9 Φεβ 2018

Κόλλυβα τὸ Ψυχοσάββατο

Ἡ μητέρα εἶχε ξυπνήσει, ὅπως πάντα πρώτη, καὶ τοποθέτησε τὰ ὑλικὰ πάνω στὸ τραπέζι. Βρασμένο σιτάρι, σπόρους ἀπὸ ρόδι, φουντούκια, ἀμύγδαλο, κανέλα, σταφίδα καὶ σουσάμι. Ἡ κουζίνα γρήγορα γέμισε εὐωδιές. Αὐτὲς οἱ εὐωδιὲς γέμιζαν τὸ σπίτι δύο φορὲς τὸ χρόνο. Μία φορὰ τὸ Φλεβάρη, ὅπως τώρα, λίγο πρὶν ἀρχίσει ἡ νηστεία τῆς Τεσσαρακοστῆς, τὸ Σάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακή τῆς Ἀποκριᾶς καὶ μία τὸ Σάββατο πρὶν ἀπὸ τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτὰ εἶναι τὰ Ψυχοσάββατα, ὅπως τὰ ἀποκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἂν καὶ κάθε Σάββατο εἶναι ἡ μέρα ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ ἔχουν περάσει στὴ θριαμβεύουσα ἐκκλησία. 

Στὴν κουζίνα, μπῆκε κεφάτη ἡ Μαρία. 
– Τί φτιάχνεις, μαμά; ρώτησε ἡ μικρὴ μὲ ἐνδιαφέρον. 
– Κόλλυβα φτιάχνω, Μαρία μου, καὶ σὲ λίγο θὰ τὰ πάω καὶ στὴν ἐκκλησία, στὸν παπα-Γιώργη. Θὲς νὰ ἔρθεις μαζί μου, τώρα σὲ λίγο ποὺ θὰ τελειώσω καὶ θὰ πάω; 
Ἡ Μαρία ἀπάντησε καταφατικὰ χαρούμενη καὶ πῆγε στὸ δωμάτιό της νὰ ντυθεῖ. Ἡ μαμὰ κοίταξε τὰ κόλλυβα καὶ σκέφτηκε ἂν χρειάζονταν τίποτα ἀκόμη. Μετὰ ἀπὸ λίγο δισταγμό, πρόσθεσε ἄχνη ζάχαρη πάνω τους. Ἡ μητέρα της, ἡ γιαγιὰ τῆς Μαρίας, ποτὲ δὲν πρόσθετε ζάχαρη. Τὸ ἒφτιαχνε πιὸ παραδοσιακά. Ἀλλὰ τῆς μητέρας τῆς φαίνονταν πιὸ ὄμορφα...
τὰ κόλλυβα ἔτσι. 

– Πᾶμε, εἶμαι ἕτοιμη! φώναξε ἡ Μαρία ἀπὸ τὸν διάδρομο, βάζοντας τὰ παπούτσια της. 
– Ἕτοιμη εἶμαι κι ἐγώ! Πᾶμε, ἀπάντησε ἡ μαμά. 

Στὸν δρόμο, μητέρα καὶ κόρη, περπατοῦσαν σιωπηλά, πιασμένες ἀπὸ τὸ χέρι. Ἡ Μαρία ἒνιωθε ὅτι θὰ κάνουν κάτι πολὺ ὄμορφο, κάτι πολὺ σημαντικό. 
– Μὲ τὰ κόλλυβα, “μνημονεύεις” αὐτοὺς ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ τὴ ζωή, δηλαδὴ τοὺς θυμᾶσαι καὶ τοὺς τιμᾶς, τοὺς εἶχε πεῖ ἡ δασκάλα τὴν προηγούμενη μέρα. Ἐπίσης, καθαρίζουμε τὸ σῶμα μας, καθὼς δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι πλησιάζει σιγὰ-σιγὰ ἡ νηστεία. 
Πολύ τῆς ἄρεσε αὐτό, τὸ “καθαρίζουμε” τὸ σῶμα μας. Τὴν ἔκανε νὰ νιώθει γαλήνη. 


Ἔφτασαν στὴν ἐκκλησία. Μπῆκαν γρήγορα μέσα κι ἔκλεισαν ἀμέσως τὴν πόρτα, καθὼς τὸ κρύο τοῦ Φλεβάρη ἦταν τσουχτερό. Κατευθύνθηκαν στὸ γραφειάκι τοῦ παπα-Γιώργη. Χτύπησαν τὴν πόρτα καὶ ἐκείνη ἄνοιξε σχεδὸν ἀμέσως. Ὁ ἱερέας χάρηκε πολὺ ποὺ εἶδε μητέρα καὶ κόρη καὶ τὶς κάλεσε μέσα στὸ γραφεῖο του νὰ κάτσουν γιὰ λίγο. 

