17 Φεβ 2022

Ἕνεκεν δικαιοσύνης

Γράφει ὁ Θεόφιλος Πουταχίδης
Κάποτε σέ τοῦτον τόν τόπο περπατοῦσες κι εὕρισκες κάπου λίγο δίκιο νά ξεδιψάσεις. Ξαπόσταινες λίγο καί πήγαινες παρακάτω. Μά εἶναι καιρός τώρα πού γέμισαν οἱ δημοσιές μέ δαιμονανθρώπους καί γίνηκ' ὁ τόπος ἔρημος. Ἔρημος σου λέω· τέτοια πού τώρα καταλαβαίνεις τί θά πεῖ νά πεινᾶς καί νά... διψᾶς γιά δικαιοσύνη.

Γιατί ἄλλο νά τήν ἀγαπᾶς, ἄλλο νά τή γυρεύεις, ἄλλο νά τήν ἐργάζεσαι καί νά τήν ὑπηρετεῖς· κι ἄλλο νά τήν πεινᾶς καί νά τή διψᾶς.

Καί πᾶς... Κι ἡ γλῶσσα σου εἶναι στεγνή, τά χείλη σοῦ σκασμένα. Κι αὐτή  ἡ σκόνη... Δέν βλέπω· ἀνάθεμά τή σκόνη! Ποιός τό ψιθύρισε; «Μακάριοι οἱ πεινωντες καί διψωντες τήν δικαιοσύνην» (Ματθ. 5,6).

Περπατοῦσα μέσ' τή σκόνη καί ψιθύριζα μακαρισμούς «...καί ἔκλαιγα καί ἔλεγα καί λέγω. Διατί ἔλεγα αὐτό καί λέγω μέ κλάματα νά μᾶς σώσεις καί νά εἶναι ἡ δικιοσύνη σου; μέ αὐτό φραινόμαστε καί ζῶμεν, ὅτι τιμωρίζεται γενικῶς ἡ ἀρετή καί δοξάζεται ἡ ἀσέβεια· Διατί περικαλιῶμαι; Ὅτι αὐτεῖνοι χάσαν τή δικιοσύνη σου καί τήν ὑπόσκεσήν τους καί ὅρκο τους καί μᾶς κατήντησαν τέτοιοι ὁπού,ὁποῦ φαινόμαστε, καί μισαφιραῖοι καί κατατρεμένοι εἰς τήν πατρίδα τῆς γεννήσεώς μας»¹.

Καί περπατοῦσες μέσ' στή σκόνη κι εἶπες «διψῶ». «Ἶνα,Ἵνα τελειωθῆ ἡ γραφή», γι' αὐτό κι ἐσύ τό εἶπες (Ἰω. 19,28).

«Οἱ δέ πλήσαντες σπόγγον ὄξους» (Ἰω. 19,28) καί χολῆς καί δηλητηρίων καί τοξινῶν φυσικῶν τε καί συνθετικῶν, σοῦ τόν κουνοῦσαν -τόν σπόγγο- πέρα-δῶθε μπροστά στό πρόσωπο. Πάσας γοητείας καί φαρμακείας μετερχόμενοι ὑπάρχουν· καί γυάλιζε τό μάτι τους. Ἔλεγαν: «Ἔστω δέ ἡμῶν ἡ ἰσχύς νόμος τῆς δικαιοσύνης, τό γάρ ἀσθενές ἄχρηστον ἐλέγχεται. ἐνεδρεύσωμεν δέ τόν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστί καί ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν καί ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καί ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν» (Σοφ. Σολ. 2,11).

Κι ἀπέστρεψες τό πρόσωπό σου ἀπ' αὐτήν τήν ἀηδία. Ἀδικίας καί ἀνομίας καί αὐθαιρεσίας μεστοί ἐστέ, εἶπες. Κι ἄρχισε ἡ δίωξη κι ἡ καταδίωξη. Ὁ διωγμός, δηλαδή πού λένε, κι ὅλα τά συμπαρομαρτοῦντα. Ἀλλά ἀναρωτήθηκες: «Τότε γιατί λέω μεμνημένοι τοίνυν κλπ.;»², καί σήκωσες φωνή μεγάλη: «Γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας, ὀπαδοί τῆς ἀδικίας κι' ἀτιμίας!»³. Ναί, ἐναντιοῦμαι τοῖς ἔργοις ὑμῶν!

Περπατοῦσα στήν ἔρημο καί ψιθύριζα «μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης (Ματθ. 5,10). Κι ἔκανα ὥρα νά δῶ ψυχή. Ὥσπου φάνηκε ἕνας ἄλλος διψασμένος νά 'ρχεται μέ βήματα βαριά ἀπ' ἀπέναντι. Διασταυρωθήκαμε, μέ κοίταξε μέ κόκκινα μάτια καί μοῦ λέει: «Ποιά δικαιοσύνη ρέ φίλε;». «Τοῦ Θεοῦ του λέω, Τοῦ Θεοῦ...».... «Ε... τότε 'ντάξει», μοῦ λέει. «Εἶπα κι ἐγώ», μοῦ λέει. Κι ὅπως ἔφευγε τον ἄκουσα πού τραγουδοῦσε ἕναν 'μανέ ρεμπέτικο.

Βγάλε κυρά μου τό πανί πού ἔχεις μπρός στά μάτια,
μέ τό πανί τυφλώνουνται, ὅσοι φροντίζουν νόμους.

Βάλτο μπροστά στό στόμα σου, κάλυψε καί τή μύτη,
ἔτσι, μαθές τό συνηθάν όσ' εἴν' στούς... ὑπονόμους.

Σέ βρόμικα λαγούμια πας και στίς στοές τίς μαῦρες.
Καί τό σπαθί τί τό κρατᾶς; Ἄδικα τό κραδαίνεις.

Μόνο τό ζύγι κράτα το, φάρμακα κι ἄλλες σκόνες
καί τ' ἄσπρα τῶν πολιτικῶν νά τά καλοζυγίζεις.

Κι ὅπως χανόταν ἡ φωνή πίσω μου μέσ' στή σκόνη... «Ἔι, φίλε! Πῶς σέ λένε;», φώναξα. «Δαβίδ», ἤρθ' ἡ ἀπάντηση. «Περίμενε! Μή φεύγεις, ἄλλο τραγούδι ξέρεις;». Κοντοστάθηκε.

«Τί ἐγκαυχά ἕν κακίᾳ, ὁ δυνατός, ἀνομίαν ὅλην τήν ἡμέραν;
ἀδικίαν ἐλογίσατο ἡ γλῶσσα σου· ὡσεί ξυρόν ἠκονημένον ἐποίησας δόλον.
ἠγάπησας κακίαν ὑπέρ ἀγαθωσύνην, ἀδικίαν υπὲρ του λαλῆσαι δικαιοσύνην.
δια τοῦτο ὁ Θεός καθέλοι σέ εἰς τέλος» (Ψαλ. 51,3-7).

Καί αὐτοί πού διώκονται ἕνεκεν δικαιοσύνης σάν δοῦν τόν αἰσχρό διώκτη τους, τόν πᾶσα ἕνα ἀνθρωποδαίμονα, νά πέφτει μέ θόρυβο...

«...θά γελοῦν πού τόν θωροῦν κι ἐτοῦτα θά λογοῦνται·
Γιά δές τον, πού βοήθεια Θεοῦ δέν πεθυμοῦσε,
πού στόν περίσσο πλοῦτο του ἤλπιζε καί θαρροῦσε,
κι ἔγινε μέγας καί τρανός μέ ψέματα κι ἀπάτες»⁴.

«Τοῖς δέ Σαρδαναπάλου μνημείοις ἐπιγέγραπται "Ταύτ´ ἔχω όσς´ ἔφαγον καί ἐφύβρισα"»⁵.

Ὅσοι ἀπομείνατε Ἕλληνες γυρνᾶτε μέσ' τή σκόνη ψάχνοντας λίγο δίκιο νά ξεδιψάσετε. Μά ἐγώ γυρνῶ σ' αὐτήν ἐδῶ τήν ἔρημο -τή λέω τῆς Γεδρωσίας- γιά νά 'βρῶ κεῖνον πού ἔχυσε τό λίγο νερό πού τοῦ πρόσφεραν. Ὦ παῖ, την ἀπό Γαυγαμήλων, θά τοῦ πῶ. Κι αὐτός θά καταλάβει. Μέ τεντωμένο τό σπαθί, ἀπάνω στ' ἄλογό του, καλπάζοντας θ' ἀκοντιστεί καρφί πρός τόν Δαρεῖο. Τοῦ όφεος τήν κεφαλή, χάσιμο χρόνου τ' ἄλλα. Ὡς τότε...

«Ὑπομονή ἀποκαμωμένο βλέμμα καί θά 'ρθεί ἡ ὥρα τοῦ σεισμοῦ.
Κι ὁ οὐρανός θ' ἀνοίξει καί γιά σένα.
Μίαν ἄνοιξη περιμένοντας
στό σταυροδρόμι.

Καί θά 'χοῦν σταυρούς οἱ δρόμοι.
Καί θά λάμπουν τ' ἀδικημένα σας πρόσωπα.
Καί πετράδια θά φορᾶτε τά δάκρυα πού χύσατε.
Νά 'ναι καλός μονάχα ὁ δρόμος πού διασχίσατε»⁶.

____________________________________
1. Μακρυγιάννης, Ι. (2002). Ὁράματα καί Θάματα. (Α. Παπακώστας, Μεταγραφή) Ἀθήνα: Μορφωτικό Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης.
2. Στίχος ἀπό τό ποίημα «Θυμᾶμαι» τοῦ Γ. Σιδερή (1948-2021)
3. Βλαχογιάννης, Γ. (1965). Ἀπομνημονεύματα στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Ἀθήνα: Γαλαξίας.
4. Φρουδαράκη, Ι. (Ἔμμετρη μεταγραφή μέ Πατερικά σχόλια). (2021). Οἱ Ψαλμοί τοῦ Δαβίδ. Ἡράκλειο.
5. Πλούταρχος. (2006). Περί τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἤ ἀρετῆς. (Γ. Ράπτης, Μεταφρ.) Ἀθήνα: Ζῆτρος.
6. Πουταχίδης, Θ. (2019). Δύναμις. Θεσσαλονίκη: Ἀθ. Ἀλτιντζή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.