Μονὴ Γρηγορίου, Σάββατο τοῦ Λαζάρου 1977, ἀπόγευμα. Πάστρα στὸ Μοναστήρι. Σκοῦπες, φασίνες, νερά, χέρια γρήγορα, προσεχτικά, ὀρεξάτα. Καθολικό, αὐλές, τράπεζα, ἀρχονταρίκι, συνοδικό, ὅλα λάμπουν. Καὶ μυρτιὲς ἄφθονες.-Εὐλογεῖτε!…-Ὃ Κύριος!…Καλὴ ἀγρυπνία!…Ἀπὸ ἀπόψε καὶ ὅλες τὶς μέρες, μέχρι την «κλητή και αγια ημερα, τὴ μία τώνΣαββατων», κάθε βράδυ ἀγρυπνία! Ἢ Ἑβδομάδα εἶναι μεγάλη ἀπὸ κάθε ἔποψη…Ὑπάρχει καὶ Δεσπότης στὸ Μοναστήρι. Ὃ Πισιδίας Ἰεζεκιήλ, ὃ ἀπὸ Αὐστραλίας, ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀγάπης, καλογηρικός, ταπεινός, ἀξιοθεός. Συναγωνισμὸς ἀνάμεσα στὰ παλαιότερα γεροντάκια, ποιὸς νὰ κρατήσει τὴν ὤα τοῦ μανδύα του. Ὑποχωροῦν ὅλοι στὸν ἁγιασμένο γερὸ-Ἤσυχιο.Σ’ ὅλη τὴν ἀγρυπνία ὃ ἡλικιωμένος Ἐπίσκοπος στέκεται ὄρθιος στὸ Δεσποτικό, ἥσυχος, πράος καὶ βλογημένος, Πανηγυρικὴ κωδωνοκρουσία σὲ τρεῖς στάσεις. «Δόξα τη αγια και Ομοουσιφ καὶ Ζωοποιώ και Αδιαιρετω Τριάδι…». Αρχίζει ἢ Ἀγρυπνία. Ἀρχίζει ἢ μεγάλη πορεία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Εὐφρόσυνα, χαρούμενα, πανηγυρικά. Ἀρχίζει καὶ ἢ ἐναγώνια εὐθύνη καὶ ἀναμφισβήτητη ἐξουσία τοῦ Τυπικάρη, στὸν ὁποῖο ὑποχρεοῦνται νὰ ὑποτάσσονται, κάνοντας ἀδιάκριτη ὑπακοή, ὅλοι, ἀπὸ τοὺς ψάλτες, κανονάρχους, διακους, παπάδες, ἡγούμενο, μέχρι καὶ τὸν Ἀρχιερέα. Ὃ Τιμόθεος θὰ τὰ καταφέρει περίφημα μέχρι....τέλους. Εἶναι δήλιος κολυμβητὴς στὶς θάλασσες τοῦ μοναστηριακοῦ τυπικοῦ… Στὸ δεξιὸ χορὸ ὃ καλλικέλαδος πάπα-Παντελεήμων ὃ Κάρτσωνας, τὸ ἀηδονάκι τῆς Ἁγίας “Ἄννας. Στὴν ἐνάτη ἔδωσε τὸν καλλίτερο ἑαυτό του. Ἀκούγοντας τὸ «Θεός, Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἤμιν.Συστήσασθε έορτήν καί άγαλλόμενοι δεύτε μεγαλύνωμεν Χριστόν μετά βαΐων καί κλάδων…» δὲν ξέρεις ἂν εἶσαι στὴ γῆ ἢ ἔχεις ἁρπαγὴ μὲ τὸν Παῦλο στὸν τρίτο οὐρανό. Εὐλογοῦνται τὰ βάγια καὶ μοιράζονται στοὺς πατέρες. Ὅλοι θὰ τὰ κρατοῦν στὸ χέρι μέχρι τέλους τῆς λειτουργίας. Τὰ «νικητικὰ κατὰ τῶν παθῶν σύμβολα», κατὰ τὸν μεγάλο Ἁγιορείτη Νικόδημο… Οἳ Ἐκκλησιαστικοί, μεγαλοπρεπεῖς μέσα στοὺς μαύρους μανδύες τοὺς σκορπίζουν βάγια σ’ ὅλο τὸ ναό, στὴ λιτή, στὸν ἐξωνάρθηκα. «Ἐξέλθετε ἔθνη, ἐξέλθετε και λαοι..». Ευωδιά δάφνης ἑλληνοπρεποῦς στὰ πόδια τοῦ Εἰσερχομένου στὴν Ἁγία Πόλι ἐπὶ πώλου ὄνου Βασιλέως τῶν ὅλων… Γίνεται καὶ χειροτονία Διακόνου. Τὸ καλογέρι τῶν Καρτσωναίων, ὃ Χρυσόστομος....
Στὴν τράπεζα συνεχίζεται ἢ μυσταγωγία. Καμπάνες, διβάμβουλα, κατζία, μὲ τὸν ποτάμιο μανδύα τοῦ ὃ Ἀρχιερεύς, τὸν πορφυροῦν καὶ περιχρυσόν, μὲ ἀνάγνωση πατερικὴ (ἢ ἀνάγνωση εἶναι ἢ μεγαλύτερη αὐθεντία ἐν Ἅγιω Ὄρει: «Τὸ εἴπε η αναγνωσις!…» ἔλεγαν οἱ παλαιοί, (ποῦ θὰ πεῖ:Roma locuta,causa finita), μὲ Ὕψωση τῆς Παναγίας, μὲ προσφώνηση τοῦ Ἡγουμένου καὶ ὁμιλία τοῦ Δεσπότη, Στὸ τέλος ὃ Γέροντας τοῦ νεοχειροτόνητου μοιράζει σ’ ὅλους ἀπὸ ἕνα ρινόμακτρο ἀντὶ μπομπονιέρας. Παλαιὸ ἁγιορείτικο ἔθιμο, γιὰ νάχουν νὰ σκουπίζουν οἳ πατέρες τὰ καρδιοστάλακτα δάκρυα τῆς κατανύξεως καὶ τὰ γλυκερὰ καὶ παραμυθητικά του χαροποιοῦ πένθους… Ἐν ὄψει τῶν ἥμερών του Πάθους ξεχωριστὰ χρήσιμο…Ἢ Ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου σεμνή, ἀργόσυρτη, προσεγμένη, χωρὶς μελοδραματικὲς ἐξάρσεις, χωρὶς δυτικόφερτα μαῦρα καὶ μενεξελιὰ χρώματα σὲ ἄμφια καὶ καλύμματα. Τὸ κατὰ Θεὸν πένθος, τὸ χαροποιό, εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ κοσμικό. Οὔτε ἀπὸ κρέπια ἐξαρτᾶται, ὀϋτε ἀπὸ πλερέζες, ὀϋτε ἀπὸ χρώματα. Εἶναι ὑπόθεση καρδιᾶς, ἐσωτερική, μυστική. “Αλλωστε οἳ Μοναχοὶ μία φορὰ τα φόρεσαν τὰ μαῦρα καὶ διὰ βίου.
