Ἄρχ. Παῦλος Δημητρακόπουλος
«Εἰπὲ τὴ Ἐκκλησία» (Μάτθ.18,17)
Γιατί ἐδιώχθηκα ἀπὸ τὴν Ι. Μητρόπολη Βεροίας.
Ἐθεώρησα ἀναγκαῖο νὰ δημοσιεύσω τὸ παρὸν ἄρθρο, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴ σύντομη ὁμιλία μου πρὸς τὴν ἱερατικὴ σύναξη τῶν κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βεροίας μὲ θέμα τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, 1) διότι ἑρμηνεύει τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἐδιώχθηκα ἀπὸ τὴν ἐν λόγω Μητρόπολη καὶ ἐνημερώνει τὰ πνευματικά μου τέκνα καὶ τοὺς φίλους της Ι. Μονῆς Μεταμορφώσεως Μουτσιάλης γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς διώξεώς μου, 2) δίνω τὴν εὐκαιρία νὰ τὴν ἀναγνώσουν ὅσοι ἐκ τῶν κληρικῶν τὸ ἐπιθυμοῦν, ἀφοῦ κατὰ τὴν παραπάνω σύναξη κάποιοι Πατέρες καὶ ἐν τέλει ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Βεροίας μὲ διέκοψαν καὶ δὲν μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ τὴν ὁλοκληρώσω, καὶ 3) διότι ἡ ὁμιλία αὐτὴ ἀποτέλεσε τὸ τελευταῖο βῆμα, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μᾶς «εἰπὲ τὴ Ἐκκλησία» (Μάτθ.18,17), μιᾶς μακροχρόνιας προσπάθειας πλέον τῶν τριῶν ἐτῶν, μὲ ὑπομνήματα, ἐπιστολές, ἀπολογίες καὶ κατ’ ἰδίαν συζητήσεις, νὰ ἐπισημάνω στὸν ἅγιο Βεροίας τὸν κίνδυνο τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ νὰ τὸν πείσω νὰ πράξει τὸ καθῆκον του, νὰ ἀναλάβει δηλαδὴ ἀντιαιρετικὸ ἀγώνα, πλὴν ματαίως, διότι ὅπως ἀποδείχθηκε καὶ ὅπως θὰ φανεῖ στὴ συνέχεια, ὄχι μόνο δὲν ἐπείσθηκε, ἀλλὰ ἔπραξε τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο.
Ἡ προσπάθειά μου ξεκίνησε τὸν Μάϊο τοῦ 2007, μὲ τὴν σύνταξη ἐκτενούς ὑπὸ-μνήματος περὶ Οἰκουμενισμοῦ, τὸ ὁποῖο ὑπέγραψαν δύο ἀκόμη ἐκ τῶν κληρικῶν τῆς Μητροπόλεώς μας. Στὸ ὑπόμνημα ἐκφράζουμε στὸν Σεβασμιώτατο τοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὴν ἀγωνία μας γιὰ τὴν καλπάζουσα ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως, παραθέτουμε ὁρισμένες αἱρετικὲς θεωρίες ποὺ ἀναπτύχθηκαν μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἐν τέλει τὸν παρακαλοῦμε νὰ πράξη τὸ αὐτονόητο, δηλαδὴ νὰ ἀναλάβει ἀντιαιρετικὸν ἀγώνα. Ὁ Σεβασμιώτατος δὲν ἐτόλμησε νὰ ἀνατρέψει ἢ νὰ ἀμφισβητήσει κάτι ἀπὸ ὅσα τοῦ γράψαμε, οὔτε ὅμως ἐπείσθηκε νὰ πράξει τὸ καθῆκον του.
Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 2009 τοῦ ζήτησα νὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ ὁμιλήσω περὶ Οἴκου-μενισμοῦ σὲ ἱερατικὴ σύναξη κληρικῶν. Ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ καὶ ἐπιμόνως. Γιατί ἄραγε; Δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία λόγου μέσα στὴν Ἐκκλησία; Ἂν αὐτὰ ποὺ θὰ ἔλεγα θεωροῦσε λανθασμένα, θὰ μποροῦσε μετὰ τὴν ὁμιλία μου νὰ μὲ διορθώσει μὲ κατάλληλες μαρτυρίες ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐνώπιον ὅλων τῶν πατέρων τῆς Μητροπόλεως. Τὸ νὰ θέλει ὅμως νὰ μοῦ φράξει τὸ στόμα, μαρτυρεῖ ἔνοχη προσπάθεια συγκαλύψεως τῆς αἱρέσεως, ἔλλειψη ἔγκυρου θεολογικοῦ λόγου, ἀτμόσφαιρα δεσποτισμοῦ καὶ ποικίλλες σκοπιμότητες ποὺ δὲν ἐξυπηρετοῦν τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Μία τέτοια στάση ὁπωσδήποτε δὲν τὸν τιμᾶ καθόλου.
Σὲ κατ’ ἰδίαν συναντήσεις καὶ συζητήσεις περὶ τοῦ ἐν λόγω θέματος, ποῦ εἶχα κατὰ καιροὺς μαζί του, τοῦ ἔθεσα τὸ ἁπλὸ ἐρώτημα: «Εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς αἵρεση ἢ ὄχι;». Οὐδέποτε μέχρι τώρα μου ἔδωσε ξεκάθαρη ἀπάντηση. Πῶς ἐξηγεῖται ἕνας ἐπίσκοπος μὲ τόση πληθωρικὴ δραστηριότητα νὰ μὴν ἔχει ἀποκρυσταλώσει μία γνώμη πάνω σ’ ἕνα τόσο καίριο καὶ ζωτικῆς σημασίας θέμα, ὅπως εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Πῶς ἐξηγεῖται νὰ μὴν θέλει νὰ πάρει θέση πάνω σ’ ἕνα θέμα, τὸ ὁποῖο τὸν τελευταῖο καιρὸ βρίσκεται στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικαιρότητα καὶ λόγω τῶν Διαχριστιανικῶν Διαλόγων ἀλλὰ καὶ λόγω τῆς εὐρείας κυκλοφορίας ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ὅλο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο τοῦ γνωστοῦ φυλλαδίου «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»; Ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ τῆς ἐπαρχίας τοῦ περιμένει νὰ πληροφορηθεῖ τὴν ἐπίσημη θέση τοῦ οἰκείου ποιμένος, καθ’ ὅσον μάλιστα ἀκούει ποικίλλες ἀντικρουόμενες γνῶμες καὶ ἀπόψεις καὶ προβληματίζεται. Ἤδη... τὸ παραπάνω κείμενο ἔχουν ὑπογράψει περισσότεροι ἀπὸ 20000 πρόσωπα, ἐκ τῶν ὁποίων 8 ἀρχιερεῖς, 70 ἡγούμενοι ἱερῶν Μονῶν, περίπου 1000 κληρικοί, μοναχοὶ καὶ μοναχὲς ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ Ἐξωτερικό, γέροντες ἀσκητὲς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν, ἀκαδημαϊκοὶ διδάσκαλοι, πρόεδροι συλλόγων καὶ σωματείων, ἐκπαιδευτικοὶ ὅλων τῶν βαθμίδων καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ἐνῶ ὁ ἀριθμὸς συνεχῶς ἀνεβαίνει. Τὸ νὰ θέλει νὰ προσπεράσει τὴν νέα διαμορφωθεῖσα κατάσταση καὶ νὰ κλείσει τὸ θέμα σὰν νὰ μὴν ὑφίσταται, εἶναι σὰν νὰ κλείνει τὰ μάτια μπροστὰ στὴν πραγματικότητα. Σχετικὰ μὲ τὸ παραπάνω ἐρώτημα οὔτε ἐγὼ προσωπικά, οὔτε ὅσοι ὑπογράψαμε τὸ κείμενο «Ὁμολογία Πίστεως», ἔχουμε τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία. Ἂν ὁ Σεβασμιώτατος πιστεύει ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση ἂς τὸ διακηρύξει εὐθέως καὶ ἂς μᾶς τὸ ἀποδείξει μὲ μαρτυρίες ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, τοὺς ἁγίους Πατέρες, καὶ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς μᾶς ἀποδείξει ὅτι οἱ θεωρίες «τῶν κλάδων», «τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ», «τῆς περιεκτικότητος», «τῆς βαπτισματικῆς ἑνότητος», «τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», «τῶν δύο πνευμόνων», καὶ ἄλλες, ποὺ ἀναπτύχθηκαν μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν εἶναι αἱρετικές, ἀλλὰ σύμφωνες μὲ τὴν δογματικὴ διδασκαλία καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἂς δημοσιεύσει τὶς πεποιθήσεις τοῦ αὐτὲς στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἐφημερίδες καὶ μαζικὰ μέσα ἐνημερώσεως. Πῶς ἐξηγεῖται ὁ Σεβασμιώτατος νὰ μὴν θέλει νὰ ἀπαντήσει στὸ παραπάνω ἐρώτημα καθ’ ὂν χρόνον ἅγιοι γέροντες καὶ ὀσιακὲς μορφὲς τῶν ἡμερῶν μᾶς διέκριναν καὶ ἐπεσήμαναν τὴν πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν καταπολέμησαν ἔργω καὶ λόγω; Θὰ περιοριστῶ νὰ ἀναφέρω τρεῖς μόνο περιπτώσεις:
α) τὴν μαρτυρία τοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, μεγάλου χαρισματούχου γέροντος, τοῦ ὁποίου ἡ ἁγιότης μαρτυρεῖται ἀπὸ ὅλους πανορθοδόξως. Ὁ γέροντας αὐτός, φωτισμένος ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶχε πλούσια μέσα του, διέκρινε τὴν ὀλέθρια αὐτὴ αἵρεση καὶ τὴν καταπολέμησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις. Ἔφθασε μάλιστα στὸ σημεῖο, μαζὶ μὲ ὅλο σχεδὸν τὸ Ἅγιον Ὅρος νὰ διακόψει γιὰ ἕνα διάστημα τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, σὰν μία φωνὴ διαμαρτυρίας γιὰ τὰ ἐπικίνδυνα ἀνοίγματά του πρὸς τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς.[1] Σὲ ἄλλες περιπτώσεις, σὲ συνάξεις μοναζουσῶν ἔλεγε: «Οἰκουμενισμὸς καὶ Κοινὴ Ἀγορά, ἕνα κράτος μεγάλο, μία θρησκεία στὰ μέτρα τους. Αὐτὰ εἶναι σχέδια διαβόλων»[2]. «Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση αὐτὸ πού μου εἶπε ἕνας ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο. Τοῦ εἶχα πεῖ: «Μὰ τί κατάσταση εἶναι αὐτή; Ἀπὸ τὴ μιὰ ὁ Οἰκουμενισμός, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Σιωνισμός, ὁ Σατανισμός!...Σὲ λίγο θὰ προσκυνοῦμε τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα ἀντὶ γιὰ τὸν δικέφαλο ἀετό».[3] Ἡ τελευταία μαρτυρία ἐμφανίζει τὸν γέροντα νὰ διαμαρτύρεται σὲ κάποιον πατριαρχικὸ ἐπίσκοπο, κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ νὰ παρουσιάζει τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν Σιωνισμὸ ὡς τὰ δύο κέρατα τοῦ διαβόλου.
β) τὴν μαρτυρία τοῦ ἐσχάτως ἀνακηρυχθέντος ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βελιγραδίου: «Ὁ Οἰκοῦμε-νισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα τοῦ εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὄλαι αἳ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομα τῶν εἶναι ἡ παναίρεσις»[4].
γ) Τὴν μαρτυρία τοῦ ὁσίου γέροντος καὶ μεγάλου Ρώσου ἁγιορείτου ἀσκητοῦ, ἰδρυτοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου τοῦ Ἔσσεξ Ἀγγλίας, ἄρχ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, τὴν ὁποία διασώζει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰερόθεος στὸ βιβλίο τοῦ «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ»: «Ὡς Ὀρθόδοξος ἐμπειρικὸς θεολόγος δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὸν περιορισμὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τὴν θεωρία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ «ὡς μία ἀπὸ τὶς πιο ἐπικίνδυνες αἱρέσεις. Ἡ προσπάθεια μερικῶν νὰ δημιουργήσουν μιὰ «παγκόσμια καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία» εἶναι μία πλανεμένη προσπάθεια».[5]
Στὰ πλαίσια τῶν κατ’ ἰδίαν συζητήσεων, ποὺ εἶχα μὲ τὸν Σεβασμιώτατο, διετύπωσε τὶς παρακάτω ἀπόψεις ἢ ἐρωτήματα: 1) «Πρὸς τὸ παρὸν δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε θέση ἀπέναντι στὸν Οἰκουμενισμό, ἀλλὰ ὀφείλουμε, ἀκολουθώντας τὴν διοικοῦσα Ἐκκλησία, νὰ περιμένουμε τὴν ἐπίσημη θέση καὶ συνοδική της ἀπόφαση σχετικὰ μὲ τὸ ἐν λόγω θέμα». Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας δὲν περίμεναν την ἐπίσημη συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως, γιὰ νὰ πάρουν θέση καὶ νὰ ἀρχίσουν τὸν ἀντιαιρετικό τους ἀγώνα, ἀλλὰ ἄρχιζαν τὸν ἀγώνα ἀμέσως μετὰ τὴν ἐμφάνισή της. Καὶ ἀκριβῶς οἱ ἰδικοὶ τοὺς ἀγῶνες ἔφερναν τελικὰ σὰν ἀποτέλεσμα τὴν σύγκληση συνόδου καὶ τὴν συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως. Μία ματιὰ στὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία μαρτυρεῖ, ὅτι πάντοτε προηγεῖτο ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας καὶ ἐπακολουθοῦσε ἡ σύνοδος, ποτὲ δὲν γινόταν τὸ ἀντίθετο. Ἂς πάρουμε ἕνα παράδειγμα, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, τὸν ὁποῖο ἰδιαίτερα ἐτίμησε ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Βέροιας πέρυσι μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν 650 χρόνων ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Ὁ ἀντιαιρετικός του ἀγώνας ἀρχίζει περὶ τὸ 1334.Τότε ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἱερομόναχος, οὔτε καν ἐπίσκοπος. Ὅταν πληροφορήθηκε ἀπὸ μοναχικοὺς κύκλους τῆς Θεσσαλονίκης τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Βαρλαάμ, ἐθεώρησε χρέος του νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἐρημητήριο καὶ νὰ κατέβει στὸν ἀγώνα. Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια ἀγώνων, τὸ 1341, συγκροτήθηκε ἡ πρώτη Σύνοδος τῆς Κωνσταντι-νουπόλεως, ἡ ὁποία πανηγυρικὰ τὸν ἐδικαίωσε. Ἀλοίμονο ἂν ὁ ἅγιος περίμενε νὰ προηγηθεῖ σύνοδος καὶ μετὰ νὰ ἀρχίσει τὸν ἀγώνα. Τώρα θὰ ἤμασταν Οὐνίτες καὶ ὄχι Ὀρθόδοξοι.
2) «Μὲ ἄκουσες ποτὲ νὰ διδάσκω κάτι αἱρετικό;». Ὄχι δὲν τὸν ἄκουσα, ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ αὐτό, τὸ χρέος του δὲν φτάνει μέχρις ἐδῶ. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας δὲν πὲ-ριορίζονταν μόνον νὰ μὴ διδάξουν κάποια αἱρετικὴ διδασκαλία, (ἂν τὸ ἔκαναν αὐτὸ θὰ ἦταν αἱρετικοί, δὲν θὰ ἦταν ἅγιοι), ἀλλὰ ἐπὶ πλέον θεωροῦσαν χρέος τους νὰ καταπολεμήσουν τὶς αἱρέσεις. Χάριν αὐτοῦ του ἀγῶνος ἔγραφαν ἀντιαιρετικὰ συγγράμματα, συγκροτοῦσαν συνόδους, ὅπου ἀναθεμάτιζαν τοὺς αἱρετικούς, ὑπέφεραν ἐξορίες, διωγμούς, καθαιρέσεις, μαρτύρια καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατον. Τοὺς ἀντιαιρετικούς τους λόγους ἀπηύθυναν πρὸς ὅλο τὸ λαό, γιατί ἔκριναν ὅτι ὅλοι ἔπρεπε νὰ πληροφορηθοῦν γύρω ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀκόμη καὶ οἱ πλέον ἀγράμματοι, ποὺ δὲν ἐγνώριζαν θεολογικὴ ὁρολογία.
3)«Ἀφοῦ στὴν ἐπαρχία μου δὲν δρᾶ πλέον ἡ αἵρεση, δὲν κινδυνεύει τὸ ποίμνιό μου καὶ ἄρα ἔχω πράξει τὸ καθῆκον μου». Οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ἰδιαίτερα ὅσοι ἐξ’ αὐτῶν ἦταν ἐπίσκοποι, δὲν ἐνδιαφέρονταν μόνον γιὰ τὴν ἐπαρχία τους, ἀλλὰ γιὰ ὅλη τὴν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ὀρθοδοξία. Μπορεῖ στὴ δική τους ἐπαρχία νὰ μὴν δροῦσε ἡ αἵρεση, δροῦσε ὅμως σὲ ἄλλες καὶ αὐτὸ τοὺς ἔκανε νὰ πονοῦν καὶ νὰ πάσχουν, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἄπ. Παύλου: «καὶ εἴτε πάσχει ἐν μέλος συμπὰ-σχεῖ πάντα τὰ μέλη»(Ἃ΄Κόρ.-12,26). Ἂν ἐνδιαφέρονταν μόνο γιὰ τὴν ἐπαρχία τοὺς ποτὲ δὲν θὰ συγκροτοῦσαν τοπικὲς ἢ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὥστε νὰ κατὰ-πολεμήσουν τὴν αἵρεση σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο.Ἐκτὸς αὐτοῦ εἶναι πέρα γιὰ πέρα βέβαιο, ὅτι τὸ δηλητήριο τῆς αἱρέσεως μεταδίδεται εὐχερέστατα στὶς ψυχὲς τοῦ λογικοῦ του ποιμνίου μέσα ἀπὸ τὰ μαζικὰ μέσα ἐνημερώσεως.
4) «Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ὑπέγραψαν (τὸ κείμενο «Ὁμολογία Πίστεως») νὰ κυτάξουν τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τῶν, νὰ φροντίσουν τὰ ποιμαντικά τους καθήκοντα καὶ νὰ μὴν ἀσχολοῦνται μὲ τὸν Οἰκουμενισμό». Ἀσφαλῶς κατ’ οὐδένα λόγο θὰ πρέπει νὰ παραμελήσουμε τὰ ποιμαντικά μας καθήκοντα καὶ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας καὶ τῶν ψυχῶν τοῦ λογικοῦ μας ποιμνίου. Τὸ χρέος μας ὅμως καὶ ἡ ἀποστολή μας ὡς ποιμένων δὲν ἐξαντλεῖται μόνον σ’ αὐτά, ἀλλ’ ὁπωσδήποτε πέραν αὐτῶν καὶ στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολικῆς ἐντολῆς, τὴν ὁποία ἀπηύθυνε ὁ ἄπ. Παῦλος πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου καὶ δὶ’ αὐτῶν πρὸς ὅλους ἐμᾶς: «Προσέχετε οὒν ἐαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίω ἐν ὢ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἢν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσε-λεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. 20,28-30). Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ ἀπόστολος ἐπισημαίνει τὸν κίνδυνο ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους καὶ αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ὀνομάζει «λύκους βαρεῖς» καὶ ἐφιστᾶ τὴν ἄγρυπνη προσοχὴ ἐπ’ αὐτῶν, διότι προβλέπει, ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρησή του θὰ εἰσέλθουν στὴ μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας «μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου…λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητᾶς ὀπίσω αὐτῶν». Τοὺς προτρέπει νὰ γίνουν «καλοὶ ποιμένες» καὶ ὄχι «μισθωτοί». «Ὁ ποιμὴν ὁ κὰ-λός», σύμφωνα μὲ τὴν γνωστὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου, «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων», κάνει δηλαδὴ τὸ πᾶν γιὰ νὰ σώσει τὰ λογικὰ πρόβατα ἀπὸ τὸν λύκο τῆς αἱρέσεως, ἐνῶ ἀντίθετα «ὁ μισθωτός…θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα» Ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω κείμενα συνάγεται, ὅτι δὲν ἔχει δικαίωμα ὁ Σεβα-σμιώτατος νὰ ἀδιαφορήσει ἀπέναντι στὸν κίνδυνο τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἴκου-μενισμοῦ. Εἶναι ἐπίσης ἄξιον προσοχῆς τὸ γεγονός, ὅτι ὁ ἄπ. Παῦλος δὲν ἀπηὺ-θυνε τοὺς λόγους αὐτοὺς μόνον πρὸς τὸν τοπικὸν ἐπίσκοπόν της Ἐφέσου, ἀλλὰ πρὸς ὅλους τους πρεσβυτέρους τῆς τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅλους τους καθιστὰ ὑπεύθυνους καὶ ὄχι μόνο τὸν ἐπίσκοπο. Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς πίστεως δὲν τὴν ἔχει μόνον ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ πρεσβυτέριο. Ἐὰν δὲ λάβουμε ὑπ’ ὄψη μας καὶ τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἄρχ. Γεωργίου Καψάνη ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου στὸ περισπούδαστο ἔργο του «Ἡ ποιμαντικὴ διακονία κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας»: «Ὅσον ἀφορᾶ δὲ εἰς τὴν διοίκησιν καὶ τὴν διδασκαλίαν ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης, ἐφ’ ὅσον οὗτος, χαρισματοῦχος ὧν καὶ διδακτὸς Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετὰ τοῦ κλήρου τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἤτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καὶ ἀποδέχεται ἢ κατακρίνει καὶ ἀπορρίπτει) τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰς πράξεις τῆς Ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καὶ οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τὴ ἐγκυκλίω αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848: «ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τ.ε. ὁ λαὸς αὐτὸς ἐστίν»,[6] τότε φθάνουμε στὸ συμπέρασμα, ὅτι ἐξ’ ἴσου μεγάλη εὐθύνη γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς πίστεως ἔχει καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως δὲν εἶναι ὀρθὸν ὁ Σεβασμιώτατος νὰ ἀποφασίζει γιὰ θέματα πίστεως, χωρὶς νὰ λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τοῦ «τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας», τὸν κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαό. Οὔτε εἶναι ὀρθὸ νὰ φιμώνει ἢ νὰ ἐκβιάζει μὲ ἀπειλὲς καὶ τιμωρίες ἢ καὶ μὲ διωγμὸ ἀκόμη ἀπὸ τὴν Μητρόπολη αὐτὴ τὴν «ἀγρυπνοῦσα συνείδηση», διότι τότε τὴν καταπνίγει, ἀλλὰ ὀφείλει νὰ τὴν ἀφήσει νὰ ἐκφραστεῖ ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα. Ἐὰν δὲν τὸ κάνει αὐτὸ θὰ εἶναι ὑπεύθυνος ἐνώπιόν του Θεοῦ ἐν ἡμέρα κρίσεως. Πέραν τούτου ὁ ἴδιος ὁ ἄπ. Παῦλος καταπολέμησε τοὺς ψευδαποστόλους καὶ ψευδὸ-προφῆτες, τοὺς ὀπαδοὺς τῆς περιτομῆς καὶ τοὺς αἱρετικούς του γνωστικισμοῦ τῆς ἐποχῆς του, τοὺς ὁποίους ἀποκαλύπτει στοὺς Κορινθίους: «οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπότολοι, ἐργᾶται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ» (Β΄Κόρ. 11,13), ἐνῶ παράλληλά μας προτρέπει: «μιμηταί μου γίνεσθε»(Ἃ Κόρ.4,16). Ἡ μίμηση αὐτή, στὴν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ ἀπόστολος δὲν ἀφορᾶ μόνον τὸν ἱεραποστολικὸ ἢ φιλανθρωπικὸ τομέα τῆς δράσεώς του, ἀλλ’ ὁπωσδήποτε καὶ τοὺς ἀντιαιρετικούς του ἀγῶνες.
Στὴν ἱερατικὴ σύναξη τοῦ παρελθόντος Ἰανουαρίου (2010) μᾶς ἔδωσε τὴν ρητὴ ἐντολή: «Σᾶς ἀπαγορεύω ὁποιοδήποτε λόγο ἢ ἐνέργεια ὑπὲρ ἢ κατὰ τοῦ Οἰκοῦμε-νισμοῦ. Μὴν ξεχνᾶτε ὅτι ἡ Μητρόπολή μας ἀνήκει στὸ κλίμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου». Οὐδέτερη στάση ἀπέναντι στὴν αἵρεση δὲν χωράει, διότι ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος, «Ὁ μὴ ὧν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Μάτθ.12,30). Ἑπομένως ὁ Σεβασμιώτατος ἢ θὰ πάει μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου ἢ θὰ πάει μὲ τὴν αἵρεση.Δὲν ὑπάρχει κάτι ἐνδιάμεσο μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, οὔτε μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει τὴν σιωπὴ ἀπέναντι στὴν αἵρεση τρίτο εἶδος ἀθεΐας. Πέραν τούτου οὐδεὶς Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας τήρησε ποτὲ οὐδέτερη στάση, ἀλλὰ ὅλοι τους ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων. Ἀλοίμονο ἂν ὁ φόβος τοῦ Πὰ-τριαρχείου, ἢ ἡ σπουδὴ νὰ μὴν ἔρθει σὲ σύγκρουση μὲ τὸ Πατριαρχεῖο, τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ καθῆκον νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς τοῦ εὐαγγελίου καὶ νὰ βαδίσει πάνω στὰ χνάρια τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσὸ-στομος ἐπισημαίνει: «εἰ ποὺ τὴν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου…τὴν ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδοὺς»[7]. Ἐξ’ ἄλλου καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸ ἴδιο κλίμα ἔδρασε. Δὲν φοβήθηκε ὅμως οὔτε τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Καλέκα, οὔτε τὸν Βαρλαάμ, οὔτε ὑπολόγισε ἂν θὰ τὸν φυλακίσουν, ἢ ὑβρίσουν, ἢ συκοφαντήσουν, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινε εὐχαρίστως, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ποῖο τὸ ὄφελος ποὺ ἐτίμησε τὸν ἅγιο Γρηγόριο πέρυσι (2009), μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 650 ἐτῶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του, μὲ γιορτὲς καὶ πανηγύρια, μὲ συνέδρια καὶ ἀρχιερατικὰ συλλείτουργα, καθ’ ὂν χρόνον δὲν θέλει νὰ τὸν μιμηθεῖ, ἀλλὰ κουκουλώνει τὴν αἵρεση ἀντὶ νὰ τὴν καταπολεμήσει; Τί τὸν ὀφελοῦν οἱ γιορτὲς καὶ τὰ πανηγύρια, ποὺ διοργανώνει κάθε χρόνο πρὸς τιμὴν τοῦ ἄπ. Παύλου (Παύλεια), καθ’ ὂν χρόνον δὲν τὸν ἐμπνέει ἡ προτροπή του: «μιμηταί μου γίνεσθε», ὥστε νὰ τὸν μιμηθεῖ στοὺς ἀντιαιρετικούς του ἀγῶνες; Τί ἀπολογία θὰ δώσει ἐν ἡμέρα κρίσεως; Ἂν ὁ Σεβασμιώτατος, κουκουλώνοντας τὴν αἵρεση ἀπὸ φόβο καὶ δειλία πρὸς τὸ Πατριαρχεῖο, θέλει νὰ πάει στὴν κόλαση εἶναι δικαίωμά του. Ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ τὸν ἀκολουθήσω. Συμβιβασμοὺς μὲ τὴν αἵρεση δὲν δέχομαι. Ἂς γνωρίζει ὅτι δὲν θὰ παύσω νὰ καταπολεμῶ μέχρι τελευταίας μου ἀναπνοῆς τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Πληροφορηθήκαμε ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες, ἀλλὰ εἴδαμε καὶ σὲ σχετικὲς φωτο-γραφίες, ὅτι πέρυσι τὸν Νοέμβριο τοῦ 2009, συμμετεῖχε στὸ Φανάρι στὴ θρονικὴ ἑορτὴ τοῦ Πατριαρχείου στὸ ἑορταστικὸ συλλείτουργο, καί, παρόντων τῶν Καρδι-ναλίων τοῦ Πάπα, συμπροσευχήθηκε μὲ τοὺς αἱρετικούς.Αὐτὸ ἀποτελεῖ σοβὰ-ρώτατο ὀλίσθημα καὶ προξενεῖ μεγάλη θλίψη καὶ ὀδύνη στὶς ψυχές μας.Δὲν γνωρίζει ὁ Σεβασμιώτατος, ὅτι ἀπαγορεύονται οἱ συμπροσευχὲς ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες ἐπὶ ποινὴ καθαιρέσεως; Ἀσφαλῶς καὶ γνωρίζει. Ἢ μήπως ἔπαυσαν νὰ ἰσχύουν; Καὶ βέβαια ἰσχύουν. Ἐπειδὴ λοιπὸν τοὺς καταπατοῦν κάποιοι ἄλλοι ἀρχιερεῖς πρέπει νὰ τοὺς καταπατήσει καὶ αὐτός; Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ἐδῶ νὰ κρίνω τοὺς πατριαρχικούς, διότι δὲν εἶμαι ἁρμόδιος πρὸς τοῦτο. Αὐτὸ θὰ τὸ κάνουν ἄλλα πρόσωπα, τῶν ὁποίων ὁ λόγος ἔχει κύρος καὶ βαρύτητα μεγαλύτερη ἀπὸ μένα, ὅπου καὶ ὅταν χρειάζεται. Ἔχω ὅμως καθῆκον νὰ ἐλέγξω καὶ ἐκφράσω δημοσίως τὴν ἔντονη διαμαρτυρία καὶ ἀποδοκιμασία μου πρὸς τὸν ἅγιο Βεροίας, πρὸς τὸν ὁποῖο εἶχα μία ἄμεση ἐκκλησιαστικὴ ἐξάρτηση καὶ ἀναφορά, διότι μὲ τὴν πράξη τοῦ αὐτὴ προκαλεῖ σκάνδαλο στὸ ποίμνιό του καὶ γίνεται κακὸ παράδειγμα πρὸς μίμηση.
Δὲν θὰ κρίνω τὰ ὅσα τραγικὰ συνέβησαν κατὰ τὴν τελευταία ἱερατικὴ Σύναξη τοῦ Μαΐου, ὅπου ζήτησα νὰ λάβω τὸν λόγο. Καὶ μόνο τὸ ὅτι δὲν ἀνέχθηκαν νὰ μὲ ἀκούσουν μέχρι τέλους καὶ δὲν μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ ὁλοκληρώσω τὴν ὁμιλία μου, αὐτὸ λέγει πολλὰ καὶ ὁ καθένας ἂς βγάλει τὰ συμπεράσματά του. Οὔτε θὰ κρίνω τὶς ὕβρεις καὶ τὶς βιαιοπραγίες ὁρισμένων πατέρων κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς της Συνάξεως, ὅπου ὡς «ταῦροι πίονες» ἔπεσαν κατὰ πάνω μου, ἐπειδὴ τόλμησα νὰ ξεσκεπάσω τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν ἔνοχη συγκάλυψή της ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο.Ἕνας ἐξ’ αὐτῶν μὲ ἅρπαξε ἀπὸ πίσω μὲ τὸ χέρι του καὶ μὲ κάθισε διὰ τῆς βίας πάνω στὸ κάθισμα, ἐνῶ ἕνας ἄλλος ἅρπαξε μὲ τὰ χέρια τοῦ τὸ κεφάλι μου καὶ τὸ τράνταζε πέρα δώθε. Οὔτε θὰ κρίνω τὶς ὕβρεις τοῦ Σεβασμιωτάτου πρὸς τὸ πρόσωπό μου: «Πήγαινε νὰ πάρης τὰ χάπια σου», «εἶσαι αἱρετικός», «εἶσαι φανατικός», ἡ πρώτη δημοσίως, οἱ δύο τελευταῖες ἀπὸ τηλεφώνου. Οὔτε ἐπίσης τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀνέβω στὸ βῆμα καὶ νὰ ἀπαντήσω στὶς κατηγορίες, ποὺ διετύπωσε ἐναντίον μου ἐνώπιον ὅλων τῶν πατέρων. Ἡ κρίση ἀνήκει στὸν δικαιοκρίτη Θεό. Εἶναι σύνηθες φαινόμενο, ὅταν ξεσκεπάζεται ἡ πλάνη, νὰ κατάφευγει σὲ τέτοιου εἴδους μεθοδεύσεις γιὰ νὰ κρύψει τὴ γύμνια καὶ τὸ αἶσχος της. Ἐγὼ τοὺς συγχωρῶ ὅλους ἀπὸ καρδίας καὶ ἐξακολουθῶ νὰ τοὺς ἀγαπῶ, διότι προξένησαν μεγάλο πνευματικὸ κέρδος στὴν ψυχή μου. Δὲν θὰ σχολιάσω ἐπίσης τὴν ἀπόφαση τοῦ Σεβασμιωτάτου ὅτι «δὲν ἔχω θέση μέσα στὴ Μητρόπολη καὶ ὅτι εἶμαι ἕνα ξένο σῶμα μέσα σ’ αὐτήν». Ποιὸς εἶναι ξένο σῶμα θὰ τὸ κρίνει ὁ Θεός. Τοῦτο μόνο θὰ πῶ κλείνοντας, ὅτι χαίρομαι, διότι μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ὑβρισθῶ καὶ νὰ διωχθῶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ «μακάριοι ἐστὲ ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καὶ ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Μάτθ. 5,11-12).
[1] Βλ. Ἱερομ. Ἰσαάκ, «Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου», Ἅγιον Ὅρος 2004, σέλ. 690-691
[2] «Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι», τόμ. Β΄ , Ἔκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 1999, σέλ. 176
[3] «Γέροντος Παϊσίου…», ε.α. σέλ. 230-232
[4] Ἄρχ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο- Σερβία 1974, σέλ. 224
[5] Μητρ. Ναυπάκτου καὶ ἁγίου Βλασίου Ἰεροθέου, Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Ἔκδοση Γ΄, 2008
[6] Ἄρχ. Γεωργίου Καψάνη, «Ἡ ποιμαντικὴ διακονία κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας», Πειραιεὺς 1976, σέλ. 110-112
[7] PG 60, 611
Πηγή:Ι.Μ.Παντοκράτορος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου