30 Ιουν 2023

Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καί Ἀνάστασης στό «ἑνιαῖον» της θείας Οἰκονομίας καί στό «διαιρετικόν» της προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας

Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής
Ὑπ. Διδάκτωρ Θεολογικῆς Σχολῆς Ε.Κ.Π.Α.
Γιά τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μάξιμο «ἔἰκών ἐστί καί τύπος Θεοῦ»1, ἡ θέαση τῆς πραγματικότητας φέρει πάντοτε τό χαρακτηριστικό τῆς καθολικότητας. Ἡ συνοδική πράξῃ τῆς Ἐκκλησίας, κάθε φορά πού καταδικάζει μία αἵρεση, καταδικάζει ἀκριβῶς αὐτό τό ἀποτέλεσμα καί τήν σωτηριολογική συνέπεια τῆς διαρχικῆς ἀποσπασματικότητας, τῶν διπολικῶν προσεγγίσεων καί τόν μερικό ὑπερτονισμό στοιχείων τοῦ καθόλου της πίστεως. Κάθε αἵρεση πού ἐμφανίζεται ἱστορικά καί ἀπαιτεῖ τήν ἐπανερμηνεία του πυρῆνα τῆς δογματικῆς... διδασκαλίας, ἐπιχειρεῖ -συνειδητά ἤ  ἀσυνείδητα-  τή διάβρωση τῆς καθολικότητας, δηλ. αὐτό τοῦτο τό θεμέλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Σέ αὐτήν τή βάση γίνεται κατανοητό ὅτι ὅλα τά σωτήρια γεγονότα, ἀπό τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου ἕως καί τήν Πεντηκοστή, ἐντάσσονται συναρτώμενα στό ἑνιαῖο του μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας, δίχως ὑπερτονισμούς καί ἐξαιρέσεις, δεδομένου ὅτι ὁ στρεβλός ὑπερτονισμός στοιχείων τῆς καθολικότητας ἀποτελεῖ ψεῦδος καί κακία, πού ἀντιστρατεύεται τό ὅλον της ἀληθείας.

Τό ἑνιαῖο καί ἀδιάσπαστο τῆς θείας Οἰκονομίας ἀποτυπώνεται μέ σαφῆ τρόπο στήν λειτουργική εὐχή τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, λίγο πρίν τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων, στήν ὁποία μάλιστα περιλαμβάνεται καί αὐτή ἡ μέλλουσα ἐπάνοδος τοῦ Χριστοῦ: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντόλῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τόῦ Σταυροῦ, τόῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς ἔἰς ὁὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας»2.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, στόν δυτικό χριστιανισμό, λόγῳ τῶν ἐντελῶς διαφορετικῶν ἑρμηνευτικῶν κριτηρίων τοῦ θεολογείν, δόθηκε ἰδιαίτερο σωτηριολογικό περιεχόμενο καί βάρος σέ συγκεκριμένα γεγονότα τῆς ἔνσαρκης παρουσίας τοῦ Θεοῦ Λόγου (Γέννηση, Σταύρωση), γεγονός τό ὁποῖο ὅμως μοιραῖα διασπᾷ τό ἑνιαῖο της θείας Οἰκονομίας. Ὁ τονισμός ὅμως συγκεκριμένων γεγονότων, ὡς τῶν κατ' ἐξοχήν σωτηριωδῶν, σιωπηρά δηλώνει τήν ὑποτίμηση ὅλων τῶν ὑπολοίπων, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀναπόφευκτα συνεπάγεται τήν διάκριση τῶν γεγονότων σέ σωτήρια, λιγότερο σωτήρια καί μή σωτήρια.

Σέ ἀντίθεση μέ τούς δυτικούς, ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, θέλοντας νά ἐπιδείξει τήν ἑνότητα καί τό ὁμοταγές ὅλων τῶν γεγονότων τῆς ἔνσαρκης παρουσίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, σημειώνει: «Ὃ γὰρ γέγονε δι' ἡμᾶς γέγονεν ὁ Κύριος, ἀγέννητός τέ καὶ ἄκτιστος ὢν κατὰ τὴν ὁἰκείαν θεότητα, καὶ ὃν ἔζησε βίον δι' ἡμᾶς ἔζησε, τρῖβον ἡμῖν ὑποδεικνὺς τὴν πρὸς τὴν ὄντώς ζῶὴν ἐπανάγουσαν· καὶ ἅπέρ ἔπαθε τῇ σαρκί, δι' ἡμᾶς ἔπαθε, τὰ ἡμῶν ἐξιώμενος πάθῃ, καὶ διὰ τὰς ἡμετέρας ἁμαρτίας ἤχθή ἔἰς θάνατον, καὶ δι' ἡμᾶς ἀνέστη καὶ ἀνελήφθη, προοικονομῶν ἡμῖν τὴν ἔἰς ἀπείρους ἄἰῶνας ἀνάστασιν καὶ ἀνάληψιν· πάντες γὰρ ὁἱ κληρονόμοι τῆς ζῶῆς ταύτης μιμοῦνται, καθόσον ἐστί, τὴν πολιτείαν τῆς ἐπὶ γῆς ὁἰκονομίας ἄὐτοῦ»3.

Σέ ὅσα ἀφοροῦν τήν δυτικότροπη θέαση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας, ἡ ὁποία σαφῶς διαφοροποιεῖται ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά σημειωθεῖ πώς, ἐπειδή τό μυστήριο τῆς σωτηρίας κατανοεῖται ἐπί τῇ βάσει ἱστορικῶν σχημάτων καί ἰδιωμάτων (δικανική λύτρωση)4, εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖος γιά τά δεδομένα καί τίς προϋποθέσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας ὁ ὑπερτονισμός κάποιου συγκεκριμένου γεγονότος τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα ἑρμηνευμένου μέ συγκεκριμένο τρόπο, προκειμένου νά τεθεῖ ὡς θεμέλιο ἡ ἀπαιτούμενη θεολογική τεκμηρίωση. Καί ἡ πλέον ἀποφατική διατύπωση ἔχει ὡς βάση τήν κατάφαση τοῦ παρόντος αἰῶνος. Σέ κάθε περίπτωση, ἡ δυτική θεολογική σκέψῃ, ἔχοντας τήν τριπλῆ σύγχυση (Θεολογίας-Οικονομίας, κτιστοῦ-ἀκτίστου, Οὐσίας-ἐνεργειῶν) δεδομένα παροῦσα στή βάση τῆς δογματικῆς της διδασκαλίας, φέρει ἤδη ἐντός της τό χαρακτηριστικό τῆς διάσπασης καί τοῦ μερισμοῦ. Συνεπῶς δέν θά ἦταν ποτέ δυνατόν, λόγῳ τῶν ἑρμηνευτικῶν της κριτηρίων, νά ἀντιμετωπίσει τό ὁποιοδήποτε ζήτημα καθολικά, ἐνῶ σέ κάθε περίπτωση τελεῖ σέ σχέση ἐξάρτησης μέ τά ἱστορικά ἐμφανιζόμενα φιλοσοφικο-θεολογικά δεδομένα. Ἐξ' οὐ καί ἡ ἀλλεπάλληλη ἐμφάνιση θεολογικῶν ρευμάτων, πού ἀφ' ἑνός ἔρχονται νά ἀκυρώσουν ἕνα προηγούμενο ρεῦμα καί ταυτόχρονα νά ἀπαντήσουν μονομερῶς καί ἀποσπασματικῶς σέ ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικό παρόν, μέχρις ὅτου ἔλθει μία ἑπόμενη ἀφορμή, γιά τήν ἀπάντηση τῆς ὁποίας δέν θά εἶναι ἐπαρκῇς ἡ ἕως τότε θεολογική παρακαταθήκη μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπαιτεῖται ἡ γέννηση ἑνός νέου ἀνανεωτικοῦ ρεύματος. Κατ' αὐτόν τόν τρόπο προκαλεῖται καί συντηρεῖται μία μόνιμη ἐξέλιξη καί προσαρμογή τῆς δογματικῆς διδασκαλίας στίς ἑκάστοτε χωροχρονικές συντεταγμένες, ὅπου τό μέχρι πρότινος ρηξικέλευθο καί ἀνανεωτικό ρεῦμα ἀπώλεσε τήν ζωτικότητά του καί ἐπιζητά καί τό ἴδιο ἀνανέωση5.

Ἕνα τέτοιο θεολογικό ρεῦμα ἀποτελεῖ ἡ «θεολογία τῆς ἐλπίδας», ἡ ὁποία οὐσιαστικά ἐπιχείρησε νά ἀναδείξει στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνα τόν ἐσχατολογικό χαρακτῆρα τοῦ χριστιανισμοῦ, μέ κύριους πρωτεργάτες τόν Johannes Weiss καί τόν Albert Schweitzer, καί συνεχιστές τους ἀργότερα τούς Bultmann, Moltmann, Cullmann, Pannenberg. Τό θεολογικό αὐτό ρεῦμα «ἐπιδίωκε νά μισανοίξει στό παρόν τό μέλλον τῆς δικαιοσύνης, τῆς ζωῆς, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐν τῇ ἐλπίδι, τήν ὁποία ἐγγυᾶται καί θεμελιώνει ἡ ἀνάσταση πού ἤδη ἔχει συντελεστεῖ ἐν Χριστῷ»6. «Ἄν ἐμεῖς κατανοοῦμε τό μέλλον μέ τήν ἔννοια ἑνός μελλοντικοῦ-πραγματικοῦ, τότε ὀφείλουμε νά ἐννοήσουμε τό παρόν μέ τήν ἔννοια ἑνός ἐπερχόμενου-πραγματικοῦ»7, θά σημειώσει ὁ J. Moltmann.

Ἡ θεμελίωση τοῦ ἀνωτέρω θεολογικοῦ ρεύματος γίνεται στή βάση τῆς διάκρισης καί τῆς ὀξείας ἀντιπαραβολῆς μεταξύ «ἱστορικοῦ καί ἐσχατολογικοῦ Ἰησοῦ». Ὁ «ἱστορικός Ἰησοῦς» ἦταν φορέας ἑνός μηνύματος ἀγάπης8 πού ἔζησε ἀναμένοντας τήν ἐπερχόμενη Βασιλεία, ἡ ἀναμονή τῆς ὁποίας ὅμως «ἀποδείχθηκε μάταιη»9. Συνεπῶς, σύνολο τό βάρος τῆς σωτηρίας μετατίθεται πλέον στόν «ἐσχατολογικό Χριστό», ὁ ὁποῖος ἐν τέλει πρόκειται μελλοντικά νά φέρει τήν ἀναμενόμενη Βασιλεία, ἀποκαθιστῶντας τις διαιρέσεις καί κυρίως την ἀποτυχία τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ». Ἀπό αὐτήν τήν θεώρηση προκύπτει ὅτι τά ἔσχατα φωτίζουν καί νοηματοδοτοῦν τήν Ἐκκλησία, οὖσα ἡ ἐσχατολογία «ἡ οὐσία τοῦ Εὐαγγελίου»10 καί ἡ «οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ»11. Ἡ νέα αὐτή θεώρηση τῶν ἐσχάτων καί μέ δεδομένη τήν ὑποτίμηση τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ», προκάλεσε πλέον τήν συζήτηση περί τῆς σχέσεως ἱστορίας καί ἐσχάτων.

Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ μερισμός, ὡς ἰδιάζον χαρακτηριστικό τῆς δυτικῆς θεολογίας, δέν παρατηρεῖται μόνον στά γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας ἀλλά προχωρᾷ ἀκόμη καί σέ αὐτόν τόν μερισμό τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ἀποδίδοντας τήν ἰδιότητα τοῦ Σωτῆρος, ὡς φαίνεται, μόνον στόν «ἐσχατολογικό Ἰησοῦ» (ἐσχατολογική χριστολογία). Μοιραῖα ὅμως αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ διπολικές ἑρμηνευτικές ἐπιγεννούν κατ' ἀκολουθίαν ζητήματα προτεραιότητας. Τί ἀπό τά δύο θά προέχει καί ποιό ἀπό τά δύο θά ἀποτελεῖ τό κέντρο βάρους;


Παραπομπές:
1 C. Boudignon, Maximi Confessoris Mystagogia una cum Latina interpretatione Anastasii Bibliothecarii [Corpus Christianorum, Series Graeca 69, Turnhout: Brepols 2011], σελ. 10.
2 Ευχή Θείας Λειτουργίας
3 Γρηγόριος Παλαμάς, Ὁμιλία 21, Άπαντα τα έργα ΕΠΕ, τόμ. 10, Εισαγωγή-Κείμενον-Μετάφραση-Σχόλια υπό Παναγιώτου Κ. Χρήστου, εκδ. Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 26.
4 Βλ. ενδεικτικά Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λουθήρου, Συμβολή στη μελέτη της Θεολογίας του Λουθήρου από ορθόδοξη άποψη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999. Του ιδίου, Η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης κατά τον Άνσελμο Καντερβουρίας, Θεολογική προσέγγιση από ορθόδοξη άποψη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1995.
5 Βλ. ενδεικτικά Γεωργίου Αγ. Σίσκου, Η Αγία Τριάδα στη Δυτική Χριστιανοσύνη [20ός αι], Νεοσχολαστικισμός και οντολογία της σχέσης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2023.
6 Rosino Gibellini, Η Θεολογία του εικοστού αιώνα, μτφρ. Παναγιώτης Αρ. Υφαντής, εκδ. Άρτος Ζωής, σελ. 356.
7 Όπ. π.
8 Όπ. π., σελ. 345.
9 Ιωάννου Ζηζιούλα Μητροπολίτου Περγάμου, Έργα Α΄, Εκκλησιολογικά Μελετήματα, Εκκλησία και Έσχατα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2016, σελ. 502.
10 Όπ. π., σελ. 503.
11 Όπ. π., σελ. 507.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.