Ὁ πάτερ μίλησε λίγο στὴ μαμὰ καὶ ρώτησε τὰ νέα τῆς οἰκογένειας. Μετὰ ἀπευθύνθηκε στὴ Μαρία. 
– Ξέρεις γιατί φέρατε τὰ κόλλυβα ἐδῶ σήμερα Μαρία; τὴ ρώτησε. 
Αὐτὴ ἀπάντησε ἀμέσως: 
– Γιὰ νὰ τιμήσουμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ νὰ δείξουμε στὸ Θεὸ καὶ σὲ αὐτοὺς πὼς τοὺς θυμόμαστε, πὼς δὲν τοὺς ἔχουμε ξεχάσει. 

– Δὲν ἔχεις ἄδικο!», χαμογέλασε ὁ ἱερέας. Θὲς νὰ σοῦ πῶ ἕνα θαῦμα πού πραγματοποιήθηκε μὲ τὴ βοήθεια τῶν κολλύβων; Ἄκου: πρὶν πολλοὺς αἰῶνες, ἕνας αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου μὲ τὸ ὄνομα Ἰουλιανὸς δὲν πίστευε στὸν Θεὸ ἀλλὰ στὰ εἴδωλα καὶ ἤθελε ὅλοι νὰ γίνουν εἰδωλολάτρες. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὅπως καὶ σήμερα, οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νὰ «καθαρίσουν» τὸ σῶμα τους πρὶν τὴν Τεσσαρακοστή, ποὺ εἶναι νηστεία. Ὅμως ὁ Ἰουλιανὸς μόλυνε ὅλα τὰ τρόφιμα τῆς ἀγορᾶς, τὰ ὁποία θὰ ἀγόραζαν οἱ χριστιανοί, μὲ αἷμα ἀπὸ εἰδωλολατρικὲς θυσίες. Τί θὰ ἔκαναν οἱ χριστιανοί; Θὰ πέθαιναν ἀπὸ τὴν πείνα; 

Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει ἀβοήθητο τὸν λαό Του. Ἔστειλε ὅραμα στὸν ἐπίσκοπο τῆς Κωνσταντινούπολης, τὸν Εὐδόξιο, μέσω ἑνὸς ἁγίου, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος εἶπε στὸν ἐπίσκοπο νὰ διαδώσει σὲ ὅλους τούς χριστιανοὺς νὰ μὴν ἀγοράσουν τρόφιμα ἀπὸ τὴν ἀγορὰ γιὰ ἐκείνη τὴν ἑβδομάδα, ἀλλὰ νὰ βράσουν σιτάρι καὶ νὰ φᾶνε, τὰ λεγόμενα κόλλυβα. Ἔτσι κι ἔγινε. Οἱ χριστιανοὶ ἔμειναν «ἀμόλυντοι» ἐκείνη τὴ βδομάδα, νήστεψαν, προετοιμάστηκαν γιὰ τὴ νηστεία ποὺ θὰ ἐρχόταν. Γι’ αὐτὸ μέχρι σήμερα ἔχουμε καὶ τηροῦμε τὸ Ψυχοσάββατο καὶ τιμοῦμε καὶ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων Θεοδώρων. Αὐτὸ τὸ θαῦμα μάλιστα, τὸ θυμόμαστε τὸ Σάββατο τῆς πρώτης ἑβδομάδας τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. 

Ἡ Μαρία δὲν τὴν ἤξερε αὐτὴ τὴν ἱστορία. Ἀφοῦ πῆραν εὐλογία, πῆραν τὸ δρόμο γιὰ τὸ σπίτι. Ἡ μικρὴ σκεφτόταν τὸ θαῦμα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου. Τῆς εἶχε κάνει μεγάλη ἐντύπωση. Ἡ μητέρα χαιρόταν ποὺ ἔβλεπε τὴν κόρη της ἔτσι σκεφτική. Μὰ πιὸ πολὺ χαιρόταν ποὺ εἶχε φτιάξει καὶ προσφέρει κόλλυβα καὶ θὰ μνημονεύονταν οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν φύγει. Καὶ φυσικὰ χαιρόταν, ποὺ ἡ κόρη της εἶχε μάθει γιὰ τὸ Ψυχοσάββατο ἀπὸ πρῶτο χέρι. 
Α.Η.Σ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.