2 Μαρ 2023

Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς: Ὁ ἐκφραστής τοῦ Ἑλληνορθόδοξου ἰδεώδους καί ὁ φορέας τοῦ Κολλυβαδικοῦ πνεύματος

(Εἰσήγηση στή Νάξο 10-7-2014)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Εὐχαριστῶ ἀπό καρδιᾶς τούς διοργανωτές τῶν «Νικοδημίων», οἱ ὁποῖοι μοῦ ἔκαναν τή μεγάλη τιμή νά μέ καλέσουν νά μιλήσω ἀπόψε γιά ἕναν μεγάλο ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιά τόν ναξιώτη ἅγιο Νικόλαο Πλανᾶ, ἕνα πρότυπο ὁλοκληρωμένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ὅπως θά δοῦμε, μπορεῖ νά γίνει ὁδηγός μας στούς ἀσέληνους δύσκολους καιρούς πού διανύουμε. Θά προσπαθήσω νά παρουσιάσω τίς πτυχές ἐκεῖνες τοῦ μεγάλου ἄνδρα, πού τόν καθιστοῦν γνήσιο φορέα τοῦ ἑλληνορθοδόξου ἰδεώδους καί ἀκόμα φορέα τοῦ ἡσυχαστικοῦ καί κολυβαδικοῦ πνεύματος, τά ὁποῖα ὁριοθετοῦν τήν γνήσια ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ἰδιαίτερα τό κολλυβαδικό κίνημα, ὅπως εἶναι γνωστό, μᾶς ἐπανέφερε στίς... γνήσιες πηγές τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τίς παρείσακτες δυτικές ἐπιδράσεις τοῦ σχολαστικισμοῦ, τοῦ δικανικοῦ καί εὐσεβιστικοῦ πνεύματος, πού εἶχαν παρεισφρήσει στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή καί εἶχαν ἀλλοιώσει ὡς ἕνα σημεῖο τήν ὀρθόδοξη παράδοσή μας.
Ἄς ἀρχίσουμε ὅμως μέ το βίο τοῦ ἁγίου. Γεννήθηκε στήν ἁγιοτόκο Νάξο στά 1851. Γονεῖς του οἱ εὔποροι καί εὐσεβεῖς ναξιῶτες: ὁ Καπετάν Γιάννης καί ἡ ὑπέροχη Αὐγουστίνα, ἰδιοκτῆτες καϊκιοῦ. Ἐνέπνευσαν στόν Νικόλαο τήν ἄδολη καί ἁπλοϊκή ὀρθόδοξη πίστη. Τό μικρό ἰδιόκτητο ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Νικολάου στό κτῆμα τους εἶχε γίνει τό δεύτερο σπίτι γιά τόν μικρό Νικόλαο. Τοῦ ἄρεσε νά παίζει τόν παπᾶ. Ἔβαζε ἕνα σεντόνι γιά φελόνι καί ἔκανε λειτουργία. Ἔψελνε τόσο κατανυκτικά καί μελωδικά,μελῳδικά ὥστε σταματοῦσαν οἱ διαβάτες νά τόν ἀκούσουν καί ἄν εὐφρανθοῦν! Πρότυπό του καί πρῶτος του δάσκαλος ὁ παπποῦς του, πατέρας τῆς μητέρας του, ὁ σεβάσμιος καί εὐσεβής ἱερέας Γεώργιος Μελισσουργός. Πρῶτο του ἀναγνωστικό τό Ψαλτήρι καί τά ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία. Ἀπό μικρός βοηθοῦσε τόν ἱερέα παπποῦ του στά ἱερατικά του καθήκοντα. Ἐκεῖνος τόν μύησε στήν εὐλάβεια καί τό δέος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Ἐκεῖνος τοῦ ἐνέπνευσε τήν ἀγάπη τό αἴσθημα τῆς ἀφοσίωσης  στό Θεό,  τήν ἱερότητα τῆς προσευχῆς, τήν ὑποχρέωση τῆς ἀκρίβειας τελέσεως τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων καί τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Τοῦ ἐνέπνευσε ἐπίσης τήν ἁπλότητα καί τήν ταπείνωση. Καί ἀκόμη τήν ἀγάπη καί το σεβασμό πρός ὅλους  ἀνεξάρτητα τούς ἀνθρώπους. Ἰδιαίτερα γιά τούς ἐνδεεῖς καί ὅσους βρίσκονται σέ θλίψεις.
Σέ ἡλικία δεκατεσσάρων  ἐτῶν πέθανε ὁ πατέρας του. Ἡ χήρα μητέρα του πῆρε το Νικόλαο καί τήν ἀδελφή του καί πῆγαν νά ζήσουν στήν Ἀθήνα καί ἐγκαταστάθηκαν στήν περιοχή τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος Ἰλισσοῦ, ὅπου ὑπῆρχαν πολλοί Ναξιῶτες. Μοιράστηκε μέ τήν ἀδελφή του τήν πατρική περιουσία, ἀλλά ὁ ἴδιος εἶχε βάλλει ἐνέχυρο τό μερίδιό του καί γιά τοῦτο ἔμεινε φτωχός σέ ὅλη του τή ζωή. Σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν νυμφεύτηκε τή σεμνή νέα Ἑλένη Προβελέγγιου ἀπό τά Κύθηρα, κατόπιν πιέσεως τῆς μητέρας του. Ἀπό αὐτόν τόν γάμο ἀπέκτησε ἕναν γιο, ὀνόματι Ἰωάννη. Ἀλλά ἡ σύζυγός του σύντομα ἀρρώστησε καί πέθανε. Διακατέχονταν ἀπό σφοδρό πόθο νά ὑπηρετήσει τήν Ἐκκλησία. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά εἰσέλθει στό Ἅγιο Θυσιαστήριο. Καί ὄντως στίς 28 Ἰουλίου τοῦ 1879 χειροτονήθηκε διάκονος στό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πλάκας καί στίς 2 Μαρτίου 1885 πρεσβύτερος στό ναό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἰλισσοῦ, ὅπου τοποθετήθηκε ἐφημέριος, καί ἀργότερα στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Κυνηγοῦ, τῆς ὁδοῦ Βουλιαγμένης, ὅπου τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ περιοχή ἦταν ἀμπέλια καί στάνες καί ὅπου ζοῦσαν μόνο ὀκτώ οἰκογένειες βοσκῶν. Παράλληλα λειτουργοῦσε τίς καθημερινές στό μικρό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου στό Μοναστηράκι, κάνοντας τακτικά κατανυκτικές ὀλονυχτίες καί μέ περισσή εὐλάβεια, ἔχοντας ὡς ψάλτες τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καί τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη.
Ὁ Παπα-Νικόλας Πλανᾶς δέν ἄργησε νά φημισθεῖ ὡς ἕνας ἀπό τούς πλέον ἐνάρετους κληρικούς τῆς Ἀττικῆς. Ἡ εὐλάβειά του, ἡ καλοσύνη του, ἡ ταπεινοφροσύνη του, ἡ ἀνεξικακία του, ἡ συχγωρετικότητά του, ἡ ἁπλότητά του, ὁ γλυκύς καί πρᾶος λόγος του, ἡ συμπόνια του γιά τους ὑποφέροντες, ἡ ἀφιλαργυρία του, τό ἀκτινοβόλο πρόσωπό του ἔκανε τούς Ἀθηναίους νά τόν ἀγαπήσουν καί νά τόν σέβονται. Προπάντων ὅμως τούς ἐνθουσίαζε ἡ ἀγάπη του γιά το Θεό, καθώς καί ἡ σχολαστικότητά του καί ἡ ἱεροπρέπειά του στή Θεία Λατρεία. Ὅταν λειτουργοῦσε ἔχανε τήν αἴσθηση ὅτι βρισκόταν στή γῆ, ἀλλά νόμιζε ὅτι βρισκόταν στό οὐράνιο θυσιαστήριο τοῦ Ὑψίστου καί λειτουργοῦσε μέ τούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους. Ἦταν τόσο μεταρσιωμένος πού δέν μποροῦσε πολλές φορές νά συνεννοηθεῖ μέ τούς βοηθούς του κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λατρείας!
Ἦταν ὀλιγογράμματος, ἔκανε φραστικά λάθη στά ἀναγνώσματα, ἀλλά ὄχι καί στίς εὐχές πού τίς εἶχε μάθει σωστά ἀπό μνήμης. Ἡ μεγαλύτερή του εὐχαρίστηση ἦταν οἱ ὀλονυχτίες, οἱ ὁποῖες ἐκτείνονταν ὡς τίς πρῶτες πρωινές ὧρες, ὅπου σπάνια καθόταν, ἀλλά στέκονταν ὄρθιος μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα προσευχόμενος. Ζοῦσε κυριολεκτικά γιά νά λειτουργεῖ. Ὁ ναός ἦταν τό πραγματικό του σπίτι. Τίς  ἱερές ἀκολουθίες τίς θεωροῦσε ὡς πρώτιστη ὑποχρέωσή του γιά τήν ἀέναη δοξολογία τοῦ Θεοῦ, διότι ζοῦσε ὁ μακάριος ἐκεῖνος ἄνδρας τήν συνεχῆ παρουσία Του στή ζωή του καί γεύονταν ἀκατάπαυστα τίς θεῖες δωρεές Του! Ἀλλά τίς ἱερές ἀκολουθίες τοῦ ναοῦ τίς συνέχιζε καί στό φτωχικό του σπίτι. Ἡ προσωπική προσευχή του ἦταν ἀτέλειωτη. Ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν προσευχή καί δοξολογία στό Θεό. Δέν ὑπῆρχε χρόνος κενός στήν καθημερινότητά του, πού νά μήν μνημόνευε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, νά μήν δοξολογοῦσε τό ἅγιο ὄνομά Τοῦ, νά μήν Τόν εὐχαριστοῦσε καί νά μήν δέονταν γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τελευταῖα γιά τόν ἑαυτό του.
Παράλληλα προσπαθοῦσε νά ἁπαλύνει τόν πόνο, τά βάσανα, τίς θλίψεις καί τή φτώχεια τῶν βασανισμένων, ἀρρώστων καί ἐνδεῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀσθενικός καί ἀφιλοχρήματος ἐκεῖνος ἄνδρας ἔβρισκε τό σθένος μά καί τά ὑλικά μέσα, γιά νά ἀνακουφίσει ὅσους ὑποφέρουν. Ό, τί τοῦ ἔδιναν οἱ πιστοί γιά νά ἐπιβιώσει ὁ ἴδιος, διότι τήν ἐποχή ἐκείνη δέν μισθοδοτοῦνταν οἱ κληρικοί, ἐκεῖνος τό ἔδινε στούς φτωχούς. Ὁ ἴδιος ἦταν λιτός καί ἀσκητικός. Νήστευε ὅλες τίς σαρακοστές τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί ὅταν ἦταν ἄρρωστος δέν κατάλυε τό λάδι. Τό περίσσευμα ἀπό τίς νηστεῖες του τό ἐξοικονομοῦσε γιά τούς φτωχούς. Ἡ μεγαλύτερή του ἱκανοποίηση ἦταν ὅταν ἐλεοῦσε καί ἔβλεπε χαρά στά πρόσωπα τῶν φτωχῶν.
Ὁ Παπα- Νικόλας Πλανᾶς ἀξιώθηκε ἀπό το Θεό νά φέρει σημεῖα τῆς ἁγιότητας καί ἐνῶ ὅσο ζοῦσε, γιά τά ὁποῖα ποτέ του δέν καυχήθηκε. Ὑπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες γιά θαύματα πού ἔκανε ἐν τῇ ζωῇ. Θεράπευε ἀσθενεῖς, ἔβγαζε δαιμόνια ἀπό δαιμονισμένους, προφήτευε τά μέλλοντα. Ἦταν ὁλοφάνερο πώς ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δροῦσε μέσῳ τοῦ ἁγιασμένου του προσώπου. Ἀλλά εἶχε καί τό χάρισμα τοῦ παρηγορητῆ. Χιλιάδες ἄνθρωποι μορφωμένοι καί ἀμόρφωτοι, ἐπιστήμονες καί ἀγράμματοι ἔτρεχαν νά πάρουν τή σοφή συμβουλή του σέ δύσκολα καί δυσεπίλυτα προβλήματα. Ὁ ἔχων τή θεία φώτιση Παπα- Νικόλας ἔδινε τή λύση καί καθοδηγοῦσε κάθε ἀπελπισμένο καί πονεμένο ἀπό τά χτυπήματα τῆς ζωῆς. Ὁ ἴδιος δέν σπούδασε σέ πανεπιστήμια καί ἀνώτερα σχολεῖα, ἤ Γυμνάσια, Λύκεια καί Ἐκκλησιαστικές Σχολές γιά νά ἀποκομίσει κοσμική σοφία. Δέ γνωρίζουμε ἄν φοίτησε κἄν στό Ἑλληνικό λεγόμενο Σχολεῖο τῆς ἐποχῆς του. Ἦταν, ὅπως προαναφέραμε, ὀλιγογράμματος, ἀλλά τοῦ δωρίθηκε, ἀπό τόν Πατέρα τῶν Φώτων, ἡ θεία σοφία, ἡ ὁποία εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπό τήν ἀνθρώπινη σοφία. Διέθετε, ὡς ἐκλεκτό δοχεῖο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τόν φωτισμό τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Γιά πενῆντα καί πλέον χρόνια ὑπηρέτησε μέ συνέπεια, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ τό Ἱερό Θυσιαστήριο, καί ταυτόχρονα το λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ προσωπικός του ἀγῶνας,
οἱ θυσίες καί οἱ κόποι τοῦ ἱερατικοῦ καί ποιμαντικοῦ του ἔργου ἔφθειραν τό μικροκαμωμένο καί λεπτοκαμωμένο σῶμα τοῦ ἁγίου κληρικοῦ. Ἡ φυσική φθορά της
ἀνθρώπινης φύσης ἔφερε τόν Παπα- Νικόλα στό τέρμα τοῦ ἐπί γῆς βίου του. Ἦταν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου, 28 Φεβρουαρίου 1932, ὅταν τέλεσε τή Θεία Λειτουργία γιά τελευταία φορά. Λίγο πρίν τελειώσει ἡ Θεία Λειτουργία, ἔνοιωσε ἀδιαθεσία καί ἔπεσε λιπόθυμος. Ἔντρομοι οἱ πιστοί τόν σήκωσαν, τόν συνέφεραν καί τόν μετέφεραν στό φτωχικό του σπίτι. Ἀλλά παρ' ὅλες τίς φροντίδες τῶν ἀφοσιωμένων σέ ἐκεῖνον πιστῶν, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στίς 2 Μαρτίου τοῦ ἰδίου ἔτους. Πρίν παραδώσει τήν ἁγιασμένη ψυχή του στόν Κύριο, πού τόσο ἀγάπησε στή ζωή του καί ὑπηρέτησε πιστά, ἔκαμε τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί ψιθύρισε τό λόγιο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «τόν δρόμον τετέλεκα» καί ἀκόμη: «Δόξα σοί ὁ Θεός». Εὐλόγησε μέ τό ἀσθενικό καί ἁγιασμένο χέρι του τούς παρισταμένους ψελλίζοντας: «ἡ Θεία Χάρη νά σᾶς εὐλογεῖ» καί ἔκλεισε τά κουρασμένα σωματικά του μάτια γιά πάντα, ἐνῶ ἡ ψυχή τοῦ φτερούγησε στόν οὐρανό γιά νά τελεῖ ἐκεῖ ἀέναα τήν ἀγαπημένη του Λειτουργία στόν Ὕψιστο, ἀντάμα μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους. Ἄφησε τήν Στρατευομένη Ἐκκλησία, τήν ὁποία ὑπηρέτησε μέ συνέπεια σέ ὅλη του τή ζωή καί συντάχτηκε στήν Θριαμβεύουσα!
Τό θλιβερό μαντᾶτο τῆς κοιμήσεως τοῦ ἀγαπημένου στούς Ἀθηναίους ἱερέα, τούς γέμισε θλίψη, διότι αἰσθάνθηκαν τό μεγάλο πνευματικό κενό, πού ἄφησε ἡ ἀναχώρησή του στούς οὐρανούς. Τό τίμιο σκήνωμά του τέθηκε σέ λαϊκό προσκύνημα στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Βουλιαγμένης. Ἀναρίθμητα πλήθη πιστῶν ἀπό ὅλη τήν Ἀττική, καί ὄχι μόνο, στεκόταν ὧρες στή σειρά, μέ δάκρυα στά μάτια, γιά νά ἀσπασθοῦν τήν ἁγιασμένη δεξιά του χεῖρα, νά πάρουν τήν εὐχή του καί νά ἁγιαστοῦν. Σύσσωμο τό ἱερατεῖο, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, καί τά ἀναρίθμητα πλήθη τῶν πιστῶν, τόν ἀποχαιρέτισαν καί τόν συνόδευσαν στήν τελευταία του πρόσκαιρη κατοικία.
Ἡ μνήμη του στή συνείδηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ δέν ἔσβησε ποτέ, τόν ὁποῖο θεωροῦσε ἅγιο ἐξ' ἀρχῆς. Κορυφαῖοι λογοτέχνες ἀναμόχλευσαν τήν ἱερή του μνήμη, ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης, ὁ Κωστῆς Μπαστιάς, ὁ Φώτης Κόντογλου κ.α. Τό 1992 ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὕστερα ἀπό πρόταση τοῦ τότε ἐπιχώριου ἐπισκόπου κυροῦ Ἀμβροσίου, ἔκαμε τήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του, κατ' ἀπαίτηση καί φανέρωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αἰσθήματος. Κατατάχτηκε στό ἁγιολόγιο ὡς Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς καί ὁρίστηκε ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 2 Μαρτίου, τήν ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς του κοίμησης. Τήν ἴδια χρονιά στίς 29 Αὐγούστου τοῦ 1992 ἔγινε ἐκταφῆ τῶν ἱερῶν του λειψάνων, τά ὁποῖα τοποθετήθηκαν σέ ἀργυρή λάρνακα, στό δεξιό κλίτος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Βουλιαγμένης, γιά τήν προσκύνηση τῶν πιστῶν καί τόν ἁγιασμό τους, τά ὁποῖα θαυματουργούν συνεχῶς. Ὁ μακαριστός δέ μητροπολίτης Πατρῶν Νικόδημος Βαλινδράς, ὑμνογράφος καί μουσουργός, συνέθεσε τήν ἀσματική του ἀκολουθία.
Αὐτός ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς, τό ἁγιασμένο τέκνο τῆς ἁγιοτόκου νήσου Νάξου. Ὁ γνήσιος ἐργάτης της νοητοῦ ἀμπέλου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄδολος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, ὅπως λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, «διέσωσε το κατ' εἰκόνα». Τό ζωντανό παράδειγμα γιά μας τούς σύγχρονους ὀρθοδόξους Ἕλληνες. Ὁ ζωντανός ὁδοδείκτης γιά τήν πνευματική μας πορεία.
Ἄς δοῦμε τώρα τίς πνευματικές του καταβολές του, τίς ὁποῖες ἐνστερνίστηκε καί ἔτσι ἀξιώθηκε μιᾶς ἁγίας ζωῆς καί μιᾶς ὑποδειγματικῆς ποιμαντικῆς διακονίας, ἐφάμιλλη τῶν μεγάλων Πατέρων καί Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀναφέραμε καί στήν ἀρχή τῆς εἰσήγησής μας, ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς ὑπῆρξε ὁ ἐνσαρκωτής του κολυβαδικοῦ πνεύματος. Γιά νά καταλάβουμε σέ ποιό
σημεῖο τόν ἐπηρέασε, καλό εἶναι νά ἀναφέρουμε λίγα στοιχεῖα γι' αὐτό. Ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι ἕνας ἀπό τούς πρωτεργάτες αὐτοῦ τοῦ σημαντικοῦ πνευματικοῦ κινήματος ὑπῆρξε, ὁ ἐπίσης μεγάλος Ναξιώτης, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, τόν ὁποῖο σέβονταν καί εὐλαβοῦνταν ἰδιαιτέρως ὁ Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς.
