7 Απρ 2018

Ὅλες οἱ πίστεις εἶναι ψεύτικες…μόνη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι καλὴ καὶ ἁγία

Γράφει ὁ Δημητριος Νατσιός Δάσκαλος-Κιλκὶς
«Χριστὸς Ἀνέστη αληθως 

καὶ δίδαξε τσ' ἀνθρώπους 
πῶς ζοῦν ἐφήμερες χαρὲς 
Σὲ δανεισμένους τόπους»
«Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐν ὄσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω, ἰδίως κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστό μου, νὰ περιγράφω μετ’ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἔθιμα.... Ἂν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλώσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μὴ σοὺ μνησθῶ». (Παπαδιαμάντης).
«Τὸ μοσκοβόλημα ποὺ βγάζουνε τὰ ἄνθη καὶ τὰ βότανα, τὸ κελαήδισμα τῶν πουλιῶν, τὸ λεπτὸ τ’ ἀγέρι ποὺ σαλεύει χλωρὰ κλαριά, τ’ ἀλαφρὸ κύμα ποὺ γλυκομουρμουρίζει στὴν ἀκρογιαλιά, στοὺς κάβους, στὰ νησιά, στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, ὅλα τὰ νιώθεις νὰ πανηγυρίζουνε μαζὶ μὲ τὰ...
μακάρια πνεύματα τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ». (Κόντογλου). 

Πάσχα μὲ τοὺς ποιητὲς τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπέλεξε ὁ γράφων. Κόντογλου καὶ Παπαδιαμάντης: οἱ πιὸ ἔντιμες καὶ ἁγνὲς μορφὲς τῶν γραμμάτων μας. «Ζωγραφοῦν» σ’ ὅλη τους τὴ ζωή, «μετ’ ἔρωτος», τὴν γνησιότητα, ξεσκεπάζουν τὸ κίβδηλο, τὸ ψεύτικο, τοὺς «χαλασοχώρηδες». Ἐπιμένουν καὶ οἱ δύο στὴν τήρηση τῆς παράδοσης, ὄχι ὡς στείρα τυπολατρία καὶ ἀναιμικὴ μίμηση, ἀλλὰ ὡς πηγὴ ζῶσα ποὺ ἀρδεύει ἀδιαλείπτως «τὸ ὁλόδροσο δέντρο τῆς φυλῆς μας». 

Ὁ Κόντογλου εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔστρεψε ξανὰ τὴν ἁγιογραφία στὴν βυζαντινὴ παράδοση. Ὁ ἄγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέει «δεῖξε μου τὶς εἰκόνες ποὺ προσκυνᾶς γιὰ νὰ σοὺ πῶ τί πίστη ἔχεις». Μέχρι τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κόντογλου εἶχε ἐπικρατήσει στοὺς ὀρθόδοξους ναοὺς ἡ δυτική, ἡ κοσμική, ἡ σαρκικὴ νοοτροπία, μὲ τὶς καταστολισμένες, γλυκανάλατες Μαντόνες, οἱ ὁποῖες κρατοῦν στὴν ἀγκαλιὰ ξανθοὺς μπέμπηδες, ποὺ παριστάνουν τὸ «θεῖο βρέφος». (Τέτοιες ἔβαλαν καὶ στὰ βλάσφημα βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν οἱ τωρινοὶ σταυρωτῆδες τοῦ Γένους). Ὅμως, ὅπως λέει ὁ Κόντογλου, οἱ βυζαντινοὶ ἁγιογράφοι ζωγραφίζουν μὲ ταπείνωση, χωρὶς περιττὰ ψιμύθια καὶ στολίδια, δίχως καμμιὰ φιλοδοξία νὰ ξαφνιάσουνε καὶ νὰ κάνουν ἐντύπωση, ζωγραφίζανε σὰν νὰ προσεύχονται. Στὰ χρόνια, διηγεῖται, τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ κάποιος ζωγράφος θέλησε νὰ ἱστορήσει τὸν Σωτήρα Χριστό, ὥστε νὰ μοιάζει μὲ τὸν θεὸ Ἀπόλλωνα καὶ ἀμέσως παρέλυσε, «ἐξηράνθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ». 

Γιὰ τὴν βυζαντινὴ μουσική, σφοδρὸς ἐπικριτὴς τῶν καινοτομιῶν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης. Γινόταν θηρίο, ἂν μάθαινε πὼς κάποιος ἱερέας ἢ ψάλτης μετέφραζε τὰ ἱερὰ κείμενα στὴν «δημοτικιά». «Ὁ πόθος τῆς ἐπιδείξεως, ἡ δοκησισοφία, ἡ μανία τῆς καινοτομίας, ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμὸς» ὁδηγούν στὴν πλάνη. Τὸ «ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος» πῶς θὰ ἀποδοθεῖ: «θ’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ θὰ γεμίσει πνεῦμα καὶ θὰ βγάλω λόγο;». Τὰ τροπάρια, τονίζει, γίνονται νεκρὰ μέχρι νεκροφανείας. «Ποιὸς Ἕλληνας», γράφει ὁ Κόντογλου, «θὰ νιώσει κατάνυξη ἀπὸ τὰ μουσικὰ αὐτὰ μασκαριλίκια καὶ πῶς θὰ κάνει τὴν προσευχὴ τοῦ ἀκούγοντας τὰ λόγια τῶν ἁγίων μελωδῶν νὰ ἀλλοιώνονται καὶ νὰ γελοιοποιοῦνται ἀπὸ τὰ στόματα ψευτονεωτεριστῶν;» Ο Παπαδιαμάντης ἦταν ἀρνητικὸς ἔναντί της τότε πολιτικῆς, διότι ἔβλεπε νὰ διαμορφώνεται ἕνας πολιτικὸς βίος ἔξω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ παραδοση της ἐκκλησίας, κάτι ποὺ ἐπιδεινώθηκε ἐντονότατα στὶς μέρες μας. 

Ὁ Σπύρος Μελὰς στὸν «Πρόλογο» τῶν «Ἁπάντων», ἀπὸ τὸν Γ. Βαλέτα (τόμ. Ά, σέλ. 18), παρατηρεῖ: «εἶναι ὁ μόνος ποὺ εἶδε ὅτι ἡ θρησκεία, μὲ ἄλλα λόγια ἡ Ὀρθοδοξία, ἦταν ἡ σπονδυλικὴ στήλη τοῦ ἐθνικοῦ σώματος». Ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πολιτικὴ παράδοση γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη σήμαινε καὶ σημαίνει πολιτικὸ θάνατο τοῦ Γένους. Καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν σφόδρα πολέμιος αὐτῶν ποὺ συκοφαντοῦσαν τὴν βυζαντινή μας παράδοση, ποὺ περισσότερο ἴσως κι ἀπὸ πνευματική, εἶναι παράδοση πολιτική, μέσα ἀπὸ τὴν θρησκευτική της ἔκφραση. Στὸ περίφημο διήγημά του «Λαμπριάτικος Ψάλτης», ποῦ δημοσιεύτηκε τὸ 1893 στὴν «Ἀκρόπολη», γράφει τὰ ἀκόλουθα σαρκαστικά, γι’ αὐτοὺς ποῦ τὸν μυκτήριζαν γιὰ τὴν ἐμμονή του νὰ γράφει θρησκευτικὰ - ἑορταστικὰ διηγήματα: «Μὴ θρησκευτικὰ πρὸς Θεοῦ! Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι βυζαντινοί, ἐννοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατευθείαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων….». 

Ὁ Κόντογλου περισσότερο αἰχμηρός, καυτηριάζει τοὺς φθονεροὺς καὶ ἀνίκανους «ποὺ πιάνουν τὰ πόστα» καὶ κατατρέχουν τοῦ ἄξιους. Γράφει: «Καθαρίστε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πανούκλα τὴν δυστυχισμένη τὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ δουλέψουνε οἱ ἄξιοι δουλευταράδες. Τὰ σκουλήκια, γιὰ νὰ σώσουνε τὴν τιποτένια ὕπαρξή τους, δὲν ἀφήνουνε καμμιὰ ψυχὴ ἄξια νὰ ὀρθοποδήσει, ἀπὸ συμφέρον κι ἀπὸ φθόνο. Ὅλοι οἱ πνευματικοὶ σαλταδόροι ἔχουνε πιάσει τὰ πόστα. Καὶ εἶναι δεμένοι μεταξύ τους, ὅπως εἶναι οἱ κάμπιες κολλημένες ἡ μία πάνω στὴν ἄλλη. Μόλις τὶς χωρίσει κανένας ψοφᾶνε. Ἔτσι πρέπει νὰ γίνει καὶ μὲ τὶς ἀνθρωποκάμπιες ποὺ μαραζώνουνε τὸ ὁλόδροσο πνευματικὸ δέντρο τῆς φυλῆς μας». 

Σὲ καιρούς, «σακάτικους» σὰν τοὺς δικούς μας, ὅπου νοθεύονται τὰ καίρια του βίου μας, ἔλειψαν καὶ οἱ γενναῖες φωνές, οἱ πολεμήτορες τοῦ πρόστυχου, τοῦ ἀνήθικου καὶ τοῦ ἄδικου. Στέρεψε αὐτὸς ὁ τόπος. Πάσχα ἔρχεται καὶ βουίζουν τὰ αὐτιά μας ἀπὸ τὶς τσιρίδες τῶν «γνωμηγητόρων»: «στὰ ὕψη οἱ τιμές», «ἀβοήθητοι οἱ καταναλωτές». Τὸ τηλεοπτικὸ «σπήλαιο ληστῶν» μαγαρίζει τὸ πανηγύρι τῆς Ὀρθοδοξίας. Προσκαλοῦν σὲ τραπέζια μὲ ...εἰδωλόθυτα οἱ ἄθεοι, μαγαρίζουν οἱ καντιποτένιοι τὸ χαροποιὸν πένθος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ξεθάβουν καὶ τὸν φραγκολεβαντίνο Κοραὴ γιὰ τὸ "Ἅγιο Φῶς", λύσσαξαν τὰ ταγκαλάκια. Ὀρθοδοξία, Πάσχα ἀκοῦν καὶ γυαλίζει τὸ μάτι τους. Εἶναι οἱ σύγχρονοι Ἰοῦδες. Πάσχουν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔπαθε ὁ Ἰούδας. Δὲν μπόρεσαν νὰ ἀγαπήσουν τὸν Χριστό. Ὁ Ἰούδας εἶναι ὁ φυσικὸς πρόγονος ὅλων τῶν ματαιόδοξων διανοητῶν, ὅλων τῶν καιρῶν κι ὅλου του κόσμου. Ὑπάρχουν ὅμως οἱ δικοί μας, οἱ ἅγιοι, οἱ ταπεινοὶ τὴ καρδία, ποὺ χωρὶς πτωχοαλαζονεῖες καὶ μωρὲς ἐπιδείξεις κηρύσσουν καὶ διδάσκουν: «Ὅλες οἱ πίστεις εἶναι ψεύτικες…μόνη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι καλὴ καὶ ἁγία. Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα. Νὰ εὐφραίνεσθε ὅπου εἶσθε Χριστιανοὶ» μᾶς κανοναρχεῖ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.