8 Φεβ 2022

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης (8 Φεβρουαρίου †)

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἔζησε τὸν 4ο αιώνα καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ Εὐχάϊτα, μία πόλη στὴν περιοχὴ τῆς Γαλατίας στὴ Μικρὰ Ἀσία. Οἱ γονεῖς τοῦ ἦταν εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ καὶ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὸ μάννα τῶν μυστηρίων τῆς Θείας Χάριτος καὶ τὸν πότισαν μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Τοῦ μετέδωσαν τὸν καρπὸ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὰ παραγγέλματα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἀπέκτησε πολλὰ χαρίσματα, ποὺ ἀνέδειξαν τὸ μεγαλεῖο της ψυχῆς του καὶ τὴν ἐσωτερική του δύναμη, ἡ ὁποία στοὺς μετέπειτα ἀγῶνες τοῦ τὸν κατέστησε ἀληθινὸ ἥρωα, Χριστιανὸ στρατιώτη. Ξεχώρισε στὶς μάχες γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τοὺς ἀγῶνες γιὰ τὸ Χριστό. Μεταξὺ τῶν χαρισμάτων ποὺ διέθετε ἦταν ἡ εὐφράδεια καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὀνομαζόταν καὶ Βρυηρρήτορας, δηλαδὴ βρύση τῆς... ρητορικῆς.

Ὅταν κατατάχθηκε στὸ στρατό, σύντομα ἀνελίχθηκε στὰ ἀξιώματα καὶ κέρδισε τὸ θαυμασμὸ ὅλων. Ἡ φήμη τοῦ ἔφτασε μέχρι τὸν Αὐτοκράτορα Λικίνιο κι ἐκεῖνος τὸν διόρισε Ἀρχιστράτηγο τῆς Ἡρακλείας του Πόντου, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ἦταν Χριστιανός. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος θεώρησε τὴν ἐξουσία ποὺ τοῦ δόθηκε ὡς θεῖο δῶρο καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐργάστηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις ὥστε νὰ διαδώσει τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ στοὺς συνανθρώπους του. Ἀγωνιζόταν καθημερινὰ γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς νέας πίστης, μὲ στόχο νὰ αὐξήσει τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔγινε πολέμιος τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τοῦ ἀθεϊσμοῦ καὶ κατάφερε σύντομα νὰ στρέψει σχεδὸν ὅλους τους κατοίκους τῆς Ἡράκλειας πρὸς τὸ Χριστιανισμό.

Ὁ βασιλιὰς τῆς Ρώμης Λικίνιος στὸ μεταξὺ ἔμαθε γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη τοῦ Θεόδωρου καὶ τὴ δράση του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ πιστέψει. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ τοῦ ζητήσει νὰ τὸν δεῖ γιὰ νὰ συνομιλήσουν καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ τὸν μεταπείσει. Τοῦ ἀπέστειλε μία ἐπιστολὴ προσκαλώντας τὸν νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα καὶ νὰ περιπέσει στὴν εἰδωλολατρία. Ἀπεσταλμένοι τοῦ βασιλιᾶ παρέδωσαν τὴν ἐπιστολὴ στὸ Θεόδωρο καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε καλώντας τὸν νὰ ἔρθει στὴν Ἡράκλεια μαζὶ μὲ τὰ εἴδωλα τῶν Θεῶν, καθὼς ὑπάρχει ἀναταραχὴ ἐξαιτίας τῶν Χριστιανῶν. Μὲ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ ἤθελε νὰ τοῦ δείξει ὅτι ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι μόνο ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι διατίθεται ἀκόμη καὶ νὰ μαρτυρήσει, ἂν χρειαστεῖ, γιὰ τὴν πατρίδα του καὶ ἔτσι νὰ τὴν ἁγιάσει καὶ νὰ στηριχτοῦν, νὰ στεριώσουν καὶ νὰ αὐξηθοῦν περισσότερο οἱ Χριστιανοί.

Ὁ Αὐτοκράτορας, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἐπιστολή, δὲν ἀντιλήφθηκε τοὺς σκοποὺς τοῦ Θεόδωρου καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἡράκλεια συνοδεία ὀκτὼ χιλιάδων στρατιωτῶν. Ὁ Ἅγιος στὸ μεταξὺ στὶς προσευχὲς τοῦ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ εὐοδωθεῖ ὁ σκοπός του. Μάλιστα εἶδε ὅραμα ἕνα βράδυ ὅτι χάλασε χωρὶς κρότο ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ μία λάμψη ὁλοφώτεινη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβαινε πάνω του. Καὶ ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Θάρρει, Θεόδωρε, διότι ἐγὼ εἶμαι μετά σου». Ὅταν τελείωσε τὴν προσευχή του, ὁ Ἅγιος κατάλαβε ὅτι τὸ ὅραμα ἦταν θεόσταλτο καὶ ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ μαρτυρήσει.

Ὅταν ἔφτασε ὁ Αὐτοκράτορας στὴν πόλη, ὁ Θεόδωρος φόρεσε τὴ λαμπρὴ στολὴ τοῦ Ρωμαίου ἀξιωματικοῦ καὶ ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ δυνατὸ καὶ στολισμένο ἄλογό του ξεκίνησε νὰ συναντήσει τὸ βασιλιᾶ. Ὁ βασιλιὰς κάθισε στὸ στολισμένο θρόνο ποὺ ὁ Θεόδωρος εἶχε τοποθετήσει στὸ μέγαρο καὶ στὴ συνομιλία ποὺ εἶχαν, ὁ Λικίνιος ἐξέφρασε τὸ θαυμασμό του γιὰ τὴν στολισμένη πόλη τῆς Ἡράκλειας, ποὺ φαινόταν τόπος θεϊκὸς καὶ οὐράνιος. Κατόπιν προέτρεψε τὸ Θεόδωρο νὰ προβεῖ σὲ θυσίες πρὸς τὰ εἴδωλα, μὲ κολακεῖες καὶ πολλὲς ὑποσχέσεις. Ὁ Θεόδωρος ὅμως, μόλις ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ἐξοργίστηκε, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ ἐκφράσει. Ἀντιθέτως ζήτησε μὲ εὐγένεια ἀπὸ τὸ βασιλιὰ νὰ τοῦ δώσει ὅλα τὰ εἴδωλα νὰ τὰ πάρει στὸ σπίτι του, χωρὶς ὁ Αὐτοκράτορας νὰ ἀντιληφθεῖ τί ἐπρόκειτο νὰ τὰ κάνει.

Πράγματι ὁ Θεόδωρος τὰ πῆρε στὸ σπίτι του καὶ τὰ ἔσπασε, τὰ ἔκοψε κομμάτια καὶ τὰ μοίρασε τὴν ἑπόμενη μέρα στοὺς φτωχούς. Ὅταν συνάντησε ξανὰ τὸν Αὐτοκράτορα, ὁ Ἑκατόνταρχος Μαξέντιος μὲ ὀργὴ κατηγόρησε τὸ Θεόδωρο ὡς ἄπιστο καὶ ἀσεβῆ πρὸς τοὺς μεγάλους θεούς, ἐνῶ εἶχε δεῖ κάποιον ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς νὰ κρατᾶ τὸ χρυσὸ κεφάλι τῆς Ἀρτέμιδας. Ὁ Αὐτοκράτορας συγκλονίστηκε ἀπὸ τὶς ἀποκαλύψεις. Τότε ἀτάραχος ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁμολόγησε τὴν πίστη του καὶ μὲ σθένος εἶπε ὅτι εἶναι Χριστιανός, λάτρης τῆς ἀληθινῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ. Παραδέχτηκε ὅτι ἔσπασε τὰ εἴδωλα μὲ τὴ δύναμη ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός, γιατί μόνο Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐνῶ τὰ εἴδωλα εἶναι ψεύτικοι, ἀνύπαρκτοι καὶ ἀδύναμοι θεοί. Καὶ αὐτὸ ἀποδείχτηκε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔσπασαν χωρὶς καμία διαμαρτυρία, χωρὶς νὰ προβάλουν καμία ἀντίσταση. Καὶ αὐτὸ δείχνει περίτρανα ὅτι δὲν μποροῦν νὰ σώσουν κανέναν, οὔτε τοὺς ἑαυτούς τους. Ὁ Αὐτοκράτορας ἀκούγοντας τὰ λόγια αὐτὰ ὀργίστηκε καὶ θύμωσε πολύ. Ξεκίνησε μὲ γλυκόλογα καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει τὸν Ἅγιο. Ὅμως ὁ Θεόδωρος δὲν ἐπηρεάστηκε ἀπὸ αὐτὰ καὶ δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ δέλεαρ τῶν αὐτοκρατορικῶν λόγων, τηρώντας μὲ εὐλάβεια τὴ ρήση τοῦ Κυρίου: «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν κερδίση τὸν κόσμον καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μάρκ. η΄, 36-37). Καὶ γιὰ μία ἀκόμα φορᾶ ὁμολόγησε ὅτι ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, αὐτὸς ποὺ τὸν κήρυξε ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Μετὰ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Αὐτοκράτορας δὲν συγκράτησε τὴν ὀργή του. Διέταξε ἀμέσως νὰ βασανίσουν τὸν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ ὅλα τὰ βασανιστήρια. Τὰ μαρτύρια πλήθαιναν, ὅμως ἐκεῖνος ἔμενε ἀκλόνητος καὶ ἀταλάντευτος πύργος, χωρὶς διόλου νὰ παραπονεθεῖ. Κατόπιν τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ὅμως καὶ ἐκεῖ κράτησε ἀκμαῖο τὸ φρόνημά του παρὰ τὶς κακουχίες. Προσευχόταν συνεχῶς «Δόξα σοὶ ὁ Θεὸς» καὶ ἔτσι ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ τὸν ἐνίσχυε καὶ τὸν δυνάμωνε.

Σὲ μία ὕστατη προσπάθεια τοῦ Αὐτοκράτορα νὰ τὸν μεταπείσει μὲ κολακεῖες, ἔτσι ἐξαθλιωμένος ποὺ ἦταν, ὁ Θεόδωρος μὲ τόλμη καὶ ἡρωισμὸ τοῦ ἀπάντησε ὅτι κανένα βασανιστήριο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κάνει νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του καὶ νὰ προδώσει τὸ Χριστό. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε τὴν τελευταία του διαταγὴ νὰ σταυρωθεῖ ὁ Θεόδωρος ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὸν κάρφωσαν πάνω σὲ ἕνα σταυρὸ καὶ πόνους φρικτοὺς αἰσθάνθηκε ὁ Θεόδωρος. Ὅμως ἔμενε πιστὸς στὸ Χριστὸ ἀκόμα καὶ τὴν ὕστατη ὥρα. Μόνο προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε νὰ τοῦ χαρίσει δύναμη ὁ Θεὸς καὶ νὰ μείνει πιστὸς μέχρι τέλους στὸ μαρτύριό του.

Ὅλο τὸ βράδυ ἔμεινε ὁ μάρτυρας πάνω στὸ σταυρό. Ὅλοι νόμιζαν ὅτι εἶχε πεθάνει. Ὅμως τὸ πρωὶ βρῆκαν τὸν Ἅγιο κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τελείως καλὰ νὰ χαίρει ἄκρας ὑγείας. Ἕνας ἄγγελος σταλμένος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸν κατέβασε ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ θεράπευσε ὅλες τὶς πληγές του. Πολλοὶ ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ φώναξαν: «Μεγάλος ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν» καὶ παρακάλεσαν τὸν Ἅγιο: «Σὲ ἱκετεύουμε μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, δέξου καί μας, γιατί καὶ ἐμεῖς εἴμαστε ἀπὸ τώρα Χριστιανοί». Ὁ Λικίνιος τότε ἔδωσε τὴ διαταγὴ νὰ ἀποκεφαλισθεῖ ὁ Θεόδωρος. Ὁ κόσμος ποὺ παρευρισκόταν προσπάθησε νὰ ἐμποδίσει τὸν ἐντεταλμένο στρατιώτη νὰ ἐκτελέσει αὐτὴ τὴ μιαρὴ πράξη, ὅμως ὁ Ἅγιος τὸν προέτρεψε λέγοντας: «Ἀδελφοί μου, ἀφῆστε τὸν στρατιώτη καὶ μὴν ὀργίζεσθε κατὰ τοῦ βασιλιᾶ Λικινίου, διότι αὐτὸς εἶναι ὑπηρέτης τοῦ διαβόλου. Ἐγὼ δέ, πρέπει νὰ ὑπάγω πρὸς τὸν ἀγαπημένο μου Ἰησοῦ».

Πρὸς τὸν ταχυγράφο Οὐαρὸ ποὺ παρευρισκόταν καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τοῦ κοντά του, τοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς: «Τέκνον μου, νὰ μὴν ἀμελήσεις νὰ γράψεις τὸ μαρτύριό μου καὶ τὴν ἡμέραν τῆς τελείωσής μου, πρὸς οἰκοδομὴν τῶν Χριστιανῶν. Μετὰ τὸ θάνατό μου, νὰ πάρεις τὸ σῶμα μου καὶ νὰ τὸ θάψεις στὴν πατρίδα μου, τὰ Εὐχάϊτα. Χαῖρε λοιπὸν καὶ εὐφραίνου καὶ πίστευε εἰς τὸν Χριστόν». Καὶ ἀμέσως ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ ὁ στρατιώτης τὸν ἀποκεφάλισε. Ἔπεσε κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα, μὰ ἡ ἅγια ψυχὴ τοῦ πέταξε στοὺς οὐρανούς. Οἱ δὲ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ βλέποντας τὴ γενναιότητα τοῦ Ἁγίου, τοῦ μεγαλομάρτυρα, θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό.

Εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ πῆραν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ ἔθαψαν, κατὰ τὴν ἐπιθυμία του, στὰ Εὐχάϊτα, στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι. Καὶ ἀπὸ τότε ἔγιναν πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα. Στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ἐπιτελοῦνται ἐξαίσια καὶ θαυμαστὰ σὲ ὅσους τὸν ἐπικαλοῦνται καὶ ἔχουν ἐμπιστευτεῖ ὁλοκληρωτικὰ τὴ ζωή τους στὸ Χριστό, στὶς ἐντολές Του καὶ τὸ ἅγιο θέλημά Του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.