Κολλυβαδικό κίνημα ὀνομάζεται ἡ μεγάλη πνευματική ἀναγέννηση πού συντελέστηκε στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἑλλάδας κατά τόν 18ο καί συνεχίστηκε καί τό 19ο αἰῶνα. Κολλυβάδες ἀποκαλοῦσαν εἰρωνικά τούς πρωτεργάτες αὐτοῦ τοῦ κινήματος, οἱ ἀντίπαλοί του, τό ὁποῖο ξεκίνησε ἀπό τήν ἀντίδρασή τους νά μήν τελοῦνται τά ἱερά μνημόσυνα τήν χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ἀλλά τό Σάββατο, πού εἶναι ἀφιερωμένο στούς κεκοιμημένους. Ξεκίνησε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί σύντομα πῆρε μεγάλη ἔκταση. Συνοδεύτηκε μέ τήν ἐπιστροφή στή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἔκδοση τῶν ἔργων τους, μέ τήν ἐπιστροφή στή γνήσια ὀρθόδοξη λατρεία καί μέ τήν προτροπή γιά συχνή Θεία Κοινωνία τῶν λαϊκῶν. Μέ τήν προτροπή ἐπίσης νά ἀποκτήσουν μόρφωση οἱ πιστοί καί νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἀμάθεια καί τόν σκοταδισμό. Κι ὅλα αὐτά διότι ἡ Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος μας τῇ σκοτεινῇ ἐκείνῃ ἐποχῇ βρισκόταν ὑπό τριπλή κατοχή, ἤτοι: α) τή βάρβαρη καί ἀπάνθρωπη ἰσλαμική ἐξουσία τῶν κατακτητῶν Ὀθωμανῶν, β) τήν ἀπίστευτη εἰσβολή τῶν δυτικῶν μισιοναρίων (παπικῶν καί προτεσταντῶν), οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἀνοχή τῶν τούρκων καί διαθέτοντας τεράστια ποσά, ἐκλατίνιζαν καί ἐκπροτεστάντιζαν συστηματικά τούς Ὀρθοδόξους ραγιᾶδες, καί γ) τήν εἰσβολή τῶν ἄθεων γραμμάτων, τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί γενικά τοῦ ἄθεου οὑμανισμοῦ, ἀπό τούς φραγκοσπουδαγμένους Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦσαν νά ἀφαιρέσουν το Θεό, τήν εὐλάβεια καί τήν ὀρθόδοξη πίστη ἀπό τίς ψυχές τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων. Οἱ Κολλυβάδες, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τόν Ἅγιο Μακάριο Νοταρά, τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο Πάριο, τόν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, τόν Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, κ.α., πρόβαλαν ἰσχυρή ἀντίσταση πρός αὐτές τίς προκλήσεις καί προτάσσοντας τήν γνήσια ὀρθόδοξη παράδοση. Αὐτή ἡ παράδοση πέρασε στόν κλῆρο καί το λαό καί διέσωσε τήν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία μας. Τό κολλυβαδικό κίνημα εἶχε βαθύτατες ἑλληνορθόδοξες ρίζες κι' αὐτό φαίνεται στά ἔργα τῶν κολλυβάδων, προωθῶντας τό τρίπτυχο α) γνήσια ὀρθόδοξη πίστη καί λατρεία, β) ἑλληνορθόδοξη παιδεία, γ) ἑλληνορθόδοξο ἦθος καί τρόπο ζωῆς.
Οἱ ἀρχές καί οἱ ἐπιδιώξεις τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος ἔγιναν δεκτές ἀπό τόν ἑλληνικό ὀρθόδοξο λαό. καί στούς ἀγωνιστές τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας. Αὐτές τίς ἀρχές ἐξέφραζαν ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Κανάρης, ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Παπαφλέσσας, κ.α. Αὐτές τίς ἀρχές ἐνστερνίστηκαν ἀργότερα καί οἱ πρωτεργάτες τῆς «Φιλορθοδόξου Ἑταιρείας» (Κοσμᾶς Φλαμιάτος, Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου, Χριστόφορος Παπουλάκος, κ.α.), οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν κατά τῆς νέας μορφῆς σκλαβιᾶς τοῦ λαοῦ μας, πού προωθοῦσαν οἱ ἄθεοι «διαβασμένοι» τῆς Ἑσπερίας καί εἶχαν ταυτιστεῖ μέ τήν βαυαροκρατία, ἡ ὁποία ἐπιχειροῦσε νά ἀφαιρέσει καί τά τελευταῖα ψήγματα τῆς ὀρθοδόξου ρωμαίικης παραδόσεώς μας. Αὐτές τίς ἀρχές ἐξέφρασαν ἀργότερα καί οἱ μεγάλοι λογοτέχνες μᾶς Α. Παπαδιαμάντης, Α. Μωραϊτίδης, Φ. Κόντογλου, κ.α.
Αὐτές τίς ἀρχές ἐνστερνίστηκε καί ὁ Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς. Δέν εἶναι ἄσχετο τό γεγονός ὅτι εἶχαν κοινή καταγωγή μαζί μέ τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἰσχυρούς δεσμούς μέ τή Νάξο καί ὅπου διοχέτευσε καί ἐκεῖ τό κολλυβαδικό πνεῦμα. Προφανῶς ὁ σεβάσμιος ἱερέας Γεώργιος Μελισσουργός, παπποῦς τοῦ Παπα- Νικόλα Πλανᾶ, εἶχε γνωρίσει καί διδαχθεῖ ἀπό ἀνθρώπους πού εἶχαν γνωρίσει τόν ἅγιο Νικόδημο καί διδαχθεῖ ἀπό αὐτόν. Εἶναι σίγουρο, πώς ὁ σεβάσμιος καί εὐλαβής ἐκεῖνος κληρικός, εἶχε μιλήσει στόν ἐγγονό του, τον
μετέπειτα Παπα- Νικόλα,  γιά τόν Ἅγιο Νικόδημο καί τό ἀνανεωτικό κίνημα πού ἦρθε ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, γιά νά ἐκτοπίσει  τό παρείσακτο δυτικό πνεῦμα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά ἐπαναφέρει τήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση. Ἡ ἐμμονή τοῦ μικροῦ του ἐγγονοῦ νά παίζει τόν ἱερέα καί νά ψάλλει στό ἰδιωτικό τους παρεκκλήσι, φανερώνει τή μύησή του στήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καί ἰδιαίτερα στήν ἀξία τῆς θείας λατρείας, ἡ ὁποία, ὅπως ἤδη προαναφέραμε, ἦταν βασικό στοιχεῖο τῆς κολλυβαδικής ἀνανέωσης.
Μελετῶντας μέ προσοχή το βίο τοῦ ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ, εἶναι εὔκολο νά διαπιστώσουμε ὅτι ὁ ἁπλοϊκός ἐκεῖνος λειτουργός ζοῦσε κυριολεκτικά νά λειτουργεῖ! Δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε πώς ἀπό τά πενῆντα καί πλέον χρόνια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας τό μισό τοὐλάχιστον χρόνο τόν πέρασε μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα λειτουργῶντας! Ἄν προσθέσουμε καί τίς κατ' ἰδίαν προσευχές του, τότε ὁλόκληρος ὁ βίος του ἦταν λειτουργικός! Ό, τί δηλαδή ὑπαγόρευε καί πρέσβευε ἡ κολλυβαδική παράδοση, ἡ ὁποία ἔθεσε στό περιθώριο τό ἐπηρεασμένο ἀπό τή Δύση λειτουργικό τυπικό, τό φορμαρισμένο μέ συγκεκριμένους τύπους, ἀπογυμνωμένο ἀπό τή δροσιά τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Ἡ μεγάλη χαρά του ἦταν, ὅπως εἴπαμε, οἱ ὀλονυχτίες, οἱ ὁποῖες ἐκτείνονταν ὡς τίς πρῶτες πρωινές ὧρες. Ἐκεῖνος πάντα ὄρθιος καί δεόμενος μπροστά ἀπό τό Ἱερό Θυσιαστήριο, γιά 8, 9 ἤ καί 10 ὧρες! Ἡ καρέκλα ἦταν ἔπιπλο ἄχρηστο γι' αὐτόν. Ἀποροῦσε τό ἐκκλησίασμα γιά τήν ἀντοχή του, ἡ ὁποία δέν εἶναι εὔκολο νά ἐξηγηθεῖ μέ ὀρθολογικά κριτήρια. Ὁ μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος εἶχε πεῖ «Τόν Παπα-Νικόλα ἄλλη τίς ξένη δύναμις τόν ἐβάσταζε: ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἀλλά καί μετά τό πέρας τῆς ὀλονυχτίας πήγαινε γιά ὀλιγόωρο ὕπνο καί τό πρωί τῆς ἑπομένης λειτουργοῦσε ξανά, ὡς τό μεσημέρι ἤ καί τό ἀπόγευμα! Καμιά κόπωση δέ διακρίνονταν στό πρόσωπό του, ἀλλά μιά εὐδιάκριτη ἱλαρότητα καί γλυκύτητα. Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε καί τό γεγονός ὅτι μνημόνευε ὅλους τούς πιστούς, ζωντανούς καί κεκοιμημένους σέ κάθε Θεία Λατρεία. Κάθε ἕναν πού γνώριζε, τόν συμπλήρωνε στά δίπτυχά του, γιά νά τόν μνημονεύει ἐσαεί. Τά πολυάριθμα χαρτάκια του τά ἀποκαλοῦσε «συμβόλαια γραμμάτια» καί τά ἔφερε πάντα μαζί του στίς τσέπες τοῦ τριμμένου ράσου του. «Εἰς κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ἤ τρεῖς χιλιάδες ὀνόματα. Δέν βαρύνεται ποτέ. Ἤ προσκομιδή παρ' αὔτω διαρκεῖ δύο ὥρας» ἀναφέρει ὁ Παπαδιαμάντης!
