13 Μαΐ 2019

«Ἀναστάσιμος θάνατος» ἤ Ἀνάσταση ζωῆς;

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ 
Ἐν Πειραιεῖ τή 13η Μαΐου 2019 
Διανύουμε τήν ἀναστάσιμη περίοδο καί βιώνουμε ὁ καθένας, κατά τό μέτρο τῆς πνευματικῆς του καταστάσεως, τό κοσμοσωτήριο γεγονός τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ἄρρητη χαρά καί εὐφροσύνη, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό τόν κενό τάφο. Ἑορτάζουμε μέ ὑπερβάλλουσα λαμπρότητα τά ἐπινίκια της πιό μεγάλης καί περιφανοῦς νίκης ὅλων τῶν αἰώνων, τῆς νίκης κατά τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Ἑορτάζουμε τό θάνατο τοῦ θανάτου μας, διά τοῦ θανάτου τοῦ Σωτήρα καί Λυτρωτή μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ψάλλουμε ἀκατάπαυτα τόν νικητήριο ὕμνο τοῦ Πάσχα: «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτω θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», καί πληροῦται κάθε κύτταρο τῆς ὕπαρξής μας μέ οὐράνια αἰσιοδοξία καί βεβαιότητα, ὅτι «Χριστός ἀνέστη καί Ἅδης ἐσκυλεύθη», ὅτι, «μηδείς φοβείσθω θάνατον, ἠλευθέρωσεν γάρ ἠμᾶς τοῦ Σωτῆρος...
ὁ θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν Ἅδην, ὁ κατελθῶν εἰς τόν Ἅδην. Ἐπικρανεν αὐτόν, γευσάμενος τῆς σαρκός αὐτοῦ», σύμφωνα μέ τόν Ἱερό Χρυσόστομο. Στή μεγαλειώδη καί πανεφρόσυνη ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἀναστάσεως ψάλλουμε «ἐν ἐνί στόματι καί μία καρδία», τήν ἁγία αὐτή ἡμέρα: «θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν Ἅδου τήν καθαίρεσιν», γιά νά διαλαλήσουμε σέ ὅλους τους κόσμους ὅτι νικήθηκε ὁ μεγαλύτερος καί πλέον ἔχθιστος ἐχθρός μας, ὁ πικρός θάνατος καί ὅτι χάρις στό κοσμοσωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου μας, στό ζωοποιό Του πάθος καί τήν λαμπροφόρο ἀνάστασή Του, μποροῦμε νά μήν πεθάνουμε τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ἀπό τώρα νά περάσουμε στήν αἰώνια ζωή, ἐφόσον πιστεύουμε στό Νικητή τοῦ θανάτου καί τοῦ ἀναθέτουμε τήν ἐπί γής βιωτή μας. 

Ὅμως ὑπάρχουν δυστυχῶς πολλοί συνάνθρωποί μας σήμερα, οἱ ὁποῖοι ἐξακολουθοῦν νά μένουν ξένοι καί ἀμέτοχοί του φωτός καί τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως. Καί ὄχι ἁπλῶς προσπαθοῦν ἀπεγνωσμένα νά ἀπαξιώσουν τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά νά πείσουν καί τούς ἄλλους, ὅτι ὁδεύουν πρός τό θάνατο, τήν ἀνυπαρξία καί τήν ἐκμηδένιση, «χαίροντες» γι’ αὐτή τούς τήν ὀλέθρια πορεία, τήν ὁποία «βαπτίζουν» ὡς «πρόοδο», ὡς «ἐπιστήμη», ὡς «ἀξιοπρέπεια»! 

Μία τέτοια περίπτωση διαπιστώσαμε σέ πρόσφατο δημοσίευμα ἀνήμερα τήν Μεγάλη Παρασκευή, 24 Ἀπριλίου ἐ.ε., στήν ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν «Φιλελεύθερος», μέ τόν περίεργο τίτλο: «Ἀναστάσιμος θάνατος» καί μέ ἀρθρογράφο τόν κ. Ἀνδρέα Ζαμπούκα. Σύντομο τό ἄρθρο του, ἀλλά μεστό ἀπαισιοδοξίας καί ἀπιστίας, ἐμπνεόμενο ἀπό τό ἄθεο φιλοσοφικό ρεῦμα τοῦ γαλλικοῦ Ὑπαρξισμοῦ, ἕνας «ὕμνος» στό θάνατο, ὅπως τόν αἰσθάνεται καί τόν ζεῖ ὁ ἄθεος ὑπαρξιστής Γάλλος φιλόσοφος Ἀλμπέρ Καμύ. Γράφει: «Ὑπάρχει μόνο ἕνα πραγματικό σοβαρό φιλοσοφικό θέμα, κι αὐτό εἶναι ἡ αὐτοκτονία. Νά ἀπαντήσεις στό ἐρώτημα ἄν ἀξίζει νά ζεῖς». Τήν ὥρα πού ὁ Χριστός μᾶς εἶχε ἁπλωμένα τά πανάχραντα χέρια του, καρφωμένα στό ξύλο τοῦ σταυροῦ, γιά νά μᾶς ἀπολυτρώσει ἀπό τήν δουλεία τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας, καί τοῦ θανάτου καί ἡ χριστιανική ἀνθρωπότητα βίωνε τό Θεῖο Δράμα στό φρικτό Γολγοθά, ὁ ἀρθρογράφος ἐμπνεύστηκε νά γράψει γιά τήν αὐτοκτονία, ἡ ὁποία σκοτώνει τή ζωή καί ὁδηγεῖ στόν αἰώνιο θάνατο! Μνημονεύει τό παρά πάνω ἀπαισιόδοξο ἀπόσπασμα ἑνός τραγικοῦ ἀθέου φιλοσόφου, τοῦ Καμύ, ἐπειδή πιστεύει καί αὐτός μαζί μέ τόν Καμύ ὅτι ἡ αὐτοκτονία εἶναι τό μόνο «πραγματικό σοβαρό φιλοσοφικό θέμα». Παρά κάτω προσθέτει τή γνώμη ἑνός ἀκόμη στοχαστῆ, τοῦ κ.Δημήτρη Χριστοδούλου: «Τραβώντας γιά τό θάνατο, πέρασα τό ποτάμι, πέρασα ἀπό τή νύχτα μου κι ἀπ’ τόν πικρό καιρό», ὁποῖος συμφωνεῖ καί αὐτός ἀπόλυτα μέ τόν Καμύ καί τόν ἀρθρογράφο. Ἡ σοβαρότητα τοῦ φιλοσοφικοῦ αὐτοῦ θέματος, κατά τούς ἰσχυρισμούς του, ὀφείλεται στή δυσκολία νά ἀπαντήσει κανείς στό μεγάλο αὐτό ἐρώτημα «ἄν ἀξίζει νά ζεῖς» καί ἑπομένως ἄν ἡ αὐτοκτονία εἶναι προτιμότερη ἀπό τή ζωή. Εἶναι φανερό ὅτι ὁ ἀρθρογράφος ζεῖ μέσα σ’ ἕνα τρομακτικό πνευματικό σκοτάδι ἀπελπισίας καί ἀπογνώσεως, μέχρι σημείου νά θεωρεῖ τήν αὐτοκτονία, μία ἐνδεχόμενη λύση, μία διέξοδο στά ὑπαρξιακά του ἀδιέξοδα. Ἔτσι ζεῖ καί ἔτσι αἰσθάνεται ὁ κάθε ἄνθρωπος, πού πεισματικά ἀρνεῖται νά πιστεύσει στόν ἀναστημένο Χριστό καί νά δεχθεῖ μέσα τοῦ τό φῶς καί τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Βιώνει ἀπό τώρα μία πραγματική κόλαση, προγεύεται ἀπό τώρα τό αἰώνιο σκοτάδι καί τήν αἰώνια λύπη τῶν κολασμένων. 

Ἕνα βασικό θέμα, πού φαίνεται νά τόν ἀπασχολεῖ, εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά περάσει ἀπό τήν πρόσκαιρη ζωή στόν αἰώνιο θάνατο, ἄν δηλαδή θά περάσει μέ «ἐξευτελισμό ἤ ἀξιοπρέπεια». Γράφει: «Ἡ ζωή καί θάνατος εἶναι περάσματα πού τά ζεῖς μέ ἐξευτελισμό ἤ ἀξιοπρέπεια. Ἄν ζεῖς ὄρθιος, πεθαίνεις ὄρθιος. Ἤ σέ πνίγει τό ‘ποτάμι’ ἤ τό περνᾶς. Διαλέγεις καί παίρνεις»! Ἀδυνατεῖ νά πιστεύσει καί νά δεχθεῖ, ὅτι ἡ παροῦσα ζωή γίνεται γιά μᾶς τούς πιστούς ὄντως ἕνα πέρασμα. Ἕνα πέρασμα ἀπό τόν πνευματικό θάνατο στήν καινή ἐν Χριστῷ ζωή. Ἕνα Πάσχα, μία διάβαση ἀπό τό θάνατο στή ζωή καί ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ ὑμνογράφου: «ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γής πρός οὐρανόν Χριστός ὁ Θεός ἠμᾶς διεβίβασεν». Ὁ δέ βιολογικός θάνατος εἶναι καί αὐτός ἕνα πέρασμα, ἕνα πέρασμα ὅμως ἀπό τά πρόσκαιρα στά αἰώνια, ἕνα πέρασμα τό ὁποῖο ἀδυνατεῖ νά καταργήσει τήν καινή ἐν Χριστῷ ζωή καί τήν ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό, ἀφοῦ ἡ ψυχή μετά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα ἐξακολουθεῖ νά μένει ἑνωμένη μέ τόν Χριστό, τό δέ σῶμα, θά ἀναστηθεῖ καί αὐτό ἄφθαρτο καί ἀθάνατο κατά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, «ἐν τή ἐσχάτη ἡμέρα», (Ἰω. 6,39). Ὅμως, τί εἴδους πέρασμα μπορεῖ νά εἶναι ὁ θάνατος γιά τούς ἀπίστους καί ὑπαρξιστές; Ποῦ «περνοῦν» μετά ἀπό αὐτόν, ἀφοῦ, κατά τούς ἰσχυρισμούς τῶν, μετά θάνατον δέν ὑπάρχει τίποτε, παρά μόνο τό μηδέν, ἡ ἀνυπαρξία; Οὔτε καν μποροῦν νά ὑποψιαστοῦν, ὅτι δέν περνοῦν στήν ἀνυπαρξία, ἀλλά στόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο καί στόν αἰώνιο χωρισμό ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό, στόν ὁποῖο δέν θέλησαν νά πιστεύσουν ὡς τόν μοναδικό λυτρωτή, ὅταν ζοῦσαν στήν παροῦσα ζωή. 

Στή συνέχεια προσπαθεῖ νά μᾶς παρουσιάσει, ποιός εἶναι ὁ πιό «ἀξιοπρεπής» θάνατος. Γράφει: «Ὁ πολίτης τῆς δημοκρατίας δέν πεθαίνει ὅπως ὁ ὑπήκοος κάθε ὁλοκληρωτισμοῦ. Ὁ ἐλύθερος δέν σκοτώνεται σάν τόν δοῦλο. Ἄλλος ὁ νεκρός πού ζεῖ τήν κοινωνία σάν συλλογικότητα δικαιωμάτων καί ἄλλος ὁ ἕρπων ‘κοχλίας’ πού ἐπενδύει, γελασμένος στήν αἰωνιότητα»! Δηλαδή εἶναι διαφορετικός ὁ θάνατος ἑνός ἀθεϊστῆ «κοινωνικοῦ ἐργάτη», π.χ. μαρξιστή, ἤ θιασώτη τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς», ὁ ὁποῖος συμμετέχει, (δέν ἔχει σημασία τό πῶς), στή συλλογικότητα τῶν δικαιωμάτων καί διαφορετικός αὐτοῦ ποῦ πιστεύει στήν αἰωνιότητα, προφανῶς ὁ πιστός Χριστιανός, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ «ἕρποντα κοχλία»! Πιστεύει στ’ ἀλήθεια πῶς ὁ «ἀξιοπρεπής» θάνατος, ἔχει καμιά πρακτική σημασία σ’ αὐτόν ποῦ πεθαίνει, ἀφοῦ ὁ ἴδιος δέν πιστεύει στήν μετά θάνατον ζωή; Τότε λοιπόν γιατί κάνει αὐτή τήν «ἀξιολόγηση» τοῦ θανάτου; Γιά μᾶς τούς πιστούς ὑπάρχει ὄντως ἀξιολόγηση, ὄχι ὅμως μεταξύ τῶν μορφῶν τοῦ θανάτου, ἀλλά μεταξύ της ζωῆς καί τοῦ θανάτου, διότι γιά μᾶς δέν ὑπάρχει πιά θάνατος, τόν νίκησε καί τόν κατάργησε ὁ Νικητής τοῦ θανάτου! 

