12 Φεβ 2020

Ἡ Ἑλλάδα στὶς … «κλοῦβες»

Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός
Δάσκαλος- Κιλκὶς

Τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς, οἱ Γερμανοί, τὰ ναζιστικὰ κτήνη, σατανικὰ εὐρηματικοὶ στὰ μαρτύρια καὶ τοὺς βασανισμούς, γιὰ νὰ ἀποφεύγουν καὶ νὰ ἀποτρέπουν τὶς δολιοφθορὲς - ὅπως στὸν Γοργοπόταμο - στὰ τρένα ποὺ μετέφεραν πολεμοφόδια, ἐφηύραν τὸ ἑξῆς ἀπάνθρωπο καὶ ἐγκληματικὸ ἐπινόημα. Ἔβαζαν μπροστὰ ἀπὸ τὴν μηχανὴ τοῦ τρένου μία κλούβα, ἕνα σιδερένιο κλουβί, καὶ μέσα σ’ αὐτὸ στρίμωχναν ὁμήρους, Ἕλληνες πολίτες, τοὺς ὁποίους ἅρπαζαν στὰ διαβόητα «μπλόκα». Τὸ μακάβριο αὐτὸ βαγόνι-«κλούβα», τὸ περιζωναν καὶ μὲ ἐκρηκτικά. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἤθελαν νὰ ἀποτρέψουν ἀνατινάξεις συρμῶν, γιατί, οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ κομματιάζονταν, θὰ ἦταν οἱ ὅμηροί της «κλούβας». Δὲν ἦταν σπάνιο μὲς στὶς «κλοῦβες» νὰ ὑπάρχουν γυναῖκες. 
Έχω ἐνώπιόν μου τὸ ἱστορικὸ μυθιστόρημα τοῦ Ζήση Σκάρου μὲ τίτλο «Οἱ κλοῦβες», ἐκδόσεις «ΕΣΤΙΑΣ» τοῦ 1978. Στὴν σελίδα 89, διαβάζω γιὰ τὸ «βαγόνι τῶν αἰχμαλώτων», ὅπως ὀνόμαζαν οἱ γουρνόλυκοι Γερμανοί, τὶς «κλοῦβες τοῦ θανάτου». Διηγεῖται ἕνας μελλοθάνατος ὅμηρος: «Ἡ ζωὴ στὴν κλούβα πῆρε τὸ δρόμο της. Τὸν θάνατο δὲν τὸν ἔβλεπες νὰ...
τρέχει πίσω ἀπὸ τὰ ἐκτελεστικὰ ἀποσπάσματα. Ἂν ἐρχόταν, θὰ ἐρχόταν ἀπροειδοποίητα, μὲ τὴ μορφὴ ἀνατίναξης. Ἡ σκέψη πὼς παραμόνευε κάτω ἀπὸ τὶς κουβέρτες μᾶς - ὑπῆρχαν δυναμίτες-προσαρμοζόταν σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴν καινούρια πραγματικότητα κι ἔπαψε νὰ ἐξουσιάζεται ἀποκλειστικὰ ἀπ’ τὸ φόβο, ὅπως τὶς πρῶτες μέρες. Τὴν ἀπειλή, ποὺ συνεχιζόταν πάντα ἡ ἴδια, τὴ νόθευε ὁ χρόνος μὲ τὴ συνήθεια».

Διαβάζοντας στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα τὴν φράση «Τὸ θάνατο… μὲ τὴ μορφὴ ἀνατίναξης», θυμήθηκα κάτι ποὺ εἶχα διαβάσει γιὰ ἕναν ἄλλο λαό, ποὺ διέπρεψε σὲ θηριωδίες, σὲ πολυώδυνα μαρτύρια καὶ βασανιστήρια, σὲ ἀνθρωποφάγα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σὲ κράτος-συμμορία ποὺ παρουσίαζε τὸν θάνατο μὲ χίλια ἀποτρόπαια πρόσωπα. Ἦταν οἱ δάσκαλοι τῶν Γερμανῶν, οἱ Τοῦρκοι. Ἐρανίζομαι ἀπὸ τὸ πολύκροτο βιβλίο τοῦ Πολυχρόνη Ἐνεπεκίδη: «Γενοκτονία στὸν Εὔξεινο Πόντο» μία γνωστὴ ἴσως σὲ πολλοὺς παραπομπή. (Σέλ. 21, ἔκδ. «Εὔξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης»).

«Ἡ Γενοκτονία ἀλὰ τούρκα εἶναι βουβή, πονηρή, ἀνατολίτικη… Οἱ καλούμενες ἐκτοπίσεις, ἐξορίες τῶν κατοίκων ὁλόκληρων χωριῶν, οἱ ἐξοντωτικὲς ἐκεῖνες ὁδοιπορίες μέσα στὸ χιόνι τῶν γυναικόπαιδων καὶ τῶν γερόντων-οἱ ἄνδρες βρίσκονται ἤδη στὰ τάγματα ἐργασίας ἢ στὸ στρατὸ-δὲν ὁδηγοῦν φυσικὰ σὲ κανένα Ἄουσβιτς μὲ τοὺς διαβολικὰ ὀργανωμένους μηχανισμοὺς τῆς φυσικῆς ἐξόντωσης τοῦ ἀνθρώπου-ὄχι! Ἦταν ὅμως ἕνα Ἄουσβιτς ἐν ροή, οἱ ἄνθρωποι πέθαναν καθ’ ὁδόν, δὲν περπατοῦσαν γιὰ νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὶς κακουχίες, τὴν παγωνιά, τὴν πείνα, τὸν ἐξευτελισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ἦταν τὸ διαβολικὸ σύστημα, πονηρὰ ὀργανωμένο. Δὲν ὑπῆρχε στὸ τέρμα κανένα Ἄουσβιτς, γιατί γιὰ τοὺς περισσότερους, δὲν ὑπῆρχε τέρμα. Τὸ ταξίδι πρὸς τὸν θάνατο ἦταν ὁ θάνατος, ὄχι τὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ».

Έβλεπα τὶς προάλλες τὴν Μέρκελ νὰ χαχανίζει χαζοχαρούμενα κοιτώντας τὸ καθρέπτη ποὺ τῆς χάρισε ὁ Ἐρντογᾶν. Φιλίες καὶ κοινὲς συνήθειες, προαιώνιες. Τοὺς ἐνώνουν πολλά. Ἡ φρικώδης βαρβαρότητα τῶν μωχαμετάνων τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἡ παγερὴ ἀσυνειδησία τῶν Οὕννων τοῦ Βορρᾶ. Ἔξοχος ὁ συμβολισμὸς τοῦ δώρου. Ἕνας καθρέπτης. Ἡ φράγκικη θηριωδία «καθρεφτίζεται» στὴν τουρκικὴ ὠμότητα. Βλέπει τὸ εἴδωλό της. Ἀπὸ τὴν μία μεριὰ «οἱ Κλοῦβες» ἀπὸ τὴν ἄλλη τὰ «Ἀμελὲ Ταμπουροῦ». Συνάντηση σὲ ὑψηλότατο ἐπίπεδο, ὄντως ἱστορική.

Καὶ ἐρωτῶ: τί ἄλλαξε ἀπὸ τότε ποὺ τὴν «γείτονα» καὶ τὴν «ἑταῖρο» κυβερνοῦσαν ὁ Μουσταφὰ Κεμὰλ καὶ ὁ Ἀδόλφος Χίτλερ ἀντίστοιχα; Οι σημερινοὶ βασανιστὲς καὶ γενοκτόνοι δὲν εἶναι ἔνστολοι ἐπαγγελματίες σαδιστές, ποὺ ποδοπατοῦν καὶ κατασπαράζουν κορμιά, ἀλλὰ ὑπερειδικοὶ στὸ νὰ ἐξουθενώνουν καὶ νὰ ὑποτάσσουν ψυχές. Οἱ νέες κατοχὲς δὲν δροῦν μὲ τὰ … κλασσικὰ ἐργαλεῖα βασανισμοῦ-ρόπαλα καὶ κνοῦτα, πυρωμένα σίδερα, βούνευρα καὶ ἠλεκτρόδια. Ὄχι πιὰ οὐρλιαχτὰ καὶ αἵματα καὶ δυσώδη δεσμωτήρια μὲ λάσπη καὶ περιττώματα, ἀλλὰ ἐπεμβάσεις ἀπὸ ἀπόσταση γιὰ ἀλλαγὴ τῆς συμπεριφορᾶς τῶν πολιτῶν, γιὰ τὴν πειθήνια ὑπακοὴ σὲ διαταγές, σὲ μνημόνια, γιὰ τὴν διάβρωση τοῦ πνεύματος, γιὰ ἁλυσόδεμα τῆς σκέψης, γιὰ τὴν κατάλυση τοῦ ἀντίλογου. Γιὰ ἁρπαγὴ τῆς ψυχῆς καὶ συναίνεση μέσω τοῦ φόβου, τοῦ τρόμου γιὰ τὸ αὔριο. Οἱ Τσέτες καὶ οἱ Ἀξιωματικοὶ τῶν Ἒς-Ἒς εἶναι πιὰ μέσα στὰ σπίτια μας, νυχθημερόν… Καὶ ἐπιβάλλουν ἀμαχητὶ προδοσίες τῆς Μακεδονίας καὶ λεηλασία τῶν τιμαλφῶν τοῦ λαοῦ καὶ συνεκμεταλλεύσεις καὶ μοίρασμα τοῦ Αἰγαίου καὶ ὑποδοχὴ τῶν ἀφιονισμένων ἐποίκων τοῦ Ἰσλάμ. Ὅλα εὔκολα, ἀντουφέκιστα μαζὶ μὲ τοὺς χαμογελαστοὺς Κουίσλιγκ τῆς ἡμεδαπῆς. Ὅλη ἡ πατρίδα μεταβλήθηκε σὲ «κλούβα», σὲ βαγόνι ὁμήρων ἕνας ὁλόκληρος λαός, φοβισμένος.

Τὸ χειρότερο ποὺ συνέβη τὰ χρόνια τὰ μνημονιακά, ποὺ ἀρχίζουν, ὄχι ἀπὸ τὸ 2009, ἀλλὰ ἀπὸ τότε ποὺ προσχωρήσαμε στὴν «εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια», εἶναι ὅτι συνηθίσαμε τὴν ὑπακοή, ἀνεπαισθήτως ὑποδουλωθήκαμε, γίναμε πλαδαροί, εὐρωπαειδὴ-ἄς μου συγχωρεθεῖ ὁ νεολογισμός. (Κάθε νέος πρωθυπουργός, ἀφοῦ ἐκτοξεύσει προεκλογικῶς κάποια -προθέσεις πάντοτε -ἀερόπλαστα ἀνδραγαθήματα καὶ παλληκαριὲς τῆς δεκάρας-σχίζω μνημόνια-σπεύδει στὴν Καγκελαρία καὶ ἐπιστρέφει ἄκακος ὡς ἀρνίον, ἰματισμένος καὶ σῶφρον παρὰ τοὺς πόδας τῆς Μέρκελ. Ἡ γνωστὴ τακτικὴ ποὺ μᾶς ἔχουν συνηθίσει οἱ ἡμέτεροι ταρτοῦφοι τῆς πολιτικῆς. Μέσα λεονταρισμοὶ καὶ ἔξω ἐδαφιαῖες μετάνοιες στοὺς αὐθέντες τους).

Θυμήθηκα ἕνα περιστατικὸ ποὺ συνέβη κατὰ τὶς πρῶτες μέρες τῆς Ἐπανάστασής του ’21. Τὸ περιγράφει ὁ Φωτάκος στὰ ἀπομνημονεύματά του. Ἐξηγεῖ τὶς αἰτίες ποὺ «ἐγαυρίασαν» οἱ ἐχθροὶ καὶ ἐμεῖς ὑπομένουμε ἀμαχητὶ τὶς κακουργίες τους.

«Ὅταν δὲ οἱ Τοῦρκοι τοῦ Νιοκάστρου, πολιορκούμενοι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, ἀπεφάσισαν νὰ παραδοθοῦν, συνέβη τὸ ἑξῆς: οἱ Τοῦρκοι ἐζήτησαν νὰ ἔλθουν εἰς ὁμιλίαν μὲ τοὺς Ἕλληνας, καὶ ὤρισαν τὸν τόπον καὶ τὴν ἡμέραν διὰ νὰ ἀνταμώσουν οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ τῶν δυο μερῶν. Ἀνυπόμονοι δὲ καὶ ἀπειθεῖς ὄντες οἱ Ἕλληνες στρατιῶται, ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἔβγαιναν διὰ νὰ ὁμιλήσουν, ἤρχοντο καὶ αὐτοὶ σωρηδὸν διὰ νὰ ἴδουν, νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ μάθουν πῶς ἤθελε παραδοθοῦν? ἀλλὰ τοῦτο ἐφόβιζε τοὺς Τούρκους καὶ οὕτως ἔφυγαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ φρούριον. Ἀφοῦ δὲ πλέον εἶδαν οἱ Τοῦρκοι, ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν ἀκούουν τοὺς καπεταναίους τῶν, μίαν ἡμέρα ὁ Τσιντάραγας, κλειδοῦχος τοῦ φρουρίου, ἔχασε τὴν ὑπομονὴν καὶ στραφεῖς πρὸς τοὺς στρατιώτας ἐφώναξεν οὕτως· “σοὺτ βρὲ Ρωμηοί”. Ἡ φωνὴ αὔτη ἀμέσως ἔφερε σιωπήν. Ἐδῶ δὲ ἐφαρμόζεται τὸ ρητόν· “Εἶδεν ὁ δοῦλος τὸν δεσπότην καὶ ἐφηβήθη”. Κατ' οὐδένα ἄλλον τρόπο ἐδύναντο οἱ καπεταναῖοι νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς στρατιώτας τῶν διὰ νὰ σταθοῦν οἱ Τοῦρκοι εἰς ὁμιλίαν, ἡ δὲ φωνὴ τοῦ ἀγὰ μόνη τους ἡσύχασε. Πόσον ὁ φόβος εἶναι δυνατὸς καὶ ἀνεξάλειπτος, ὅταν εἶναι παιδιόθεν ριζωμένος εἰς τὰς ψυχᾶς τῶν ἀνθρώπων, καθὼς τότε ἦτο εἰς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τοὺς Τούρκους.»
(Ἔκδ. «Βεργίνα», σέλ. 87-88)

Τὸ πολιτικὸ τετρομαγμένο ἀσκέρι ποὺ μᾶς κυβερνᾶ ἐμπίπτει στὴν φράση: «Εἶδεν ὁ δοῦλος τὸν δεσπότην καὶ ἐφοβήθη». Παιδιόθεν…

Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος- Κιλκὶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.