Ὁ ἀείμνηστος Ἠλίας Χρῆστος Ζῆκος ἀπὸ τὴ Σωπικὴ Ἄνω Πωγωνίου στὰ ἀπομνημονεύματά του περιγράφει σκηνὲς ἀπὸ τὴν ἀνάκρισή του ἀπὸ τὰ ὄργανα τῆς ἀσφάλειας, μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη ἀποτυχημένη ἀπόπειρα ἀπόδρασης ἀπὸ τὸ σιδηροῦν παραπέτασμα τῆς Ἀλβανίας πρὸς τὴν... ἐλευθερία ὅπου ἐκεῖ βρίσκονταν καὶ ὁ πατέρας του.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του, ὁ Χαράλαμπος, φυλακίζεται, ἐνῷ ὁ Ἠλίας λόγω τοῦ ὅτι ἦταν μικρὸς ἀπὸ τὴν ἡλικία, ἐξορίζεται μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Μέση Ἀλβανία.
Ὁ Ἠλίας ἀπὸ ἐκεῖ ἀπέδρασε ἀπὸ τὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως καὶ κρυφὰ ἔφθασε στὴ γενέτειρα του, τὴ Σωπικῆ, ὅπου ἀπέδρασε γιὰ δεύτερη φορὰ (τώρα πιὰ ἐπιτυχημένα) πρὸς τὴν Ἑλλάδα.
Ἰδοὺ τί γράφει:
«....Οἱ κατηγορίες ἦταν μὲν ἐν μέρει βάσιμες, ὅμως ἐμεῖς ἀρνιόμασταν ἐπιμόνως γιατί ἅπαξ καὶ ὁμολογούσαμε δὲν θὰ μᾶς ἔσῳζε τίποτε… Ὕστερά μᾶς ἔδεσαν καὶ τοὺς δύο πισθάγκωνα καὶ προσπάθησαν μὲ διάφορα τεχνάσματα καὶ φοβέρες νὰ μᾶς ἀποσπάσουν ὁμολογία ποὺ νὰ αἰτιολογεῖ τὴν προφυλάκισή μας. Ὅσες μεθόδους κι ἂν μεταχειρίστηκαν γιὰ νὰ κάμψουν τὸ ἠθικό μας δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα. Τότε χρησιμοποίησαν τὰ μεγάλα μέσα. Ἀποφάσισαν νὰ μᾶς στείλουν στὸ Ἀργυροκάστρο γιὰ τὰ περαιτέρω.
Ἡ ἀναχώρησή μας ἀπὸ τὸ χωριὸ εἶχε προγραμματιστεῖ γιατην μεθεπόμενη μέρα καί, ἐλλείψει κρατητηρίου μὲ παρέδωσαν στὰ χέρια τοῦ γείτονα καὶ συγγενῆ μου Δημήτρη Καττή, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς πράκτορας τῆς ἀσφάλειας, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε πρόθυμα τὴ φρούρησή μου ἢ τὴν ὁμηρία μου ἂν θέλετε, ὡς τὴ στιγμὴ τῆς ἀναχώρησής μας.
Ἐκεῖ, κλειδωμένος σ' ένα δωμάτιο πέρασα τὸ ὑπόλοιπο χρονικὸ διάστημα καὶ τὸ χειρότερο ἦταν ὅτι κανεὶς δὲν ἤξερε ποὺ βρίσκομαι, οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς μου. Ἡ μητέρα μου, ποὺ δικαιολογημένα ἀνησυχοῦσε γιὰ τὴν τύχη μου καὶ ρωτοῦσε ἀπεγνωσμένα τὴν ἀσφάλεια, ἔπαιρνε τὴ στερεότυπη ἀπάντηση ὅτι μὲ ἄφησαν δῆθεν ἐλεύθερο καὶ δὲν γνώριζαν ποὺ πῆγα.
Οἱ ἄθλιοι διασκέδαζαν μὲ τὸν πόνο της καὶ πῆγε νὰ τρελαθεῖ ἀπὸ τὸ κακό της, μὴν ξέροντας τί ἀπέγινα. Ποῦ νὰ φανταστεῖ ἡ δύστυχη ὅτι ἤμουν φυλακισμένος δύο βήματα ἀπὸ τὸ σπίτι μας μὲ δεσμοφύλακα τὸν πρῶτο της ἐξάδερφο;
Ὅταν ἔφτασε ἡ στιγμὴ τῆς ἀναχώρησής μας γιὰ τὸ Ἀργυροκάστρο ξεκινήσαμε μὲ συνοδεία δύο ὁπλισμένων ἀστυνομικῶν....»
«....Καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, κάποιος – δὲ θυμᾶμαι ποιὸς – ἄστραψε δύο χαστούκια σὲ μένα καὶ ἄλλα τόσα στὸν ἀδελφό μου. Σ' ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀραδίαζαν χωρὶς σταματημό, ἐμεῖς δὲν ἀπαντούσαμε καὶ σιωπαίναμε. Γιὰ μία στιγμὴ ἔλυσα τὴ σιωπή μου καὶ τοὺς εἶπα ὅτι ἡ πράξη μας δὲν εἶχε πολιτικὰ κίνητρα. Καὶ αὐτὸ μὲ σκοπὸ νὰ ἐλαφρώσω κάπως τὴ θέση μας
- Οἱ λόγοι ποὺ μᾶς ἀνάγκασαν νὰ τὸ ἀποφασίσουμε, εἶπα, ἦταν ἄλλοι καὶ τοὺς ξέρετε.
- Ποιοι λοιπόν ηταν οἱ λόγοι σας; Μήπως οἰκονομικοί;
Ὥστε δὲν ἔχετε ἀντιληφθεῖ ὅτι ὁ κόσμος στὰ καπιταλιστικὰ καθεστῶτα πεινάει καὶ ὑποφέρει; Καταπιέζεται ἀπὸ τὴν ὀλιγαρχία καὶ τὸ μεγάλο κεφάλαιο;
Ὄχι, ἐμεῖς δὲν εἴπαμε τέτοιο πρᾶγμα. Σκοπὸς μᾶς ἦταν νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὸ δικό μας ἄνθρωπο ποὺ ἀπουσιάζει χρόνια στὸ ἐξωτερικὸ καὶ μᾶς λείπει. Στὸ κάτω – κάτω τῆς γραφῆς δὲν κάναμε καὶ κανένα ἔγκλημα. Σὲ λίγο φάνηκε στὴν εἴσοδο ἡ πληθωρικὴ «μάνα Ἀλέξαινα» (1) ἡ βουλευτίνα συγγενής μας ποὺ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τέτοια γεγονότα.
Ἡ φάτσα της ἔσταζε φαρμάκι. Ἄρχισε καὶ αὐτὴ τὸ ἴδιο τροπάρι.
Ὅτι δὲν ἀκούγαμε τὶς συμβουλές της ποὺ μᾶς ἔδινε κάθε τόσο «γιὰ τὸ καλό μας» καὶ νὰ τώρα. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπερισκεψία μας δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει....»
«....Στὴ συνέχεια φώναξαν τὸν γείτονά μας, Δημήτρη Καττὴ, νὰ καταθέσει ὡς μάρτυρας ἀφοῦ αὐτὸς εἶχε καταγγείλει τὴν ἐξαφάνισή μας.
Ὁ τύπος ποὺ κάθονταν στὸ τραπέζι ρώτησε:
- Περίγραψέ μας μὲ λεπτομέρειες πῶς διαπίστωσες τὴν ἀπουσία τους.
- Νὰ σᾶς πῶ. Τὸ πρωί, ὅπως κάθε μέρα ὁ βοσκὸς τοῦ χωριοῦ, πέρασε νὰ παραλάβει τὰ γιδοπρόβατά τους στὴ βοσκή, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἄνοιγε. Φώναξε, ξαναφώναξε χωρὶς νὰ πάρει ἀπάντηση. Τότε ἔτρεξα καὶ ἐγώ, χτύπησα τὴν πόρτα τους δύο-τρεῖς φορές, ἀλλὰ τίποτα…
Ἐκεῖνο ποὺ ἐνίσχυσε τοὺς φόβους μου, ἦταν ἡ καπνοδόχος τους ποὺ δὲν ἔβγαζε καπνό, ὅπως γίνεται συνήθως τὶς πρωινὲς ὧρες.
Ἔπειτα ἀπ' ὅλες αὐτὲς τὶς διαπιστώσεις, ἀνησύχησα. Δὲν μπορεῖ, κάτι θὰ τοὺς συμβαίνει, εἶπα καὶ ἔτρεξα νὰ εἰδοποιήσω τὶς ἀρχές. Τὰ ὑπόλοιπά σᾶς εἶναι γνωστά...»
(1)Ἡ μάνα Ἀλέξαινα εἶναι ἡ μάνα τοῦ Θανάση Ζήκου ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε σύνδεσμος μεταξὺ τῶν ἀριστερῶν ἐπαναστατῶν τοῦ ἱσπανικοῦ ἐμφυλίου πολέμου καὶ τῆς Σ. Ἕνωσης. Σὲ ἀποστολὴ συλλαμβάνεται στὸ Βελιγράδι καὶ πεθαίνει ἀπὸ φυματίωση στὶς φυλακές.
Τὸ πρῶτο μειονοτικὸ τάγμα ποὺ ἱδρύθηκε καὶ συνεργάστηκε μὲ τοὺς Ἀλβανοὺς κομμουνιστές, φέρει τὸ ὄνομά του.
Βασίλειος Γκινόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου