Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Καὶ ὁποῖος δὲν τὴν ἔχει, ματαιοπονεῖ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι χριστιανὸς καὶ λέει ὅτι ἀγωνίζεται ἐν Χριστῷ. Ὅταν τὸ 257 μ.Χ. (ἐπὶ Οὐαλεριανοῦ καὶ Γαληΐνου) δόθηκε διαταγὴ διωγμοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἔπιασαν πολλοὺς ἐπισκόπους καὶ Ἱερεῖς, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς βασανίσουν γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ὁ Νικηφόρος, χριστιανὸς εὐσεβέστατος, εἶδε μεταξὺ αὐτῶν τῶν Ἱερέων καὶ ἕναν, ὀνομαζόμενο Σαπρίκιο (πρεσβύτερο Ἀντιοχείας). Αὐτὸς ἔτρεφε μεγάλο μῖσος κατὰ τοῦ Νικηφόρου, πιστεύοντας ἴσως στὰ λόγια κάποιου συκοφάντη. Χωρὶς νὰ χάσει στιγμὴ ὁ Νικηφόρος, τρέχει ἀνάμεσα στοὺς δήμιους, πέφτει στὰ πόδια του καὶ παρακαλεῖ νὰ τὸν συγχωρέσει, ἔστω καὶ ἂν ἔκανε κάτι ποὺ δὲν τὸ κατάλαβε. Μάταια ὅμως. Ὁ Σαπρίκιος ἔκανε πὼς δὲν τὸν ἄκουγε. Ἔπειτα, μετὰ τὸ μαστίγωμα ποὺ δέχθηκε ὁ Σαπρίκιος, ὁ Νικηφόρος τὸν ἐπαναπλησιάζει, ἀσπάζεται τὶς πληγές του καὶ ζητάει νὰ τοῦ...
δώσει, ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμή, τὴν εὐλογία του. Ὁ Σαπρίκιος, ἀνένδοτος, τὸν διώχνει καὶ ὁδηγεῖται γιὰ ἀποκεφαλισμό. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲ θέλησε τὴν θυσία του. Διότι μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου λέει: «Καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμα μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι». Καὶ ἄν, δηλαδή, δώσω τὸ σῶμα μου γιὰ νὰ καῶ, δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δὲν ὠφελοῦμαι τίποτα ἀπ΄ τὴν θυσία αὐτή. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Ὁ Σαπρίκιος τὴν τελευταία στιγμὴ δείλιασε καὶ ἀρνήθηκε τὸ Χριστό! Μόλις τὸ ἄκουσε ὁ Νικηφόρος τὸν παρακαλεῖ νὰ ἀνακαλέσει τὴν ἄρνησή του. Τότε ἐκνευρισμένοι οἱ δήμιοι, ἀποκεφαλίζουν αὐτόν. Ἔτσι, ὁ Νικηφόρος πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου καὶ ὁ Σαπρίκιος τὸ στίγμα τῆς ἀτιμίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου