31 Ιουλ 2020

Ἡ μάσκα ὡς σύμβολο καὶ ὅπλο

Γράφει ὁ Κωνσταντῖνος Βαθιώτης, 
Ἀναπλ. καθηγητὴς Νομικῆς Σχολῆς ΔΠΘ 
Ἕνας πόλεμος διεξάγεται πάντοτε μὲ ὄπλα, σύμβολα, λάβαρα καὶ ἐμβλήματα. Στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ «ἀόρατου ἐχθροῦ» (sic), ἡ περίφημη μάσκα, ἐκτὸς ἀπὸ ἀμυντικὸ ὅπλο-ἀσπίδα γιὰ τὴν «αὐτὸ-» καὶ ἐτεροπροστασία τῶν ἀπειλουμένων ἀπὸ τὸν ἐν λόγω «ἐχθρό», ἀποτελεῖ -ὅπως θὰ δειχθεῖ στὴ συνέχεια- καὶ πολυσήμαντο σύμβολο. Ἡ χρήση της θὰ μποροῦσε νὰ ἐνταχθεῖ στὴν εὐρύτερη κατηγορία τῶν μέτρων κοινωνικῆς ἀπόστασης ποὺ ἐφαρμόζονται γιὰ τὴ μὴ διασπορὰ τοῦ κορονοϊοῦ, ἀφοῦ ἡ μάσκα ἀποτελεῖ ἕνα τεῖχος προστασίας, πού, ὡς τέτοιο, ἐμποδίζει τὴν ἐγγύτητα.
Σημειωτέον ὅτι ἡ πρωτοφανὴς προπαγάνδα ὑπὲρ τῆς ἀσφάλειας, ἡ ὁποία ἀποτυπώνεται σὲ διαφημιστικὰ σπὸτ καὶ ἀφίσες (ἀντιπροσωπευτικὸ παράδειγμα πλύσης ἐγκεφάλου ἡ ἀφίσα ποὺ εἶναι ἀναρτημένη σὲ στάσεις λεωφορείων μὲ κεντραρισμένη, δίκην λογοπαιγνίου, τὴ λέξη ΣΤΑΣΗ ἀνάμεσα στὴ μονότονα ἐπαναλαμβανόμενη λέξη ΑΠΟΣΤΑΣΗ, ΑΠΟΣΤΑΣΗ, ΑΠΟΣΤΑΣΗ…), δίδει τροφὴ σὲ ψυχαναλυτικὲς προσεγγίσεις ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἰδεοληψία. Σὲ ἕνα παλαιὸ βιβλίο (1976) τοῦ Βαγγέλη Πολυδούρη μὲ τίτλο «Τὸ ταμποὺ τῶν συμβόλων» (σέλ. 36), ὑπάρχει ἡ ἑξῆς, ἄκρως ἐπίκαιρη ἀναφορά: «Τὸ πιὸ συνηθισμένο σύμπτωμα τοῦ ἰδεοληπτικοῦ εἶναι ὁ φόβος τῆς ἐπαφῆς μὲ ὁρισμένο πρόσωπο ἢ ἀντικείμενο (ἁπτικὸ παραλήρημα). Ἀπὸ μία τέτοια ἐπαφὴ φοβᾶται πὼς μπορεῖ νὰ πάθει μεγάλο κακὸ ἢ ὁ ἴδιος ἢ κάποιο ἀγαπημένο τοῦ πρόσωπο. […] Ὅσες ὅμως προφυλάξεις κι ἂν πάρει ὁ ἰδεοληπτικός, εἶναι ἀδύνατο νὰ... ἀποφύγει τὴ μετάδοση τῆς μόλυνσης. […] Μία συνηθισμένη διαδικασία κάθαρσης εἶναι ἡ διατήρηση σχολαστικῆς καθαριότητας καὶ τὸ συχνὸ πλύσιμο (νιπτομανία)». 

