Περὶ τῶν Δαιμονισμένων
1)«Οἱ δαιμονισμένοι ἀντιδροῦν σὲ ὁτιδήποτε ἱερὸ»
2)«Μὴ δίνετε σημασία στὰ λόγια του δαιμονισμένου»
«Οἱ δαιμονισμένοι ἀντιδροῦν σὲ ὁτιδήποτε ἱερὸ»
Λίγο ἁγιασμὸ ἂν τοὺς δώσης ἡ μὲ ἅγιο Λείψανο ἂν τοὺς σταύρωσης, ἀντιδροῦν, ἐπειδὴ στρυμώχνονται μέσα τοὺς τὰ δαιμόνια, ἐνῶ, ἂν ἔχουν ψυχοπάθεια, δὲν ἀντιδροῦν καθόλου. Ἀκόμη καὶ ἐπάνω σου ἂν ἔχης ἕναν σταυρὸ καὶ τοὺς πλησίασης, ἀνησυχοῦν, ταράζονται.
Κάθησα στὸ διπλανὸ στασίδι καὶ ἀκούμπησα ἐπάνω του τὸν σταυρό μου ποὺ ἔχει Τίμιο Ξύλο. Τινάχθηκε ἐπάνω· σηκώθηκε καὶ πῆγε στὴν ἄλλη μεριά. Ὅταν ἔφυγε λίγο ὁ κόσμος, πῆγα μὲ τρόπο δίπλα του. Πάλι τὰ ἴδια. Κατάλαβα ὅτι πράγματι εἶχε δαιμόνιο.
Ὅταν μου φέρνουν στὸ Καλύβι παιδάκια καὶ μοῦ λένε ὅτι ἔχουν δαιμόνιο, γιὰ νὰ διαπιστώσω ἂν εἶναι δαιμονισμένα, μερικὲς φορὲς παίρνω ἕνα τεμάχιο ἁγίου Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου καὶ τὸ κρύβω στὴν χούφτα μου. Καὶ νὰ δῆτε, ἐνῶ ἔχω κλειστὰ καὶ τὰ δύο χέρια μου, τὸ παιδάκι, ἂν ἔχη δαιμόνιο, κοιτάζει φοβισμένο τὸ χέρι μὲ τὸ ὅποιο κρατῶ τὸ ἅγιο Λείψανο.
Ἂν ὅμως δὲν ἔχη δαιμόνιο, ἄλλα λ.χ. κάποια ἀρρώστια ἐγκεφαλική, δὲν ἀντιδρᾶ καθόλου. Ἄλλοτε πάλι τοὺς δίνω νερὸ στὸ ὁποῖο προηγουμένως ἔχω βουτήξει τεμάχιο ἅγιου Λειψάνου, ἀλλά, ἂν ἔχουν δαιμόνιο, δὲν τὸ πίνουν ἀπομακρύνονται.
Σὲ ἕνα δαιμονισμένο παιδάκι ἔδωσα μία φορὰ νὰ φάη πρῶτα γλυκά, γιὰ νὰ διψάση πολύ, καὶ μετὰ τοῦ ἔφερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ νερό. «Στὸν Γιαννάκη, εἶπα, θὰ δώσω πιὸ καλὸ νερό». Μόλις ἤπιε λίγο, ἄρχισε νὰ φωνάζη: «Αὐτὸ τὸ νερὸ μὲ καίει. Τί ἔχει μέσα;». «Τίποτε», τοῦ λέω. «Τί μὲ κάνεις; μὲ καίει», φώναζε.«Δὲν καίει ἐσένα· κάποιον ἄλλον καίει», τοῦ λέω. Τὸν σταύρωνα στὸ κεφάλι, καὶ τινάζονταν τὰ χέρια, τὰ πόδια του... Ἔπαθε δαιμονικὴ κρίση.
Τὸ δαιμόνιο τὸ ἔκανε ἕνα κουβάρι. Θυμάστε κι ἐκεῖνον τὸν φοιτητὴ ποῦ εἶχε ἔρθει ἐδῶ παλιά; «Ἔχω μέσα μου δαιμόνιο, μοῦ ἔλεγε, καὶ μὲ τυραννάει πολύ. Περνάω μαρτύριο ἀπὸ τὸν δαίμονα, γιατί μὲ ἀναγκάζει νὰ λέω καὶ αἰσχρά. Ἔχω φθάσει σὲ ἀπελπισία. Αἰσθάνομαι νὰ μὲ πιέζη μέσα μου, νὰ μὲ σφίγγη πότε ἐδῶ, πότε ἐκεῖ», καὶ ὁ καημένος ἔδειχνε τὴν κοιλιά του, τὸ στῆθος, τὰ πλευρά, τὰ χέρια. Ἐπειδὴ ἦταν πολὺ εὐαίσθητος, γιὰ νὰ μὴν τὸν πληγώσω καὶ γιὰ νὰ τὸν παρηγορήσω, τοῦ εἶπα: «Κοίταξε, δὲν ἔχεις μέσα σου δαιμόνιο· μία ἐξωτερικὴ δαιμονικὴ ἐπίδραση εἶναι ἐπάνω σου».
Ὅταν πήγαμε στὴν ἐκκλησία, εἶπα στὶς ἀδελφὲς ποὺ ἦταν ἐκεῖ νὰ κάνουν εὐχὴ γιὰ τὸ δυστυχισμένο πλάσμα τοῦ Θεοῦ, κι ἐγὼ πῆρα ἀπὸ τὸ Ἱερὸ ἕνα τεμάχιο ἁγίου Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, τὸν πλησίασα καὶ τὸν ξαναρώτησα: «Σὲ ποιὸ σημεῖο σὲ πιέζει καὶ σὲ βασανίζει ὁ δαίμονας; Ποῦ νομίζεις ὅτι βρίσκεται;».
Μοῦ ἔδειξε τότε τὰ πλευρά του. «Ποῦ, ἐδῶ;», τὸν ρώτησα καὶ ἀκούμπησα ἐπάνω τὴν χούφτα μου μὲ τὸ ἅγιο Λείψανο. Βγάζει ἀμέσως ἕνα οὐρλιαχτό! «Μ' ἔκαψες, μ' ἔκαψες! Δὲν φεύγω...ω...ὤ! Δὲν φεύγω!». Φώναζε, ἔβριζε, ἔλεγε αἰσχρά. Τότε ἄρχισα μέσα μου νὰ λέω: Κύριε Ἴησου Χριστέ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δίωξε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα ἀπὸ τὸ πλάσμα Σου καὶ νὰ τὸν σταυρώνω μὲ τὸ ἱερὸ Λείψανο.
Αὐτὸ γινόταν ἐπὶ εἴκοσι λεπτά. Ὕστερα ὁ δαίμονας τὸν σπάραξε, τὸν ἔρριξε κάτω. Ἔκανε τοῦμπες. Τὸ κουστούμι τοῦ ἔγινε μέσ' στὶς σκόνες. Τὸν σηκώσαμε ὄρθιο. Ἔτρεμε ὁλόκληρος καὶ ἔκανε ἔντονες σπασμωδικὲς κινήσεις. Πιάσθηκε ἀπὸ τὸ τέμπλο, γιὰ νὰ στηριχτεῖ. Ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἔτρεχε κρύος ἱδρώτας, ὅπως εἶναι ἡ δροσιὰ στὰ χορτάρια. Σὲ λίγο ἔφυγε ὁ δαίμονας καὶ ἠρέμησε. Ἔγινε καλὰ καὶ τώρα εἶναι μία χαρά.
«Μὴ δίνετε σημασία στὰ λόγια του δαιμονισμένου»
- Γέροντα, τί πρέπει νὰ προσεχῆ κανείς, ὅταν συζητᾶ μὲ ἕναν δαιμονισμένο;
- Νὰ λέη τὴν εὐχὴ καὶ νὰ τοῦ φέρεται μὲ καλωσύνη.
- Γέροντα, θυμοῦνται οἱ δαιμονισμένοι τί λένε πάνω στὴν κρίση τους;
- Ἄλλα τὰ θυμοῦνται καὶ ἄλλα δὲν τὰ θυμοῦνται. Δὲν ξέρουμε πὼς ἐργάζεται ὁ Θεός. Μερικὲς φορὲς ἐπιτρέπει νὰ τὰ θυμοῦνται, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦν καὶ νὰ μετανοήσουν.
Καὶ ὅταν ζητάη κάτι ὁ δαιμονισμένος, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ καταλάβη κανεὶς πότε αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ πότε τὸ ἔχει ἀνάγκη ὁ ἴδιος.
Εἶχα συναντήσει κάπου μία δαιμονισμένη κοπέλα. Αὐτὴ εἶχε διαβάσει Καζαντζάκη καὶ πίστευε κάτι βλάσφημα πράγματα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δαιμονισθῆ.
Ξαφνικὰ τὴν ἐπίασε τὸ δαιμόνιο καὶ ἔβαλε κάτι φωνές! «Καίγομαι, καίγομαι!». Οἱ δικοί της τὴν κρατοῦσαν, γιὰ νὰ τὴν σταυρώσω.
Μετὰ φώναζε: «Νερό, νερό!». Λέω:«Φέρτε τῆς νερό». «Ὄχι, ὄχι, μοῦ λένε, γιατί μᾶς εἶπε κάποιος νὰ μὴν κάνουμε ὑπακοὴ στὸν διάβολο». «Τώρα, λέω, ἡ καημένη διψάει. Φέρτε νερό». Καταλάβαινα πότε ἦταν τὸ κάψιμο ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ πότε ἦταν ἀπὸ δίψα. Ἤπιε ἡ καημένη κάνα-δύο ποτήρια νερό. «Κάρβουνα, ἔλεγε, ἔχω μέσα μου, τόσο κάψιμο νιώθω. Καὶ ἕναν κουβὰ νερὸ νὰ ἔπινα, δὲν θὰ ἔσβηνε μέσα μου ἡ φωτιά». Τέτοιο κάψιμο ἐνίωθε!
-Ὅταν, Γέροντα, φωνάζη ἕνας δαιμονισμένος, πὼς καταλαβαίνουμε πότε μιλάει ὁ διάβολος μέσω τοῦ ἄνθρωπου καὶ πότε ὁ ἄνθρωπος;
- Ὅταν μιλάη ὁ διάβολος, τὰ χείλη δὲν κινοῦνται κανονικά· κινοῦνται σὰν μηχανή. Ἐνῶ, ὅταν μιλάη ὃ ἄνθρωπος, κινοῦνται φυσιολογικά. Ὅταν φωνάζη ἕνας δαιμονισμένος, τὴν ὥρα ποὺ τοῦ διαβάζουν ἐξορκισμοὺς ἡ οἱ ἄλλοι εὔχονται γι' αὐτόν, ἄλλοτε ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ βασανίζεται καὶ λέει λ.χ. στὸν διάβολο: «φύγε, τί κάθεσαι;» καὶ ἄλλοτε ὁ διάβολος βρίζει τὸν ἄνθρωπο ἡ τὸν ἱερέα ἡ βλασφημάει τὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς Ἅγιους. Ἄλλοτε λέει ψέματα ἡ ἄλλοτε πιέζεται ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ νὰ πῆ τὴν ἀλήθεια.
Μερικὲς φορὲς πάλι ὁ δαιμονισμένος λέει δικά του ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ποὺ ἔχει διαβάσει κ.λπ. Τί νὰ πῶ; Μπερδεμένα πράγματα. Γι' αὐτό, ὅταν συζητᾶτε μαζί του, νὰ προσέχετε πολύ. Μη δίνετε σημασία στὰ λόγια του. Μπορεῖ νὰ λέη λ.χ. «μὲ καῖς». Ἂν πράγματι τὸν καῖς καὶ πῆς «τὸν καίω», κάηκες. Ἂν δὲν τὸν καῖς καὶ πιστέψης ὅτι τὸν καῖς, κάηκες δύο φορές. Ἡ μπορεῖ νὰ φωνάζη «βρωμιάρες» καὶ σὲ μία νὰ πῆ: «Ἐσὺ εἶσαι καθαρή». Ἂν ἐκείνη τὸ πιστέψη, πάει, χάθηκε. Γι' αὐτὸ μὴν κάνετε πειράματα μὲ τὸν διάβολο.
Σὲ ἕνα μοναστήρι πῆγαν ἕναν δαιμονισμένο καὶ ὁ ἡγούμενος εἶπε στοὺς πατέρες νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία νὰ κάνουν κομποσχοίνι. Εἶχαν ἐκεῖ καὶ τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου Παρθενίου1, ἐπισκόπου Λαμψάκου, καὶ τὸ δαιμόνιο στρυμώχθηκε πολύ. Συγχρόνως, ὁ ἡγούμενος ἀνέθεσε καὶ σὲ ἕναν ἱερομόναχο νὰ διάβαση στὸν δαιμονισμένο ἐξορκισμούς.
Ὁ ἱερομόναχος αὐτὸς ἦταν εὐλαβὴς μὲν ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ εἶχε κρυφὴ ὑπερηφάνεια. Ἦταν ἀγωνιστὴς καὶ τυπικὸς σὲ ὅλα. Νουθετοῦσε πνευματικά τους ἄλλους, γιατί ἦταν καὶ λόγιος. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν βοηθιόταν ἀπὸ κανέναν, γιατί οἱ ἄλλοι, ἀπὸ σεβασμό, ὅταν τὸν ἔβλεπαν νὰ κάνη κάτι στραβό, δίσταζαν νὰ τοῦ τὸ ποῦν.
Εἶχε δημιουργήσει ψευδαισθήσεις στὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι ὁ πιὸ ἐνάρετός της μονῆς κ.λπ. Ὁ πονηρὸς βρῆκε εὐκαιρία ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ τοῦ κάνη κακό. Ἔβαλε τὴν πονηριά του, γιὰ νὰ τοῦ δώση τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὸς διώχνει τὸ δαιμόνιο ἀπὸ τὸν δαιμονισμένο.
Μόλις λοιπὸν ἄρχισε νὰ διαβάζη τοὺς ἐξορκισμούς, ἄρχισε τὸ δαιμόνιο νὰ φωνάζη: «καίγομαι! ποῦ μὲ διώχνεις, ἄσπλαχνε;», ὅποτε νόμισε ὅτι καίγεται ἀπὸ τὸν δικό του ἐξορκισμὸ - ἐνῶ ὁ δαίμονας ζοριζόταν, γιατί προσεύχονταν καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες -, καὶ ἀπάντησε στὸν δαίμονα: «Νὰ ἔρθης σ' ἐμένα».
Τὸ εἶχε πεῖ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Παρθένιος σὲ ἕνα δαιμόνιο, ἄλλα ἐκεῖνος ἦταν ἅγιος. Μία φορὰ δηλαδὴ ποῦ ἕνα δαιμόνιο φώναζε: «καίγομαι, καίγομαι, ποῦ νὰ πάω;», ὁ Ἅγιος του εἶπε: «Ἔλα σ' ἐμένα». Τότε τὸ δαιμόνιο εἶπε στὸν Ἅγιο: «καὶ μόνον τὸ ὄνομά σου μὲ καίει, Παρθένιε!», καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸν δαιμονισμένο ποὺ ταλαιπωροῦσε.
Πῆγε καὶ αὐτὸς νὰ κάνη τὸν Ἅγιο Παρθένιο καὶ δαιμονίσθηκε. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὸν ἐξουσίαζε πιὰ ὁ δαίμονας. Χρόνια ὁλόκληρα βασανιζόταν καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀναπαυθῆ πουθενά. Συνέχεια γύριζε, πότε ἔξω στὸν κόσμο καὶ πότε μέσα στὸ Ἅγιον Ὅρος. Τί τράβηξε ὁ καημένος!
Τοῦ εἶχε δημιουργήσει αὐτὴ ἡ κατάσταση ψυχικὴ κούραση καὶ σωματικὴ κόπωση μὲ τρεμούλα. Καὶ νὰ δῆτε, ἐνῶ ἦταν καλὸς παπάς, δὲν μποροῦσε μετὰ νὰ λειτουργήση[2]. Βλέπετε τί κάνει ὁ διάβολος;
- Γέροντα, ἔχει κάποια σχέση ὁ καφὲς μὲ τὶς ἀντιδράσεις ἑνὸς δαιμονισμένου;
- Ὅταν τὸ νευρικὸ σύστημα εἶναι ταραγμένο καὶ πιῆ κανεὶς πολλοὺς καφέδες, κλονίζονται τὰ νεῦρα καὶ τὸ ταγκαλάκι ἐκμεταλλεύεται αὐτὴν τὴν κατάσταση. Δὲν εἶναι ὅτι ὁ καφὲς εἶναι κάτι δαιμονικό. Χρησιμοποιεῖ τὸ ταγκαλάκι τὴν ἐπίδρασή του στὰ νεῦρα, καὶ ὁ δαιμονισμένος ἀντιδράει χειρότερα.
_______________
1. Ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στὶς 7 Φεβρουαρίου.
2. Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, σ. 96-97.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς σελίδες 195-200 τοῦ βιβλίου:
πηγή: http://anavaseis.blogspot.com/2011/04/2-1-2_08.html
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Γ΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου