Μία ἀπὸ τὶς βασικὲς ἀντιρρήσεις τῶν Ὀρθοδόξων στὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν εἶναι ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν εἰκονοκλαστῶν. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο «ἐν σαρκί». Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ἡ Ἐνανθρώπηση δὲν εἶναι μία «ἰδέα» ἢ ἕνα «σύμβολο» εἶναι ἱστορικὸ γεγονός. Καθετὶ στὴ ζωὴ καὶ στὴ λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σχεδιάσθηκε νὰ ὑπογραμμίζει τὴν ἱστορικότητα τῆς Ἐνανθρώπησης. Νὰ γιατί ἔχουμε εἰκόνες ὁ Χριστὸς ἦλθε «ἐν σαρκί», καὶ ἡ εἰκόνα Του, ὅπως καὶ οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων, τῶν ἀποστόλων, καθὼς καὶ τῆς μητέρας Του, μαρτυροῦν τὴν ἱστορικότητα τοῦ ἐρχομοῦ του. Ἐμεῖς ἐπίσης ἔχουμε ζωντανὲς εἰκόνες. Στὴ Λειτουργία οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι στέκονται ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ Χριστοῦ μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο. Οἱ Ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι δὲν εἶναι εἰκόνες μιᾶς ἀφηρημένης ἰδέας εἶναι εἰκόνες ἑνὸς ἱστορικοῦ... προσώπου, τὸ ὁποῖο ἦλθε στὴ γῆ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ΑΝΔΡΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ λένε ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἀνδρῶν γιὰ τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἕνα ἁπλὸ πολιτιστικὸ φαινόμενο, μία ἁπλὴ ἀντανάκλαση τῆς πατριαρχικῆς κοινωνίας, στὴν ὁποία ζοῦσε ὁ Χριστός. Οἱ ἴδιοι ὑποστηρίζουν ὅτι πρέπει νὰ κινηθοῦμε πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια ἑνὸς ἀρχαίου πολιτισμοῦ καὶ νὰ ἐκσυγχρονίσουμε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ταιριάζει στὴ σύγχρονη αἴσθηση γιὰ μία θρησκεία. Αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς λογικὰ ἐγείρει ἕνα ἐνδιαφέρον ἐρώτημα, ἐὰν ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Δημιουργὸς τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς (Γὲ 1,27), τότε γιατί ὁ Θεὸς δὲν προεῖδε τὴν ἀνάγκη νὰ καθοδηγήσει τὴν Ἐκκλησία νὰ λάβει ὡς ὑπόδειγμα τὴν πολιτικὴ τοῦ γένους καὶ τὴ μεταβαλλόμενη μόδα γιὰ τὴ διάκριση τῶν φύλων σὲ κάθε ἐποχή;
Ὁ ἡγετικὸς ρόλος τῆς γυναίκας δὲν ἦταν ἄγνωστος στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ἔκανε ἀναφορὰ στὴν βασίλισσα Νότου, ποὺ ἦρθε νὰ ἀκούσει τὴ σοφία τοῦ Σολομῶντα. Ἐπὶ πλέον ἡ Π. Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἡρωίδες γυναῖκες, ἀκριβῶς ὅπως ἡ ἱστορικὴ Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἅγιες μητέρες καὶ γυναῖκες, οἱ ὁποῖες θεωροῦνται πνευματικὰ ἰσότιμες μὲ τοὺς ἅγιους πατέρες καὶ γενικὰ τοὺς ἄρρενες ἁγίους.
Ὅπως σημειώνει ὁ Sheldon Vanauken «ἐὰν οἱ γυναῖκες μποροῦν πράγματι νὰ ἱερωθοῦν, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο πρέπει νὰ εἶναι ἀληθινό, ἢ ὁ Θεὸς Πατέρας ἔκανε λάθος καὶ τώρα ἄλλαξε γνώμη ἢ ὁ Ἰησοῦς, ποὺ εἶναι Θεὸς καὶ ἐνανθρώπησε, δὲν ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ Πατρός. Τὸ πρῶτο εἶναι παράλογο, τὸ δεύτερο ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Θεὸς ποὺ ἐνανθρώπησε. Κάθε συζήτησι γιὰ τὴν Ἱεροσύνη τῶν γυναικῶν, ποὺ βασίζεται στὴν καθοδήγηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα σὲ νέες ἀλήθειες, ὑποχρεοῦται νὰ ἐξηγήσει ἕνα ἀρχαῖο λάθος, αὐτὸ ποὺ σχετίζεται μὲ τὶς ἑξῆντα ἀδικημένες γενεὲς τῶν γυναικῶν. Πιστεύω ὅτι αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει χωρὶς τὴν ἄρνηση τῆς Ἐνανθρώπησης»19 .
Ἐὰν ὁ Ἰησοῦς ἦταν «ἐξαρτημένος» ἀπὸ τὸν πολιτισμό, μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦσε, τότε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι Θεός; Καὶ ἐὰν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινε σάρκα μὲ τὴν ἐλεύθερη ἐκλογὴ μιᾶς γυναίκας, τῆς εὐλογημένης Μαρίας, τῆς Θεοτόκου, τότε τί σημασία ἔχει τὸ τί κάνει ἡ Ἐκκλησία του; Αὐτὴ τότε μετατρέπεται ἁπλῶς σὲ μία ἄλλη λατρευτικὴ Ὁμολογία, τῆς ὁποίας ἡ πίστη ἀναφέρεται σὲ κάποιες χωρὶς νόημα Γραφὲς σὲ μία Ὁμολογία ψεγαδιασμένη ἀπὸ τὴ διάκριση τῶν φύλων καὶ τὸν φόβο τῶν ὁμοφυλοφίλων. Ἐπὶ πλέον πὼς συμβαίνει αὐτοί, ποὺ ἀπαιτοῦν τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἀπομυθοποίηση τῆς ἀποστολικῆς συνέχειας, μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν ἐκτρώσεων ἢ μὲ τὴν καταγγελία τῆς ἀνδρικῆς ἱεροσύνης, νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἱστορικῆς τῆς συνέχειας, ὅταν μάλιστα τὸ ἀμετάβλητο τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας ἀποτελοῦσε θεμελιώδη διακήρυξη τῆς Ἐκκλησίας καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας της;20
Ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ θεμελίωσε τὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ παραμείνει εἰς αἰῶνα αἰῶνος, πὼς μποροῦν οἱ σχισματικοὶ Προτεστάντες, οἱ ἐκμοντερνισμένοι Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ ἀκόμη κάποιοι ἐλάχιστοι προτεσταντοποιημένοι Ὀρθόδοξοι, νὰ μὴν ἀναγνωρίζουν τὴ σπουδαιότητα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ τὴν ἱεραρχικὴ αὐθεντία, ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ πειθαρχία καὶ τὴν καθαρότητα τῆς διδασκαλίας;21
Στὴν Ἐκκλησία ὅλων τῶν αἰώνων ἡ ἀνταπάντηση πρὸς τοὺς ἐπικριτὲς ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι «ἔτσι γινόταν πάντοτε» εἶναι κατηγορηματικὴ καὶ ἔγκυρη. Ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὅτι οἱ βασικὲς καὶ θεμελιώδεις ἀλήθειες παραμένουν ἀμετάβλητες καὶ δὲν ἐπιδέχονται περαιτέρω βελτίωση. Αὐτὸ ἰσχύει ἰδιαίτερα γιὰ τὸ θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν.
Μία ἀπὸ τὶς βασικὲς ἀντιρρήσεις τῶν Ὀρθοδόξων στὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν εἶναι ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν εἰκονοκλαστῶν. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο «ἐν σαρκί». Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ἡ Ἐνανθρώπηση δὲν εἶναι μία «ἰδέα» ἢ ἕνα «σύμβολο» εἶναι ἱστορικὸ γεγονός. Καθετὶ στὴ ζωὴ καὶ στὴ λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σχεδιάσθηκε νὰ ὑπογραμμίζει τὴν ἱστορικότητα τῆς Ἐνανθρώπησης. Νὰ γιατί ἔχουμε εἰκόνες ὁ Χριστὸς ἦλθε «ἐν σαρκί», καὶ ἡ εἰκόνα Του, ὅπως καὶ οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων, τῶν ἀποστόλων, καθὼς καὶ τῆς μητέρας Του, μαρτυροῦν τὴν ἱστορικότητα τοῦ ἐρχομοῦ του. Ἐμεῖς ἐπίσης ἔχουμε ζωντανὲς εἰκόνες. Στὴ Λειτουργία οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι στέκονται ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ Χριστοῦ μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο. Οἱ Ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι δὲν εἶναι εἰκόνες μιᾶς ἀφηρημένης ἰδέας εἶναι εἰκόνες ἑνὸς ἱστορικοῦ προσώπου, τὸ ὁποῖο ἦλθε στὴ γῆ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός, ὅπως πιστεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ τὸν τόπο. Ὅμως ἡ πίστη αὐτὴ δὲν μεταβάλλει τὸ ἱστορικὸ γεγονός. Σύμφωνα μ αὐτό, ὅταν ὁ Θεὸς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του «ἐν σαρκί», ἦλθε ἄνδρας καὶ ὄχι ὡς «ἄνδρας-γυναῖκα» ἢ σύμβολο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἐμεῖς δὲν ἁγιογραφοῦμε τὸν Χριστὸ μὲ γυναικεῖες εἰκόνες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν ἄνδρας. Δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἱέρειες, γιὰ νὰ ἀντιπροσωπεύουν τὸν ἱστορικὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ἕνα ἀνδρικὸ ἀντιπρόσωπο τῆς εὐλογημένης Θεοτόκου, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζουμε νὰ ἰσχυριζόμαστε ὅτι αὐτὴ ὑπῆρξε ἕνα ἱστορικὸ πρόσωπο, μία πραγματικὴ γυναῖκα, ποὺ ἐκλέχθηκε νὰ γεννήσει τὸ Θεό.
Πολὺ φυσιολογικὰ ὁ Προτεσταντισμός, καθὼς καὶ ὁ σύγχρονους φιλελεύθερος Ρωμαιοκαθολικισμός, ἀπέκτησαν τὴν τάση νὰ συμπεριφέρονται εἰκονοκλαστικά, διότι ὁ ἐκμοντερνισμένος καὶ ἐκκοσμικευμένος «Χριστιανισμὸς» δὲν ἐμμένει πλέον στὴν ἱστορικότητα τῶν γεγονότων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὴν πραγματικότητα ἐπιδίωξαν μὲ σθένος νὰ μετατρέψουν τὸ περιεχόμενο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τῶν Γραφῶν σὲ τίποτε περισσότερο ἀπὸ ἕναν κενὸ θρησκευτικὸ συμβολισμό. Αὐτὸ εἶναι ὅλο καὶ ὅλο ἡ «φιλελεύθερη» θεολογία. Ἀλλὰ ἡ Ὀρθοδοξία ἀπορρίπτει τὶς εἰκονοκλαστικὲς θέσεις τοῦ φιλελευθερισμοῦ καὶ τὴν ἁπλοποίηση τῆς θρησκείας μὲ μία θεωρούμενη «ἀνωτέρου ἐπιπέδου» κριτικὴ διεργασία. Ἐφ’ ὅσον οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἀποδέχονται τὰ μυστήρια τῆς Πίστεως, ἐμεῖς ἐπίσης ἀποδεχόμαστε τὸν ἱστορικὸ Ἰησοῦ καὶ τὴν Ἐνανθρώπησή του. Ἐφ’ ὅσον οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι ἐν Χριστῷ «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» καὶ ὅτι ἡ σωτηρία ὑπάρχει γιὰ ὅλους ἐξ ἴσου, ἐμεῖς μὲ βάση ὅλα αὐτὰ πιστεύουμε ὅτι σωστὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἵδρυσε τὴν κανονικὴ ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει την εἰκονομαχία, μὲ ὁποιονδήποτε μανδύα κι ἂν ἔρχεται, εἴτε μὲ τὴ βεβήλωση τῶν εἰκόνων εἴτε μὲ τὴν ἀρνητικὴ κριτικὴ τῶν Γραφῶν εἴτε ἀκόμη μὲ τὴν «ἀνδρογυναικοποίηση» τῶν ζωντανῶν εἰκόνων τῶν ἱερέων καὶ τῶν ἐπισκόπων, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λέγει ὅτι στέκονται «εἰς τόπον Χριστοῦ» μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο. Χειροτονῶντας γυναῖκες οἱ «φιλελεύθεροι» Προτεστάντες στὴν πραγματικότητα ὑποστηρίζουν «ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθεν «ἐν σαρκί», ὅτι τὸ ἀνδρικό του γένος δὲν ἔχει καμία σημασία καὶ ὅτι εἶναι ἕνα ἁπλὸ σύμβολο, ποὺ συμβολίζει κάτι μεγαλύτερο».
Ὅμως γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο χριστιανὸ τὸ ἀνδρικὸ γένος τοῦ Χριστοῦ ἔχει βαρύνουσα σημασία, ἀκριβῶς ὅπως ἔχει βαρύνουσα σημασία τὸ θηλυκὸ γένος τῆς Παναγίας. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι τίποτε, ἐὰν δὲν εἶναι μία ἱστορικὴ Πίστη. Ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο μας κατὰ μαγικὸ τρόπο. Πιστεύουμε ὅτι ἀναπτύχθηκε ὡς ἀρσενικὸ ἔμβρυο σὲ ἀνθρώπινη γυναικεία μήτρα ὅτι ὁ Θεὸς γεννήθηκε στὴν πραγματικότητα μὲ σάρκα μέσα στὸν χρόνο καὶ στὸν τόπο καὶ ὅτι τίποτε ἀπ’ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, ἀκόμη καὶ τὸ γένος ποὺ ἔλαβε, δὲν ἔγινε κατὰ λάθος, τυχαῖα καὶ χωρὶς νόημα.
Ἡ καταστροφὴ τῶν εἰκόνων, ὁ εὐτελισμός της ἱεροσύνης καὶ ἡ ὑποβάθμιση τῶν μυστηρίων σὲ ἁπλὰ σύμβολα καταργεῖ τὴ χριστιανικὴ μαρτυρία γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρώπησης. Οἱ ἄνθρωποι φαίνεται κατὰ μυστηριώδη καὶ ἐνστικτώδη τρόπο νὰ γνωρίζουν ὅτι αὕτη εἶναι ἡ ἀλήθεια εἴτε ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ θέματα αὐτὰ εἴτε ὄχι. Πὼς ἀλλιῶς μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε τὴ φθορὰ ποὺ προκλήθηκε μὲ τὴν ἀπώλεια πλήθους μελῶν ἀπὸ Ὁμολογίες, ποὺ χειροτόνησαν γυναῖκες; Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν ὅτι κάτι ἱερὸ μολύνεται ὅταν ἡ πολιτικὴ τοῦ «γένους» πλημμυρίζει τὴ θρησκεία. Ἐπίσης γνωρίζουν ὅτι μία ἐκμοντερνισμένη «θρησκεία», ποὺ προσπαθεῖ νὰ «συμβαδίζει μὲ τὶς ἐποχές», ἔχει χάσει τὸ ὑψηλὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο. Γι αὐτὸ καὶ ἐκφράζουν τὴ γνώμη τους μὲ τὴν ἀπουσία τους.
Βλέποντας μ’ αὐτὸ τὸ πρίσμα τὴν ἰδεολογικὴ σταυροφορία τοῦ φεμινιστικοῦ κινήματος γιὰ νομιμοποίηση, αὐτὸ πρέπει νὰ κρατηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό της νὰ γίνει τὸ παίγνιο στὸ κίνημα τῆς «πολιτικῆς ὀρθότητας». Οὔτε μπορεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ ἐπιτρέψει μία μικρὴ μειονότητα πανεπιστημιακῶν στὰ σεμινάρια τοὺς ἢ μερικοὺς ἱερεῖς ἢ ἐπισκόπους μὲ πολιτικὴ αὐτοσυνειδησία νὰ θυσιάσουν δύο χιλιάδες χρόνια μὲ ἀμετάβλητη ἠθικὴ χάριν τῆς ἐφήμερης ἐκτίμησης, ποὺ τῆς προσφέρεται ἀπὸ τὴ σύγχρονη πολιτικοποιημένη ἀκαδημαϊκὴ ἀριστοκρατία- ἀπὸ αὐτοὺς δηλαδὴ παρελαύνουν πλάϊ-πλάϊ μὲ ἐκείνους ποὺ ἀνέλαβαν τὴν σταυροφορία κατὰ τῆς κανονικῆς τάξεως καὶ ἱεραρχίας.
Ἡ σταυροφορία ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ συμμορφώσει τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ σύγχρονη ἰδεολογία τοῦ «γένους» εἶναι μία σταυροφορία, γιὰ νὰ ἀναγκάσει τὴν Ἐκκλησία νὰ προσκυνήσει τὸν σύγχρονο Καίσαρα. Χρειάζεται ἴσως νὰ θυμηθοῦμε ὅτι κάποιος μπορεῖ νὰ κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο, μαζὶ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀκαδημαϊκῶν, καὶ νὰ χάσει τὴν ψυχή του (Μθ 16,26). Ἐπίσης, εἶναι φρόνιμο νὰ θυμηθοῦμε ὅτι τὸ θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν καὶ τὸ θέμα τῆς γλώσσας, ὅσον ἀφορᾶ στὴν περιεκτικότητα τοῦ «γένους», πρέπει νὰ ἐξετασθεῖ μέσα σ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο- στὸ πλαίσιο τῆς ἀντιστράτευσης τοῦ φεμινισμοῦ καὶ τῆς ὁμοφυλοφιλίας σ’ αὐτὴν τὴν ἴδια τή φύση. Ἡ προσπάθεια νὰ ἀντιστραφεῖ ἡ διδασκαλία καὶ ἡ μαρτυρία τῆς ἀδιάκοπης ἀνδρικῆς ἱεροσύνης εἶναι στὴν πραγματικότητα προσπάθεια νὰ «ἀνδρογυναικοποιηθεῖ» ὄχι μόνον ἡ Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Θεός. Ὁ Θεός, ὅπως διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιὰ λόγους ποὺ ἀποτελοῦν μυστήριο καὶ γνωρίζει Ἐκεῖνος, ἀποφάσισε νὰ ἀποκαλυφθεῖ ὡς ὁ Πατήρ. Τὸ νὰ δεχθεῖ κανεὶς τὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν ἢ νὰ ἐπιβάλει στὴν Ἐκκλησία την λεγόμενη περιεκτική, δηλαδή, οὐδέτερη ὡς πρὸς τὸ γένος λειτουργικὴ γλῶσσα, ἀποτελεῖ ὄχι μόνον ἀπόρριψη τῆς ἀπόφασης τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του ὡς Πατέρα καὶ νὰ στείλει τὸν Υἱόν του, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης καὶ μία ὄχι πολὺ εὐγενικὴ ἀπόρριψη τῆς συνεχοῦς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία του.
Ἡ «περιεκτικὴ» λειτουργικὴ γλῶσσα καὶ ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν δὲν εἶναι λιγότερο σκανδαλώδης γιὰ τὴ χριστιανικὴ συνείδηση καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὸ ἐὰν εἰκονογραφοῦνταν ἡ Παναγία ὡς ἄνδρας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἴδιο ὅπως ἕνα χυδαῖο σύνθημα γιὰ τὴ Λειτουργία στοὺς τοίχους, τὸ ὁποῖο παραμορφώνει τὴν ἰδέα τῆς ὑπερβατικῆς καὶ μυστηριώδους αἰωνιότητας. Εἶναι τὸ κατακερματισμὸ τοῦ παρελθόντος χωρὶς νὰ προσφέρεται κάτι μόνιμο, γιὰ νὰ ἀντικαταστήσει τὴ χαμένη βεβαιότητα τῶν χιλιετηρίδων.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἀκόμη καὶ μερικοὶ «Ὀρθόδοξοι» ἔχουν πιαστεῖ στὰ δίχτυα τῆς φεμινιστικῆς σταυροφορίας καὶ ἄρχισαν νὰ παίζουν πολιτικὸ «βόλλεϋ» μὲ τοὺς ἀναντικατάστατους θησαυροὺς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τραγικό. Ὁ πιστὸς Ὀρθόδοξος καὶ ἡ ἀπέραντη πλειονοψηφία τῶν ἱερέων καὶ τῶν ἐπισκόπων ἀντιστάθηκαν ὁμόφωνα στὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν. Ἀλλὰ μία ἐλάχιστη φωνασκοῦσα μειονοψηφία ἀπὸ «Ὀρθοδόξους» ἀκαδημαϊκούς, ἐπηρεασμένους ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἐπιχείρησαν ν’ ἀρχίσουν ἕνα «διάλογο» μὲ θέμα: «Οἱ γυναῖκες στὴν Ἐκκλησία». Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι διαλέγονται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ὁρισμένες ἀγγλικανὲς καὶ ἐπισκοπελιανὲς φεμινίστριες ὑπαινίσσονταν ἕνα φεμινιστικὸ κάλεσμα γιὰ τὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν στὶς κοινότητες τοὺς στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 70. Τέτοιες «Ὀρθόδοξες» ἐρευνήτριες, ὅπως ἡ Elisabeth Behr-Sigel μὲ τὸ βιβλίο τῆς The Ministry of Women in the Church, καὶ ἡ Susan Ashbrook Harvey ζήτησαν δημόσια τὴν ἀντικατάσταση τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως στὸ θέμα αὐτό22.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἱστορικὰ ὁ φύλακας τῆς εἰκονογραφίας στὴν Χριστιανοσύνη καὶ ὁ ἐγγυητὴς τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολικῆς καὶ ἱεραρχικῆς κοινότητας ἐπάνω στὴ γῆ, ἡ ὁποία φέρει τὴ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ νὰ ἀνταλλάσσουμε αὐτὴ τὴν κληρονομιὰ μὲ τὰ πολιτικὰ ἐμπνευσμένα, ἀκαδημαϊκὰ καὶ «θεολογικὰ» παιγνίδια εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ προσφέρουμε στοὺς συγχρόνους εἰκονοκλάστες μία μάταιη νίκη. Τὸ νὰ ἐπιτρέπουμε στὴν ἐποχιακὴ «πολιτικὴ τοῦ γένους» σ’ ἕναν ἐφήμερο συρμὸ κατὰ τὴν καλύτερη ἐκδοχὴ ἢ σὲ μιὰ φασιστικὴ τυραννία τοῦ ἐκβιαστικοῦ «πολιτικοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ» κατὰ τὴ χειρότερη ἐκδοχή- νὰ μπαίνει μέσα στὰ ἄδυτα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ μολύνουμε καὶ νὰ βεβηλώνουμε τὸ θυσιαστήριο, νὰ προσβάλλουμε τοὺς πιστούς, νὰ διαιροῦμε τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ὑποβαθμίζουμε τὴν ἠθικὴ αὐθεντία τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ ἡγετικὸς ρόλος τῆς γυναίκας δὲν ἦταν ἄγνωστος στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ἔκανε ἀναφορὰ στὴν βασίλισσα Νότου, ποὺ ἦρθε νὰ ἀκούσει τὴ σοφία τοῦ Σολομῶντα. Ἐπὶ πλέον ἡ Π. Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἡρωίδες γυναῖκες, ἀκριβῶς ὅπως ἡ ἱστορικὴ Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἅγιες μητέρες καὶ γυναῖκες, οἱ ὁποῖες θεωροῦνται πνευματικὰ ἰσότιμες μὲ τοὺς ἅγιους πατέρες καὶ γενικὰ τοὺς ἄρρενες ἁγίους.
Ὅπως σημειώνει ὁ Sheldon Vanauken «ἐὰν οἱ γυναῖκες μποροῦν πράγματι νὰ ἱερωθοῦν, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο πρέπει νὰ εἶναι ἀληθινό, ἢ ὁ Θεὸς Πατέρας ἔκανε λάθος καὶ τώρα ἄλλαξε γνώμη ἢ ὁ Ἰησοῦς, ποὺ εἶναι Θεὸς καὶ ἐνανθρώπησε, δὲν ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ Πατρός. Τὸ πρῶτο εἶναι παράλογο, τὸ δεύτερο ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Θεὸς ποὺ ἐνανθρώπησε. Κάθε συζήτησι γιὰ τὴν Ἱεροσύνη τῶν γυναικῶν, ποὺ βασίζεται στὴν καθοδήγηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα σὲ νέες ἀλήθειες, ὑποχρεοῦται νὰ ἐξηγήσει ἕνα ἀρχαῖο λάθος, αὐτὸ ποὺ σχετίζεται μὲ τὶς ἑξῆντα ἀδικημένες γενεὲς τῶν γυναικῶν. Πιστεύω ὅτι αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει χωρὶς τὴν ἄρνηση τῆς Ἐνανθρώπησης»19 .
Ἐὰν ὁ Ἰησοῦς ἦταν «ἐξαρτημένος» ἀπὸ τὸν πολιτισμό, μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦσε, τότε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι Θεός; Καὶ ἐὰν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινε σάρκα μὲ τὴν ἐλεύθερη ἐκλογὴ μιᾶς γυναίκας, τῆς εὐλογημένης Μαρίας, τῆς Θεοτόκου, τότε τί σημασία ἔχει τὸ τί κάνει ἡ Ἐκκλησία του; Αὐτὴ τότε μετατρέπεται ἁπλῶς σὲ μία ἄλλη λατρευτικὴ Ὁμολογία, τῆς ὁποίας ἡ πίστη ἀναφέρεται σὲ κάποιες χωρὶς νόημα Γραφὲς σὲ μία Ὁμολογία ψεγαδιασμένη ἀπὸ τὴ διάκριση τῶν φύλων καὶ τὸν φόβο τῶν ὁμοφυλοφίλων. Ἐπὶ πλέον πὼς συμβαίνει αὐτοί, ποὺ ἀπαιτοῦν τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἀπομυθοποίηση τῆς ἀποστολικῆς συνέχειας, μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν ἐκτρώσεων ἢ μὲ τὴν καταγγελία τῆς ἀνδρικῆς ἱεροσύνης, νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἱστορικῆς τῆς συνέχειας, ὅταν μάλιστα τὸ ἀμετάβλητο τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας ἀποτελοῦσε θεμελιώδη διακήρυξη τῆς Ἐκκλησίας καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας της;20
Ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ θεμελίωσε τὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ παραμείνει εἰς αἰῶνα αἰῶνος, πὼς μποροῦν οἱ σχισματικοὶ Προτεστάντες, οἱ ἐκμοντερνισμένοι Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ ἀκόμη κάποιοι ἐλάχιστοι προτεσταντοποιημένοι Ὀρθόδοξοι, νὰ μὴν ἀναγνωρίζουν τὴ σπουδαιότητα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ τὴν ἱεραρχικὴ αὐθεντία, ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ πειθαρχία καὶ τὴν καθαρότητα τῆς διδασκαλίας;21
Στὴν Ἐκκλησία ὅλων τῶν αἰώνων ἡ ἀνταπάντηση πρὸς τοὺς ἐπικριτὲς ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι «ἔτσι γινόταν πάντοτε» εἶναι κατηγορηματικὴ καὶ ἔγκυρη. Ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὅτι οἱ βασικὲς καὶ θεμελιώδεις ἀλήθειες παραμένουν ἀμετάβλητες καὶ δὲν ἐπιδέχονται περαιτέρω βελτίωση. Αὐτὸ ἰσχύει ἰδιαίτερα γιὰ τὸ θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν.
Μία ἀπὸ τὶς βασικὲς ἀντιρρήσεις τῶν Ὀρθοδόξων στὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν εἶναι ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν εἰκονοκλαστῶν. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο «ἐν σαρκί». Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ἡ Ἐνανθρώπηση δὲν εἶναι μία «ἰδέα» ἢ ἕνα «σύμβολο» εἶναι ἱστορικὸ γεγονός. Καθετὶ στὴ ζωὴ καὶ στὴ λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σχεδιάσθηκε νὰ ὑπογραμμίζει τὴν ἱστορικότητα τῆς Ἐνανθρώπησης. Νὰ γιατί ἔχουμε εἰκόνες ὁ Χριστὸς ἦλθε «ἐν σαρκί», καὶ ἡ εἰκόνα Του, ὅπως καὶ οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων, τῶν ἀποστόλων, καθὼς καὶ τῆς μητέρας Του, μαρτυροῦν τὴν ἱστορικότητα τοῦ ἐρχομοῦ του. Ἐμεῖς ἐπίσης ἔχουμε ζωντανὲς εἰκόνες. Στὴ Λειτουργία οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι στέκονται ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ Χριστοῦ μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο. Οἱ Ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι δὲν εἶναι εἰκόνες μιᾶς ἀφηρημένης ἰδέας εἶναι εἰκόνες ἑνὸς ἱστορικοῦ προσώπου, τὸ ὁποῖο ἦλθε στὴ γῆ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός, ὅπως πιστεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ τὸν τόπο. Ὅμως ἡ πίστη αὐτὴ δὲν μεταβάλλει τὸ ἱστορικὸ γεγονός. Σύμφωνα μ αὐτό, ὅταν ὁ Θεὸς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του «ἐν σαρκί», ἦλθε ἄνδρας καὶ ὄχι ὡς «ἄνδρας-γυναῖκα» ἢ σύμβολο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἐμεῖς δὲν ἁγιογραφοῦμε τὸν Χριστὸ μὲ γυναικεῖες εἰκόνες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν ἄνδρας. Δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἱέρειες, γιὰ νὰ ἀντιπροσωπεύουν τὸν ἱστορικὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ἕνα ἀνδρικὸ ἀντιπρόσωπο τῆς εὐλογημένης Θεοτόκου, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζουμε νὰ ἰσχυριζόμαστε ὅτι αὐτὴ ὑπῆρξε ἕνα ἱστορικὸ πρόσωπο, μία πραγματικὴ γυναῖκα, ποὺ ἐκλέχθηκε νὰ γεννήσει τὸ Θεό.
Πολὺ φυσιολογικὰ ὁ Προτεσταντισμός, καθὼς καὶ ὁ σύγχρονους φιλελεύθερος Ρωμαιοκαθολικισμός, ἀπέκτησαν τὴν τάση νὰ συμπεριφέρονται εἰκονοκλαστικά, διότι ὁ ἐκμοντερνισμένος καὶ ἐκκοσμικευμένος «Χριστιανισμὸς» δὲν ἐμμένει πλέον στὴν ἱστορικότητα τῶν γεγονότων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὴν πραγματικότητα ἐπιδίωξαν μὲ σθένος νὰ μετατρέψουν τὸ περιεχόμενο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τῶν Γραφῶν σὲ τίποτε περισσότερο ἀπὸ ἕναν κενὸ θρησκευτικὸ συμβολισμό. Αὐτὸ εἶναι ὅλο καὶ ὅλο ἡ «φιλελεύθερη» θεολογία. Ἀλλὰ ἡ Ὀρθοδοξία ἀπορρίπτει τὶς εἰκονοκλαστικὲς θέσεις τοῦ φιλελευθερισμοῦ καὶ τὴν ἁπλοποίηση τῆς θρησκείας μὲ μία θεωρούμενη «ἀνωτέρου ἐπιπέδου» κριτικὴ διεργασία. Ἐφ’ ὅσον οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἀποδέχονται τὰ μυστήρια τῆς Πίστεως, ἐμεῖς ἐπίσης ἀποδεχόμαστε τὸν ἱστορικὸ Ἰησοῦ καὶ τὴν Ἐνανθρώπησή του. Ἐφ’ ὅσον οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι ἐν Χριστῷ «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» καὶ ὅτι ἡ σωτηρία ὑπάρχει γιὰ ὅλους ἐξ ἴσου, ἐμεῖς μὲ βάση ὅλα αὐτὰ πιστεύουμε ὅτι σωστὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἵδρυσε τὴν κανονικὴ ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει την εἰκονομαχία, μὲ ὁποιονδήποτε μανδύα κι ἂν ἔρχεται, εἴτε μὲ τὴ βεβήλωση τῶν εἰκόνων εἴτε μὲ τὴν ἀρνητικὴ κριτικὴ τῶν Γραφῶν εἴτε ἀκόμη μὲ τὴν «ἀνδρογυναικοποίηση» τῶν ζωντανῶν εἰκόνων τῶν ἱερέων καὶ τῶν ἐπισκόπων, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λέγει ὅτι στέκονται «εἰς τόπον Χριστοῦ» μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο. Χειροτονῶντας γυναῖκες οἱ «φιλελεύθεροι» Προτεστάντες στὴν πραγματικότητα ὑποστηρίζουν «ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθεν «ἐν σαρκί», ὅτι τὸ ἀνδρικό του γένος δὲν ἔχει καμία σημασία καὶ ὅτι εἶναι ἕνα ἁπλὸ σύμβολο, ποὺ συμβολίζει κάτι μεγαλύτερο».
Ὅμως γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο χριστιανὸ τὸ ἀνδρικὸ γένος τοῦ Χριστοῦ ἔχει βαρύνουσα σημασία, ἀκριβῶς ὅπως ἔχει βαρύνουσα σημασία τὸ θηλυκὸ γένος τῆς Παναγίας. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι τίποτε, ἐὰν δὲν εἶναι μία ἱστορικὴ Πίστη. Ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο μας κατὰ μαγικὸ τρόπο. Πιστεύουμε ὅτι ἀναπτύχθηκε ὡς ἀρσενικὸ ἔμβρυο σὲ ἀνθρώπινη γυναικεία μήτρα ὅτι ὁ Θεὸς γεννήθηκε στὴν πραγματικότητα μὲ σάρκα μέσα στὸν χρόνο καὶ στὸν τόπο καὶ ὅτι τίποτε ἀπ’ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, ἀκόμη καὶ τὸ γένος ποὺ ἔλαβε, δὲν ἔγινε κατὰ λάθος, τυχαῖα καὶ χωρὶς νόημα.
Ἡ καταστροφὴ τῶν εἰκόνων, ὁ εὐτελισμός της ἱεροσύνης καὶ ἡ ὑποβάθμιση τῶν μυστηρίων σὲ ἁπλὰ σύμβολα καταργεῖ τὴ χριστιανικὴ μαρτυρία γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρώπησης. Οἱ ἄνθρωποι φαίνεται κατὰ μυστηριώδη καὶ ἐνστικτώδη τρόπο νὰ γνωρίζουν ὅτι αὕτη εἶναι ἡ ἀλήθεια εἴτε ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ θέματα αὐτὰ εἴτε ὄχι. Πὼς ἀλλιῶς μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε τὴ φθορὰ ποὺ προκλήθηκε μὲ τὴν ἀπώλεια πλήθους μελῶν ἀπὸ Ὁμολογίες, ποὺ χειροτόνησαν γυναῖκες; Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν ὅτι κάτι ἱερὸ μολύνεται ὅταν ἡ πολιτικὴ τοῦ «γένους» πλημμυρίζει τὴ θρησκεία. Ἐπίσης γνωρίζουν ὅτι μία ἐκμοντερνισμένη «θρησκεία», ποὺ προσπαθεῖ νὰ «συμβαδίζει μὲ τὶς ἐποχές», ἔχει χάσει τὸ ὑψηλὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο. Γι αὐτὸ καὶ ἐκφράζουν τὴ γνώμη τους μὲ τὴν ἀπουσία τους.
Βλέποντας μ’ αὐτὸ τὸ πρίσμα τὴν ἰδεολογικὴ σταυροφορία τοῦ φεμινιστικοῦ κινήματος γιὰ νομιμοποίηση, αὐτὸ πρέπει νὰ κρατηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό της νὰ γίνει τὸ παίγνιο στὸ κίνημα τῆς «πολιτικῆς ὀρθότητας». Οὔτε μπορεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ ἐπιτρέψει μία μικρὴ μειονότητα πανεπιστημιακῶν στὰ σεμινάρια τοὺς ἢ μερικοὺς ἱερεῖς ἢ ἐπισκόπους μὲ πολιτικὴ αὐτοσυνειδησία νὰ θυσιάσουν δύο χιλιάδες χρόνια μὲ ἀμετάβλητη ἠθικὴ χάριν τῆς ἐφήμερης ἐκτίμησης, ποὺ τῆς προσφέρεται ἀπὸ τὴ σύγχρονη πολιτικοποιημένη ἀκαδημαϊκὴ ἀριστοκρατία- ἀπὸ αὐτοὺς δηλαδὴ παρελαύνουν πλάϊ-πλάϊ μὲ ἐκείνους ποὺ ἀνέλαβαν τὴν σταυροφορία κατὰ τῆς κανονικῆς τάξεως καὶ ἱεραρχίας.
Ἡ σταυροφορία ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ συμμορφώσει τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ σύγχρονη ἰδεολογία τοῦ «γένους» εἶναι μία σταυροφορία, γιὰ νὰ ἀναγκάσει τὴν Ἐκκλησία νὰ προσκυνήσει τὸν σύγχρονο Καίσαρα. Χρειάζεται ἴσως νὰ θυμηθοῦμε ὅτι κάποιος μπορεῖ νὰ κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο, μαζὶ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀκαδημαϊκῶν, καὶ νὰ χάσει τὴν ψυχή του (Μθ 16,26). Ἐπίσης, εἶναι φρόνιμο νὰ θυμηθοῦμε ὅτι τὸ θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν καὶ τὸ θέμα τῆς γλώσσας, ὅσον ἀφορᾶ στὴν περιεκτικότητα τοῦ «γένους», πρέπει νὰ ἐξετασθεῖ μέσα σ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο- στὸ πλαίσιο τῆς ἀντιστράτευσης τοῦ φεμινισμοῦ καὶ τῆς ὁμοφυλοφιλίας σ’ αὐτὴν τὴν ἴδια τή φύση. Ἡ προσπάθεια νὰ ἀντιστραφεῖ ἡ διδασκαλία καὶ ἡ μαρτυρία τῆς ἀδιάκοπης ἀνδρικῆς ἱεροσύνης εἶναι στὴν πραγματικότητα προσπάθεια νὰ «ἀνδρογυναικοποιηθεῖ» ὄχι μόνον ἡ Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Θεός. Ὁ Θεός, ὅπως διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιὰ λόγους ποὺ ἀποτελοῦν μυστήριο καὶ γνωρίζει Ἐκεῖνος, ἀποφάσισε νὰ ἀποκαλυφθεῖ ὡς ὁ Πατήρ. Τὸ νὰ δεχθεῖ κανεὶς τὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν ἢ νὰ ἐπιβάλει στὴν Ἐκκλησία την λεγόμενη περιεκτική, δηλαδή, οὐδέτερη ὡς πρὸς τὸ γένος λειτουργικὴ γλῶσσα, ἀποτελεῖ ὄχι μόνον ἀπόρριψη τῆς ἀπόφασης τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του ὡς Πατέρα καὶ νὰ στείλει τὸν Υἱόν του, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης καὶ μία ὄχι πολὺ εὐγενικὴ ἀπόρριψη τῆς συνεχοῦς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία του.
Ἡ «περιεκτικὴ» λειτουργικὴ γλῶσσα καὶ ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν δὲν εἶναι λιγότερο σκανδαλώδης γιὰ τὴ χριστιανικὴ συνείδηση καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὸ ἐὰν εἰκονογραφοῦνταν ἡ Παναγία ὡς ἄνδρας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἴδιο ὅπως ἕνα χυδαῖο σύνθημα γιὰ τὴ Λειτουργία στοὺς τοίχους, τὸ ὁποῖο παραμορφώνει τὴν ἰδέα τῆς ὑπερβατικῆς καὶ μυστηριώδους αἰωνιότητας. Εἶναι τὸ κατακερματισμὸ τοῦ παρελθόντος χωρὶς νὰ προσφέρεται κάτι μόνιμο, γιὰ νὰ ἀντικαταστήσει τὴ χαμένη βεβαιότητα τῶν χιλιετηρίδων.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἀκόμη καὶ μερικοὶ «Ὀρθόδοξοι» ἔχουν πιαστεῖ στὰ δίχτυα τῆς φεμινιστικῆς σταυροφορίας καὶ ἄρχισαν νὰ παίζουν πολιτικὸ «βόλλεϋ» μὲ τοὺς ἀναντικατάστατους θησαυροὺς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τραγικό. Ὁ πιστὸς Ὀρθόδοξος καὶ ἡ ἀπέραντη πλειονοψηφία τῶν ἱερέων καὶ τῶν ἐπισκόπων ἀντιστάθηκαν ὁμόφωνα στὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν. Ἀλλὰ μία ἐλάχιστη φωνασκοῦσα μειονοψηφία ἀπὸ «Ὀρθοδόξους» ἀκαδημαϊκούς, ἐπηρεασμένους ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἐπιχείρησαν ν’ ἀρχίσουν ἕνα «διάλογο» μὲ θέμα: «Οἱ γυναῖκες στὴν Ἐκκλησία». Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι διαλέγονται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ὁρισμένες ἀγγλικανὲς καὶ ἐπισκοπελιανὲς φεμινίστριες ὑπαινίσσονταν ἕνα φεμινιστικὸ κάλεσμα γιὰ τὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν στὶς κοινότητες τοὺς στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 70. Τέτοιες «Ὀρθόδοξες» ἐρευνήτριες, ὅπως ἡ Elisabeth Behr-Sigel μὲ τὸ βιβλίο τῆς The Ministry of Women in the Church, καὶ ἡ Susan Ashbrook Harvey ζήτησαν δημόσια τὴν ἀντικατάσταση τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως στὸ θέμα αὐτό22.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἱστορικὰ ὁ φύλακας τῆς εἰκονογραφίας στὴν Χριστιανοσύνη καὶ ὁ ἐγγυητὴς τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολικῆς καὶ ἱεραρχικῆς κοινότητας ἐπάνω στὴ γῆ, ἡ ὁποία φέρει τὴ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ νὰ ἀνταλλάσσουμε αὐτὴ τὴν κληρονομιὰ μὲ τὰ πολιτικὰ ἐμπνευσμένα, ἀκαδημαϊκὰ καὶ «θεολογικὰ» παιγνίδια εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ προσφέρουμε στοὺς συγχρόνους εἰκονοκλάστες μία μάταιη νίκη. Τὸ νὰ ἐπιτρέπουμε στὴν ἐποχιακὴ «πολιτικὴ τοῦ γένους» σ’ ἕναν ἐφήμερο συρμὸ κατὰ τὴν καλύτερη ἐκδοχὴ ἢ σὲ μιὰ φασιστικὴ τυραννία τοῦ ἐκβιαστικοῦ «πολιτικοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ» κατὰ τὴ χειρότερη ἐκδοχή- νὰ μπαίνει μέσα στὰ ἄδυτα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ μολύνουμε καὶ νὰ βεβηλώνουμε τὸ θυσιαστήριο, νὰ προσβάλλουμε τοὺς πιστούς, νὰ διαιροῦμε τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ὑποβαθμίζουμε τὴν ἠθικὴ αὐθεντία τῆς Ὀρθοδοξίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
19 Sheldon Vanauken, Under the Mercy (Ignatius Press, 1988), ὅπως παρατίθεται στὸ ἄρθρο, Since God Doesnt Make Mistakes: Womens Ordination Denies the Incarnation, AGAIN Magazine, April, 1993.
20 Τὸ νὰ ταυτίζουμε τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία μὲ τὴν καθολικὴ (ὄχι τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ) Ἐκκλησία σημαίνει νὰ πιστεύουμε σ’ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο οἱ πατέρες μας κληροδότησαν μὲ τὴν Παράδοση. Ἐπιτρέψτε μας, λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, νὰ ἀσφαλίσουμε τὸ πρῶτο καὶ μεγάλο φάρμακο τῆς σωτηρίας μας. Ἀναφέρομαι στὴν ὑπέροχη κληρονομιὰ τῆς Πίστεως. Ἐπιτρέψτε τὴν καρδιὰ καὶ τὸ στόμα μας νὰ ὁμολογήσουν αὐτήν, ὅπως μᾶς δίδαξαν οἱ πατέρες, (ἅγιου Μαξίμου, Ἐπιστολὴ 12, PG 91, 465). Ἐμεῖς δὲν ἀνακαλύπτουμε νέα σχήματα διότι αὐτὸ εἶναι κάτι ἀλαζονικὸ νὰ τὸ κάνουμε Εἶναι τὸ ἔργο καὶ ἡ ἐφεύρεση ἑνὸς αἱρετικοῦ καὶ ταραγμένου νοῦ (ἅγιου Μαξίμου, Πρὸς Μαρῖνον πρεσβύτερον 19 PG 91, 224-25) Jaroslav Pelican, The Spirit of Eastern Christendom, σ. 20.
21 Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ πολὺ γνωστὸς Ὀρθόδοξος συγγραφέας καὶ κοσμήτορας τοῦ Θεολογικοὶ Σεμιναρίου Ἅγιος Βλαδίμηρος στὴ Ν. Ὑόρκη, Thomas Hopko, ἡ ἡγεσία στὴν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα σὲ σχέση μὲ τὴν ἱεροσύνη, ἐκφράζεται περισσότερο μὲ ἀναφορὰ στὴν οἰκογένεια παρὰ μὲ ἀναφορὰ στὴν κοινωνία. Ἡ ἐρώτησή μου εἶναι: Ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε πατρότητα; Ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε σύζυγος;.
Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μέχρι σήμερα μποροῦμε νὰ βροῦμε πανίσχυρους ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ζοῦν τὴν πνευματικὴ ζωή. Συναντοῦμε ἀκμάζουσα μοναστικὴ ζωή. Ἀνακαλύπτουμε ἀπίστευτα θεολογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ διαφωτιστικὲς ἐξηγήσεις σὲ εὐρὺ φάσμα θεμάτων. Ὅταν λάβουμε ὑπ’ ὄψη μας τὰ δεδομένα, πὼς δηλαδὴ ἐκφράστηκε μὲ εὐκρίνεια ἡ σχηματοποίηση τῆς Πίστεως, πὼς ἔζησαν πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι, πὼς ἀληθινὰ ἐπικοινωνοῦσαν οἱ ἄνδρες μὲ τὶς γυναῖκες -καὶ ἐννοῶ τοὺς ἁγίους δὲν ὁμιλῶ γιὰ τὸ τί συνέβαινε στὴν κοινωνία, διότι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῶν ἅγιων- τότε πρέπει νὰ θέσουμε τὸ ἐρώτημα: Γιατί συμβαίνει οἱ γυναῖκες νὰ θεωροῦνται ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἅγιες, μοναχές, ἱεραπόστολοι, προφήτιδες, διδασκάλισσες, ἀσκήτριες, θεραπεύτριες, εὐαγγελίστριες, ἀλλὰ ποτὲ διὰ μέσου ὅλης τῆς ἱστορίας νὰ μὴν ὑπάρχει μία γυναῖκα, ποὺ χειροτονήθηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου ἢ τοῦ ἐπισκόπου σὲ κάποια συγκεκριμένη κοινότητα;
Ὅμως, ἡ ἐρώτηση-κλειδὶ εἶναι ἡ ἑξῆς: Εἶναι πράγματι ἡ ἱεροσύνη αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς ἐννοοῦμε; Δὲν εἶναι μία εἰδικὴ λειτουργία γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ Σώματος σχετικὰ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ὁποία μόνον ὁρισμένα μέλη τοῦ Σώματος εἶναι κατάλληλα νὰ ἐπιτελέσουν μὲ ἐπάρκεια ἐπειδὴ συμβαίνει νὰ ἔχουν καθορισμένα χαρίσματα; Καὶ ἐὰν πράγματι εἶναι ὁ ρόλος τοῦ πατέρα, ἢ ἡ μυστηριακὴ κλήση ἐκεῖνο ποὺ κάνει κάποιον νὰ εἶναι πατέρας στὴν κοινότητα, τότε δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἕνας ἄνδρας, αὐτὸς ὁ ὁποῖος θὰ γίνει πατέρας; Μπορεῖ μία γυναῖκα νὰ εἶναι ὁ πατέρας; Μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἕνας πατέρας;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου-ἐπισκόπου ἀποκλείονται ὅλες οἱ γυναῖκες καὶ οἱ περισσότεροι ἄνδρες, εἶχε στὴν Ἀρχιεπισκοπή του στὴν Κωνσταντινούπολη ἀρκετὲς ἑκατοντάδες γυναῖκες διακόνισσες, ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἁγία Ὀλυμπιάδα- αὐτὴ ἦταν ἡ καλύτερη βοηθὸς καὶ συνεργάτρια του. Ποτὲ ὅμως, δὲν διανοήθηκε νὰ τὴν χειροτονήσει στὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἢ τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ αἰσθανόταν ὅτι ὑποτιμήθηκε, ἐπειδὴ δὲν χειροτονήθηκε.
Δὲν νομίζω ὅτι τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἐρώτημα γιὰ ἐπιδέξιο χειρισμὸ ἢ θέμα γιὰ τὸ ποιός τελικὰ θὰ διακονήσει τὴν Εὐχαριστία ἢ θὰ κηρύξει τὸ θεῖο λόγο. Πιστεύω ὅτι εἶναι πολὺ οὐσιαστικότερο θέμα. Πιστεύω ὅτι ἐδῶ διακυβεύεται αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ Πίστη μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Καὶ νομίζω ὅτι ἀπὸ τὸ τί ἔχει συμβεῖ μέχρι σήμερα ἀποδεικνύεται τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁπουδήποτε ἐφαρμόσθηκε ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν συναντοῦμε ἐπίσης καὶ συμβιβασμούς, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀποκλειστικὴ ὡς πρὸς τὸ γένος γλῶσσα στὴ Λειτουργία, μὲ τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὶς σεξουαλικὲς σχέσεις καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ πὼς αὐτὸ πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ καὶ νὰ σχετισθεῖ ποιμαντικὰ καὶ πνευματικά. Ὅλα αὐτὰ προστίθενται ἀμέσως στὸ σκηνικό.
Νομίζω ὅτι ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα κλειδιά, γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὑπάρχει ὁλόκληρος ἀστερισμὸς θεμάτων. Νομίζω ὅτι ἐδῶ διακυβεύεται αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ Πίστη, π. Thomas Hopko, Womens Ordination: An Orthodox Response, AGAIN Magazine, April 1993.
22 Ἴσως ἐπειδὴ φοβοῦνταν νὰ μὴν προσκρούσουν στὶς ἀνάξιες ἰδέες γιὰ τὴν «ἀκαδημαϊκὴ ἐλευθερία», οἱ κατὰ τὰ ἄλλα μεγάλες ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως τὸ Σεμινάριο τοῦ Ἅγιου Βλαδίμηρου, ἀποδείχθηκαν πρόθυμες νὰ προωθήσουν καὶ νὰ δημοσιεύσουν αὐτές τις ἀντορθόδοξες καὶ ἀντιπαραδοσιακὲς ἀπόψεις. (Βλ. τὴν πανηγυρικὴ ἐπικύρωση τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν ἀπὸ τὴν Susan Ashbrook Harvey στὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου, The Ministry of women in the Church, St. Vladimirs Thealogical Quarterly, x. 37/1, 1993). Σχετικὰ μὲ τὴν ἐξέταση τοῦ θέματος ἀπὸ τὸν ἐρευνητὴ Patric Henry Reardon βλ. τὴν ἐφημερία The Christian Activist, τ. 3,1994, «Women Priests, History and Theology».
20 Τὸ νὰ ταυτίζουμε τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία μὲ τὴν καθολικὴ (ὄχι τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ) Ἐκκλησία σημαίνει νὰ πιστεύουμε σ’ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο οἱ πατέρες μας κληροδότησαν μὲ τὴν Παράδοση. Ἐπιτρέψτε μας, λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, νὰ ἀσφαλίσουμε τὸ πρῶτο καὶ μεγάλο φάρμακο τῆς σωτηρίας μας. Ἀναφέρομαι στὴν ὑπέροχη κληρονομιὰ τῆς Πίστεως. Ἐπιτρέψτε τὴν καρδιὰ καὶ τὸ στόμα μας νὰ ὁμολογήσουν αὐτήν, ὅπως μᾶς δίδαξαν οἱ πατέρες, (ἅγιου Μαξίμου, Ἐπιστολὴ 12, PG 91, 465). Ἐμεῖς δὲν ἀνακαλύπτουμε νέα σχήματα διότι αὐτὸ εἶναι κάτι ἀλαζονικὸ νὰ τὸ κάνουμε Εἶναι τὸ ἔργο καὶ ἡ ἐφεύρεση ἑνὸς αἱρετικοῦ καὶ ταραγμένου νοῦ (ἅγιου Μαξίμου, Πρὸς Μαρῖνον πρεσβύτερον 19 PG 91, 224-25) Jaroslav Pelican, The Spirit of Eastern Christendom, σ. 20.
21 Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ πολὺ γνωστὸς Ὀρθόδοξος συγγραφέας καὶ κοσμήτορας τοῦ Θεολογικοὶ Σεμιναρίου Ἅγιος Βλαδίμηρος στὴ Ν. Ὑόρκη, Thomas Hopko, ἡ ἡγεσία στὴν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα σὲ σχέση μὲ τὴν ἱεροσύνη, ἐκφράζεται περισσότερο μὲ ἀναφορὰ στὴν οἰκογένεια παρὰ μὲ ἀναφορὰ στὴν κοινωνία. Ἡ ἐρώτησή μου εἶναι: Ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε πατρότητα; Ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε σύζυγος;.
Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μέχρι σήμερα μποροῦμε νὰ βροῦμε πανίσχυρους ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ζοῦν τὴν πνευματικὴ ζωή. Συναντοῦμε ἀκμάζουσα μοναστικὴ ζωή. Ἀνακαλύπτουμε ἀπίστευτα θεολογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ διαφωτιστικὲς ἐξηγήσεις σὲ εὐρὺ φάσμα θεμάτων. Ὅταν λάβουμε ὑπ’ ὄψη μας τὰ δεδομένα, πὼς δηλαδὴ ἐκφράστηκε μὲ εὐκρίνεια ἡ σχηματοποίηση τῆς Πίστεως, πὼς ἔζησαν πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι, πὼς ἀληθινὰ ἐπικοινωνοῦσαν οἱ ἄνδρες μὲ τὶς γυναῖκες -καὶ ἐννοῶ τοὺς ἁγίους δὲν ὁμιλῶ γιὰ τὸ τί συνέβαινε στὴν κοινωνία, διότι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῶν ἅγιων- τότε πρέπει νὰ θέσουμε τὸ ἐρώτημα: Γιατί συμβαίνει οἱ γυναῖκες νὰ θεωροῦνται ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἅγιες, μοναχές, ἱεραπόστολοι, προφήτιδες, διδασκάλισσες, ἀσκήτριες, θεραπεύτριες, εὐαγγελίστριες, ἀλλὰ ποτὲ διὰ μέσου ὅλης τῆς ἱστορίας νὰ μὴν ὑπάρχει μία γυναῖκα, ποὺ χειροτονήθηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου ἢ τοῦ ἐπισκόπου σὲ κάποια συγκεκριμένη κοινότητα;
Ὅμως, ἡ ἐρώτηση-κλειδὶ εἶναι ἡ ἑξῆς: Εἶναι πράγματι ἡ ἱεροσύνη αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς ἐννοοῦμε; Δὲν εἶναι μία εἰδικὴ λειτουργία γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ Σώματος σχετικὰ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ὁποία μόνον ὁρισμένα μέλη τοῦ Σώματος εἶναι κατάλληλα νὰ ἐπιτελέσουν μὲ ἐπάρκεια ἐπειδὴ συμβαίνει νὰ ἔχουν καθορισμένα χαρίσματα; Καὶ ἐὰν πράγματι εἶναι ὁ ρόλος τοῦ πατέρα, ἢ ἡ μυστηριακὴ κλήση ἐκεῖνο ποὺ κάνει κάποιον νὰ εἶναι πατέρας στὴν κοινότητα, τότε δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἕνας ἄνδρας, αὐτὸς ὁ ὁποῖος θὰ γίνει πατέρας; Μπορεῖ μία γυναῖκα νὰ εἶναι ὁ πατέρας; Μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἕνας πατέρας;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου-ἐπισκόπου ἀποκλείονται ὅλες οἱ γυναῖκες καὶ οἱ περισσότεροι ἄνδρες, εἶχε στὴν Ἀρχιεπισκοπή του στὴν Κωνσταντινούπολη ἀρκετὲς ἑκατοντάδες γυναῖκες διακόνισσες, ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἁγία Ὀλυμπιάδα- αὐτὴ ἦταν ἡ καλύτερη βοηθὸς καὶ συνεργάτρια του. Ποτὲ ὅμως, δὲν διανοήθηκε νὰ τὴν χειροτονήσει στὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἢ τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ αἰσθανόταν ὅτι ὑποτιμήθηκε, ἐπειδὴ δὲν χειροτονήθηκε.
Δὲν νομίζω ὅτι τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἐρώτημα γιὰ ἐπιδέξιο χειρισμὸ ἢ θέμα γιὰ τὸ ποιός τελικὰ θὰ διακονήσει τὴν Εὐχαριστία ἢ θὰ κηρύξει τὸ θεῖο λόγο. Πιστεύω ὅτι εἶναι πολὺ οὐσιαστικότερο θέμα. Πιστεύω ὅτι ἐδῶ διακυβεύεται αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ Πίστη μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Καὶ νομίζω ὅτι ἀπὸ τὸ τί ἔχει συμβεῖ μέχρι σήμερα ἀποδεικνύεται τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁπουδήποτε ἐφαρμόσθηκε ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν συναντοῦμε ἐπίσης καὶ συμβιβασμούς, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀποκλειστικὴ ὡς πρὸς τὸ γένος γλῶσσα στὴ Λειτουργία, μὲ τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὶς σεξουαλικὲς σχέσεις καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ πὼς αὐτὸ πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ καὶ νὰ σχετισθεῖ ποιμαντικὰ καὶ πνευματικά. Ὅλα αὐτὰ προστίθενται ἀμέσως στὸ σκηνικό.
Νομίζω ὅτι ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα κλειδιά, γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὑπάρχει ὁλόκληρος ἀστερισμὸς θεμάτων. Νομίζω ὅτι ἐδῶ διακυβεύεται αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ Πίστη, π. Thomas Hopko, Womens Ordination: An Orthodox Response, AGAIN Magazine, April 1993.
22 Ἴσως ἐπειδὴ φοβοῦνταν νὰ μὴν προσκρούσουν στὶς ἀνάξιες ἰδέες γιὰ τὴν «ἀκαδημαϊκὴ ἐλευθερία», οἱ κατὰ τὰ ἄλλα μεγάλες ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως τὸ Σεμινάριο τοῦ Ἅγιου Βλαδίμηρου, ἀποδείχθηκαν πρόθυμες νὰ προωθήσουν καὶ νὰ δημοσιεύσουν αὐτές τις ἀντορθόδοξες καὶ ἀντιπαραδοσιακὲς ἀπόψεις. (Βλ. τὴν πανηγυρικὴ ἐπικύρωση τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν ἀπὸ τὴν Susan Ashbrook Harvey στὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου, The Ministry of women in the Church, St. Vladimirs Thealogical Quarterly, x. 37/1, 1993). Σχετικὰ μὲ τὴν ἐξέταση τοῦ θέματος ἀπὸ τὸν ἐρευνητὴ Patric Henry Reardon βλ. τὴν ἐφημερία The Christian Activist, τ. 3,1994, «Women Priests, History and Theology».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΟΝΟΣ: Ἀναζητῶντας τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη στὸν αἰῶνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν (αὐτοβιογραφικὸ πνευματικὸ ὁδοιπορικό) – Μετάφραση Ἀρχιμ. Αὐγουστίνου Μύρου - ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου