18 Ιουλ 2022

«Ἰδού ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν»

Ἀπόδοση στήν Νεοελληνική - Ἐπιμέλεια:
Σάββας Ἠλιάδης

Ἁγίου Νικοδήμου
«Ἰδού ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν» (Ψαλμός 7,15)
α). «ἰδοὺ ὠδίνησεν ἀδικίαν»:
Τόν ἀποστάτη τόν γιο μου Ἀβεσσαλώμ, τόν συνέλαβε ἡ ἀδικία, σάν τήν γυναῖκα πού συλλαμβάνει τό ἔμβρυο στήν ἐγκυμοσύνη καί γί΄ αὐτό σκέφτηκε μέ ἄδικο τρόπο, ὥστε νά ἀπομακρύνει ἀπό τήν βασιλεία, τήν ὁποία μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός.
Μεταχειρίστηκε δέ ὁ Δαβίδ τήν λέξη τῆς ωδίνος (ωδίς- ωδίνος = οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ), δηλαδή τοῦ κοιλοπονήματος τῆς γυναίκας, γιά νά δείξει πόσον πόνο καί πόση στενοχώρια... δοκιμάζουν ὅσοι σκέφτονται νά ἀδικήσουν τόν ἀδελφό τους, διότι αὐτοί πνίγονται ἀπό τόν θυμό, σταματάει τό λογικό τούς ἀπό τήν ὀργή, βλάπτονται ἀπό τούς λογισμούς καί δοκιμάζονται ἀπό ἄλλα μύρια κακά.
Ἐπίσης τούς καταπλακώνει ὁ φόβος, ἔχουν ἀγωνία καί μέ δυό λόγια δέν μποροῦν νά εἰρηνεύσουν μέ ἄλλον τρόπο, παρά μόνο ὅταν ὁλοκληρώσουν καί κάνουν πράξη τούς λογισμούς αὐτούς, δηλαδή, ὅταν ἀδικήσουν. Ἀλλά καί μετά ἀπό τήν τέλεση τῆς ἀδικίας πάλι δέν ἐλευθερώνονται οἱ ἄθλιοι, διότι τούς ἐλέγχει καί τούς κατακρίνει ἡ συνείδησή τους.
Ὅπου λοιπόν ἡ θεία Γραφή θέλει νά παρουσιάσει τόν ἀνυπόφορο πόνο, τόν παρομοιάζει μέ τό ὄνομα τοῦ πόνου τῆς κοιλιᾶς τῶν ἐγκύων γυναικῶν. Οἱ δς λέξεις «ὀδύνη» καί «ωδίς» ἐτυμολογοῦνται ἀπό τό ρῆμα «οἰδαίνειν»*, δηλαδή αὐξάνεται, ἐπειδή ὅταν τό βρέφος γίνει ἐννέα μηνῶν δέν ἀντέχει πλέον νά μένει μέσα στήν κοιλιά, γί΄ αὐτό προξενεῖ πολύ δυνατούς πόνους στήν ἔγκυο γυναῖκα, ζητῶντας νά βγεῖ ἔξω καί νά γεννηθεῖ.
Μέ αὐτό τό παράδειγμα δείχνει ὁ Δαβίδ ὅτι ἡ κακία δέν εἶναι ἔμφυτη στόν ἄνθρωπο, ἀλλά σπέρνεται ἀπό ἔξω καί αὐξάνεται καί ὑποβάλλει σέ πολλούς πόνους ἐκείνους πού τήν ἔχουν.
κατά τήν σύγχρονη ἐτυμολογία ἡ λέξη «ωδίς» παράγεται ἀπό τήν λέξη «ὀδύνη», ἡ ὁποία ὅμως δέν παράγεται ἀπό τό «οἰδαίνω» (οἰδάω, οἰδέω = φουσκώνω, πρήζομαι), ἀλλά μᾶλλον ἀπό τήν ρίζα τοῦ «ἔδ-ὦ» (ἐσθίω, τρώγω), στήν ὁποία συνυπάρχει καί ἡ ἔννοια τοῦ πόνου΄ ἤ ἀπό τήν λέξη «δύη» (=άλγος, δυστυχία) καί τοῦ προθετικοῦ ὁ- (Σ.Ε).

«συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν»:
Στά φυσικά ἔμβρυα πρῶτα γίνεται ἡ σύλληψη, ἔπειτα ἀκολουθοῦν τά κοιλοπονήματα, ὅταν βέβαια τό ἔμβρυο μεγαλώσει. Ἐδῶ ὅμως ὁ Δαβίδ ἀναφέρει πρῶτα τό κοιλοπόνημα καί μετά τήν σύλληψη. Γιατί λοιπόν τό εἶπε μέ αὐτόν τόν τρόπο, μέ αὐτήν τήν σειρά;
Καί ἀπαντοῦμε πώς, ἐκεῖ μέν, στά φυσικά ἔμβρυα καί ἡ σύλληψη καί τό κοιλοπόνημα ἀναφέρονται στό ἴδιο καί τό αὐτό ἔμβρυο. Ἐδῶ ὅμως, στήν περίπτωση τῆς ἁμαρτίας, σέ ἄλλο πρᾶγμα ἀναφέρεται ἡ σύλληψη καί σέ ἄλλο τό κοιλοπόνημα. Καί ἐρχόμαστε στό παράδειγμα: Ὁ Ἀβεσσαλώμ πρῶτα κοιλοπόνησε τήν ἀδικία ψυχικῶς, μέ τό νά ὑπέφερε βαριά ἀπό αὐτήν θυμώνοντας καί μάλιστα ἐπειδή δέν εὕρισκε τήν κατάλληλη στιγμή ὥστε νά διαπράξει τήν ἀποστασία του. Ἔπειτα συνέλαβε τόν πόνο, δηλαδή φορτώθηκε πάνω στόν ψυχικό καί ἄλλον πόνο σωματικό. Διότι, ὅταν πάσχει ἡ ψυχή, συμπάσχει καί τό σῶμα. Δέν πονοῦσε λοιπόν μόνο ψυχικά ὁ Ἀβεσσαλώμ, ἀλλά πονοῦσε καί στό σῶμα, μέχρις ὅτου «γέννησε» τήν ἀνομία τῆς ἀποστασίας. Καί ἀληθινά, ἔκανε μιά ἄτιμη πράξη, μέ τό νά ἀτιμάσει τόν πατέρα του, νά τόν διώξει καί νά μιάνει τίς παλλακίδες του.
Μερικοί ἑρμηνευτές κάνουν πιό σύντομη ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ στίχου. Δίνουν δηλαδή στήν μέν ὠδίνη καί τό κοιλοπόνημα τήν ἔννοια τῆς σκέψης καί τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ τοῦ Ἀβεσσαλώμ γιά τήν ἀποστασία, στήν σύλληψη δέ τό τέλος καί τήν ὁλοκλήρωση αὐτοῦ τοῦ λογισμοῦ.
Ἤ μπορεῖ νά νοηθεῖ καί ἀλλιώς΄ ὅτι ὁ Ἀβεσσαλώμ ἀφοῦ κοιλοπόνησε πρῶτα καί ἔπαθε πολλά ἀπό τόν λογισμό τῆς ἀποστασίας καί μή ὑποφέροντάς τον, συνέλαβε ἐκ νέου ἄλλον λογισμό γιά τόν ἴδιο σκοπό, ὁ ὁποῖος λογισμός μετατράπηκε σέ πόνο καί δεύτερο κοιλοπόνημα.
Λέγει δέ καί ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὡς πρός τήν φυσική τάξη τῶν πραγμάτων, φαίνεται πώς αὐτό πού λέει εἶναι συγκεχυμένο, ἐπειδή αὐτές πού κυοφοροῦν πρῶτα συλλαμβάνουν, ἔπειτα κοιλοπονούν καί τελευταία,τελευταῖα γεννοῦν. Ἐδῶ ὅμως πρῶτα βάζει τίς ωδίνες, ἔπειτα τήν σύλληψη καί μετά τόν τοκετό.
Ἐδῶ ὅμως ἡ σύλληψη ἀναφέρεται στήν καρδιά καί ἐκεῖ γίνεται μέ τρόπο πάρα πολύ ἔντονο καί φανερό, διότι οἱ ἀλόγιστες ὁρμές καί ἐπιθυμίες τῶν ἀκολάστων ἀλλά καί οἱ μανιώδεις καί ὑπερβολικά ἀσυγκράτητες ἐπιθυμίες ὀνομάστηκαν ωδίνες, ἐπειδή μέ ὀξύτητα καί πόνο εἰσέρχονται στήν ψυχή. Μπροστά δέ σέ μιά τέτοια ὁρμητική ἐπίθεση, αὐτός πού δέν μπορεῖ νά σταθεῖ κυρίαρχος καί νικητής στίς πονηρές ὑποβολές, συλλαμβάνει τόν πόνο καί αὐτός πού διεγείρει μέσα στήν καρδιά του τήν κακία, γεννᾶ τήν ἀνομία μέ τήν διάπραξη τῶν πονηρῶν πράξεων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.