Στή συνέχεια κατανοώντας ὅτι δέν μπορεῖ νά νικήσει τόν θάνατο μέ τίς δικές του δυνάμεις καί ἐπειδή δέν θέλει νά πιστεύσει στόν Νικητή τοῦ θανάτου, καταλήγει στό ἀνόητο συμπέρασμα: «Ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀνάγκη νά νικηθεῖ, ἀλλά νά κατανοηθεῖ»! Μ’ ἄλλα λόγια προτιμᾶ τόν αἰώνιο θάνατο ἀπό τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί ἀρκεῖται μόνο στήν «κατανόηση τοῦ θανάτου». Ὡστόσο ποιά πρακτική σημασία μπορεῖ νά ἔχει γιά ἕνα μελλοθάνατο, χωρίς καμιά ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου, ἡ «κατανόηση» τοῦ θανάτου του; 

Πέρα ἀπό τήν «κατανόηση», βρίσκει καί ἄλλη «λύση» στό πρόβλημα τοῦ θανάτου: Εἶναι ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου «νά ἐξαγοράζει τήν τραγικότητά του μέ τή δημιουργία. Τό μόνο ἐλιξίριο ζωῆς μπροστά στό φόβο τῆς ἀπουσίας. Εἴτε λοιπόν ζεῖ, εἴτε πεθαίνει, ἔχει χρέος νά παραμένει νέος μέ ἀξιοπρέπεια. Ὄρθιος μέ τήν εὐθύνη πάντα μπροστά του»! Φυσικά ἡ «λύση» πού προτείνει δέν εἶναι οὔτε κατά διάνοιαν ἡ λύση τοῦ προβλήματος τοῦ θανάτου, ἀλλά μία χίμαιρα, μία ἀπελπισμένη ἀπώθηση, σέ ψυχολογικό ἐπίπεδο. Καλλιέργεια μίας ἀπατηλῆς ψευδαίσθησης μπροστά στό φοβερό γεγονός τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος δέν νικιέται μέ εὐχολόγια καί δημιουργίες, οὔτε μέ τό πῶς «αἰσθάνεται» ὁ καθένας, ἀλλά μέ τό δυναμικό γεγονός τῆς ζωῆς, τήν ὁποία προσφέρει μόνον Ἕνας, ἡ ἔνσαρκη Ζωή, Αὐτός πού διακήρυξε πώς «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή» (Ἰωάν.11,26), ὁ Ἰησοῦς Χριστός! Ὁ ἄπιστος, ὅσες δημιουργίες καί ἄν κάνει, ὁ πανδαμάτωρ χρόνος θά τίς σβήσει σύντομα καί ὅταν τόν βρεῖ ὁ θάνατος, δέν θά καταλαβαίνει τίποτε! 

Καί καταλήγει: Ὁ ἄνθρωπος «ἔχει τό ἀναφαίρετο δικαίωμα καί στή ζωή καί στό θάνατο, σπρώχνοντας μακριά ἀπό τή ζωή τοῦ τά «τελώνια» τῆς χυδαιότητας (παπάδες, κομπογιαννίτες, παρηγορίστριες καί ἐμπόρους). Ἡ ζωή μία φορά μᾶς δίνεται, ἅπαξ, πού λένε, σάν μία μοναδική εὐκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αὐτή τήν αὐτόνομη μορφή της δέν πρόκειται νά ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Ὁ θάνατος εἶναι ἡ σπουδαιότερη ἀξία πού ἔδωσε ἡ φύση στόν ἄνθρωπο γιά νά ζήσει ἐλεύθερα καί νά ἀναστηθεῖ. Φτάνει νά νοιώσει τό χρέος του καί νά βάλει μέσα στόν κόσμο καί τήν παιδεία του…»! Πράγματι ὁ ἄνθρωπος ἔχει τό ἀναφαίρετο δικαίωμα στή ζωή καί στό θάνατο. Μπορεῖ νά ἀνέβει σέ ἕνα θεαματικά ὑψηλό βράχο, εἴτε γιά νά θαυμάσει τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ καί νά νοιώσει τό μεγαλεῖο της ζωῆς, εἴτε γιά νά ἀφεθεῖ στό κενό καί νά γίνει συντρίμμια σέ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα! Εἶναι στό χέρι του νά διαλέξει μεταξύ της ζωῆς καί τοῦ θανάτου, φτάνει νά ἔχει σώας τάς φρένας. Θεωρεῖ τούς παπάδες, (συλλήβδην), ὡς «τελώνια», κάτι σάν δαίμονες, συγκαταλέγοντάς τους μέ τούς κομπογιαννίτες καί τίς παρηγορίτρες. Δέν χρειάζεται νά τοῦ ποῦμε ὅτι τέτοιου εἴδους ἀφελεῖς, ἀναπόδεικτοι καί παιδαριώδεις δογματισμοί ὑποβιβάζουν καί καταρρακώνουν ἀκόμη περισσότερο τό φιλοσοφικό κύρος τῶν ἀπόψεών του στούς ἀναγνῶστες του. Ὡς πρός τόν ἰσχυρισμό του, ὅτι «δέν πρόκειται νά ξαναϋπάρξουμε ποτέ», θά περιμέναμε νά μᾶς τό ἀποδείξει. Νά μᾶς ἀποδείξει ὅτι προορισμός μᾶς εἶναι νά γίνουμε τροφή στά σκουλήκια. Ὅσο γιά τόν συλλογισμό του ὅτι ὁ «θάνατος εἶναι ἡ σπουδαιότερη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου» τόν ἀφήνουμε στήν κρίση τῶν ἀναγνωστῶν μας. Τόν ἀφήνουμε στήν κάθε χαροκαμένη μάνα, ἡ ὁποία ὀδύρεται, (ἀνθρωπίνως δικαιολογημένα), ἐπάνω στό νεκροκρέβατο τοῦ παιδιοῦ της νά ἀποφανθεῖ κατά πόσον «ὁ θάνατος εἶναι ἡ σπουδαιότερη ἀξία πού ἔδωσε ἡ φύση στόν ἄνθρωπο». Εὐχόμαστε νά μήν συμβεῖ νά «φιλοσοφήσει» ὁ ἴδιος τόν θάνατο, ὡς τήν «σπουδαιότερη ἀξία πού ἔδωσε ἡ φύση στόν ἄνθρωπο», στό νεκροκρέβατο κάποιου προσφιλῆ του προσώπου! 

Κλείνοντας, ἐκφράζουμε τόν πόνο καί τήν ὀδύνη μας καθώς βλέπουμε καί διαπιστώνουμε τό φοβερό δράμα πού βιώνουν σήμερα πολλοί συνάνθρωποί μας, οἱ ὁποῖοι πεισματικά ἐπιμένουν νά ἀρνοῦνται τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Νά ἀρνοῦνται τή δυνατότητα νά βιώσουν ἀπό τώρα τήν αἰώνια ζωή καί νά προτιμοῦν ἀντί τῆς ζωῆς τόν αἰώνιο θάνατο, τόν ὁποῖο μάλιστα καί ἐξυμνοῦν. Εἶναι κρίμα δημοσιογράφοι σάν τόν κ. Ζαμπούκα νά προσβάλλουν τήν πίστη ἑκατομμυρίων Χριστιανῶν, μιμούμενοι τόν ἀρχαῖο ἐκεῖνον φιλόσοφο, τόν Ἠγησία, τόν ἀποκαλούμενο «Πεισιθάνατο» ὁ ὁποῖος εἶχε ἀναγάγει τήν αὐτοκτονία καί τό βίαιο θάνατο σέ ἀξία, παροτρύνοντας τούς ἀνθρώπους νά αὐτοκτονοῦν! 

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί τῶν Παραθρησκειῶν

2 σχόλια:

  1. Αν ο δημοσιογράφος βλέπει τους αητούς για σαλιγγάρια είναι πρόβλημά του(και κρίμα βέβαια το ανθρωπάκι),
    αν όμως εγώ, εσύ... καμαρώνουμε τον εαυτό μας για...άνθρωπο της εκκλησίας αλλά μοιάζουμε περισσότερο με το σαλιγγάρι αλλά έχουμε τον εαυτό μας για υψιπέτη αετό,.......

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ασε τους αετους και τα σαλιγγαρια και προσγειωσου παρε θεση ξεκαθαρη και τεκμηριωμενη αλλιως κανε παρεα στα σαλιγγαρια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.