Σὲ ὅποιον προσπαθεῖ νὰ ἀνακαλύψει οὐσία πίσω ἀπὸ αὐτὸ ποὺ φορᾶ κάποιος (ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἐπὶ ΣΥΡΙΖΑ τὸ προτεινόμενο ἐνδυματολογικὸ μοντέλο ἦταν νὰ μὴ φορᾶμε γραβάτες, ἐνῶ ἐπὶ Ν.Δ. νὰ φορᾶμε μάσκες), θὰ μποροῦσε νὰ προβληθεῖ ἡ γνωστὴ ἔνσταση «cucullus non facit monachum», δηλαδὴ «τὰ ράσα δὲν κάνουν τὸν παπά». 

Ὡστόσο, ἕνας ἐπίμονος κοινωνικὸς ἀναλυτῆς δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ στὸν πειρασμὸ νὰ ἐπιχειρήσει τοὺς ἑξῆς συμβολικοὺς συσχετισμούς: 

Ἡ μάσκα θυμίζει φίμωτρο καί, ἄρα, παραπέμπει στὴν προσπάθεια νὰ ἀποκρουσθεῖ ὡς συνωμοσιολαγνικὴ ἢ ὡς προϊὸν fake news κάθε ἀντίθετη ἄποψη ποὺ ἀμφισβητεῖ τὴν ὕπαρξη πανδημίας, καθὼς καὶ τὴν ὀρθότητα τῶν ἐφαρμοζόμενων μέτρων. Ἐπιπλέον, ἡ μάσκα συμβολίζει τὴν ὑποκρισία (βλ. τοὺς μασκαράδες), τὴν ἀνομία ἢ τὴν ἀπειθαρχία (βλ. τοὺς κουκουλοφόρους), τὴν ἄσκηση ἐξουσίας (βλ. τοὺς εὐγενεῖς καὶ τοὺς ἱππότες τοῦ 14ου αἰῶνος), τὸν φόβο (βλ. ἐκείνους ποὺ περπατοῦν μὲ μάσκα τὴν ὥρα τῆς βόλτας τοὺς παρὰ θίν’ ἀλὸς) ἢ τὸν πανικὸ (βλ. ὅσους φοροῦν ὄχι μόνο μάσκα, ἀλλὰ καὶ προσωπίδα), τὴ νόθευση τῆς ἱερότητας τοῦ προσώπου (δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Μέγας καὶ Ἅγιος Κωνσταντῖνος εἶχε ἀπαγορεύσει τὸ μαρκάρισμα τοῦ ἐγκληματία στὸ πρόσωπο) καί, ἐν τέλει, τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητας, ἀφοῦ κρυμμένο εἶχαν τὸ πρόσωπό τους μέχρι σήμερα οἱ μουσουλμάνοι, ἀλλὰ ποτὲ οἱ χριστιανοί! 

Δὲν πρέπει, μάλιστα, νὰ παροραθεῖ καὶ τοῦτο: Ἡ χρήση τῆς μάσκας ἀπὸ ἕναν ἱκανὸ ἀριθμὸ πολιτῶν μπορεῖ νὰ σημαίνει ἐν τέλει ὅτι ὁ «ἀόρατος ἐχθρός», γιὰ τὸν ὁποῖο ὅλοι μιλοῦν ἀλλὰ κανεὶς δὲν βλέπει, καθίσταται «ὁρατὸς» στὸ ἑκάστοτε πρόσωπο τοῦ ἄλλου ὡς δυνητικοῦ φορέως τοῦ ἰοῦ. Ἄρα, ὅποιος δὲν φορᾶ τὴ μάσκα του, ὅταν αὐτὸ ἐπιτάσσεται ἐκ τοῦ νόμου, ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ ἐχθροῦ καὶ μετατρέπεται ὁ ἴδιος σὲ «ἐχθρό της κοινωνίας». Κατ’ ἐπέκτασιν, ἡ μάσκα συμβολίζει πλέον ὄχι τὴν ἀνυπακοὴ (τῶν κουκουλοφόρων), ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετό της: τὴν ὑπακοὴ (τῶν μὴ μασκοφόρων). 

Ἡ μάσκα ἐπεβλήθη στοὺς πολίτες σὲ κάποιες περιπτώσεις ὡς ὑποχρεωτικὸ μέσο προστασίας μέσα σὲ ἕνα πρωτοφανὲς κλίμα ἀτέρμονων ἀντιφάσεων καὶ ἀσαφειῶν. Οὐδεὶς μπορεῖ νὰ καταλάβει γιατί ὑποχρεοῦται νὰ φορᾶ μάσκα μία ὑπάλληλος σοῦπερ μάρκετ ποὺ ἐργάζεται στὸ τμῆμα μὴ τυποποιημένων προϊόντων, ὄχι ὅμως καὶ μία ὑπάλληλος ποὺ ἐργάζεται στὸ ταμεῖο, ἢ γιατί στὰ ἀεροπλάνα ἐπιτρέπεται νὰ κάθεται ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον, ὄχι ὅμως καὶ στὰ πλοῖα. 

Σὲ κάποιες περιπτώσεις, ἡ προαιρετικὴ χρήση τῆς μάσκας ὑποδηλώνεται ἀπὸ τὸν ὄρο «σύσταση» ἤ, τελευταίως, ἀπὸ τὸν ἀλλόκοτο ὄρο «ἰσχυρὴ σύσταση». Πρόκειται γιὰ ὄρο ἀλλόκοτο, διότι, ὅπως στὰ νομοθετικὰ κείμενα εἶναι ἀδιανόητο νὰ προβλέπεται μία αὐστηρὴ ἀπαγόρευση (ἀντιθέτως, σὲ ἐπίπεδο ἀνακοινώσεων εἴθισται νὰ ἐπιλέγεται, δίκην ἐμφάσεως, ἡ φράση π.χ. «Ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς τὸ κάπνισμα»), ἀντιστοίχως εἶναι ἄτοπο νὰ θεσπίζεται μία «αὐστηρὴ σύσταση»· προφανῶς μὲ τὴν ἔννοια τῆς «αὐστηρῆς» πρέπει νὰ κατανοεῖται ὁ καινοφανὴς ὅρος τῆς «ἰσχυρῆς σύστασης», ἀλλιῶς, ἐκτὸς ἀπὸ ἀλλόκοτος, θὰ εἶναι καὶ ἀκατάληπτος (πρβλ. τὴν «αὐστηρὴ σύσταση γιὰ περιορισμένη κυκλοφορία σὲ ἀνοιχτοὺς δημόσιους χώρους ἀπὸ τὶς 12 π.μ. ἕως τὶς 6 π.μ.», ποῦ εἶχε ἀνακοινωθεῖ ἀπὸ τὴν κυβέρνηση στὶς ἀρχὲς Μαΐου). Τοῦτο, διότι ἡ ὑποχρεωτικότητα ἤ, ἀντιθέτως, ἡ προαιρετικότητα ἑνὸς μέτρου ποὺ περιγράφεται στὸν ἐπίμαχο κανόνα Δικαίου εἶναι ἔννοιες μὴ διαβαθμίσιμες. Ἕνα μέτρο προστασίας ἢ πρέπει ἢ δύναται νὰ ἐφαρμόζεται, κατὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ μία γυναίκα ἢ εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἔγκυος. Tertium non datur. 

Συνεπῶς, πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχικὴ θέση τῶν περίφημων εἰδικῶν, ἡ χρήση μάσκας εἶχε θεωρηθεῖ ἐπικίνδυνη ἢ περιττή, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ πολίτης νὰ τελεῖ σὲ σύγχυση ἀπὸ τὴ μετέπειτα ἀναγωγὴ τῆς μάσκας σὲ ἐν μέρει ὑποχρεωτικὸ μέσο προστασίας (τέτοιες παλινωδίες ἀφενὸς ἐπιτείνουν τὸν φόβο, ἀφετέρου δοκιμάζουν τὴ διάθεση ὑπακοῆς τῶν πολιτῶν), προξενεῖ κατάπληξη ἡ ἔκδοση ἀποφάσεων ἐκ μέρους τῶν ἁρμόδιων ὀργάνων διοίκησης τῶν δικαστηρίων, βάσει τῶν ὁποίων ἡ χρήση μάσκας καθίσταται ὑποχρεωτικὴ γιὰ τοὺς εἰσερχομένους στὰ δικαστικὰ μέγαρα. Ἀφ’ ἢς στιγμῆς ἡ σχετικὴ ΚΥΑ στὸ πλαίσιο ἐνδεικτικῆς ἀπαρίθμησης ἐντάσσει τὴ χρήση τῆς μάσκας στὴ λογική της «ἰσχυρῆς σύστασης» (ἐπὶ λέξει ἀναφέρεται ὅτι «μὲ ἀπόφαση τοῦ ἁρμοδίου ὀργάνου διοίκησης τοῦ οἰκείου δικαστηρίου […] ὁρίζονται τὰ εἰδικότερα ζητήματα ποὺ ἀνάγονται […] 1) [στὴν] ἰσχυρὴ σύσταση γιὰ χρήση μὴ ἰατρικῆς μάσκας ἢ ἀσπίδας προστασίας προσώπου ἀπὸ τοὺς εἰσαγγελεῖς, δικαστές, γραμματεῖς, συνηγόρους καὶ διαδίκους»), τὸ ἁρμόδιο ὄργανο δὲν δικαιοῦται νὰ ὑπερβεῖ τὸ γράμμα τοῦ νόμου καὶ νὰ ὁρίσει contra legem τὴ χρήση μάσκας ὡς ὑποχρεωτική. Ἐλλείψει δὲ νομοθετικῆς βάσης, περιορίζει κατὰ τρόπο ἀνεπίτρεπτο τὸ συνταγματικὰ κατοχυρωμένο δικαίωμα τοῦ πολίτη νὰ ἀναπτύσσει ἐλεύθερα τὴν προσωπικότητά του καί, εἰδικότερα, νὰ ἐπιλέγει ἂν καὶ πῶς θὰ καλύψει τμῆμα τοῦ προσώπου του. 

Ἐπιπροσθέτως, δὲν πρέπει νὰ παροραθεῖ ὅτι ἡ χρήση μάσκας ἰδίως ἀπὸ τοὺς παράγοντες τῆς ποινικῆς δίκης συνιστᾶ διακωμώδηση ἑνὸς ἱεροῦ θεσμοῦ, ποὺ ἔχει ὡς προορισμὸ τὴν ἀναζήτηση τῆς οὐσιαστικῆς ἀλήθειας: Ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ ἀλήθεια μὲ δικαστές, εἰσαγγελεῖς καὶ δικηγόρους ποῦ συμμετέχουν στὴ διαδικασία οἰονεῖ μασκαρεμένοι; Ἐξάλλου, πόσο ἐφικτὸ εἶναι νὰ ἐλέγχεται ἡ ἀλήθεια τῶν κατατιθεμένων ἀπὸ τοὺς μάρτυρες, ὅταν ὑποχρεώνονται νὰ ἔχουν καλυμμένα τὰ χαρακτηριστικά του προσώπου τους; Εἶναι κοινὸ τοῖς πάσι ὅτι ἀπὸ τὶς συσπάσεις τῶν χειλέων ἢ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ καταπίνει ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐξαχθοῦν συμπεράσματα γιὰ τὴν ψυχολογικὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται τὴν ὥρα ποὺ καταθέτει. Ἔτσι, ἡ χρήση τῆς μάσκας γλιτώνει τὸν μάρτυρα ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ τὸν προδώσει τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα. 

Συνακόλουθα, ἡ μάσκα δὲν κρύβει μόνο τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ συσκοτίζει κατὰ τρόπο ἀπαράδεκτο τὴν ἀλήθεια. Ἄς μου ἐπιτραπεῖ ἡ ἑξῆς παρομοίωση: Ἡ ἐπιβολὴ χρήσης μάσκας σὲ δικαστὲς καὶ συνηγόρους θυμίζει ἐπιβολὴ σὲ ἱερεῖς καὶ πιστοὺς νὰ φοροῦν μαγιὸ κατὰ τὴ θεία λειτουργία. Μήπως, τελικῶς, οἱ σαλτιμπάγκοι διαχειριστὲς τῆς ὑγειονομικῆς κρίσης ἀγνοοῦν τὴν ἔννοια τῆς ἱερότητας, δηλαδὴ τοῦ «ταμπού», ἢ ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὴ γνωρίζουν ἄριστα βάλθηκαν νὰ τὴν κατακρημνίσουν; Πολὺ φοβοῦμαι ὅτι σιγὰ σιγὰ δὲν μένει τίποτε ὄρθιο: τὸ ἕνα ὀχυρὸ μετὰ τὸ ἄλλο ἁλώνεται καὶ ἡ δυστοπικὴ κοινωνία κατοχυρώνεται. 

Περαιτέρω, ἀπὸ τὶς ἀντιφάσεις ἐκείνων τῶν εἰδικῶν ποὺ ἔχουν ἰατρικὴ ἰδιότητα περάσαμε στὴν ἀντιφάσεις τῶν εἰδικῶν ποὺ ἔχουν νομικὴ ἰδιότητα: Ἐνῶ τὸ 2009 ἡ κάλυψη ἢ ἡ ἀλλοίωση τῶν χαρακτηριστικῶν του προσώπου ἀποτελοῦσε ἐπιβαρυντικὴ περίσταση (βλ., π.χ., τὸ ἔγκλημα τῆς ληστείας) ἢ διακεκριμένη περίπτωση ἐγκλήματος (βλ. τὴν ἀντίσταση, ἡ ὁποία τιμωρεῖτο αὐστηρότερα ὅταν ὁ δράστης εἶχε καλυμμένο ἢ ἀλλοιωμένο τὸ πρόσωπό του), ἐν συνέχεια μὲ τὸν νέο Ποινικὸ Κώδικα κατέστη ποινικῶς ἀδιάφορη, ἀφοῦ σὲ κανένα ἔγκλημά του δὲν προβλέπεται ἡ κάλυψη ἢ ἡ ἀλλοίωση τοῦ προσώπου ἔστω ὡς ἐπιβαρυντικὴ περίσταση. Σήμερα, ὅμως, στὴν ἐποχὴ τοῦ κορονοϊοῦ, ὁ νομοθέτης ἀνέκρουσε πρύμναν, ἀφοῦ πλέον κινδυνεύει μὲ πρόστιμο ὅποιος παραβιάζει τὴ θεσπισμένη ὑποχρεωτικότητα τῆς χρήσης μάσκας, ἐνδεχομένως δὲ καὶ μὲ ποινικὴ δίωξη γιὰ τὴν παραβίαση τοῦ ἄρθρου 285 ΠΚ («παραβίαση μέτρων γιὰ τὴν πρόληψη ἀσθενειῶν»). 

Ἡ νομοθετικὴ αὐτὴ ἐξέλιξη συνιστᾶ βίαιο ἀναποδογύρισμα τοῦ νομικοῦ μας πολιτισμοῦ, ἀφοῦ μέσα σὲ 11 χρόνια ἡ ἐνσκήψασα «πανδημία» ἀνάγκασε τὸν νομοθέτη σὲ μία αὐτοαναίρεση, ἡ ὁποία ἔχει τὸ ἑξῆς μεγάλο τίμημα: Ὁ μὲν κανόνας Δικαίου στὴν ὑπάρχουσα μορφὴ τοῦ στερεῖται πειθὼ καί, ἄρα, ὡς κέλευσμα, ἔχει μειωμένη -ἂν ὄχι μηδαμινὴ- ἐξαναγκαστικὴ ἰσχύ, ὁ δὲ ἀποδέκτης τοῦ εὐλόγως μπορεῖ νὰ ἐπικαλεστεῖ γιὰ τὴ μὴ συμμόρφωσή του σὲ αὐτὸν ὄχι μόνο τὴν ἀντίθετη συνείδησή του, ἀλλὰ καὶ τὴ γελοιότητα τοῦ νομοθέτη. Δυστυχῶς, ἕνας τέτοιος ἀντιρρησίας, ποὺ θὰ τολμήσει π.χ. νὰ ἐπιβιβασθεῖ σὲ λεωφορεῖο χωρὶς μάσκα, κινδυνεύει μὲ προπηλακισμὸ ἢ λιντσάρισμα ἀπὸ τοὺς σκληροπυρηνικοὺς μασκοφόρους συνεπιβάτες του, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν ὡς δυνητικὴ πηγὴ μολύνσεως (πρβλ. Agamben, «Μόλυνση, ἐπιδημία, κατάσταση ἐξαίρεσης», ἔκδ. Παρέγκλισις, Ἀθήνα 2020, σέλ. 34) η, μέσα στὸν ὑπέρμετρο πανικό τους, ὡς ἀνάλγητο δολοφόνο. Κι ἔτσι δὲν ἀποκλείεται, ἀργὰ ἢ γρήγορα, νὰ ξεσπάσει ἕνας ἰδιότυπος ἐμφύλιος πόλεμος ἀνάμεσα σὲ «Βορείους» καὶ «Νοτίους», δηλαδὴ ἀνάμεσα σὲ μασκοφόρους καὶ μὴ μασκοφόρους. 

Ὁποῖος θὰ ἤθελε νὰ διασώσει τὸ κύρος τῶν ἀλληλοαναιρούμενων κελευσμάτων τοῦ νομοθέτη δὲν ἔχει παρὰ νὰ ἐπικαλεσθεῖ μία φράση ποὺ στηρίζεται στὶς «Μεταμορφώσεις» τοῦ Ὀβιδίου: «Οἱ καιροὶ ἀλλάζουν κι ἐμεῖς ἀλλάζουμε μαζί τους» («tempora mutantur nos et mutamur in illis»). Τί γίνεται. ὅμως, ὅταν οἱ καιροὶ δὲν ἀλλάζουν φυσικῶ, ἀλλὰ τεχνητῶ τῷ τρόπω; Φέρ’ εἰπεῖν, ἀπὸ κάποιους πολεμοχαρεῖς ποῦ τὸ 2001 βάφτισαν ἀόρατο ἐχθρὸ μία τρομοκρατικὴ ὀργάνωση, τώρα δὲ ἔγιναν νονοὶ ἑνὸς «τρομοκρατικοῦ ἰοῦ» δίνοντας σὲ αὐτὸν τὸ ἴδιο ὄνομα; Ἄραγε, μέσω τῆς ταυτόσημης ὀνοματοδοσίας δὲν ἐγκαθίδρυσαν συγγενικὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ πρὸ 19 ἐτῶν φαινόμενο τῆς «nine eleven» (9/11) καὶ τὸ σημερινὸ φαινόμενο τῆς Covid-19; Καί, ἄρα, μήπως ὁ παγκόσμιος περιορισμὸς τῶν θεμελιωδῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων μετὰ τὴν ἐπίθεση τοῦ «ἀόρατου ἐχθροῦ» στὸ Παγκόσμιο Κέντρο Ἐμπορίου τὸ 2001 καὶ ὁ ἐπίσης παγκόσμιος περιορισμὸς τῶν ἀντίστοιχων δικαιωμάτων μετὰ τὴν ἐπίθεση τοῦ τωρινοῦ «ἀόρατου ἐχθροῦ» στὰ πέρατα τῆς Γὴς ὑπὸ τὴ μορφὴ πανδημίας ἔχουν ἕναν κοινὸ παρονομαστή, ποῦ βοηθᾶ στὴν ἀποκωδικοποίηση τοῦ DNA τοῦ πραγματικοῦ ἐχθροῦ; Nomen est omen, ἑλληνιστί: Τὸ ὄνομα εἶναι οἰωνός! 

Ὡσότου ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀποκωδικοποίηση αὐτοῦ του DNA, δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἕνα ἄλλο DNA, ἐκεῖνο τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, βρίσκεται σὲ τροχιὰ μετάλλαξης. Ὁ ἄνθρωπος ὡς κοινωνικὸ ὂν ἔχει ἀνάγκη τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸν πλησίον: Θέλει νὰ τοῦ σφίξει τὸ χέρι κατὰ τὴ χειραψία, θέλει νὰ ἀγκαλιάσει τὸν φίλο του, θέλει ἀκριβῶς νὰ ἔλθει σὲ κοινωνία μὲ τὸν συνάνθρωπό του. Συνεπῶς, ἡ μάσκα, ὁμοὺ μετὰ τῶν λοιπῶν μέτρων «κοινωνικῆς ἀπόστασης» (σχῆμα κατ’ ἐξοχὴν ὀξύμωρο), ἀποξενώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἴδια τοῦ τὴ φύση, προετοιμάζοντας ἴσως μέσω τῆς ἀνθρώπινης ἀπόστασης καὶ τῆς τηλεζωῆς τοῦ τὴν κυριαρχία τῶν ρομπότ. 

Γιὰ νὰ ἀπομακρύνουμε αὐτὸν τὸν κίνδυνο ὅσο μποροῦμε, ἂς ἔχουμε κατὰ νοῦν τὴν ὡραία ρήση τοῦ Καζαντζάκη, μεταφρασμένη ἐκ τοῦ γαλλικοῦ πρωτοτύπου ἀπὸ τὸν Παντελῆ Πρεβελάκη (ἔκδ. Ἔλ. Καζαντζάκη, 1965, σέλ. 38): «Ἀλίμονο σὲ ἐκεῖνον ποὺ βλέπει μονάχα τὴ μάσκα. Ἀλίμονο σὲ ἐκεῖνον ποὺ βλέπει μονάχα τί κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴ μάσκα. Τὸ τέλειο βλέμμα εἶναι νὰ βλέπεις ταυτόχρονα, μοναστραπίς, τὴ γλυκύτατη μάσκα καὶ πίσω της τὸ ἀποτρόπαιο πρόσωπο». 

Κι ἂν ἡ συγκεκριμένη καζαντζάκεια σύσταση μπορεῖ νὰ φαίνεται σὲ κάποιους μὴ ἰσχυρή, τότε πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ μελετήσει ἕνα συγκλονιστικὸ παράθεμα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Φουκὸ «Ἐπιτήρηση καὶ Τιμωρία. Ἡ γέννηση τῆς φυλακῆς» (μτφ.: Τ. Μπέτζελος, ἔκδ. Πλέθρον, Ἀθήνα 2001, σέλ. 226), γραμμένο τὸ 1975 μὲ ἀφορμὴ τὰ μέτρα ποὺ εἶχαν ληφθεῖ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς πανούκλας στὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος: 

«Ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ λέπρα ὑποκίνησε τὰ τελετουργικὰ ἀποκλεισμοῦ ποὺ παρουσίασαν σὲ ἕναν βαθμὸ τὸ πρότυπο καὶ τὴ γενικὴ μορφὴ τοῦ μεγάλου Ἐγκλεισμοῦ, ἡ πανούκλα ὑποκίνησε ἀντιθέτως πειθαρχικὰ σχήματα». Ὀλίγες ἀράδες πιὸ πάνω, ὁ Γάλλος ἱστορικὸς καὶ φιλόσοφος μιλᾶ γιὰ τὸ «πολιτικὸ ὄνειρο τῆς πανούκλας’», ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν πρόθεση «διείσδυσης τοῦ κανονισμοῦ μέχρι τὶς ἔσχατες λεπτομέρειες τῆς ὕπαρξης». 

Σημασία δὲν ἔχουν «τὰ προσωπεῖα ποὺ φοριοῦνται καὶ βγαίνουν, ἀλλὰ ἡ ἀπόδοση στὸν καθέναν τοῦ »ἀληθινοῦ» του ὀνόματος, τῆς »ἀληθινῆς» του θέσης, τοῦ »ἀληθινοῦ» του σώματος καὶ τῆς »ἀληθινῆς» του ἀσθένειας». 

Καὶ καταλήγει: «Ἡ πανούκλα ὡς μορφὴ τῆς ἀταξίας, ταυτοχρόνως πραγματικὴ καὶ φαντασιακή, ἔχει ὡς ἰατρικὸ καὶ πολιτικὸ σύστοιχο τὴν πειθαρχία. Πίσω ἀπὸ τοὺς πειθαρχικοὺς μηχανισμοὺς διαφαίνεται ἡ ἐμμονὴ τῶν »μολύνσεων», τῆς πανούκλας, τῶν ἐξεγέρσεων, τῶν ἐγκλημάτων, τῆς ἀλητείας, τῆς λιποταξίας, τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐμφανίζονται καὶ ἐξαφανίζονται, ποὺ ζοῦν καὶ πεθαίνουν σὲ συνθῆκες ἀταξίας».

1 σχόλιο:

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.