Πρωινὴ ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Δευτέρας.Ὧρες καὶ ἀτέλειωτα εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα. Τὸ βράδυ πανηγυρικὸς ἑσπερινός, ἀνοιξαντάρια, λιτή, ἀρτοκλασία, ὁλονύκτια ἀγρυπνία! Κάπου μπερδεύομαι. ΤηΜεγάλη Τρίτη πεφτει ἢ γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ! Τάχει αὐτὰ τὸ ἀδιόρθωτο Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο.Φέτος (2007) τὰ πράγματα θάν’ἀκόμα πιὸ μπερδεμένα.Ὃ Εὐαγγελισμὸς πέφτει τὸ Μέγα Σάββατο. Στὸ “Ἅγιον Ὅρος δὲν ἰσχύει ἢ ξεκάθαρη πρόβλεψη τοῦ Τυπικοῦ (περίπτωση ΚΓ’, § 69) ποῦ διακελεύεται πῶς ἂν συμπέσει ἢ ἑορτὴ τὴ Μ. Παρασκευὴ ἢ Μ. Σάββατο μετατίθεται γιὰ τὸ Πάσχα, ἀλλὰ γιορτάζεται… ἀνήμερα! Κουβάρι σωστό, ὅλο-μπέρδευτο, καὶ ὧδε ἐστὶν ἢ σοφία τῶν τυπικάρηδων νὰ τὸ ξεμπερδέψουν, χωρὶς οὔτε τὸ πενθηρὸν τῆς εἰς “Ἅδου Καθόδου νὰ λυμανθῆ, ἀλλὰ ὀϋτε καὶ τὸ χαρμόσυνο καὶ πανηγυρικό του κεφαλαίου τῆς σωτηρίας ἠμῶν νὰ περιορισθῆ. Χαίρομαι κατάβαθα ποῦ μὲ τὸ διορθωμένο ἡμερολόγιο δὲν μᾶς προκύπτουν τέτοιες συμπτώσεις.Καθημερινὰ οἱ περισσότερες ὧρες περνοῦν μέσα στὸ ναό. Οἱ ἀκολουθίες εἶναι σχοινοτενεῖς, τὰ ἀλλεπάλληλα εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα ἀτέλειωτα.Τὸ σῶμα κουρασμένο καὶ ἀπὸ τὴν ἀλαδιὰ καὶ μονοφαγία,καταπονεῖται,ἀλλὰ ἔρχεται ἢ παράκληση τοῦ Παρακλήτου καὶ ἢ γλυκύτατη κατάνυξη. Βιώνεται ἔντονα τὸ «Πόσον την βιοτικην αποθωμεθα μεριμναν, ὠς τον Βασιλέατων ολων υποδεξομενοι…».Τη Μεγάλη Πεμπτη ὴ Ἀκολουθία τῶν Ἄχραντων Παθῶν ἔχει κάτι τὸ μοναδικό. Τὰ λυρικότατα ἀντίφωνα ψάλλονται ἀργά, σεμνά, ἀπὸ νηστεμένα στόματα, καὶ ἢ ψυχὴ τὰ ρουφᾶ σὰν σφουγγάρι. Γλυκὰ δάκρυα ἔρχονται σ’ ὅλους. Κάποτε ἕνας Ἑβραῖος ἔμπορος Θεσσαλονικιὸς ποῦ ἐξυπηρετοῦσε τὸ Μοναστήρι, βρέθηκε τέτοιες μέρες ἐδῶ. Ἀκούγοντας τοὺς ὕμνους ποῦ στηλίτευαν τὰ κατὰ τοῦ Χριστού ανδραγαθηματα των παλαιῶν ἐκείνων Ἑβραίων ἔπεσε κάτω ξερός, λιπόθυμος. Ὅταν τὸν συνέφεραν εἶδαν κι ἔπαθαν νὰ τοῦ δώσουν νὰ καταλάβη ὅτι οἳ ὕμνοι δὲν γράφτηκαν γι’ αὐτὸν
προσωπικά. Παλαιότερα στὸ Ὅρος δεν λιτανευόταν μετὰ τὸ πέμπτο εὐαγγέλιο τῆς Ἀκολουθίας τῶν Ἄχραντων Παθῶν ὃ Ἐσταυρωμένος. Ἁπλούστατα ὃ ἐκκλησιαστικὸς ἔφερνε κι ἔβαζε στὸ προσκυνητάρι τὴν ἱερὰ εἰκόνα τῆς Σταυρώσεως. Ὅπως καὶ δὲν γινόταν, βέβαια, ἢ λεγομένη Ἀποκαθήλωσις (ὀϋτε στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γίνεται μέχρι σήμερα). Τώρα, ἄλλοι παπαδες ἤρθανε κι ἄλλα χαρτιὰ βαστούσανε…Ή Μεγάλη Παρασκευή δεν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὸ δραματικὸ στοιχεῖο καὶ τὶς φιοριτοῦρες ποῦ παρεισέφρυσαν τὰ τελευταία χρόνια ὀτὴν πραξη των ἐνοριῶν. Ὅλα λιτά, δωρικά, μοναχοπρεπή. Ἕνα ἁπλὸ τραπέζι στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, χωρὶς κουβούκλιο, μὲ τὸν ὑφασμάτινο ἐπιτάφιο (ἀέρα) καὶ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, την ”δια χάρτου και μελανος» εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ λίγα ἄνθη, ποῦ τὰ μαζέψαμε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὴ γειτονικὴ ρεματιά, μοναχοὶ μαζὶ καὶ προσκυνητές, εἶναι ὅλος κι ὅλος ὃ Ἐπιτάφιος. Στό νοῦ ἔρχεται ὃ ἀνεπανάληπτος, ἀριστουργηματικὸς στὴν ἁπλότητα τοῦ βυζαντινὸς Ἐπιτάφιος του Καντακουζηνοῦ (1354) τῆς Μονῆς Βατοπεδίου… Ἢ ἀκολουθία εἶναι μακρύτερη. Κανένας δὲ βιάζεται. Ὕπνεϊ ἢ ζωή. Ὃ Βασιλεὺς κεκοίμηται. Κάθε σκίρτημα γήινο, λοιπόν, καταστέλλεται. Μόνο ἢ καρδιά, γεμάτη χαρμολύπη, ἀγρυπνεῖ μὲ ἀδιάλειπτη προσευχή, καθὼς ὃ θεῖος Ἔρωτας τῆς καθεύδει. Όταν οἳ δύο χοροὶ μαζὶ μὲ κορυφαίους τὸν Δαμασκηνό, τὸν Ὑπάτιο καὶ τὸν πάπα-Μελέτιο ψάλλουν τὸ «Σέ τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερίμάτιον», κι οἳ πέτρες ραγίζουν. Οἳ πατέρες δυσκολεύονται νὰ κρύψουν τὰ συναισθήματά τους. Ἢ περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου γίνεται γύρω ἀπὸ τὸ Καθολικό, μὲ κηροδοσία, ψαλλομένου τοὺ «Τον ήλιον κρυψαντα τας ιδιας ακτινας…» Φέρεται πάνω στὰ ἄσκεπη κεφάλια τεσσάρων σεπτῶν ἱερομόναχων μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἡγούμενο, ὃ ὅποιος καὶ κρατᾶ πάνω στὸ στῆθος του μὲ τὸ δεξί του χέρι τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Κατὰ τὴν ἐπάνοδο στὸ ναὸ ὃ γερὸ-Δαμιανὸς ὃ οἰκονόμος, κατανενυγμένος σὰν παιδί, αὐτὸς ὃ ζόρικος, ὃ φωνακλὰς Ἀρβανίτης, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ραντίζει μὲ ροδόσταμο τοὺς πάντες, εὐχόμενος «Καλή Ανασταση»,Τὸ Μέγα Σάββατο ἢ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μὲ ὅλα τὰ Παλαιοδιαθηκικὰ ἀναγνώσματα, τὸ «Ἀναστα ὸ Θεὸς» ἀπὸ τὸν σεβάσμιο Ἡγούμενο Γεώργιο ποῦ μᾶς ραίνει μὲ δάφνες, χαρμόσυνη κωδωνοκρουσία, ἀτμόσφαιρα χαρούμενη. ‘Αλάδωτη τράπεζα κι ὕστερα διαβάζονται ἐν τοῖς κελλίοις οἱ Πράξεις(συνεχίζεται)Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου πρ.Ν.Ζηλανδίας κ.Ἰωσήφ”Πειραικη Ἐκκλησία/2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου