Ὁ «Ἀνάποδος (Θεολογικὸς) Κόσμος» [1] μέσα ἀπὸ τὴν δίωξη τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Πάφου, Τυχικοῦ.
«Πρέπει νὰ βιώνουμε μία πατερικὴ διδασκαλία ὁλοκληρωτικά, ἀκόμα κι ὅταν βρίσκεται σὲ διαφωνία μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἀκόμα καὶ ἐὰν γνωρίζουμε ὅτι μὲ τὸ νὰ κάνουμε αὐτὸ θὰ χάσουμε τὴν εὔνοια αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ τεθοῦμε στὸ περιθώριο» π. Σεραφεὶμ Ρόουζ
«Πρέπει νὰ βιώνουμε μία πατερικὴ διδασκαλία ὁλοκληρωτικά, ἀκόμα κι ὅταν βρίσκεται σὲ διαφωνία μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἀκόμα καὶ ἐὰν γνωρίζουμε ὅτι μὲ τὸ νὰ κάνουμε αὐτὸ θὰ χάσουμε τὴν εὔνοια αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ τεθοῦμε στὸ περιθώριο» π. Σεραφεὶμ Ρόουζ
Γράφει ὁ Ἰωάννης Μαρκάς, Μ.Δ.Ε. Δογματικῆς Θεολογίας Α.Π.Θ.
Στὴν σύγχρονη ἐποχή τῆς «μεταπατερικότητας» καὶ τοῦ «ἐκκλησιολογικοῦ μετανθρωπισμοῦ» [2], ἔχει δομηθεῖ ἡ στρεβλὴ θεώρηση σὲ μία μεγάλη μερίδα Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κάτι καλό», «κάτι ὠφέλιμο», «μία καλὴ συνήθεια», γενικὰ ὅτι εἶναι «ἕνα καλὸ πρᾶγμα». Αὐτὴ ἡ θεώρηση εἶναι μία ἐκκοσμικευμένη καὶ ρηχὴ προσέγγιση, καθὼς ἡ Ἐκκλησία μόνον «καλὸ πρᾶγμα» δὲν εἶναι. Στὴν πραγματικότητα, ἐὰν θέλουμε νὰ εἴμαστε προκλητικὰ ἀκριβεῖς, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι καθόλου «καλὸ πρᾶγμα»! Καὶ δὲν εἶναι καθόλου «καλὸ πρᾶγμα», ἁπλούστατα διότι ἡ Ἐκκλησία ὑπερβαίνει κάθε τί ποὺ ἐμεῖς προσδιορίζουμε ὡς «καλό», ὅπως ἔχουμε ὑποβιβάσει τὴν ἔννοια τοῦ «καλοῦ» σὲ κτιστὸ ἐπίπεδο... καὶ τὴν ἔχουμε κενώσει ἀπὸ τὸ «κάλος τοῦ Θεοῦ», ποὺ εἶναι ἄκτιστο.
Συνεπῶς, ἡ θεώρηση πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁπλῶς κάτι «καλό», ἐξ ἀντικειμένου καθίσταται ἄκρως προβληματική, καθὼς γιὰ ἕναν συνειδητοποιημένο πιστό, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτα λιγότερο ἀπὸ ἕνα ζήτημα «ζωῆς καὶ θανάτου»! Μὲ βάση τὴν πατερικὴ διδασκαλία, αὐτὴ ἡ συνάφεια «ζωῆς καὶ θανάτου» γιὰ τὰ ὀργανικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας προκύπτει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ κατάσταση - σχέση ποὺ ἀναπτύσσεται ἐν πλήρῃ ἐλευθερίᾳ ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνα καὶ τὸν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Τὸ δὲ ὀντολογικὸ ὑπόβαθρο πάνω στὸ ὁποῖο ἑδράζεται αὐτὴ ἡ «σχέση ζωῆς» ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ μήνυμα ποὺ ἐκπέμπει ἡ Ἐκκλησία πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἕνα μήνυμα ποὺ βρίσκεται σὲ ἄμεση συνάρτηση μὲ τὴν ἀποστολή της, ποὺ συνοψίζεται στὸ ἑξῆς πλαίσιο: νὰ ὁδηγήσει στὴν σωτηρία τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ στὴν ἀποκατάσταση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ [3].
Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση αὐτοῦ τοῦ ὑπέρτατου σκοποῦ τῆς σωτηρίας, ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ ἀκόμα περίοδο, μέσα ἀπὸ τὸ πολίτευμά της, ποὺ εἶναι ἡ συνοδικότητα (καὶ μάλιστα σὲ ἐπίπεδο ὁμοφωνίας τῶν Πατέρων - consensus partum), φρόντισε νὰ καταστήσει urbi et orbi πὼς σὲ καμμία περίπτωση δὲν εἶναι «ξέφραγο ἀμπέλι», ὑψώνοντας προστατευτικἀ τείχη μὲ σκοπὸ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ ποιμνίου της ἀπὸ τοὺς «βαρεῖς λύκους» τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς εἰδωλολατρείας. Τὰ τείχη αὐτὰ εἶναι οἱ γνωστοὶ Ἱεροὶ Κανόνες, ποὺ θεσμοθετήθηκαν καὶ ἐπικυρώθηκαν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους, τὴν αὐθεντία τῶν ὁποίων πρωτίστως ἀναγνώρισε ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλες ποὺ τὶς ἀπέρριψε ὡς «ἀλλότριες» καὶ «ξένες».
Συνοπτικῶς λοιπόν, καθίσταται σαφὲς ὅτι μέσα ἀπὸ τὸ κῦρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία θεσμοθέτησε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, ἔχουν τὰ ἑξῆς δύο προσόντα: 1ον) εἶναι ἀθάνατοι, ἔχουν δηλαδὴ ἀειζωία, διότι συγκροτήθηκαν μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἄρα ἔχουν ὡς κύριο γνώρισμα τὸ ἀπόλυτο ἀγαθὸ καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια (στοιχεῖα ποὺ τοὺς καθιστοῦν ἀμετάβλητους εἰς τὸν αἰῶνα), καὶ 2ον) ἔχουν τὴν ἀναμαρτησία καὶ τὸ ἀλάθητο, διότι ἀντιπροσωπεύουν τὸ φρόνημα τῆς καθ’ ὅλου Ἐκκλησίας, ἤτοι τῆς Μίας, Ἁγίας καὶ Ἀποστολικῆς [4]. Ἐπὶ τοῦ πρακτέου, λειτουργοῦν σὰν ἠλεκτροφόρα σύρματα μὲ τὴν ἔνδειξη: «Προσοχή, ρεῦμα ὑψηλῆς τάσης! Κίνδυνος - θάνατος!». Ποὺ σημαίνει ὅτι ὅποιος κάνει τὸ λάθος νὰ ἀπαξιώσει τὸ δογματικὸ περιεχόμενό τους καὶ πάρει ἀψήφιστα τὸν ἁγιοπνευματικό τους χαρακτῆρα, κινδυνεύει νὰ ἔρθει ἀντιμέτωπος μὲ τὶς ὀλέθριες συνέπειες ποὺ συνοδεύουν ἐνδεχόμενη παραβίασή τους, ἤτοι νὰ ἐκπέσει στὸ θανάσιμο καὶ ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τραγικὴ συνέπεια νὰ ἀπολέσει τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του ἀκαριαῖα [5]!
Ἡ ὕπαρξη αὐτὴ ἑνὸς τόσο ξεκάθαρου (ὡς πρὸς τὴν διατύπωση) καὶ αὐστηροῦ (ὡς πρὸς τὶς συνέπειες) ἱεροκανονικοῦ καὶ δογματικοῦ πλαισίου, δὲν διασφαλίζει ἀσφαλῶς ὅτι αὐτὸ τὸ πλαίσιο δὲν θὰ ἀγνοηθεῖ καὶ παραβιαστεῖ, ἰδιαίτερα σὲ μία ἐποχὴ σὰν τὴν σημερινή, ὅπου στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο κυριαρχοῦν ἔντονα οἱ τάσεις τῆς ἐκκοσμίκευσης καὶ τῆς ἀποστασίας, ὡς «σημεῖα τῶν καιρῶν» ποὺ συνδέονται ἄμεσα μὲ τὸ ἐγχείρημα (project) της παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἔτσι λοιπόν, μέσα σ’ αὐτὸ τὸ «διαχριστιανικὸ» ἢ καὶ «διαθρησκειακὸ» περιβάλλον πολὺ συχνὰ γινόμαστε μάρτυρες, ὄχι ἁπλῶς παραβιάσεων τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀλλὰ ἐξτρεμιστικῶν συμπεριφορῶν, σχεδὸν ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν σύγχρονων Ὀρθοδόξων προκαθημένων, ποὺ συνοδεύονται ἐξίσου ἀπὸ μία βλάσφημη «θεολογικὴ» ρητορική, ποὺ ἀναφέρει ἀπροκάλυπτα ὅτι «ὑπάρχουν πολλοὶ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν στὸν Θεό». Προσεγγίζοντας ὅλες αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς συμπεριφορές, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, παλαιοὶ καὶ νεώτεροι, ἑστιάζουν κυρίως στὴν πνευματικὴ κατάσταση αὐτῶν τῶν ἐκπεσόντων ποιμένων, χρησιμοποιῶντας σκληρὴ γλῶσσα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ποὺ δὲν διστάζει νὰ τοὺς παρομοιάσει μὲ τοὺς Φαρισαίους ποὺ σταύρωσαν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τοὺς ἀποκαλέσει «ἐχθροὺς τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων».
Δυστυχῶς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων χρόνων, αὐτὲς οἱ συμπεριφορὲς ὄχι μόνο δὲν συρρικνώνονται, ἀλλὰ μᾶλλον ὅσο περνάει ὁ καιρὸς γίνονται ὁλοένα καὶ περισσότερο ἐπιθετικές. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὶς τελευταῖες μέρες βρίσκεται στὴν ἐπικαιρότητα, μία τέτοια περίπτωση προκλητικῆς παραβίασης καὶ ἀπαξίωσης τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ποὺ ἀφορᾶ τὴν πρόσφατη περίπτωση δίωξης τοῦ Μητροπολίτη Πάφου, Τυχικοῦ, καὶ τὴν πραξικοπηματικὴ ἔκπτωσή του ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς Μητροπόλεώς του. Γιὰ ὅσους συνέβη νὰ παρακολουθήσουν στενὰ τὴ συγκεκριμένη ὑπόθεση, ἦταν τόσο σοκαριστικὸς ὁ ὅλος χειρισμὸς ἐκ μέρους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου, ὡς ἔχοντος τὸ γενικὸ πρόσταγμα, ποὺ κατέδειξε γιὰ μία ἀκόμα φορὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς ἀσεβείας ποὺ ἐπιδεικνύουν πληθωρικὰ σύγχρονοι ἀρχιερεῖς ἀπέναντι στὰ ἀειθαλῆ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μία συμπεριφορὰ ἐκ μέρους τους τόσο ἀνοίκεια πρὸς τὸν θεσμὸ τὸν ὁποῖο ἐκπροσωποῦν καὶ τόσο δηλωτικὴ γιὰ τὸ προφὶλ τοῦ σύγχρονου ἐπισκόπου, τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψή τους, δὲν πρέπει νὰ συμβαδίζει μὲ τὴν ἀκρίβεια στὸ Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ ζωή, ἀλλὰ μὲ μιὰ διαρκή ὑποχώρηση καὶ «παραοικονομία» ποὺ προσομοιάζει, κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον, μὲ ἕναν δογματικὸ μινιμαλισμό, ἂν ὄχι ἕναν δογματικὸ μηδενισμό. Κατ’ αὐτοὺς λοιπόν, τοὺς ὑποτιθέμενους «θεματοφύλακες τῆς πίστεως», ὁ σύγχρονος ἐπίσκοπος πρέπει νὰ βρίσκεται στὴν θέση του ὡς ἕνα ἀκόμα ἐξαρτημένο θεσμικὸ γρανάζι τοῦ κράτους (ἀπολαμβάνοντας τὰ σχετικὰ προνόμια αὐτῆς τῆς ἐξάρτησης), γιὰ νὰ διεκπεραιώνει κυρίως διοικητικὸ ἔργο, παράλληλα μὲ κάποιες «θρησκευτικὲς» ὑπηρεσίες κοσμικοῦ χαρακτῆρα, τηρῶντας στὸ ἀκέραιο τὸ νεοταξικὸ πρωτόκολλο τῆς «πολιτικῆς ὀρθότητας» (ὥστε νὰ τὰ ἔχει μὲ ὅλους καλὰ καὶ κυρίως νὰ μὴ δυσαρεστεῖ κατὰ τὸ δυνατὸν τοὺς ἀντιφρονοῦντες), ἐξυπηρετῶντας «ἀτζέντες» ὡς ἄλλος δημόσιος ὑπάλληλος, ἢ ἐναλλακτικὰ προσφέροντας ἀνθρωπιστικό, κοινωνικὸ ἢ ἀκτιβιστικὸ ἔργο, ὡς ἄλλος κοινωνικὸς ἐργάτης.
Ὁ Μητροπολίτης Πάφου, Τυχικός, εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν πληροῦσε ἐτοῦτα τὰ κριτήρια τοῦ μετα-μοντέρνου ἐπισκόπου, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὸ «κατηγορητήριο» ποὺ τοῦ ἀπαγγέλθηκε κατέστη σαφὲς ὅτι ἀρνήθηκε πεισματικὰ νὰ τροχιοδρομήσει στὶς ρᾶγες τῆς «μεταπατερικῆς θεολογίας» καὶ τῆς «χριστιανικῆς νεωτερικότητας». Στὸν «ἀνάποδο θεολογικὸ κόσμο» τῶν κατηγόρων του, ἐκεῖνος «καταδικάστηκε» ἀκριβῶς γιὰ ὅλα ὅσα θὰ ἔπρεπε νὰ καταδικαστοῦν οἱ κατήγοροί του, ποὺ δίχως νὰ φοβοῦνται Θεό, μέσα ἀπὸ τὸ ἕωλο καὶ σαθρὸ «κατηγορητήριο» ποὺ ἑτοίμασαν, διέστρεψαν (ἢ μᾶλλον πιὸ εὔστοχα, κυριολεκτικὰ ἀναποδογύρισαν) μία σειρὰ ἀπὸ Ἱεροὺς Κανόνες [6], ἐκτελῶντας ξεκάθαρα μία πολύμηνη «δολοφονία χαρακτῆρα» (κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας, δημοσιογράφοι «σὲ ἐντεταλμένη ὑπηρεσία» προσπάθησαν νὰ συμπαρασύρουν καὶ νὰ συμπεριλάβουν μὲ προβοκατόρικες ἐρωτήσεις πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, καὶ τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη τῆς Μόρφου, Νεόφυτο), ἕνα «συμβόλαιο θανάτου» (ἐννοεῖται μὲ τὴν μεταφορικὴ ἔννοια τῆς ἔκφρασης), «πληρωμένο» ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ κέντρα (ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ διῶκτες του παραδέχθηκαν [7]) [8].
Δίχως ἀμφιβολία, ἡ ἀντικανονικὴ ἔκπτωση τοῦ Τυχικοῦ ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς Πάφου (μὲ μία προσχηματική, ὅπως ἀποδείχθηκε, σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἡ ὁποία αἰφνιδιαστικὰ μετατράπηκε σὲ «Ἐκκλησιαστικὸ Δικαστήριο», κατὰ παράβαση τοῦ «Καταστατικοῦ Χάρτη» τῆς ἐν λόγῳ Ἐκκλησίας) [9], καταδεικνύει περίτρανα τὴν πνευματικὴ ἔκπτωση τῆς πλειονότητας τῶν σύγχρονων ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι, ζῶντας σ’ ἕναν δικό τους «ἀνάποδο θεολογικὸ κόσμο» κοσμικῆς εὐδαιμονίας καὶ καλοπέρασης, ἀρνοῦνται νὰ δοῦν τὴν πραγματικότητα, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν περνάει κἂν ἀπὸ τὸ μυαλό τους ὅτι μπορεῖ νὰ ἐνσαρκώνουν τὰ τραγικὰ πρόσωπα ἐκείνων τῶν ἀρχιερέων ποὺ περιγράφουν οἱ ἐσχατολογικὲς προφητεῖες γιὰ τὰ χρόνια τοῦ ἀντιχρίστου. Ὄντες οἱ ἴδιοι ἀνάσκητοι, δὲν διακατέχονται ἀπὸ πνεῦμα ἐγρήγορσης καὶ νήψης, ἀλλὰ μᾶλλον βρίσκονται ἐγκιβωτισμένοι στὴ νοοτροπία τοῦ ἀναιδεστάτου πατριαρχικοῦ τσιτάτου «σκασίλα μου!» [10], καὶ ἔτσι ὄχι ἁπλῶς «δὲν δίνουν δεκάρα» ποὺ βλέπουν τὸν λύκο νὰ ἔρχεται νὰ ξεκληρίσει τὰ πρόβατα, ἀλλὰ στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ τὸν προσκαλοῦν, τοῦ ἀνοίγουν τὴν πόρτα καὶ τὸν ὑποδέχονται μὲ τιμές. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, μπαζώνουν τὴν δογματική τους συνείδησή (ὅσοι καὶ ὅση ἔχουν!) καὶ ἐπιλέγουν «ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ» νὰ μεταλλάσσονται σὲ μισθωτοὺς «λατινόφρονες».
Ὑπ’ ὄψιν ὅτι τούτη τὴν παθογένεια τοῦ ἀσκητικοῦ ἐλλείμματος καὶ τὴν σύνδεσή της μὲ τὴν πλάνη, τὴν κακοδοξία καὶ τὴν αἵρεση, τὴν ἑρμήνευσε ἀξιόπιστα ὁ μεγαλύτερος πολέμιος τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τῆς ἀντίχριστης παπικῆς ὑπεροψίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ποὺ ὅταν ρωτήθηκε κάποτε γιατί ὁ λατινόφρων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ἰωάννης Καλέκας, ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει τὴν σημασία τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ γοητεύεται ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ λατινικὸ θηρίο [11], τὸν ματαιόφρονα Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ἐκεῖνος ἀπήντησε ὡς ἑξῆς: «ὁ Πατριάρχης λέει αὐτὰ ποὺ λέει καὶ κάνει αὐτὰ ποὺ κάνει, γιατί εἶναι ἀ ν ά σ κ η τ ὁ ς !».
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ ἀσκητικὴ μορφὴ καὶ τὸ καθαρὸ βλέμμα τοῦ Μητροπολίτη Τυχικοῦ, ἀποδεικνύουν περίλαμπρα τὸν λόγο ποὺ ὁ Πανιερώτατος τῆς Πάφου ὕψωσε τεῖχος ἀνυπέρβλητο στὴν κατεγνωσμένη αἵρεση τοῦ παπισμοῦ. Ἔχοντας συνειδητοποιήσει πλήρως τὸ βάρος τῆς πνευματικῆς εὐθύνης ποὺ φέρει στοὺς ὤμους ἑνὸς Ἐπισκόπου ἡ Ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, σὲ μία ἐποχὴ πρωτοφανοῦς πνευματικῆς καθίζησης καὶ παρακμῆς στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, πρωτίστως ἔχει ἀντιληφθεῖ τὸ τί εἶναι ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμὸς καὶ γιατί ὁ σκοπός του εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη πανσπερμία τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων ἢ τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Στὴν περίπτωσή του βρίσκουν ἐφαρμογὴ τὰ λόγια ἑνὸς μεγάλου σύγχρονου δασκάλου τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς Θεολογίας, τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὅτι δηλαδή, «οἱ πραγματικοὶ καὶ συνεπεῖς Ὀρθόδοξοι σὲ καμία περίπτωση καὶ μὲ κανένα ἀντάλλαγμα δὲν κάνουν μεικτοὺς γάμους, δὲν συμπεθεριάζουν μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀπίστους. Τὸ τέρμα καὶ ὁ σκοπός, ποὺ ἐπιδιώκουμε ἐμεῖς, εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ αἰώνια μακαριότης, ἐνῷ γι᾽ αὐτοὺς εἶναι ἡ γῆ καὶ ἡ εὐδαιμονία πάνω σ᾽ αὐτήν. Προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τὸ συνοικέσιο, σ᾽ ἕνα μεικτὸ γάμο, εἶναι ἀνάγκη κάποιος νὰ ἀρνηθεῖ τὸ πιστεύω καὶ τὶς ἀρχές του, νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του. Καὶ αὐτὸς γιὰ κανένα λόγο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εἴμαστε ἐμεῖς» [12].
Εἴθε ὁ Κύριός μας, Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ τὸν ἐνισχύει καὶ νὰ τὸν χαριτώνει στὸν δρόμο πρὸς τὴν Ὁμολογία Πίστεως! Ἀμήν!
[1] Τὸ ζήτημα περὶ «Ἀνάποδου Κόσμου» στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς καθολικῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεῖο Θέλημα, τὸ ἔχει ἀναπτύξει, ἀναδείξει καὶ ἑρμηνεύσει μὲ μοναδικὸ τρόπο ὁ καθηγητὴς τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου τοῦ Δ.Π.Θ., Κωνσταντῖνος Βαθιώτης, μέσα ἀπὸ σειρὰ μελετῶν καὶ πυκνῆς ἀρθρογραφίας. Γιὰ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιὰ περισσότερη «τροφὴ γιὰ σκέψη», μποροῦν νὰ μεταβοῦν στὴν προσωπική του ἱστοσελίδα: https://kvathiotis.substack.com/
[2] Βλ. σχετ., Ἰωάννη Μαρκά, ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΜΕΤΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ - Ἀπὸ τὴ θεωρία της «μεταπατερικότητας» στὸ λειτουργικὸ σῶμα τοῦ «υἱοῦ τῆς ἀπωλείας», Κεντρικὴ διάθεση: Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», https://www.orthodoxoskypseli.gr/7B2D3547.el.aspx
[3] Ἁγίου Νεκταρίου, Ὀρθόδοξος Ἱερὰ Κατήχησις, Ἐκδόσεις Βασιλείου Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 24-25
[4] Ἁγίου Νεκταρίου, Μελέτη ἱστορικὴ πὲρὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος, τ. Α΄, Ἐκδόσεις Νεκτάριος Παναγόπουλος, σελ. 106-107
[5] Μρκ. γ΄ 28-29: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ αἱ βλασφημίαι ὅσας ἐὰν βλασφημήσωσιν. ὃς δ᾿ ἂν βλασφημὴσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως·»
[6] Ἐνδεικτικὰ νὰ ἀναφέρουμε ὅτι οἱ κατήγοροί του διέστρεψαν πλήρως τὴν (δυνητικὴ) ἱεροκανονικὴ πράξη τῆς λεγόμενης «ἀποτείχισης» (παρουσιάζοντάς την μάλιστα ἐπικοινωνιακὰ ὡς ...αἵρεση!), καθὼς καὶ σωρεία Ἱερῶν Κανόνων ποὺ ἀπαγορεύουν ρητῶς τὴν ἐκκλησιολογικῶς ἀνάρμοστη πρακτικὴ τῶν «μεικτῶν γάμων», ὅπως καὶ Ἱερῶν Κανόνων ποὺ ἀποδοκιμάζουν πλήρως τὴν αἵρεση τῆς καλουμένης «βαπτισματικὴς θεολογίας».
[7] Σχετ. ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἐπίσημο Ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Κύπρου, τῆς 22ας Μαΐου, ἀναφέρει ὅτι: «...Ὁ Μακαριώτατος δέχθηκε, ἐπίσης, καταγγελίες καὶ ἔντονα παράπονα καὶ προβληματισμοὺς ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὸν Μητροπολίτη Νεαπόλεως Βαρνάβα, τὴν Κυβέρνηση τῆς Ἑλλάδος, μὲσῳ τῆς Ὑπουργοῦ Παιδείας, τόσο κατὰ τὴν πρόσφατη ἐπίσκεψή της στὴν Κύπρο, ὅσο καὶ κατόπιν ἐπιστολῆς τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.
Ἀκόμη ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση κατήγγειλε τὶς διασπαστικὲς αὐτὲς ἐνέργειες στὸν Πρέσβη τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ Πρέσβης μετέφερε τὶς καταγγελίες αὐτὲς στὴν Κυβέρνηση τῆς Δημοκρατίας τῆς Κύπρου...», https://www.romfea.gr/ekklisia-kyprou/69897-ektakto-i-iera-synodos-apofasise-ekptosi-tou-mitropoliti-tyxikoy
[8] Ἰδιαίτερα μετὰ τὴν σθεναρὴ ἄρνηση τοῦ Πανιερωτάτου νὰ συμμετάσχει σὲ κοινὲς ἐκδηλώσεις (μὲ πιθανὲς συμπροσευχὲς) Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν στὴν Πάφο, μὲ πρόσχημα τὴν μεταφορὰ τῆς Ἁγίας Κάρας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴν Κύπρο.
[9] Βλ. σχετ. τὴν ἐξαιρετικὴ πρώτη ἀνάλυση ποὺ κάνει ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, στὸ ἄρθρο - ἐργασία του, μὲ τίτλο: Ἡ ἔκπτωση ἑνὸς Μητροπολίτου καὶ ἡ πτώση μιᾶς Ἐκκλησίας [1], https://eeod.gr/omologia-pistews/83849-i-ekptosi-enos-mitropolitoukai-i-ptosi-mias-ekklisias1
[10] Βλ. σχετ.: https://www.exapsalmos.gr/skasila-mou-an-den-me-mnimonevei-i-rosiki-ekklisia-leei-o-patriarchis-vartholomaios/
[11] Ἀνωνύμου Ἡσυχαστοῦ, Νηπτικὴ Θεωρία - ἐκ τῆς Ι. Μ. Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὅρους, Ἔκδοσις Ι. Μ. Ξενοφῶντος, Ἅγιον Ὅρος, 2001, σελ. 12
[12] Ἐφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 19-10-2012, ἀρ. φύλλου 1946
Συνεπῶς, ἡ θεώρηση πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁπλῶς κάτι «καλό», ἐξ ἀντικειμένου καθίσταται ἄκρως προβληματική, καθὼς γιὰ ἕναν συνειδητοποιημένο πιστό, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτα λιγότερο ἀπὸ ἕνα ζήτημα «ζωῆς καὶ θανάτου»! Μὲ βάση τὴν πατερικὴ διδασκαλία, αὐτὴ ἡ συνάφεια «ζωῆς καὶ θανάτου» γιὰ τὰ ὀργανικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας προκύπτει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ κατάσταση - σχέση ποὺ ἀναπτύσσεται ἐν πλήρῃ ἐλευθερίᾳ ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνα καὶ τὸν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Τὸ δὲ ὀντολογικὸ ὑπόβαθρο πάνω στὸ ὁποῖο ἑδράζεται αὐτὴ ἡ «σχέση ζωῆς» ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ μήνυμα ποὺ ἐκπέμπει ἡ Ἐκκλησία πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἕνα μήνυμα ποὺ βρίσκεται σὲ ἄμεση συνάρτηση μὲ τὴν ἀποστολή της, ποὺ συνοψίζεται στὸ ἑξῆς πλαίσιο: νὰ ὁδηγήσει στὴν σωτηρία τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ στὴν ἀποκατάσταση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ [3].
Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση αὐτοῦ τοῦ ὑπέρτατου σκοποῦ τῆς σωτηρίας, ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ ἀκόμα περίοδο, μέσα ἀπὸ τὸ πολίτευμά της, ποὺ εἶναι ἡ συνοδικότητα (καὶ μάλιστα σὲ ἐπίπεδο ὁμοφωνίας τῶν Πατέρων - consensus partum), φρόντισε νὰ καταστήσει urbi et orbi πὼς σὲ καμμία περίπτωση δὲν εἶναι «ξέφραγο ἀμπέλι», ὑψώνοντας προστατευτικἀ τείχη μὲ σκοπὸ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ ποιμνίου της ἀπὸ τοὺς «βαρεῖς λύκους» τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς εἰδωλολατρείας. Τὰ τείχη αὐτὰ εἶναι οἱ γνωστοὶ Ἱεροὶ Κανόνες, ποὺ θεσμοθετήθηκαν καὶ ἐπικυρώθηκαν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους, τὴν αὐθεντία τῶν ὁποίων πρωτίστως ἀναγνώρισε ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλες ποὺ τὶς ἀπέρριψε ὡς «ἀλλότριες» καὶ «ξένες».
Συνοπτικῶς λοιπόν, καθίσταται σαφὲς ὅτι μέσα ἀπὸ τὸ κῦρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία θεσμοθέτησε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, ἔχουν τὰ ἑξῆς δύο προσόντα: 1ον) εἶναι ἀθάνατοι, ἔχουν δηλαδὴ ἀειζωία, διότι συγκροτήθηκαν μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἄρα ἔχουν ὡς κύριο γνώρισμα τὸ ἀπόλυτο ἀγαθὸ καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια (στοιχεῖα ποὺ τοὺς καθιστοῦν ἀμετάβλητους εἰς τὸν αἰῶνα), καὶ 2ον) ἔχουν τὴν ἀναμαρτησία καὶ τὸ ἀλάθητο, διότι ἀντιπροσωπεύουν τὸ φρόνημα τῆς καθ’ ὅλου Ἐκκλησίας, ἤτοι τῆς Μίας, Ἁγίας καὶ Ἀποστολικῆς [4]. Ἐπὶ τοῦ πρακτέου, λειτουργοῦν σὰν ἠλεκτροφόρα σύρματα μὲ τὴν ἔνδειξη: «Προσοχή, ρεῦμα ὑψηλῆς τάσης! Κίνδυνος - θάνατος!». Ποὺ σημαίνει ὅτι ὅποιος κάνει τὸ λάθος νὰ ἀπαξιώσει τὸ δογματικὸ περιεχόμενό τους καὶ πάρει ἀψήφιστα τὸν ἁγιοπνευματικό τους χαρακτῆρα, κινδυνεύει νὰ ἔρθει ἀντιμέτωπος μὲ τὶς ὀλέθριες συνέπειες ποὺ συνοδεύουν ἐνδεχόμενη παραβίασή τους, ἤτοι νὰ ἐκπέσει στὸ θανάσιμο καὶ ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τραγικὴ συνέπεια νὰ ἀπολέσει τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του ἀκαριαῖα [5]!
Ἡ ὕπαρξη αὐτὴ ἑνὸς τόσο ξεκάθαρου (ὡς πρὸς τὴν διατύπωση) καὶ αὐστηροῦ (ὡς πρὸς τὶς συνέπειες) ἱεροκανονικοῦ καὶ δογματικοῦ πλαισίου, δὲν διασφαλίζει ἀσφαλῶς ὅτι αὐτὸ τὸ πλαίσιο δὲν θὰ ἀγνοηθεῖ καὶ παραβιαστεῖ, ἰδιαίτερα σὲ μία ἐποχὴ σὰν τὴν σημερινή, ὅπου στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο κυριαρχοῦν ἔντονα οἱ τάσεις τῆς ἐκκοσμίκευσης καὶ τῆς ἀποστασίας, ὡς «σημεῖα τῶν καιρῶν» ποὺ συνδέονται ἄμεσα μὲ τὸ ἐγχείρημα (project) της παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἔτσι λοιπόν, μέσα σ’ αὐτὸ τὸ «διαχριστιανικὸ» ἢ καὶ «διαθρησκειακὸ» περιβάλλον πολὺ συχνὰ γινόμαστε μάρτυρες, ὄχι ἁπλῶς παραβιάσεων τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀλλὰ ἐξτρεμιστικῶν συμπεριφορῶν, σχεδὸν ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν σύγχρονων Ὀρθοδόξων προκαθημένων, ποὺ συνοδεύονται ἐξίσου ἀπὸ μία βλάσφημη «θεολογικὴ» ρητορική, ποὺ ἀναφέρει ἀπροκάλυπτα ὅτι «ὑπάρχουν πολλοὶ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν στὸν Θεό». Προσεγγίζοντας ὅλες αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς συμπεριφορές, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, παλαιοὶ καὶ νεώτεροι, ἑστιάζουν κυρίως στὴν πνευματικὴ κατάσταση αὐτῶν τῶν ἐκπεσόντων ποιμένων, χρησιμοποιῶντας σκληρὴ γλῶσσα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ποὺ δὲν διστάζει νὰ τοὺς παρομοιάσει μὲ τοὺς Φαρισαίους ποὺ σταύρωσαν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τοὺς ἀποκαλέσει «ἐχθροὺς τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων».
Δυστυχῶς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων χρόνων, αὐτὲς οἱ συμπεριφορὲς ὄχι μόνο δὲν συρρικνώνονται, ἀλλὰ μᾶλλον ὅσο περνάει ὁ καιρὸς γίνονται ὁλοένα καὶ περισσότερο ἐπιθετικές. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὶς τελευταῖες μέρες βρίσκεται στὴν ἐπικαιρότητα, μία τέτοια περίπτωση προκλητικῆς παραβίασης καὶ ἀπαξίωσης τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ποὺ ἀφορᾶ τὴν πρόσφατη περίπτωση δίωξης τοῦ Μητροπολίτη Πάφου, Τυχικοῦ, καὶ τὴν πραξικοπηματικὴ ἔκπτωσή του ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς Μητροπόλεώς του. Γιὰ ὅσους συνέβη νὰ παρακολουθήσουν στενὰ τὴ συγκεκριμένη ὑπόθεση, ἦταν τόσο σοκαριστικὸς ὁ ὅλος χειρισμὸς ἐκ μέρους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου, ὡς ἔχοντος τὸ γενικὸ πρόσταγμα, ποὺ κατέδειξε γιὰ μία ἀκόμα φορὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς ἀσεβείας ποὺ ἐπιδεικνύουν πληθωρικὰ σύγχρονοι ἀρχιερεῖς ἀπέναντι στὰ ἀειθαλῆ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μία συμπεριφορὰ ἐκ μέρους τους τόσο ἀνοίκεια πρὸς τὸν θεσμὸ τὸν ὁποῖο ἐκπροσωποῦν καὶ τόσο δηλωτικὴ γιὰ τὸ προφὶλ τοῦ σύγχρονου ἐπισκόπου, τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψή τους, δὲν πρέπει νὰ συμβαδίζει μὲ τὴν ἀκρίβεια στὸ Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ ζωή, ἀλλὰ μὲ μιὰ διαρκή ὑποχώρηση καὶ «παραοικονομία» ποὺ προσομοιάζει, κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον, μὲ ἕναν δογματικὸ μινιμαλισμό, ἂν ὄχι ἕναν δογματικὸ μηδενισμό. Κατ’ αὐτοὺς λοιπόν, τοὺς ὑποτιθέμενους «θεματοφύλακες τῆς πίστεως», ὁ σύγχρονος ἐπίσκοπος πρέπει νὰ βρίσκεται στὴν θέση του ὡς ἕνα ἀκόμα ἐξαρτημένο θεσμικὸ γρανάζι τοῦ κράτους (ἀπολαμβάνοντας τὰ σχετικὰ προνόμια αὐτῆς τῆς ἐξάρτησης), γιὰ νὰ διεκπεραιώνει κυρίως διοικητικὸ ἔργο, παράλληλα μὲ κάποιες «θρησκευτικὲς» ὑπηρεσίες κοσμικοῦ χαρακτῆρα, τηρῶντας στὸ ἀκέραιο τὸ νεοταξικὸ πρωτόκολλο τῆς «πολιτικῆς ὀρθότητας» (ὥστε νὰ τὰ ἔχει μὲ ὅλους καλὰ καὶ κυρίως νὰ μὴ δυσαρεστεῖ κατὰ τὸ δυνατὸν τοὺς ἀντιφρονοῦντες), ἐξυπηρετῶντας «ἀτζέντες» ὡς ἄλλος δημόσιος ὑπάλληλος, ἢ ἐναλλακτικὰ προσφέροντας ἀνθρωπιστικό, κοινωνικὸ ἢ ἀκτιβιστικὸ ἔργο, ὡς ἄλλος κοινωνικὸς ἐργάτης.
Ὁ Μητροπολίτης Πάφου, Τυχικός, εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν πληροῦσε ἐτοῦτα τὰ κριτήρια τοῦ μετα-μοντέρνου ἐπισκόπου, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὸ «κατηγορητήριο» ποὺ τοῦ ἀπαγγέλθηκε κατέστη σαφὲς ὅτι ἀρνήθηκε πεισματικὰ νὰ τροχιοδρομήσει στὶς ρᾶγες τῆς «μεταπατερικῆς θεολογίας» καὶ τῆς «χριστιανικῆς νεωτερικότητας». Στὸν «ἀνάποδο θεολογικὸ κόσμο» τῶν κατηγόρων του, ἐκεῖνος «καταδικάστηκε» ἀκριβῶς γιὰ ὅλα ὅσα θὰ ἔπρεπε νὰ καταδικαστοῦν οἱ κατήγοροί του, ποὺ δίχως νὰ φοβοῦνται Θεό, μέσα ἀπὸ τὸ ἕωλο καὶ σαθρὸ «κατηγορητήριο» ποὺ ἑτοίμασαν, διέστρεψαν (ἢ μᾶλλον πιὸ εὔστοχα, κυριολεκτικὰ ἀναποδογύρισαν) μία σειρὰ ἀπὸ Ἱεροὺς Κανόνες [6], ἐκτελῶντας ξεκάθαρα μία πολύμηνη «δολοφονία χαρακτῆρα» (κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας, δημοσιογράφοι «σὲ ἐντεταλμένη ὑπηρεσία» προσπάθησαν νὰ συμπαρασύρουν καὶ νὰ συμπεριλάβουν μὲ προβοκατόρικες ἐρωτήσεις πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, καὶ τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη τῆς Μόρφου, Νεόφυτο), ἕνα «συμβόλαιο θανάτου» (ἐννοεῖται μὲ τὴν μεταφορικὴ ἔννοια τῆς ἔκφρασης), «πληρωμένο» ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ κέντρα (ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ διῶκτες του παραδέχθηκαν [7]) [8].
Δίχως ἀμφιβολία, ἡ ἀντικανονικὴ ἔκπτωση τοῦ Τυχικοῦ ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς Πάφου (μὲ μία προσχηματική, ὅπως ἀποδείχθηκε, σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἡ ὁποία αἰφνιδιαστικὰ μετατράπηκε σὲ «Ἐκκλησιαστικὸ Δικαστήριο», κατὰ παράβαση τοῦ «Καταστατικοῦ Χάρτη» τῆς ἐν λόγῳ Ἐκκλησίας) [9], καταδεικνύει περίτρανα τὴν πνευματικὴ ἔκπτωση τῆς πλειονότητας τῶν σύγχρονων ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι, ζῶντας σ’ ἕναν δικό τους «ἀνάποδο θεολογικὸ κόσμο» κοσμικῆς εὐδαιμονίας καὶ καλοπέρασης, ἀρνοῦνται νὰ δοῦν τὴν πραγματικότητα, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν περνάει κἂν ἀπὸ τὸ μυαλό τους ὅτι μπορεῖ νὰ ἐνσαρκώνουν τὰ τραγικὰ πρόσωπα ἐκείνων τῶν ἀρχιερέων ποὺ περιγράφουν οἱ ἐσχατολογικὲς προφητεῖες γιὰ τὰ χρόνια τοῦ ἀντιχρίστου. Ὄντες οἱ ἴδιοι ἀνάσκητοι, δὲν διακατέχονται ἀπὸ πνεῦμα ἐγρήγορσης καὶ νήψης, ἀλλὰ μᾶλλον βρίσκονται ἐγκιβωτισμένοι στὴ νοοτροπία τοῦ ἀναιδεστάτου πατριαρχικοῦ τσιτάτου «σκασίλα μου!» [10], καὶ ἔτσι ὄχι ἁπλῶς «δὲν δίνουν δεκάρα» ποὺ βλέπουν τὸν λύκο νὰ ἔρχεται νὰ ξεκληρίσει τὰ πρόβατα, ἀλλὰ στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ τὸν προσκαλοῦν, τοῦ ἀνοίγουν τὴν πόρτα καὶ τὸν ὑποδέχονται μὲ τιμές. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, μπαζώνουν τὴν δογματική τους συνείδησή (ὅσοι καὶ ὅση ἔχουν!) καὶ ἐπιλέγουν «ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ» νὰ μεταλλάσσονται σὲ μισθωτοὺς «λατινόφρονες».
Ὑπ’ ὄψιν ὅτι τούτη τὴν παθογένεια τοῦ ἀσκητικοῦ ἐλλείμματος καὶ τὴν σύνδεσή της μὲ τὴν πλάνη, τὴν κακοδοξία καὶ τὴν αἵρεση, τὴν ἑρμήνευσε ἀξιόπιστα ὁ μεγαλύτερος πολέμιος τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τῆς ἀντίχριστης παπικῆς ὑπεροψίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ποὺ ὅταν ρωτήθηκε κάποτε γιατί ὁ λατινόφρων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ἰωάννης Καλέκας, ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει τὴν σημασία τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ γοητεύεται ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ λατινικὸ θηρίο [11], τὸν ματαιόφρονα Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ἐκεῖνος ἀπήντησε ὡς ἑξῆς: «ὁ Πατριάρχης λέει αὐτὰ ποὺ λέει καὶ κάνει αὐτὰ ποὺ κάνει, γιατί εἶναι ἀ ν ά σ κ η τ ὁ ς !».
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ ἀσκητικὴ μορφὴ καὶ τὸ καθαρὸ βλέμμα τοῦ Μητροπολίτη Τυχικοῦ, ἀποδεικνύουν περίλαμπρα τὸν λόγο ποὺ ὁ Πανιερώτατος τῆς Πάφου ὕψωσε τεῖχος ἀνυπέρβλητο στὴν κατεγνωσμένη αἵρεση τοῦ παπισμοῦ. Ἔχοντας συνειδητοποιήσει πλήρως τὸ βάρος τῆς πνευματικῆς εὐθύνης ποὺ φέρει στοὺς ὤμους ἑνὸς Ἐπισκόπου ἡ Ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, σὲ μία ἐποχὴ πρωτοφανοῦς πνευματικῆς καθίζησης καὶ παρακμῆς στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, πρωτίστως ἔχει ἀντιληφθεῖ τὸ τί εἶναι ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμὸς καὶ γιατί ὁ σκοπός του εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη πανσπερμία τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων ἢ τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Στὴν περίπτωσή του βρίσκουν ἐφαρμογὴ τὰ λόγια ἑνὸς μεγάλου σύγχρονου δασκάλου τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς Θεολογίας, τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὅτι δηλαδή, «οἱ πραγματικοὶ καὶ συνεπεῖς Ὀρθόδοξοι σὲ καμία περίπτωση καὶ μὲ κανένα ἀντάλλαγμα δὲν κάνουν μεικτοὺς γάμους, δὲν συμπεθεριάζουν μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀπίστους. Τὸ τέρμα καὶ ὁ σκοπός, ποὺ ἐπιδιώκουμε ἐμεῖς, εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ αἰώνια μακαριότης, ἐνῷ γι᾽ αὐτοὺς εἶναι ἡ γῆ καὶ ἡ εὐδαιμονία πάνω σ᾽ αὐτήν. Προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τὸ συνοικέσιο, σ᾽ ἕνα μεικτὸ γάμο, εἶναι ἀνάγκη κάποιος νὰ ἀρνηθεῖ τὸ πιστεύω καὶ τὶς ἀρχές του, νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του. Καὶ αὐτὸς γιὰ κανένα λόγο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εἴμαστε ἐμεῖς» [12].
Εἴθε ὁ Κύριός μας, Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ τὸν ἐνισχύει καὶ νὰ τὸν χαριτώνει στὸν δρόμο πρὸς τὴν Ὁμολογία Πίστεως! Ἀμήν!
[1] Τὸ ζήτημα περὶ «Ἀνάποδου Κόσμου» στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς καθολικῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεῖο Θέλημα, τὸ ἔχει ἀναπτύξει, ἀναδείξει καὶ ἑρμηνεύσει μὲ μοναδικὸ τρόπο ὁ καθηγητὴς τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου τοῦ Δ.Π.Θ., Κωνσταντῖνος Βαθιώτης, μέσα ἀπὸ σειρὰ μελετῶν καὶ πυκνῆς ἀρθρογραφίας. Γιὰ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιὰ περισσότερη «τροφὴ γιὰ σκέψη», μποροῦν νὰ μεταβοῦν στὴν προσωπική του ἱστοσελίδα: https://kvathiotis.substack.com/
[2] Βλ. σχετ., Ἰωάννη Μαρκά, ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΜΕΤΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ - Ἀπὸ τὴ θεωρία της «μεταπατερικότητας» στὸ λειτουργικὸ σῶμα τοῦ «υἱοῦ τῆς ἀπωλείας», Κεντρικὴ διάθεση: Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», https://www.orthodoxoskypseli.gr/7B2D3547.el.aspx
[3] Ἁγίου Νεκταρίου, Ὀρθόδοξος Ἱερὰ Κατήχησις, Ἐκδόσεις Βασιλείου Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 24-25
[4] Ἁγίου Νεκταρίου, Μελέτη ἱστορικὴ πὲρὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος, τ. Α΄, Ἐκδόσεις Νεκτάριος Παναγόπουλος, σελ. 106-107
[5] Μρκ. γ΄ 28-29: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ αἱ βλασφημίαι ὅσας ἐὰν βλασφημήσωσιν. ὃς δ᾿ ἂν βλασφημὴσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως·»
[6] Ἐνδεικτικὰ νὰ ἀναφέρουμε ὅτι οἱ κατήγοροί του διέστρεψαν πλήρως τὴν (δυνητικὴ) ἱεροκανονικὴ πράξη τῆς λεγόμενης «ἀποτείχισης» (παρουσιάζοντάς την μάλιστα ἐπικοινωνιακὰ ὡς ...αἵρεση!), καθὼς καὶ σωρεία Ἱερῶν Κανόνων ποὺ ἀπαγορεύουν ρητῶς τὴν ἐκκλησιολογικῶς ἀνάρμοστη πρακτικὴ τῶν «μεικτῶν γάμων», ὅπως καὶ Ἱερῶν Κανόνων ποὺ ἀποδοκιμάζουν πλήρως τὴν αἵρεση τῆς καλουμένης «βαπτισματικὴς θεολογίας».
[7] Σχετ. ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἐπίσημο Ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Κύπρου, τῆς 22ας Μαΐου, ἀναφέρει ὅτι: «...Ὁ Μακαριώτατος δέχθηκε, ἐπίσης, καταγγελίες καὶ ἔντονα παράπονα καὶ προβληματισμοὺς ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὸν Μητροπολίτη Νεαπόλεως Βαρνάβα, τὴν Κυβέρνηση τῆς Ἑλλάδος, μὲσῳ τῆς Ὑπουργοῦ Παιδείας, τόσο κατὰ τὴν πρόσφατη ἐπίσκεψή της στὴν Κύπρο, ὅσο καὶ κατόπιν ἐπιστολῆς τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.
Ἀκόμη ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση κατήγγειλε τὶς διασπαστικὲς αὐτὲς ἐνέργειες στὸν Πρέσβη τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ Πρέσβης μετέφερε τὶς καταγγελίες αὐτὲς στὴν Κυβέρνηση τῆς Δημοκρατίας τῆς Κύπρου...», https://www.romfea.gr/ekklisia-kyprou/69897-ektakto-i-iera-synodos-apofasise-ekptosi-tou-mitropoliti-tyxikoy
[8] Ἰδιαίτερα μετὰ τὴν σθεναρὴ ἄρνηση τοῦ Πανιερωτάτου νὰ συμμετάσχει σὲ κοινὲς ἐκδηλώσεις (μὲ πιθανὲς συμπροσευχὲς) Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν στὴν Πάφο, μὲ πρόσχημα τὴν μεταφορὰ τῆς Ἁγίας Κάρας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴν Κύπρο.
[9] Βλ. σχετ. τὴν ἐξαιρετικὴ πρώτη ἀνάλυση ποὺ κάνει ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, στὸ ἄρθρο - ἐργασία του, μὲ τίτλο: Ἡ ἔκπτωση ἑνὸς Μητροπολίτου καὶ ἡ πτώση μιᾶς Ἐκκλησίας [1], https://eeod.gr/omologia-pistews/83849-i-ekptosi-enos-mitropolitoukai-i-ptosi-mias-ekklisias1
[10] Βλ. σχετ.: https://www.exapsalmos.gr/skasila-mou-an-den-me-mnimonevei-i-rosiki-ekklisia-leei-o-patriarchis-vartholomaios/
[11] Ἀνωνύμου Ἡσυχαστοῦ, Νηπτικὴ Θεωρία - ἐκ τῆς Ι. Μ. Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὅρους, Ἔκδοσις Ι. Μ. Ξενοφῶντος, Ἅγιον Ὅρος, 2001, σελ. 12
[12] Ἐφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 19-10-2012, ἀρ. φύλλου 1946
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου