
Στὴ χώρα αὐτὴ ὑπῆρχε ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι μὲ πενήντα μοναχὲς καὶ Ἡγουμένη τὴν Βρυένη. Ἀνάμεσα στὶς ἀδελφὲς ἦταν καὶ μία πολὺ ἐνάρετη μοναχή, ἡ εἰκοσάχρονη Φεβρωνία, ποὺ ἦταν ἀνιψιὰ τῆς Βρυένης, πολὺ ὡραία καὶ εὔμορφη ποὺ στὰ μέρη ἐκεῖνα δὲν ὑπῆρχε ὡραιοτέρα γυναίκα καὶ λέγεται ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἱστορίσει ζωγράφος τὸ κάλλος καὶ τὴν φαιδρότητα τοῦ προσώπου της. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ Ἡγουμένη Βρυένη τὴν φύλαγε μὲ φόβο καὶ ἀγωνία ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς δίνοντάς της αὐστηρότερο κανόνα νηστείας, μὴ χορταίνοντας καν τὸν ἄρτο καὶ τὸ νερό, μὲ πολὺ λιγοστὸ ὕπνο ποὺ λάμβανε καθιστὴ ἢ χωρὶς στρῶμα καταγῆς, ὥστε νὰ βασανίζει τὸ σῶμα της, προσευχόμενη διαρκῶς στὸν Θεὸ νὰ ἀπομακρύνει τὸν πειράζοντα διάβολο. Ἀναγινώσκοντας μὲ ἐπιμέλεια τὶς Θεῖες Γραφὲς ἐπειδὴ ἦταν ἐκ φύσεως φιλομαθής, κατηχώντας μὲ τὴν πολυμάθειά της καὶ τὶς ἄλλες ἀδελφές, ἀκόμα καὶ τὶς κοσμικὲς γυναῖκες ποὺ ἐρχόντουσαν πρὸς πνευματικὴ ὠφέλεια στὸ Μοναστήρι. Μία ἐξ' αὐτῶν τῶν γυναικὼν ἦταν ἡ Ἱερεία, κόρη ἑνὸς Συγκλητικοῦ, ποὺ θαύμαζε τὴν Φεβρωνία καὶ πήγαινε στὸν παρθενώνα γιὰ νὰ ἀκούσει τὰ θεία λόγια της. Συνεπαρμένη ἡ Ἱερεία ἀπὸ τὶς νουθεσίες της, κατέπεισε ἀκόμα καὶ τοὺς γονεῖς της νὰ λάβουν τὸ Βάπτισμα.
Ὅμως, ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἦλθαν στὴ χώρα αὐτὴ ὁ Σελῆνος καὶ ὁ Λυσίμαχος μὲ τὰ στρατεύματά τους, ἀναγκάζοντας τοὺς Χριστιανοὺς νὰ κρυφθοῦν στὰ ὅρη καὶ στὶς σπηλιές. Ἔτσι καὶ οἱ μοναχές του Μοναστηριοῦ ζήτησαν εὐλογία γιὰ νὰ κρυφτοῦν στοὺς γύρω τόπους. Καὶ ἡ Ἡγουμένη Βρυένη, τὶς ἐπέτρεψε νὰ πράξουν κατὰ τὸ συμφέρον τους, κάνοντας ὅπως θέλουν. Μόνο ἡ Φεβρωνία, ἂν καὶ εἶχε ἀσθενήσει βαρύτατα ἀπὸ τὸν σκληρὸ ἀγώνα της, ἔλεγε: «Ζεῖ Κύριος ὁ Χριστός μου, τὸν ὁποῖο ἐνυμφεύθην καὶ τοῦ ἀφιέρωσα τὴν ψυχή μου. Δὲν ἐξέρχομαι ἀπὸ τὸν τόπο τοῦτο, ἀλλ' ἐδῶ θὰ ἀποθάνω καὶ θὰ ἐνταφιασθῶ διὰ τὸν Δεσπότη μου». Ἡ Ἡγουμένη μένοντας μόνη στὸ Μοναστήρι μαζὶ μὲ τὴν Φεβρωνία καὶ τὴν ἀδελφὴ Θωμαΐδα, μπῆκε στὴν Ἐκκλησία καὶ προσευχόταν κλαίγοντας, φοβούμενη γιὰ τὴν Φεβρωνία, μὴν τὴν πάρουν οἱ στρατιῶτες στὸ κριτήριο, ἐπειδὴ ἦταν πανέμορφη νέα καὶ τὴν ἐξαπατήσουν μὲ κολακεῖες καὶ τὴν ἐξαναγκάσουν νὰ προδώσει τὴν εὐσέβειά της. Κατόπιν ἀφοῦ συμβούλεψαν τὴν Φεβρωνία νὰ προσέχει ὥστε ὅτι καὶ ἂν συμβεῖ νὰ μὴν πλανηθεῖ μὲ πλοῦτο ποὺ θὰ τῆς τάξουν καὶ νὰ μὴν προδώσει τὴν τιμή της, ὑπομένοντας τὶς πανουργίες γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐνθυμούμενη τοὺς ἁγίους Μάρτυρες ποὺ ἔλαβαν δεινὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ κολαστήρια γιὰ χάριν Ἐκείνου. Τότε ἡ Φεβρωνία ἀνήγγειλε ὅτι δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Μονή, «ἐπειδὴ ποθῶ νὰ ἀποθάνω διὰ τὸν Δεσπότη μου, ἐὰν μὲ ἀξιώσει ἡ χάρις Του, δὶ' αὐτὸ παρέμεινα».
Τὸ πρωὶ πληροφόρησαν κάποιοι τὸν Σελῆνο γιὰ ἐκεῖνο τὸ γυναικεῖο Μοναστήρι καὶ εὐθὺς ἀπέστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ συλλάβουν τὶς μοναχές. Ἀφοῦ ἔσπασαν τὶς πόρτες καὶ εἰσῆλθαν βρῆκαν μόνο τὶς τρεῖς καὶ κάποιος στρατιώτης τράβηξε τὸ ξίφος γιὰ νὰ φονεύσει τὴν Ἡγουμένη. Ἡ Φεβρωνία ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε: «Σᾶς ἐξορκίζω στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ στὰ οὐράνια, νὰ φονεύσετε πρῶτα ἐμένα, γιὰ νὰ μὴ δῶ τὸν θάνατο τῆς κυρίας μου». Τότε μεσολάβησε ὁ καλὸς Πρίμος καὶ παρότρυνε τὶς μοναχὲς νὰ κρυφτοῦν γιὰ νὰ μὴν τὶς βροῦν οἱ στρατιῶτες ὅταν ξαναέρθουν. Ἐπιστρέφοντας ὁ Πρίμος στὸ Πραιτώριο, λέγει πρὸς τὸν Λυσίμαχο: «Μεταβήκαμε στὸ Μοναστήρι, καὶ εἶδα μία νεανίδα, τῆς ὁποίας ἐθαύμασα τὸ κάλλος. Μὰ τοὺς θεούς, δὲν εἶδα γυναίκα ὡραιοτέρα, καὶ εἶναι πράγματι ἀξία διὰ σέ». Τοῦ λέγει ὁ Λυσίμαχος: «ἔχω ἐντολὴ ἀπὸ τὴν μητέρα μου, νὰ μὴ κακοποιήσω Χριστιανό. Πῶς λοιπὸν νὰ ἐπιβουλευτῶ τὶς δοῦλες τοῦ Χριστοῦ; σὲ παρακαλῶ λοιπὸν νὰ τὶς διαφυλάξεις στὴν εὐσέβεια, ὥστε νὰ μὴ πέσουν στὰ χέρια τοῦ θείου μου».
Ἕνας ὅμως ἀπὸ τοὺς κάκιστους ἐκείνους στρατιῶτες ἀνήγγειλε στὸν Σελῆνο, λέγοντας ὅτι βρήκαμε στὸ Μοναστήρι νεανίδα, ἡ ὁποία ὄντως εἶναι ξένο θέαμα. Τότε θυμωθεῖς ὁ Σελῆνος ἔστειλε στρατιῶτες νὰ φέρουν τὴν νέα στὸ κριτήριο. Ἀπελθόντες λοιπὸν ἅρπαξαν αὐτὴν ὡς ἄγρια θηρία, τὴν ἔδεσαν ἀπὸ τὸν λαιμό, καὶ τὴν ἔσυραν. Ἡ δὲ Ἡγουμένη καὶ ἡ Θωμαΐς τὴν προέτρεπαν νὰ μὴ φοβηθεῖ τὶς βασάνους, νὰ μὴ λυπηθεῖ τὸ φθειρόμενο σῶμα, τὸ ὁποῖο γίνεται στὸν τάφο ἄχρηστο καὶ σὲ βρῶμα τῶν σκωλήκων μετατρέπεται, ἀλλὰ εἶναι προτιμότερο νὰ τὸ παραδώσει σὲ μάστιγες καὶ κολαστήρια γιὰ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ ζήσει μαζί του αἰωνίως στὸν Παράδεισο.
Ἐλπίζοντας στὸν Θεό, ἡ Φεβρωνία καὶ ἔχοντας τὸ θάρρος της στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Θεοτόκο, ὑπεσχέθη νὰ δείξει ἀνδρεῖο καὶ γενναῖο φρόνημα καὶ ἀφοῦ ζήτησε τὴν εὐχή τους, ἀναχώρησε ὁδεύοντας πρὸς τὸν Μαρτύριο. Οἱ στρατιῶτες πῆραν τὴν Ἁγία καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸ θέατρο ὅπου εἶχε συναχθεῖ πλῆθος κόσμου καὶ ὅσοι τὴν εἶδαν τὴν συμπόνεσαν. Ὁ ἡγεμόνας Σελῆνος ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ κάλλος καὶ τὴν εὐγένεια τῆς Φεβρωνίας, τῆς πρότεινε νὰ λάβει σύζυγο τὸν Λυσίμαχο ποὺ θὰ γινόταν Ἔπαρχος καὶ θὰ τοὺς χάριζε ὅλο τὸν πλοῦτο του. Τὴν ἀπείλησε ὅτι ἂν δὲν δεχθεῖ τὸν λόγο του, τρεῖς ὧρες δὲν θὰ τὴν ἀφήσει ζωντανή. Τοῦ λέγει ἡ Φεβρωνία: «Ἐγὼ ἔχω στοὺς οὐρανοὺς παστάδα ἀχειροποίητο, νυμφώνα ἀκατάλυτο, προίκα τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ Νυμφίο ἀθάνατο, γι' αὐτὸ δὲν δύναμαι νὰ συνοικήσω μὲ ἄνθρωπο. Λοιπὸν μὴ πλανᾶσαι, οὔτε νὰ κοπιάζεις μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ μὲ δοκιμάζεις, ὅτι δὲν θέλεις μὲ νικήσει οὐδέποτε».
Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ τύραννος θύμωσε, καὶ προστάζει νὰ ἐκδύσουν τὴν Ἁγία καὶ νὰ τὴν παραστήσουν γυμνὴ μπροστὰ σὲ ὅλους, γιὰ νὰ ντραπεῖ τὴν ἀσχημοσύνη της, νὰ ταλανίσει τὴν ἀβουλία αὐτῆς καὶ τὴν ἀπείθεια, ὅταν συλλογισθεῖ ἀπὸ ποιὰ λαμπρὴ δόξα σὲ πόση ἀτιμία κατήντησε. Ὅταν λοιπὸν τὴν ἐξεγύμνωσαν οἱ στρατιῶτες καὶ τὴν παρέστησαν ἔτσι γυμνή, εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ τύραννος: «Βλέπεις, Φεβρωνία, πόσων ἀγαθῶν ἐξέπεσες, καὶ σὲ πόση περιέπεσες καταφρόνηση;» Καὶ ἐκείνη ἀπεκρίθη: «Ἕνας εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔκαμε ἐξ ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ. Γι' αὐτὸ ὄχι μόνον ὑπομένω αὐτὴν τὴν γύμνωση, ἀλλὰ καὶ νὰ κόψουν γιὰ τὸν Χριστό μου ἕνα ἕκαστον ὅλα τὰ μέλη μου, ἐὰν μὲ ἀξιώσει ἡ χάρις Του νὰ πάθω γιὰ τὴν ἀγάπη Τοῦ δεινὰ κολαστήρια». Λέγει τότε ὁ τύραννος: «Ἀναίσχυντε καὶ πάσης ἀτιμίας ἀξία, ξέρω πὼς κενοδοξεῖς γιὰ τὸ κάλλος σου καὶ τὸ ἔχεις σὲ ἔπαινο νὰ σὲ βλέπουν». Τοῦ λέγει ἡ Ἁγία: «Ὁ Χριστός μου ξέρει, ὅτι ἕως τὴν σήμερον δὲν εἶδα χαρακτήρα ἀνδρὸς οὐδέποτε, καὶ σὺ μὲ λέγεις ἀναίσχυντο, ἀναίσχυντε ὄντως καὶ ἄγνωστε. Ὅποιος θέλει νὰ πολεμήσει σὲ ἀγώνα ὀλύμπιο, δὲν παλεύει ἐνδεδυμένος μὲ ἱμάτια, ἀλλὰ γυμνὸς στὸν ἀγώνα συμπλέκεται, γιὰ νὰ νικήσει τὸν ἀντίπαλο. Ἔτσι καὶ ἐγὼ εἶναι πρέπον νὰ ὑπομείνω τὴν γύμνωση, γιὰ νὰ πολεμήσω μὲ τὸν διάβολο τὸν πατέρα σου».
Θυμωθεῖς τότε ὁ ἡγεμὼν πρόσταξε νὰ ἁπλώσουν τὴν Ἁγία τέσσερις ἄνδρες, νὰ ἀνάψουν φωτιὰ κάτω ἀπὸ αὐτὴν γιὰ νὰ φλογίζεται καὶ ἀπὸ πάνω νὰ τὴν χτυποῦν δυνατὰ στὴ ράχη ἀνηλεῶς ἄλλοι τέσσερις ἄνδρες. Καθὼς λοιπὸν τὴν ἔδερναν ὥρα πολλὴ οἱ ἄσπλαχνοι, ράντιζαν ἄλλοι μὲ ἔλαιο τὸ πῦρ ἀπὸ κάτω, γιὰ νὰ ἀνάβει ξανὰ καὶ νὰ τὴν φλογίζει χειρότερα. Ἔτσι λοιπὸν δεινῶς βασανιζόμενης τῆς Ἁγίας, ἐφώναζε ὁ λαός, καὶ δεόταν λέγοντες: «Σπλαχνίσου, φιλάνθρωπε δικαστά, τὴν νεανίδα». Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἄσπλαχνος δὲν ἤθελε καὶ πρόσταξε τοὺς μαστιγώνοντας νὰ τὴν κτυποῦν δυνατότερα. Καὶ ὅταν εἶδε ὅτι ἔπεφταν στὴν γῆ οἱ σάρκες της καὶ φαινόταν σὰν νεκρή, πρόσταξε νὰ τὴν ρίψουν παράμερα.
Ὅταν συνῆλθε ἡ Φεβρωνία τὴν ἐξέτασε πάλι ὁ ἀλιτήριος λέγοντας: «Πῶς σου φαίνεται ἡ πρώτη συμπλοκή, Φεβρωνία;» Ἐκείνη ἀπεκρίθη: «γνώρισες μὲ τὴν πρώτη δοκιμή, ὅτι μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἔμεινα ἀνίκητος καὶ καταφρονῶ τὶς βασάνους σου». Τότε πάλιν εἶπε ὁ τύραννος: «κρεμάσατε τὴν στὸ ξύλο, καὶ ξεσχίσατε δυνατὰ τὰ πλευρά της μὲ σιδηρᾶ νύχια, ἔπειτα καταφλέξετε τὰ ξεσχισμένα μέλη τῆς ἕως τὰ ὀστᾶ της».
Τοσοῦτο λοιπὸν ξέσχισαν τὴν Ἁγία, ὥστε ἔπεφταν στὴν γῆ οἱ σάρκες της καὶ τὸ αἷμα τῆς ἔρεε ποταμηδόν. Ἔπειτα φέρνοντας τὴ φωτιὰ κατέκαιαν τὰ σπλάγχνα της. Ἐκείνη βλέποντας πρὸς τὸν οὐρανὸ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὴν ἐνδυναμώσει καὶ σιώπησε, διότι καιγόταν ἀπὸ τὴν φωτιά. Τότε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς παρεστῶτες ἔφυγαν λόγω τῆς πολλῆς ὠμότητας τοῦ ἡγεμόνα, καὶ οἱ ὑπόλοιποι τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τὴν ἀποσύρουν ἀπὸ τὸ πῦρ καὶ τοὺς ἄκουσε σβήνοντας τὴν φωτιά, ἀλλὰ τὴν ἄφησαν κρεμασμένη καὶ τὴν ρωτοῦσε, ἐκείνη ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἀποκριθεῖ. Γι' αὐτὸ τὴν κατέβασαν καὶ τὴν ἔδεσαν στὸν πάσσαλο, καὶ ὁ τύραννος κάλεσε γιατρὸ ποὺ τὸν πρόσταξε νὰ κόψει τὴν γλώσσα της γιὰ νὰ τὴν κάψουν, διότι δὲν τοῦ ἀπεκρίθη. Ἡ Ἁγία ἔβγαλε εὐθὺς τὴν εὔλαλη γλώσσα της, καὶ ἔνευσε τοῦ γιατροῦ νὰ τὴν κόψει κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ τυράννου. Καὶ ἔλαβε ὁ γιατρὸς τὸν σίδηρο νὰ τὴν κόψει, ἀλλὰ ὁ λαὸς φώναξαν, δεόμενοι στὸν ἡγεμόνα νὰ τοὺς κάμει τὴν χάρη αὐτή, νὰ τὴν ἀφήσει. Ὁ ἀνήμερος τότε πρόσταξε νὰ ἀφήσουν τὴν γλώσσα καὶ νὰ βγάλουν τὰ δόντια της. Ἄρχισε λοιπὸν ὁ γιατρὸς νὰ ἐκριζώνει τὰ δόντια καὶ ὅταν ξερίζωσε τὰ δεκαεπτά, ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὴν αἱμορραγία ὀλιγοψύχησε ἡ Ἁγία καὶ προτάσσει τὸν γιατρὸ ὁ τύραννος νὰ παύσει, τῆς ἔδωκε δὲ βότανο θεραπευτικὸ γιὰ νὰ σταματήσει ἡ ρύση τοῦ αἵματος.
Τότε πάλι τὴν ρωτᾶ ὁ τύραννος: «τί λέγεις, Φεβρωνία; Προσκυνεῖς τοὺς θεούς;» Ἐκείνη ἀπεκρίθη: «.γιατί δὲν μὲ θανατώνεις τὸ γρηγορότερο, γιὰ νὰ ἀπέλθω πρὸς τὸν ἀγαπημένο μου Χριστό, ἀλλὰ ἐμποδίζεις τὸν δρόμο μου;» Τῆς λέγει ὁ τύραννος: «Ἐγὼ θὰ ἀφανίσω διὰ πυρὸς καὶ ξίφους τὸ σῶμα σου, ἀναίσχυντο γύναιο, καὶ θὰ ταπεινώσω τὴν ἀλαζονεία σου». Τότε προστάσσει νὰ κόψουν, φεῦ! τοὺς μαστούς της, ἔπειτα νὰ κάψουν μὲ φωτιὰ τὸ στῆθος της. Ἡ δὲ Ἁγία, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ πάρει τὴν ψυχή της. Καὶ ὅταν ἔκαψαν καὶ τοὺς δύο μαστούς, κατέκαυσαν ὅλον τὸν τόπο τοῦ στήθους της καὶ πέρνα ἡ λαύρα τοῦ πυρὸς ἕως μέσα στὰ ἐντόσθια. Ὅσοι ἔβλεπαν ὅλα αὐτὰ ἀναθεμάτιζαν τὸν τύραννο καὶ τοὺς θεούς του, ὁ δὲ παράνομος τύραννος κατέβασε τὴν Ἁγία ἀπὸ τὸν πάσσαλο, γιὰ νὰ τῆς δώσει καὶ ἄλλη κόλαση, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν μποροῦσε οὔτε καν νὰ ὁμιλήσει, μόνον ἔπεσε σχεδὸν νεκρὴ καὶ ἄφωνος.
Τότε λέγει, ὁ Πρίμος πρὸς τὸν Λυσίμαχο: «Γιατί νὰ ἀπολεσθεῖ αὐτὴ ἡ ὡραιότατη κόρη ἔτσι ἀσπλάγχνως;» Καὶ ὁ Λυσίμαχος εἶπε: «Γιὰ πολλῶν σωτηρία, ἴσως δὲ καὶ ἐμοῦ αὐτοῦ, τὴν ἀφήκα νὰ βασανισθεῖ, γιὰ νὰ λάβουν καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ αὐτὴν καλὸ ὑπόδειγμα». Ἡ δὲ Ἱερεία, ὅταν εἶδε, ὅτι ὁ ἀλιτήριος Σελῆνος σκεπτόταν νὰ ὑποβάλει τὴν Φεβρωνία καὶ σὲ ἄλλα βασανιστήρια, στάθηκε ἐνώπιόν του καὶ τὸν ἔβρισε λέγουσα: «Δὲν χόρτασες σὲ τόσα κακὰ ὁπού ἔκαμες αὐτῆς τῆς Ἁγίας κόρης, ἀπάνθρωπε; οὔτε θυμήθηκες τὰ μέλη τῆς μητρὸς ποῦ θήλασες, ἡ ὁποία κακῶς σὲ γέννησε, ἀλλὰ ἔδειξες τόση ἀσπλαχνία σ' αὐτὴν τὴν ταπεινή; Εὔχομαι νὰ μὴ σὲ συγχωρήσει ὁ οὐράνιος Βασιλεύς, ἀλλὰ νὰ σὲ παιδεύσει σὲ τοῦτον τὸν κόσμο καὶ στὸν μέλλοντα». Αὐτὰ ἀκούγοντας ὁ ἄδικος δικαστὴς θύμωσε, καὶ πρόσταξε νὰ τὴν δέσουν καὶ αὐτὴν ὡς κατάδικο, γιὰ νὰ τὴν παιδεύσουν, διότι τὸν ἔβρισε. Ἐκείνη εἰσῆλθε στὸ στάδιο χαίρουσα καὶ ἔλεγε: «Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι καὶ ἐμὲ τὴν ταπεινὴ μετὰ τῆς κυρίας μου Φεβρωνίας». Τότε οἱ φίλοι του Σελήνου τὸν συμβούλευσαν νὰ μὴ κακοποιήσει δημοσία τὴν Ἱερεία, ἐπειδὴ ὅλο τὸ πλῆθος μαρτυρεῖ μετ' αὐτῆς, καὶ ὅλη ἡ πόλη ἀπολεῖται.
Ὁ τύραννος, δὲν τόλμησε νὰ τῆς κάνει τίποτα καὶ μὴ δυνάμενος νὰ τὴν ἐκδικηθεῖ, πρόσταξε νὰ κόψουν τὰ χέρια τῆς Φεβρωνίας καὶ τὸ ἕνα πόδι γιὰ τὸ πεῖσμα τῆς Ἱερείας. Ἔκοψαν λοιπὸν καὶ τὰ δύο χέρια τῆς Μάρτυρος. Ὅταν ἔκοπτε τὸ πόδι ὁ δήμιος ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο, δὲν πέτυχε ὁ πέλεκυς τὴν ἄρθρωση καὶ τὴν κτύπησε τρεῖς φορές, ἕως ὅτου νὰ τὸν κόψει ὁ ἄσπλαχνος' γὶ' αὐτὸ ὅλο τὸ σῶμα τῆς μακαρίας συγκλονίσθηκε ἀπὸ τὸν πόνο. Καὶ ἐπειδὴ αἰσθανόταν μεγάλους πόνους καὶ ἄρρητη κάκωση, ἅπλωσε καὶ τὸν ἄλλο πόδι, καὶ τὸ ἔβαλε στὸ ξύλο νὰ τὸ κόψει καὶ αὐτό, γιὰ νὰ ξεψυχήσει καὶ νὰ μὴ βασανίζεται. Τοῦτο βλέποντας ὁ ἄδικος δικαστής, σκλήρυνε περισσότερο, λέγοντας: «Βλέπετε πόση δύναμη ἔχει αὐτὴ ἡ ἀναίσχυντη»; Ἔπειτα εἶπε πρὸς τὸν δήμιο: «Κόψε τὸ καὶ αὐτό». Ὅταν ἔκοψαν καὶ τὸ ἄλλο πόδι, εἶπε πρὸς τὸν Σελῆνο ὁ Λυσίμαχος. «Ἂς πᾶμε νὰ γευματίσουμε, καὶ ἅφες αὐτὴν τὴν ταλαίπωρη, ἐπειδὴ τόσες κολάσεις τῆς ἔδωκες». Ὁ δὲ ἀπεκρίθηκε: «Δὲν πηγαίνω, μὰ τοὺς θεούς, ἕως νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα της». Ἀφ' οὐ λοιπὸν ἔκαμαν ὥρα πολλή, καὶ ψυχορραγοῦσε πλέον ἡ Ἁγία, ρώτησε τοὺς δήμιους λέγοντας: «ἀκόμη ζεῖ αὐτὴ ἡ τρισκατάρατη»; Οἱ δὲ εἶπαν: «ναί». Τότε προστάσσει ὁ δυσσεβέστατος νὰ κόψουν τὴν ἁγία της κεφαλή. Παίρνοντας λοιπὸν τὴν σπάθη ὁ δήμιος καὶ κρατώντας ἀπὸ τὴν κόμη τὴν Ἁγία, ἔκοψε τὴν τιμία της κεφαλὴ τὴν κὲ' (25) τοῦ Ἰουνίου.
Ἀφοῦ ὁ παράνομος τύραννος τελείωσε τὸ θέλημά του πῆγε νὰ φάγει. Ὁ Λυσίμαχος ἔμεινε μέσα περίλυπος, καὶ ἔχυνε δάκρυα ἀπὸ καρδίας γιὰ τὴν Μάρτυρα, τὴν ὁποία δὲν ἄφησε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἁρπάσουν γιὰ νὰ μοιρασθοῦν τὸ τίμιο λείψανό της, ἀλλὰ πρόσταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ τὸ φρουροῦν, γιὰ νὰ τῆς κάμει πολλὴ τιμή, νὰ τὴν ἐνταφιάσει σώα καὶ ἀνελλιπῆ στὸ ἅγιο Μοναστήρι της. Αὐτὰ ἀφοῦ πρόσταξε δὲν πῆγε στὸ γεῦμα, ἀλλὰ κλείσθηκε στὸ δωμάτιό του, καὶ ἐθρήνει τῆς Φεβρωνίας τὸν θάνατο. Ὁ δὲ Σελῆνος, ὁ θεῖος του, ἀκούγοντας ὅτι πικραινόταν ὁ Λυσίμαχος, δὲν ἔφαγε οὔτε αὐτός, ἀλλὰ ἔμεινε μὲ πολλὴ ἀδημονία περίλυπος. Καὶ περιπατώντας ἀνήσυχος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ παλατιοῦ στὸ ἄλλο, ἀπώλεσε τὰς φρένας του, καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὸν οὐρανὸ ἐξέβαλλε φωνὲς ἀτάκτους καὶ σὰν ταῦρος ἐμυκάτο, ἔκανε δὲ μερικὰ σημεῖα σὰν τῶν δαιμονιζομένων καὶ ἐμαίνετο' ἔπειτα κτύπησε τὸ κεφάλι του σὲ μία κολώνα καὶ κακῶς ἐτελειώθη γιὰ τὴν ἀδικοκρισία, τὴν ὁποία κατὰ τῆς δικαίας κόρης ἐτέλεσε.
Τότε ἔγινε στὸ πραιτώριο σύγχυση, τρέχοντας ὅλοι νὰ δοῦνε τὸν κακό του θάνατο. Πῆγε καὶ ὁ Λυσίμαχος καὶ ἔσεισε τὴν κεφαλὴ τοῦ ὥρα πολλή, λέγοντας: «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος ἐξεδίκησε τὸ δίκαιο αἷμα τῆς Φεβρωνίας, ποὺ ἐχύθη ἀδίκως». Κατόπιν προσκάλεσε τὸν Πρίμο καὶ τοῦ λέγει νὰ κανονίσει τὰ περὶ τῆς ταφῆς τῆς Ἁγίας: «.στεῖλε πανταχοῦ κήρυκας νὰ διαλαλήσουν, νὰ συναχθοῦν Χριστιανοὶ χωρὶς φόβο ἢ δειλία. Καὶ ὅταν ὁ κόσμος συναχθεῖ, ἂς σηκώσουν εὐλαβῶς οἱ στρατιῶτες τὸ ἅγιο λείψανο νὰ τὸ μεταφέρουν στὸ Μοναστήρι τῆς Βρυένης.». Τότε ὁ Πρίμος τέλεσε ὅσα πρόσταξε ὁ Λυσίμαχος, καὶ σήκωσαν οἱ καλύτεροι στρατιῶτες τὸ ἅγιο λείψανο, αὐτὸς δὲ ὁ Πρίμος κράτησε τὴν τιμία κεφαλή, τὰ χέρια, τὰ πόδια καὶ τὰ ἄλλα μέλη στὴν χλαμύδα του μὲ εὐλάβεια. Καὶ πηγαίνοντας στὸ Μοναστήρι συνέτρεχε πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀναρίθμητο.
Φθάσαντες ἐκεῖ μετὰ βίας, ἀπέθεσαν τὸ ἅγιο λείψανο στὴν Ἐκκλησία, ἡ δὲ Βρυένη ὅταν εἶδε ἔτσι κατακεκομμένο τὸ σῶμα τῆς Μάρτυρος, λιγοψύχησε καὶ ἔπεσε στὴν γῆ, καὶ μετὰ ἀπὸ ὥρα πολλὴ σηκώθηκε καὶ τὸ ἀγκαλίασε λέγουσα. «Οὐαὶ μοί, θύγατερ ὅτι σήμερα στερηθήκαμε τῆς γλυκύτατης παρουσίας σου καὶ δὲν ἔχομε ἄλλον διδάσκαλο νὰ μᾶς ἀναγινώσκει τὶς βίβλους τόσο ἐπιμελέστατα». Τότε ἦλθαν καὶ οἱ ἄλλες Μοναχὲς κλαίοντας' ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ αὐτὲς θρηνοῦσε ἡ εὐλαβὴς Ἱερεία λέγουσα: «Οἶμοι, γλυκύτατή μου Φεβρωνία, ποιὰ ἀμοιβὴ νὰ σοὺ δώσω, γιὰ τὴν μεγίστη εὐεργεσία, ὁπού μου ἔκαμες νὰ μὲ ἐξαγάγεις ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἀγνωσίας, πάνσοφε; Ἂς προσκυνήσω τοὺς ἁγίους πόδας σου, ποὺ ἐπάτησαν τὴν κεφαλὴ τοῦ ὄφεως' ἂς φιλήσω τὶς πληγὲς τῶν ἁγίων μελῶν σου, γιὰ τῶν ὁποίων ἡ ψυχή μου ἰάθη' ἂς στεφανώσω μὲ ἄνθη ἐγκωμίων τὴν σεβασμία κορυφή σου, ἡ ὁποία ἔστεψε τὸ γένος μας μὲ τὸ κάλλος τῶν ἀγώνων σου». Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ἔλεγαν οἱ ἀδελφὲς οἱ ὁποῖες ἔκαμαν ἀγρυπνία ὁλονυκτία ἱστάμενοι ἕως τὸ πρωί, μὲ ὑμνωδίες τῷ Κυρίω ψάλλοντες.
Ὁ δὲ Λυσίμαχος εἶπε πρὸς τὸν κόμητα. «Ἐγώ, ἀγαπημένε μου, Πρίμε, ἀπὸ τὴν σήμερον ἀποτάσσομαι τὴν πλάνη τοῦ πατρός μου, μὲ ὅλη τὴν περιουσία του, καὶ πιστεύω στὸν Δεσπότη μου Ἰησοῦ Χριστό». Τοῦ λέγει ὁ Πρίμος• «τὸ ὅμοιον κάμνω καὶ ἐγώ, κύριέ μου. Ἀναθεματίζω τὸν Διοκλητιανὸ μὲ ὅλους του τοὺς θεούς, καὶ ὑποτάσσομαι τῷ Χριστῷ ἐξ ὅλης καρδίας μου». Τότε λοιπὸν ἐπῆγαν μαζὶ στὸ Μοναστήρι μὲ πλῆθος λαοῦ ἀναρίθμητο, καὶ φέροντες τὸ γλωσσόκομο ἔθεσαν σ' αὐτὸ τὸ τίμιο λείψανο, καὶ ἔβαλαν ὅλα τὰ ἅγια μέλη καθ' ἕνα στὸν τόπο του, ἤτοι τὴν κεφαλή, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, τοὺς δὲ ὀδόντας ἔθεσαν στὸ στῆθος της, καὶ εὐωδιάσαντες αὐτὸ μὲ μύρα καὶ ἀρώματα, τὸ ἔβαλαν σὲ τόπο ἐπίσημο, δοξάζοντες καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν Κύριο. Καὶ πολὺ πλῆθος Ἑλλήνων-εἰδωλολατρῶν ἐπίστευσαν τῷ Χριστῷ καὶ ἐβαπτίσθησαν. Ὁμοίως ὁ Πρίμος καὶ ὁ Λυσίμαχος ἐβαπτίσθησαν καὶ ἀρνήθησαν τὸν κόσμο τελείως, οὔτε ἐπέστρεψαν στὸν δυσσεβὴ βασιλέα, ἀλλὰ ἐπῆγαν στὸν Ἀρχιμανδρίτη Μαρκελλίνο, καὶ τοὺς ἔκαμε Μοναχούς, καὶ ἐτελείωσαν τὴν ζωὴ τῶν ἀσκητικῶς, μὲ πολιτεία θεάρεστη. Ἐβαπτίσθησαν δὲ καὶ πολλοὶ στρατιῶτες, καὶ τελείωσαν τὸν βίο θεάρεστα. Ὁμοίως καὶ ἡ συγκλητικὴ Ἱερεία μὲ τοὺς γονεῖς τῆς ἀπηρνήθησαν τὸν κόσμο καὶ ἐκουρεύθησαν στὸ Μοναστήρι, στὸ ὁποῖο ἀφιέρωσαν ὅλο τὸν πλοῦτο τους. Ἡ δὲ μακαρία Ἱερεία παρεκάλεσε τὴν Βρυένη, λέγουσα: «Δέομαί σου, μῆτερ καὶ δέσποινα, νὰ μὲ ἔχεις ἀντὶ τῆς Φεβρωνίας ὑποτακτικὴ γιὰ νὰ ἐκτελῶ ὅλα σου τὰ προστάγματα». Ἐξώδευσε δὲ τὴν προίκα τῆς ὅλη στὸ Ναὸ ἱερῶς ἡ Ἱερεία καὶ τὸν στόλισε' καὶ τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρᾶ της κοσμήματα ἔλυσε καὶ χρύσωσε τῆς μακαρίας Φεβρωνίας τὸ γλωσσόκομο, στὸ ὁποῖο ἐγίνοντο θαυμάσια ἄπειρα. Καὶ μάλιστα τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς, ὅταν ἔψαλλαν οἱ Μοναχὲς τὴν ἀγρυπνία, ἐφαίνετο καὶ αὐτὴ στὸ μέσον αὐτῶν περὶ τὸ μεσονύκτιο, καὶ ἔστεκε στὸν τόπο της, ἕως τὴν τρίτη εὐχὴ καὶ τὴν ἔβλεπαν ὅλες οἱ Μοναχές, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα καμία νὰ τὴν ἀγγίξει ἢ νὰ τὴν ρωτήσουν ὁλότελα. Ὅταν τὸν πρῶτο χρόνο, ὁπού τὴν εἶδαν, ἐφοβήθησαν ὅλες οἱ Μοναχές, καὶ ποσῶς δὲν τὴν ἐπλησίασαν. Ἡ δὲ Ἡγουμένη φώναξε: «ἰδοὺ ἡ Φεβρωνία, τὸ τέκνο μου». Καὶ μόλις ἐσίμωσε νὰ τὴν ἀγκαλιάσει ἔγινε ἄφαντος. Γι' αὐτὸ ἀπὸ τότε δὲν ἐτόλμα καμία νὰ τὴν πλησιάσει, μόνο τὴν ἔβλεπαν καὶ ἔκλαιαν ἀπὸ τὴν χαρὰ σ' αὐτὴν τὴν θαυμάσια ὀπτασία.
Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος ἐκείνης τῆς πόλεως ἔκτιζε ἔξι χρόνους ναὸ περικαλλῆ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Φεβρωνίας, καὶ ὅταν τὸν τελείωσε, ἐπῆγαν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι στὸ Μοναστήρι, νὰ ζητήσουν τὸ ἅγιο λείψανο τῆς Ἁγίας, γιὰ νὰ τὸ φέρουν στὸν νέο Ναό. Ἡ δὲ Ἡγουμένη καὶ ὅλες οἱ ἀδελφές, ἔπεσαν στὰ πόδια τῶν Ἐπισκόπων μετὰ δακρύων παρακαλώντας νὰ μὴν τὶς ὑστερήσουν αὐτὸ τὸν θησαυρό. Ἡ δὲ Ἡγουμένη κατέληξε ὅτι «.ἂν αὐτὸ τὸ ἔργο ἀρεστό της Ἁγίας καὶ τῆς ἁγιοσύνης σας, τὶς εἶμαι ἐγὼ νὰ τὸ ἐμποδίσω; ὑπάγετε λοιπὸν καὶ σηκώσατε τὴν, ἐὰν εἶναι Θεοῦ θέλημα».
Τότε ἐπῆγαν οἱ Ἀρχιερεῖς στὸν τάφο τῆς Μάρτυρος, καὶ ἀναγίνωσκαν τὶς εὐχὲς νὰ σηκώσουν τὸ γλωσσόκομο. Ὅταν ἐπλήρωσαν τὴν εὐχὴ οἱ Ἐπίσκοποι καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια νὰ σηκώσουν τὸ ἅγιο λείψανο, γίνεται εὐθὺς στὸν ἀέρα βροντὴ μεγάλη καὶ φοβερὰ τόσο, ὥστε ἔπεσαν κατὰ γὴς ὅλοι ἔντρομοι. Καὶ πάλι ὅταν πέρασε λίγη ὥρα καὶ συνῆλθαν ἀπὸ τὸν φόβο, ξαναδοκίμασαν νὰ τὸ σηκώσουν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν διότι τόσο μέγας καὶ φοβερὸς σεισμὸς ἔγινε, ὥστε φαινόταν ὅτι ἤθελε νὰ πέσει ὅλη ἡ πόλη. Τότε ἐγνώρισαν ὅλοι, ὅτι δὲν ἤθελε ἡ Ἁγία νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Μὲ θαυμαστὸ τρόπο, ἐπέτρεψε μόνο νὰ δοθεῖ ἕνα δόντι της στὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἔθεσαν στὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο τοῦ νέου Ναοῦ ὅπου καὶ ἐποίησε πολλὰ θαυμάσια. Τυφλοὶ ἀνέβλεπαν, χωλοὶ ἀνωρθοῦντο, περιπατοῦσαν παράλυτοι, οἱ δαίμονες ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς ἐδιώκοντο. Τοῦτο πανταχοῦ ἀκούοντες, συνέτρεχαν ὅλοι ἀπὸ πάσης χώρας καὶ πόλεως φέροντες τοὺς ἀρρώστους, ἄλλους μὲ τοὺς κραββάτους, καὶ ἄλλους σὲ ἄλογα ζῶα φορτωμένους, καὶ ὅλοι ἐθεραπεύοντο. Καὶ δὲν ἔπαυσαν ποτὲ οἱ θαυματουργίες, ὅτι ὄχι μόνον τότε, ἀλλὰ καὶ κάθε καιρὸ κάμνει σὲ ὅλους θαυμάσια ὁ φιλάνθρωπος καὶ ὑπεράγαθος Θεός, ὁ ὁποῖος δόξασε τὴν πανένδοξο καὶ καλλίνικο αὐτοῦ Ὁσιομάρτυρα. Καθὼς καὶ αὐτὴ ἡ ἀείμνηστος καὶ πολυάθλος ἐδόξασε αὐτὸν μὲ τὸν ἀγώνα τῆς φρικτῆς ἐκείνης ἀθλήσεως
ΠΗΓΗ:ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
ΜΗΠΩΣ ΘΑΠΡΕΠΕ ΚΑΛΟΙ ΜΟΥ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΑΔΕΛΦΟΙ, ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΤΕ ΜΕ ΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ, ΜΕΓΑΛΗ Η ΧΑΡΗ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑ ΑΣΧΟΛΗΘΕΙΤΕ ΜΕ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΖΩΩΝ, (μια ντροπή για τον πολιτισμό μας και τη χριστιανοσύνη), ΓΙΑΤΙ ΠΙΣΤΕΥΩ ΑΥΤΟ ΘΑ ΗΘΕΛΑΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΙ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://veganoikologikostroposzois.blogspot.com
(για ενημέρωσή σας τι τραβάνε τα αθώα ζώα, τυχαία το βρήκα, αν πάτε στην αναζήτηση θα βρειτε πολλά)
Δεν μπορούμε να σταματήσουμε την αναφορά μας στα μαρτύρια των Αγίων μας, διότι αυτά απέδειξαν και στερέωσαν την πίστη μας στον Χριστό. Οι Άγιοί μας, υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια και θάνατο υπερασπίζοντας την ΑΛΗΘΕΙΑ. Χάρη σ' αυτούς σήμερα πιστεύουμε, κάνουμε Σταυρό, χτυπάμε καμπάνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ διαφορά είναι ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι και τα ζώα που κακώς θανατώνονται, χάνουν τις ζωές τους, εξ αιτίας των αρρωστημένων παθών που κατευθύνουν την ζωή δαιμονισμένων ανθρώπων. Όμως, δεν φονεύεται σήμερα κανένας για κάποιο υψηλό φρόνημα, για την πίστη του σε κάποια αξία.
Γνώμη μου είναι το φρικτό μαρτύριο και τα όσα υπέστη μια 20χρονη πανέμορφη κοπέλα, η Αγία Φεβρωνία για την πίστη της στον Χριστό, δεν συγκρίνονται με σημερινά εγκλήματα που όντως γίνονται και είναι ντροπή για το ανθρώπινο γένος.
Και πάλι επιμένω και συγχωρέστε με, σας προτείνω περισσότερη ενημέρωση σ' αυτά τα θέματα, ειδικά των ζώων που κρατιούνται κρυφά απ' όλους, εξ' αιτίας των οικονομικών συμφερόντων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρείτε στο google to earthlings, Έρθλινκς (οι γήοινοι) παραδείγματος χάριν. Θα φρίξετε! Για να μην πηγαίνει ο χρόνος σας χαμένος το λέω, μια κι ο Χριστός έλεγε, "δεν με βοηθήσατε όταν ήμουν φυλακισμένος, φτωχός,κλπ" κι είναι σίγουρο πως θα το έλεγε και για τα ζώα και την φρικτή τους κατάσταση, αν ζούσε μαζί μας σίγουρα, και μάλλον το "λέει" με τα δεινά που μας στέλνει στο περιβάλλον και την ανηθικότητα που επιτρέπει να επικρατεί, γιατί όλ' αυτά που γίνονται εις βάρος των ζώων που εκμεταλεύετε ο άνθρωπος, είναι βάρβαρα κι ανήθικα, εγκληματικά.
Δείτε π.χ. το www.greenpage.gr
Δεν έχω άλλο να σας πω.