Καὶ σὰν ἔρθει ἡ στιγμὴ τῆς θείας Κοινωνίας
καὶ πρόκειται νὰ πλησιάσεις τὴν ἁγία Τράπεζα, πίστευε
ἀκλόνητα πὼς ἐκεῖ εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιὰς τῶν ὅλων.
Ὅταν δεῖς τὸν Ἱερέα νὰ
σοῦ προσφέρει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου,
μὴ νομίσεις ὅτι
ὁ ἱερέας τὸ κάνει αὐτό, ἀλλὰ πίστευε ὅτι τὸ χέρι ποὺ ἁπλώνεται
εἶναι τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸς ποὺ λάμπρυνε μὲ
τὴν παρουσία Του τὴν τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ
Δείπνου, Αὐτὸς καὶ τώρα διακοσμεῖ τὴν Τράπεζα τῆς θείας
Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικὰ καὶ ἐξετάζει τοῦ καθενὸς τὴν προαίρεση καὶ παρατηρεῖ
ποιὸς πλησιάζει μὲ εὐλάβεια ταιριαστὴ στὸ
ἅγιο Μυστήριο, ποιὸς μὲ πονηρὴ συνείδηση,
μὲ σκέψεις βρωμερὲς καὶ ἀκάθαρτες, μὲ
πράξεις μολυσμένες.
Ἀναλογίσου,
λοιπόν, κι ἐσὺ
ποιὸ ἐλάττωμά σου διόρθωσες, ποιὰν ἀρετὴ κατόρθωσες, ποιὰν ἁμαρτία ἔσβησες μὲ τὴν ἐξομολόγηση, σὲ
τί ἔγινες καλύτερος. Ἂν ἡ συνείδησή σου σὲ πληροφορεῖ ὅτι φρόντισες ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐπούλωση τῶν ψυχικῶν σου τραυμάτων, ἂν ἔκανες κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ νηστεία, κοινώνησε
μὲ φόβο Θεοῦ. Ἀλλιῶς, μεῖνε μακριὰ
ἀπὸ τὰ ἄχραντα
Μυστήρια. Καὶ ὅταν καθαριστεῖς ἀπ' ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου, τότε
νὰ πλησιάσεις.
Νὰ προσέρχεστε, λοιπόν, στὴ θεία Κοινωνία μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ
συνείδηση καθαρή, μὲ...
νηστεία καὶ προσευχή. Χωρὶς νὰ θορυβεῖτε, χωρὶς νὰ ποδοπατᾶτε καὶ νὰ
σπρώχνετε τοὺς διπλανούς σας. Γιατί αὐτὸ ἀποτελεῖ
τὴ μεγαλύτερη τρέλα καὶ τὴ χειρότερη περιφρόνηση τῶν θείων Μυστηρίων.
Πές μου, ἄνθρωπε, γιατί κάνεις θόρυβο; Γιατί βιάζεσαι; Σὲ πιέζει
τάχα ἡ ἀνάγκη νὰ κάνεις τὶς δουλειές σου; Καὶ σοῦ περνάει ἄραγε, τὴν ὥρα πού πᾶς νὰ κοινωνήσεις,
ἡ σκέψη ὅτι ἔχεις
δουλειές; Ἔχεις μήπως τὴν αἴσθηση ὅτι εἶσαι πάνω
στὴ γή; Νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι μαζὶ μὲ ἀνθρώπους καὶ ὄχι μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἀγγέλων; Μὰ κάτι τέτοιο
εἶναι δεῖγμα πέτρινης καρδιᾶς...
Ποίημα τοῦ Γιώργου Βερίτη:
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάσχα θὰ κάμω πάλι σήμερα,
γιατὶ θὰ κοινωνήσω πάλι!
Πάσχα θὰ κάμω πάλι σήμερα,
κι εἶν᾿ ἡ λαχτάρα μου μεγάλη!
Ὁ λειτουργός προβαίνει ἐπίσημα
τ᾿ Ἅγια κρατώντας ὑψωμένα,
μὰ Ἐσὺ μᾶς κράζεις μὲ τὰ χείλη του·
πιστοί μου ἐλᾶτε πρὸς ἐμένα.
Σεμνὰ κι ἀθόρυβα προσέρχονται·
θερμὸς στὰ μάτια ὁ πόθος λάμπει·
κι ἀνοίγουν οἱ καρδιές ἐφτάδιπλες,
ὁ Βασιληᾶς τῶν ὅλων νἄμπη.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἰδού βαδίζω... . Γήινο τίποτα
δὲν ἔχει τώρα ὁ λογισμός μου,
γιατὶ μὲ κάλεσε συντράπεζο
ὁ Βασιληᾶς ὅλου τοῦ κόσμου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἰδού Στὸ βῆμα τῶν πατέρων μου
ρυθμίζω τὸ δικό μου βῆμα,
κι Ἐσύ μὲ δέχεσαι ὡς τοὺς δέχτηκες,
θύτης Ἐσὺ μαζί καὶ θῦμα!
Στὴν ὀμορφιά μας τὴν πρωτόπλαστη
μᾶς ξαναφέρν᾿ ἡ δύναμή σου.
Στὴν ὀμορφιά μας τὴν πρωτόπλαστη
καὶ στὶς χαρές τοῦ παραδείσου.
Ἀγγέλων λύρες ἁρμονίζονται
καὶ χαρουβείμ δοξολογοῦνε,
κι ἀρχάγγελοι ἔσκυψαν, θαυμάζοντας,
τὴ μυστικὴ ἕνωση νὰ δοῦνε...
Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ καταδέχτηκες
στὴ φάτνη τούτη νὰ ξανάρθης.
Ὦ, μεῖνε χρόνια, χρόνια ἀτέλειωτα
μέσα μου, ἀφέντης καὶ μονάρχης.