Ἀλλά καί μετά τήν μακρόσυρτη ἀκολουθία δέν πήγαινε στό φτωχικό του νά ἀναπαυθεῖ, ἀλλά τόν περίμεναν, ὅπως προαναφέραμε, ὁμάδες πιστῶν ἀπό ὅλη τήν Ἀττική καί ὄχι μόνο, νά ἐξομολογηθοῦν ἤ νά τόν συμβουλευτοῦν. Μαζί τους, ὄχι μόνον ἀγράμματοι ἤ ὀλιγογράμματοι πιστοί, ἀλλά καί ἐγγράμματοι, ἀκόμα καί ἐπιστήμονες, ἐρχόταν νά φωτιστοῦν ἀπό τόν ὀλιγογράμματο μέν, ἀλλά φωτισμένο ἀπό τό Θεό ἱερέα. Καί στήν ἐξομολόγηση ἀκολουθοῦσε τό κολλυβαδικό πνεῦμα. Στήν ἐποχή του εἶχε κυριαρχήσει τό δυτικό νομικίστικο καί δικανικό πνεῦμα, γιά τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀφέσεως. Ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται στή δυτική χριστιανική παράδοση, παράβαση συγκεκριμένης νομικῆς διάταξης, ἡ ὁποία διαταράσσει τή θεία δικαιοσύνη, καί ἡ ὁποία πρέπει νά ἱκανοποιηθεῖ μέ συγκεκριμένη ποινή, ὥστε νά λάβει τήν ἄφεση ὁ ἐξομολογούμενος. Αὐτά ὅμως ἦταν ἄγνωστα γιά τόν Παπα- Νικόλα Πλανᾶ. Ὡς φορέας τῆς γνήσιας πατερικῆς παραδόσεως, ἔβλεπε τήν ἁμαρτία, ὄχι δικανικά, ὡς παράβαση νόμου, ἀλλά ὡς ἀποτυχία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου νά αὐτοπραγματωθεί μέ τίς δικές του δυνατότητες, αὐτονομημένος ἀπό τό Χριστό καί τό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Θεωροῦσε τόν ἁμαρτωλό ὡς πνευματικά ἀσθενῆ, ὡς ἀποτυχημένο, καί ἔτσι τόν ἀντιμετώπιζε. Οὐδέποτε ταράσσονταν καί θύμωνε τήν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως. Εἶχε προικισθεῖ ὁ ὀλιγογράμματος ἐκεῖνος ἐξομολόγος ἀπό τό Θεό νά ἀνατέμνει μέ ἀκρίβεια τήν ἀνθρώπινη ψυχή καί νά βρίσκει τό κατάλληλο φάρμακο νά τή θεραπεύσει ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας. Μέ πατρική στοργή, γιά
τό ἄρρωστο πνευματικά παιδί του, προσπαθοῦσε νά τοῦ δείξει τήν ἀστοχία του, τήν ἀποτυχία του, τό λάθος του καί νά δεχτεῖ τά φάρμακα πού τοῦ πρότεινε γιά τή σωτηρία του. Δέν ἀποθάρρυνε κανέναν, ὅσο μεγάλος ἁμαρτωλός καί νά ἦταν, ἀλλά ἔδινε στόν καθένα τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, δια της εἰλικρινοῦς μετανοίας, πού εἶναι χάρισμα ἀπό το Θεό καί οὐδέποτε ἀτομική  κατάκτηση. Σύστηνε τήν ταπείνωση, τήν προσευχή, τή συμμετοχή στά Ἱερά Μυστήρια καί τήν ἀγαθοεργία ὡς μέσα σωτηρίας καί οὐδέποτε ὡς αὐτοσκοπό γιά τή σωτηρία. Οὐδέποτε ὑποστήριξε ὅτι τά «ἐπιτίμια» εἶναι ποινές, οἱ ὁποῖες ἐξιλεώνουν τόν ἁμαρτωλό, ἀλλά παιδαγωγικά μέσα, γιά νά ἀποδεχτεῖ ὁ ἁμαρτωλός της θεία σώζουσα χάρη. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ἔβαζε τέτοια «ἐπιτίμια», τέτοια πού μποροῦσαν νά τηρηθοῦν, καί νά συνεφέρουν τόν ἁμαρτωλό.
Στούς πονεμένους καί πεφορτισμένους ἀπό τίς δοκιμασίες τοῦ βίου ἦταν ὁ συμπονετικός παρηγορητής καί ὁ σοφός συμβουλάτορας. Ἡ γνώμη του θεωροῦνταν σημαίνουσας ἀξίας καί γι' αὐτό ἔτρεχε πλῆθος κόσμου νά τόν συμβουλευτεῖ καί νά ἐναποθέσει σέ ἐκεῖνον τά προβλήματά του, διότι εἶχε παγιωθεῖ στή συνείδησή των Ἀθηναίων ὅτι ὁ ταπεινός καί ἁγιασμένος ἐκεῖνος κληρικός εἶχε χῶρο στήν καρδιά του γιά τόν κάθε ἕναν πιστό.
Ἐνῶ γιά τόν ἑαυτό του ἦταν αὐστηρός, ἀντίθετα, γιά τούς ἄλλους ἦταν ἀνεκτικός καί ἐπιεικής. Συγχωροῦσε τούς πάντες. Συγχώρεσε τό νεωκόρο τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν κακή συνήθεια νά τόν μουντζώνει. Δέ δίσταζε νά ζητᾶ συγνώμη ἀπό τούς συνεργάτες του ὅταν τούς κούραζε ἀπό τήν ἐπιμονή του στίς μακρόσυρτες ἀκολουθίες, «σας παιδεύω, παιδιά μου, νά μέ συγχωρέσετε», «νά μέ συγχωρεῖτε... εἶμαι λιγάκι παράξενος!» ἔλεγε! Τό μόνο πού δέν συγχωροῦσε ἦταν ἡ ἐμμονή ὅσων δέν συγχωροῦσαν τούς ἄλλους. Ἀναφέρεται, πώς θεωροῦσε ἔνοχο δια παντός ἕναν κληρικό πού εἶχε ἀφορίσει μιά γυναῖκα καί πέθαναν καί οἱ δύο ἀσυγχώρητοι. Σύστηνε τήν ἀγάπη καί τήν ὑπομονή, ὡς βασικά ἐφόδια, γιά τήν πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς. «Νά εἶστε ἀγαπημένοι παιδιά μου» , «κάντε ὑπομονή καί ὁ Θεός θά δώσει τή λύση» ἔλεγε.
Στήν προσωπική του ζωή ζοῦσε ἀσκητικά, σάν μοναχός στόν κόσμο. Ἔτρωγε ἐλάχιστο καί λιτότατο φαγητό, πού ἀποτελοῦνταν κυρίως ἀπό χόρτα, τά ὁποῖα μάζευε ὁ ἴδιος  ἀπό τά χωράφια πέριξ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἰωάννου στό σημερινό Νέο Κόσμο τῶν Ἀθηνῶν. Ὅταν δέ νήστευε ἔτρωγε καί λίγο γάλα καί τυρί, πού τοῦ ἔδιναν οἱ βοσκοί τῆς περιοχῆς. Πολλοί πιστοί του προσέφεραν φαγητό καί τρόφιμα, ἀλλά αὐτός τό προσέφερε κρυφά σέ φτωχούς. Νήστευε μέ ἀκρίβεια ὅλες τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ξηροφαγοῦσε. Τή μεγάλη Ἑβδομάδα ἦταν σχεδόν νηστικός, συντηροῦνταν μέ ἐλάχιστα μουσκεμένα παξιμάδια καί νερό. Ἀπό τό βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης μέχρι τήν Ἀνάσταση δέν ἔβαζε τίποτε στό στόμα του, παρά λίγο νερό!
Συνδύαζε μέ συνέπεια τήν τριπλή μοναχική ἡσυχαστική ἄσκηση: τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, τῆς νηστείας καί τῆς ἀγρυπνίας. Ὁ Παπα- Νικόλας, χωρίς νά ἔχει ἰδιαίτερες γνώσεις γιά τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, τή βίωνε ὁ ἴδιος μέ ἀκρίβεια! Γι' αὐτό ἀξιώθηκε ἀπό τό Θεό νά γίνει τό καθαρό δοχεῖο τῆς Θείας Χάριτος καί ἔτσι νά θαυματουργεί, ἐνῶ ἀκόμη ζοῦσε. Ἡ εὐσεβής παράδοση τῶν Ἀθηναίων διέσωσε πολλά θαύματα πού ἐπιτέλεσε. Ἕνα ἀπό τά πολλά θαύματά του ὑπῆρξε ἡ, κατόπιν θερμῆς προσευχῆς του, ἀνεξήγητη προμήθειας πρόσφορου γιά τή Θεία Λειτουργία, ὅταν δέν ὑπῆρχε πρόσφορο. Ἀξιώθηκε ἐπίσης νά ἔχει καί προορατικό καί προφητικό χάρισμα. Εἶχε προαναγγέλλει το θάνατο ἀρρώστου παιδιοῦ: «Ὁ Ἠλίας θά πεθάνει, μοῦ τό εἶπαν ὁ ἅγιος Ἰωάννης καί ὁ ἅγιος Παντελεήμων», εἶχε προαναγγείλει, ὅπως καί ἔγινε! Φυσικά ὁ ἴδιος, μέσα στήν ταπεινότητά του δέ δεχόταν ὅτι θαυματουργοῦσε. Τά ζωντανά θαύματα, πού ἔβλεπε ὁ λαός, τά ὀνόμαζε «σημεῖα ἀπό το Θεό» καί ὄχι δικά του κατορθώματα. Θεωροῦσε
ἀπόλυτα φυσιολογική τή θαυμαστή ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στή ζωή. Τό προορατικό του χάρισμα οὐδέποτε τό διαφήμισε καί φρόντιζε νά μήν τό μαθαίνει ὁ κόσμος. Εἶναι γνωστό πώς πολλά παιδιά, κυρίως τά «παπαδάκια» τοῦ Ἱεροῦ, τόν ἔβλεπαν τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας νά ἵπταται στόν ἀέρα, νά μήν πατᾶ στή γῆ, νά στέκεται σέ ἕνα σύννεφο! Τό ἀγαποῦσαν ἄλλωστε τά παιδιά, τά ὁποῖα τόν ἀποκαλοῦσαν «Παπποῦ» καί ἐκεῖνος ἀνταπέδιδε μιά ὑπέρμετρη ἀγάπη γιά ἐκεῖνα. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οὐδέποτε δυσανασχετοῦσαν κατά τήν ὥρα τῆς Λατρείας, δέν ἔκλαιγαν, δέ φώναζαν καί δέν ἔπαιζαν, ὅπως συνήθως κάνουν. Συνωστίζονταν ποιό παιδί θά ντυθεῖ «παπαδάκι» στό Ἱερό Βῆμα. Ἀλλά καί οἱ μεγάλοι εἶχαν τήν αἴσθηση τῆς ἁγιότητάς του. Τόν σέβονταν καί τόν ἀγαποῦσαν ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι. Ὅταν τόν συναντοῦσαν στό δρόμο, ἔβγαζαν τά καπέλα τους, τοῦ φιλοῦσαν τό χέρι καί ζητοῦσαν τήν εὐλογία του. Οἱ γυναῖκες σταυροκοπιοῦνταν καί τόν πλησίαζαν φορῶντας τά μαντίλια τούς, ὅπως ἔμπαιναν στήν ἐκκλησία. Οἱ ἀμαξάδες σταματοῦσαν τίς ἅμαξες γιά νά προσπεράσει. Οἱ πιστοί στήν Ἐκκλησία φρόντιζαν νά τόν ἀγγίζουν καί νά τόν φιλοῦν στό μέτωπο, καθώς ἦταν ὑπερβολικά κοντός καί ἐκεῖνος ἀνταπέδιδε εὐχές, χαμόγελα καί καλοσύνη. Τόν διέκρινε ἄλλωστε μιά σπάνια εὐγένεια καί καλοσύνη. Εἶχε γιά ὅλους ἕναν καλό λόγο καί ποτέ δέν κακολογοῦσε κανέναν. Μιά ἀπίστευτη καί πρωτόγνωρη γαλήνη ἦταν μόνιμα φωλιασμένη στήν ψυχή του. Ὁ θυμός ἦταν ἄγνωστο συναίσθημα γ' αὐτόν, πολλῷ δέ μᾶλλον ἡ κακία καί ἡ ἐκδίκηση. Δέν ἄφηνε κανένα περιθώριο ἀντιπάθειάς του στόν κόσμο καί γι' αὐτό ἐκεῖνος τόν ἀγαποῦσε καί τόν ὑπολήπτονταν. Σέ κάποια αὐθάδη κοπέλα της εἶχε πεῖ: «Λές νά μήν μπορῶ καί ἐγώ νά βρίσω; Δέν τό κάνω ὅμως, διότι αὐτό θά μέ βλάψει!». Ἦταν ἀνεξίκακος. Ἔκανε πώς δέν καταλάβαινε, πού τόν ἔκλεβε συστηματικά ὁ μέθυσος ψάλτης του, ὁ Ἀλέκος, τόν ὁποῖο παρατηροῦσε μέ ἀγάπη: «ἥσυχα Ἀλέκο, ἥσυχα»! Ὁ π. Φιλόθεος Ζερβάκος σημείωσε: «Ὁ π. Νικόλαος οὐδέποτε ἐταράχθη, οὐδέποτε ἐθύμωσε, πάντας ἠγάπα, ὑπέρ πάντων ηὔχετο. Εἶχε δέ τήν νοεράν προσευχήν, τό χαροποιόν πένθος, τό ἀείρυτον δάκρυον, ἅτινα τόν κατέστησαν πρᾶον καί κληρονόμον τῆς γῆς τῶν πραέων, τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν».
Ὅμως αὐτή ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐκτίμηση τοῦ κόσμου, δέν τό ὁδήγησε στό νά θεωρήσει τόν ἑαυτό του σπουδαῖο. Ἀντίθετα μάλιστα καλλιεργοῦσε στό πρόσωπό του τήν ἀρετή τῆς ταπείνωσης. Μιλοῦσε συνεχῶς γιά τή δική του ἀναξιότητα καί ἀμαρτωλότητα καί φρόντιζε νά κρύβει ἐπιμελῶς τίς ἀρετές του. Δέ θά ἦταν ὑπερβολικό νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ὁ Παπα- Νικόλας Πλανᾶς ἀξιώθηκε νά γίνει καί μιμητής τῶν παλαιῶν ἁγίων σαλῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Τῶν θαυμάσιων ἐκείνων ἁγίων, οἱ ὁποῖοι προσποιοῦνταν τους διανοητικά ἀναπήρους, ἀσκῶντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν ὕψιστη ἀρετή τῆς ταπείνωσης καί ὑποδηλώνοντας τήν κοσμική μηδαμινότητα. Μέ τή δική τους ὑποτιθέμενη «παραλογία» ἀποδείκνυαν τήν παραλογία τοῦ πτωτικοῦ κόσμου. Ὁ Παπα- Νικόλας Πλανᾶς ἄσκησε καί την ἐν Χριστῷ σαλότητα. Ἀπό σωματική διάπλαση ἦταν πολύ κοντός. Μιλοῦσε ψευδά. Λόγῳ τῆς ὀλιγογραμματοσύνης του ἔκανε, ὅπως προαναφέραμε, σοβαρά λεκτικά λάθη, ὅταν διάβαζε ἀναγνώσματα καί εὐχές στήν ἐκκλησία. Μόνο στή Θεία Λειτουργία δέν ἔκανε λάθη, διότι τά εἶχε μάθει σωστά καί τά ἔλεγε ἀπό στήθους. Ὅμως ποτέ δέν προκαλοῦσε σχόλια καί γέλια, ἀντίθετα μάλιστα εἶχαν συνηθίσει τά λεκτικά του λάθη τά ὁποῖα εἶχαν συνδυάσει οἱ πιστοί μέ τήν ἁπλοϊκότητα καί ἀφελότητα τοῦ χαρακτῆρα του. Εἶχε συναίσθηση ὅτι δέν ἦταν μειωμένων προσόντων καί γι' αὐτό μιλοῦσε γιά τό πρόσωπό του ἀπαξιωτικά, ἤτοι: «εἶμαι ἀγράμματος», «εἶμαι ἐλάχιστος», κλπ.  Ὅταν μιλοῦσε γιά τήν ἁμαρτία καί τήν ἀσέβεια, προέτασσε πάντοτε τόν ἑαυτό του ὡς τόν πρῶτο ἁμαρτωλό καί ἀσεβῆ καί μετά στιγμάτιζε τούς ἄλλους. Ὅταν προέτρεπε γιά μετάνοια δέν ἔλεγε «μετανοῆστε», ἀλλά «ἄς μετανοήσουμε». Φοροῦσε εὐτελῆ καί τριμμένα ράσα καί ὑποδήματα, τά ἴδια γιά
χρόνια. Τό σπίτι του ἦταν φτωχικό, ἀπό τά πλέον φτωχόσπιτα τῶν Ἀθηνῶν. Ποτέ δέν παραπονέθηκε γιά τή φτώχια τοῦ. Ὁ ἴδιος, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἱερεῖς τήν ἐποχή ἐκείνη, χωρίς μισθό, συντηροῦνταν ἀπό τά φιλοδωρήματα τῶν ἐνοριτῶν. Ἦταν ἀπίστευτα ἁπλός «Αὐτή ἡ ἁπλότητα, σημειώνει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος, ἦταν καί ἔκφραση τοῦ χαρακτῆρος του, ἀλλά κυρίως καί πρό παντός, ἦταν ἔκφραση τῆς λειτουργικῆς καί ἀσκητικῆς του ἐμπειρίας. Δέν ἐπρόκειτο μόνο γιά μιά ἐξωτερική ἁπλότητα στούς τρόπους, ἀλλά κυρίως γιά ἁπλότητα ποῦ προερχόταν ἀπό τήν ἑνότητα καί τήν καθαρότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ κόσμου».
Ἀλλά δέν ἔβλεπε τούς πιστούς μόνο ὡς ψυχές, ἀλλά καί ὡς σώματα, τά ὁποῖα ἔχουν ὑλικές ἀνάγκες. Ἔτσι φρόντιζε τά φιλοδωρήματά του νά τά δίνει, ὅπως τά ἔπαιρνε, στούς φτωχούς, ἀφοῦ πρῶτα τά σταύρωνε γιά νά ἁγιαστοῦν καί νά πιάσουν τόπο. Στήν τσέπη του δέν εἶχε ποτέ δεκάρα! Ὡς γνήσιος Ὀρθόδοξος καί Ἕλληνας, ἔχοντας στήν ψυχοσύνθεσή του τό ἑλληνορθόδοξο κοινοτικό ἰδεῶδες, ζοῦσε γιά τούς ἄλλους. Τή  ζωή τῶν συνανθρώπων του τή θεωροῦσε σημαντικότερη ἀπό τή δική του, διότι ἔβλεπε στό πρόσωπο του κάθε ἐνδεῆ, τόν ἴδιο τό Χριστό. Ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ζωή του ὑπῆρξε μιά ἀδιάκοπη ἐλεημοσύνη. Τό μερίδιο τῆς μεγάλης πατρικῆς του περιουσίας, ὅπως ἀναφέραμε, τό εἶχε βάλλει ἐνέχυρο γιά κάποιον φτωχό ὀφειλέτη, τό ὁποῖο οὐδέποτε τοῦ τό ἐπέστρεψε. Ἔδινε κάθε μῆνα ἐπίδομα σέ δεκάδες οἰκογένειες χηρῶν καί ὀρφανῶν. Ἕνα πάμφτωχο γεροντάκι γιά χρόνια ἔπαιρνε δυό φορές τήν ἑβδομάδα τό ἐπίδομά του, τό ὁποῖο τόν συντηροῦσε στή ζωή. Ἔτρεχε στά φτωχικά σοκάκια τῆς Ἀθήνας γιά νά συναντήσει δυστυχισμένους γιά νά τούς δώσει τόν ὀβολό του. Ἐπισκεπτόταν νεαρά ζευγάρια καί τούς ἔδινε τά πρῶτα ἔξοδα τοῦ βίου τους. Εἶχε τούς μυστικοσυμβούλους του νά μαθαίνει ποιός εἶχε ἀνάγκη γιά νά σπεύσει νά τόν βοηθήσει!
Ἔχει ἀξία νά ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τί εἶπαν γιά τόν ἅγιο Νικόλαο Πλανᾶ δύο μεγάλοι λογοτέχνες μας ὁ Α. Παπαδιαμάντης καί ὁ Φώτης Κόντογλου. «Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τάς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καί ὁ ἀπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀξιαγάπητος, εἶναι ἁπλοϊκός καί ἐνάρετος, εἶναι ἄξιος τοῦ πρώτου Μακαρισμοῦ τοῦ Σωτῆρος», ἔγραψε ὁ Παπαδιαμάντης. Ὁ Φώτης Κόντογλου σημείωσε στόν πρόλογο βιβλίο του: «Καρδιά πονηρή καί ἄπιστη ἄς μήν ἁπλώσει ν' ἀνοίξει τοῦτο τό βιβλίο. Γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς ποῦ φέρνει τήν πίστη. Ὅλη ἡ βιογραφία τοῦ ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ δείχνει αὐτόν τό ἁπλό Κληρικό, ποῦ ξέρει νά ποιμαίνει, νά ἀνέχεται, νά ἀγαπᾶ, νά εἶναι μιά καύση καρδίας ὑπέρ ὅλης τῆς κτίσεως». Θά πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μας πώς οἱ εὐλαβικοί καί ἁπλοϊκοί ἱερεῖς - ἥρωες τῶν ἄφθαστων διηγημάτων τοῦ Παπαδιαμάντη εἰκονίζουν σαφέστατα τόν Παπα - Νικόλα Πλανᾶ!

Σεβαστοί μου καί ἀγαπητοί μου,
Αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς. Ἕνας γνήσιος κληρικός καί ἕνας ἀληθινός ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι δέ βγῆκε ἔξω ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική μας ὁριοθέτηση. Ὑπῆρξε «Ὁ ποιμήν ὁ καλός» (Ἰωάν.9,11) εἰς τύπον τούς ἀρχιποίμενος Χριστοῦ. Μέσα στήν ἁπλότητά του βίωσε μέ ἀκρίβεια τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ὀρθοπραξία. Ἔγινε ἅγιος διότι δέν γνώριζε καί δέν ἀναγνώριζε ἄλλο Θεό, ἀπό τόν Τριαδικό, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀποκαλύφτηκε ἀπό τόν ἔνσαρκο Λόγο Του, το Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό. Δέ γνώριζε καί δέν ἀναγνώριζε ἄλλη Ἐκκλησία, ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δέ γνώριζε καί δέν ἀναγνώριζε ἄλλη ἀλήθεια ἀπό τήν σώζουσα Ὀρθόδοξη Πίστη, τήν ὁποία μᾶς παρέδωσαν ἀπαραχάρακτη οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν γνώριζε καί δέν ἀναγνώριζε θεία,θεῖα χάρη, ἁγιασμό καί σωτηρία ἐκτός τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὀρθοδοξίας. Δέν τοῦ πέρασε ποτέ ἀπό τήν ἁπλοϊκή, μά
θεοφώτιστη σκέψη του, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λατρεύουν δῆθεν τόν ἴδιο Θεό, μέ διαφορετικό τρόπο, ὅπως διατείνεται ὁ σύγχρονος διαχριστιανικός καί διαθρησκειακός οἰκουμενισμός, ὅτι δῆθεν ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι διαφορετικοί δρόμοι γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, διότι αὐτό θά ἀναιροῦσε τή μοναδικότητα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν ἀπόλυτη προσήλωσή του στή λειτουργική καί εὐχαριστιακή βίωση τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας, ἀπόδειξε ὅτι ὁ μοναδικός σωτῆρας καί λυτρωτής τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Χριστός καί τό μέσον τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ Ἁγία Του Ἐκκλησία, ὡς ἡ μόνη ταμειοῦχος τῆς Θείας Χάριτος. Ὅτι ἡ σωτηρία, μᾶς χαρίζεται ἀπό το Θεό, καί ἐμεῖς ἀποδεχόμενοι αὐτή τή θεία δωρεά ἀνταποδίδουμε μέ τήν εὐχαριστήρια συμμετοχή μας στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτή τή σημασία εἶχε ὁ ἀέναος λειτουργικός βίος τοῦ ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ. Γι' αὐτό καί δέν εἶχε τήν ἄποψη ὅτι ἐκτελοῦσε ἁπλά τυπικά ἱερατικά καί θρησκευτικά καθήκοντα, ἀλλά ἦταν ἀπόλυτα πεπεισμένος ὅτι ὑπηρετοῦσε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τή νέα κτίση, τό νέο τριαδικό τρόπο ζωῆς, πού δίδαξε ὁ Χριστός καί καλλιεργεῖ ἡ ἁγία Του Ἐκκλησία.
Τοιοῦτος λοιπόν ἱερέας ἔλαχε στούς εὐσεβεῖς Ἀθηναίους στούς δύσκολους ἐκείνους χρόνους. Τοιοῦτος ἱερέας θά πρέπει νά ἀποτελεῖ καί τό πρότυπο τῶν σημερινῶν καί μελλοντικῶν κληρικῶν. Τοιοῦτο παράδειγμα μᾶς ἄφησε, ὡς πολύτιμη παρακαταθήκη, γιά τή δική μας πνευματική πορεία. Ὡς νοητός ὁδοδείκτης, ἡ ὁλόφωτη προσωπικότητά του καί τό παράδειγμά του, μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν νά βγοῦμε ἀπό τά σημερινά προσωπικά καί κοινωνικά μας ἀδιέξοδα.  Ἡ λύση τῶν σύγχρονων μεγάλων καί πολυποίκιλων προβλημάτων μας βρίσκεται στήν ἐγκόλπωση τῶν ἀξιῶν, πού ἐνστερνίστηκε καί βίωσε ὁ ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς, ἤτοι: στή γνήσια ὀρθόδοξη πνευματικότητα, στό ὀρθόδοξο ἀσκητικό ἰδεῶδες καί στόν ἑλληνορθόδοξο κοινοτικό τρόπο ζωῆς. Ὅσο γρηγορότερα κατανοήσουμε καί υἱοθετήσουμε αὐτή τήν ἀλήθεια, τόσο γρηγορότερα θά φτάσουμε στή λύση τῶν προβλημάτων μας. Ὅσο ἀπεμπολοῦμε τόν ἑλληνορθόδοξο τρόπο ζωῆς καί στέφουμε τίς ἐλπίδες μᾶς πρός τήν ἑτεροδοξία, πολλῷ δέ μᾶλλον πρός τόν σύγχρονο θρησκευτικό συγκρητισμό, ὄχι μόνο λύτρωση νά μήν περιμένουμε, ἀλλά ἀντίθετα: δραματική ἐπιδείνωση των πρόβλημά των μας.
Εἴθε οἱ ἀέναες προσευχές τοῦ ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ, στό οὐράνιο θυσιαστήριο τῆς Θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, νά μᾶς συντροφεύουν στόν προσωπικό καί τόν κοινωνικό μας βίο. Τίς ἔχουμε ἀπόλυτα ἀνάγκη!


Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.