι καὶ ἄδεια ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς πιέση γιὰ τὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας, διότι τότε δὲν θὰ εἴχαμε καμμιὰ ἔνοχη, οὔτε τιμωρία καὶ κανεὶς δὲν θὰ λυτρωνόταν ἀπὸ τὶς παγίδες του.
Ὅμως, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἐξασθενῆ κατὰ τὴν θέλησί του καὶ τὴν προσευχή, ἐὰν γλυκαίνεται ἀπὸ τὰ δελεάσματα τοῦ διαβόλου καὶ συγκατατίθεται στὴν ἁμαρτία, τότε...
δὲν εἶναι γι’ αὐτὸ ἔνοχος ὁ διάβολος, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ τοῦ δόθηκε φύλαξ ἄγγελος γιὰ νὰ τὸν βοηθῆ, νὰ τοῦ χαρίζη τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ τὸν ἐνισχύη, νὰ τὸν ὁδηγῆ στὴν ἐκκλησία, στὴν ἐξομολόγησι, δηλαδὴ στὴν κάθαρσι τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ ὁ Πνευματικὸς νὰ τὸν συμβουλεύη καὶ νὰ τὸν συγχωρῆ. Γι’ αὐτὸ τοῦ ὑπόσχεται καὶ μισθό, ἐὰν νικήση, ἢ τιμωρία, ἐὰν νικηθῆ. Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στὸν διάβολο νὰ πειράζη τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν κάνη δυνατώτερο στὴν πίστι καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχη ὅλη τὴν φροντίδα τῆς σωτηρίας τοῦ μόνο στὸν Θεό, καὶ ὄχι στὶς δυνάμεις του. Ἐπίσης ὁ πιστὸς ἄνθρωπος, ὅταν ἀγωνίζεται περισσότερο, θὰ ἔχη περισσότερο μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς ἀφήνει τὸν σατανᾶ νὰ πειράζη τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει στὸν διάβολο νὰ τὸν πειράξη παραπάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ (Ἃ’ Κόρ. 10,13). Μόνο ὁ ὑπερήφανος καὶ ἄπιστος ἀφήνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ πειράζεται ἀπὸ τὸν διάβολο μέχρις ὅτου ταπεινωθῆ καὶ ζητήση τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν λειτουργῶν Του. Στὸν ἄνθρωπο ὅμως τοῦ προσφέρεται ἡ δύναμις νὰ νικήση καὶ ἀπομακρύνη τὸν διάβολο (Ἔφ. 6,11 Πέτρου 5,9).Ποιὰ εἶναι τὰ σπουδαιότερα ὄπλα μὲ τὰ ὁποία νικοῦμε τους
πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου;
— Δύο εἶναι τὰ μεγαλύτερα ὄπλα μὲ τὰ ὁποῖα νικοῦμε ὅλες τὶς διαβολικὲς παγίδες. Πρῶτα εἶναι ἡ ἁγία προσευχὴ καὶ μετὰ ἡ ταπείνωσις. Προσευχόμεθα πάντοτε στὸν Οὐράνιο Πατέρα μας, λέγοντας:-«Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρύσαι ἠμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ» (Μάτθ. 6,13). Δηλαδὴ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴ ἐπιτρέψη νὰ πειρασθοῦμε ὑπεράνω τῶν δυνάμεών μας καὶ νὰ μᾶς λύτρωση ἀπ’ ὅλες τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ. Ὅποτε λοιπόν, σὲ κάθε πειρασμικὴ περίστασι πρέπει νὰ προσευχώμεθα μὲ ἐπιμονή, μὲ δάκρυα, μὲ νηστεία καὶ μὲ συντετριμμένη καρδιά. Οἱ Πατέρες μᾶς συνιστοῦν νὰ λέγωμεν πάντοτε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἰδιαίτερα σὲ καιρὸ τοῦ πειρασμοῦ, διότι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου βγαίνει σὰν ἕνα σπαθὶ ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ φονεύει τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς.
Τὸ δεύτερο ὅπλο κατὰ τῶν διαβολικῶν ἐπιθέσεων εἶναι ἡ ταπείνωσις. Ἄκουσε τί λέγει ὁ Δαβίδ: «Ἐταπεινώθην καὶ ἔσωσε μὲ ὁ Κύριος» (Ψάλμ. 114,6). Ὅταν εἴμεθα περικυκλωμένοι ἀπὸ πάθη καὶ πειρασμοὺς νὰ ταπεινούμεθα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας μας, δηλαδή, νὰ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας τοὺς πιὸ ἁμαρτωλούς, λέγοντας ὅτι γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὴν ὑπερηφάνειά μας πειραζώμεθα καὶ τότε θὰ φύγη ὁ διάβολος ἀπὸ κοντά μας, διότι τὸ ἰσχυρότερο πῦρ, ποὺ κατακαίει τὸν διάβολο εἶναι ἡ ταπείνωσις, ἡ προσευχή, τὰ δάκρυα καὶ ἡ νηστεία. Ἄλλα ὄπλα σὲ περίοδο πειρασμῶν εἶναι: Ἡ καρτερικὴ στοὺς πειρασμοὺς ὑπομονή, ἡ συχνὴ ἐξομολόγησις τῶν λογισμῶν, ἡ ἀνάγνωσις τῶν ἱερῶν βιβλίων, ἡ ἀποφυγὴ ἀφορμῶν γιὰ ἁμαρτίες, ἡ Θεία Κοινωνία, ἡ σιωπή, ἡ ἀποδέσμευσις ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια ἔργα καὶ ἄλλα.
Ἱερομονάχου Κλεόπα Ἡλιὲ
«Πνευματικοὶ Λόγοι»
Ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη 1992

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου