Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες εἶπε: Ἦταν ἕνας γέροντας ἀναχωρητής, τίμιος, καὶ πῆγα μία φορὰ σ’ αὐτόν, ὅταν ἤμουν καταπονημένος ἀπὸ τοὺς πειρασμούς.
Αὐτὸς ἦταν ἄρρωστος καὶ κατάκοιτος καί, ἀφοῦ τὸν χαιρέτησα, κάθισα κοντά του καὶ τοῦ εἶπα:- Κᾶνε μία εὐχὴ γιὰ μένα, πάτερ, διότι πολὺ θλίβομαι ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τῶν δαιμόνων.
Καὶ ὁ γέροντας ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ μοῦ εἶπε:- Παιδί μου, ἐσὺ εἶσαι νέος καὶ δὲ θ’ ἀφήσει ὁ Θεὸς νὰ καταπονηθεῖς ἀπὸ ἀβάσταχτους πειρασμούς.
Κι ἐγὼ τοῦ εἶπα:- Καὶ νέος εἶμαι καὶ πειρασμοὺς ἔχω ἀπὸ πολὺ ἐνάρετους ἀνθρώπους.
Κι ἐκεῖνος πάλι μου εἶπε:- Λοιπόν, ὁ Θεὸς θέλει νὰ σὲ κάνει σοφό.
Κι ἐγὼ εἶπα:- Πῶς θὰ μὲ κάνει σοφό; Ἐγὼ κάθε μέρα γεύομαι τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς.
Κι ἐκεῖνος ἀμέσως ἀπάντησε:- Σώπα, παιδί μου. Εἶπα ὅτι σὲ ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς καὶ θὰ σοὺ δώσει τὴ χάρη του.
Μετὰ τὸ εἰκοστὸ ἕβδομο καὶ τὸ εἰκοστὸ ὄγδοο ἔτος ἡ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς μου γινόταν πολὺ πιὸ ἔντονη. Καὶ τώρα ποὺ περνάει τὸ τριακοστὸ ἔτος καὶ κοντεύει νὰ τελειώσει, τόσο στερεώθηκε μέσα του ἡ ἀνάπαυση, ὥστε δὲν μπορῶ νὰ τὴν ὑπολογίσω καὶ νὰ τὴ μετρήσω.
Καὶ τελείωσε ὁ γέροντας μὲ αὐτὰ τὰ λόγια:- Ὅταν θελήσω νὰ σηκωθῶ γιὰ νὰ προσευχηθῶ, τρεῖς ψαλμοὺς προφταίνω νὰ πῶ μὲ τὸ στόμα μου καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, τρεῖς μέρες νὰ στέκομαι ὄρθιος, αἰσθάνομαι ἔκσταση κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ δὲν καταλαβαίνω καθόλου κούραση. Βλέπεις τώρα, τί ἄμετρη ἀνάπαυσή μου προξένησε ἡ πολύχρονη ἐργασία τῆς ὑπομονῆς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου