Γράφει ὁ Νατσιὸς Δημήτρης, δάσκαλος-θεολόγος, Κιλκὶς
Μπορεῖ στὰ ἄχρηστα «περιοδικὰ ποικίλης ὕλης», τὰ κατ’ εὐφημισμὸν βιβλία γλώσσας τοῦ Δημοτικοῦ, ὁ Μέγας Βασίλειος «νὰ ἁπλώνει τὴ μπουγάδα του καὶ νὰ κρεμᾶ τὸ μακρύ του σώβρακο» (Γλώσσα Δ΄ δημοτικοῦ, β΄ τεῦχος, σέλ. 52) η, σύμφωνα, μὲ τὸ κρανιοκενοὺς ἐμπνεύσεως εὔρημα τοῦ «περιοδικοῦ» τῆς Ε΄ Δημοτικοῦ, νὰ ἐπιδίδεται σὲ μαγικὰ πράγματα, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, νὰ συγκεντρώνει, ἐν εἴδει χαλκομανίας, ἔλατα στὸ κόκκινο παλτό του. (Γλώσσα Ε΄ Δημοτικοῦ, β΄ τεῦχος, σέλ. 30-31), ὅμως στὰ βιβλία τῶν ἱερῶν γραμμάτων τῆς Ἐκκλησίας μας, διαβάζουμε γιατί εἶναι, ὁ Βασίλειος ὁ Μέγας, φωστὴρ τῆς Οἰκουμένης. Εἶναι δυνατὸν σὲ σχολικὰ βιβλία τάχα καὶ Γλώσσας νὰ συντηρεῖται καὶ νὰ προβάλλεται ἀκόμη αὐτὸ τὸ διαφημιστικὸ παχύσαρκο ξωτικό, αὐτὴ ἡ χαζοχαρούμενη φιγούρα ποὺ μοιράζει παιχνίδια στὰ μοσχοαναθρεμμένα βλαστάρια τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν, παιχνίδια ποὺ ἔφτιαξαν λιπόσαρκα καὶ κοκαλιασμένα χεράκια παιδιῶν τοῦ Τρίτου ἢ Τέταρτου Κόσμου; Ποιόν, αὐτὸν ποὺ καὶ τοὺς λεπρούς τῆς Βασιλειάδας ἀσπαζόταν καὶ ἀγκάλιαζε, αὐτὸν ποὺ ἔγινε εὔγλωττος καὶ σιωπώσα παραίνεση ἀρετῆς καὶ φιλανθρωπίας, ποὺ....
«ἐπεισεν ἀνθρώπους ὄντας, ἀνθρώπων μὴ καταφρονεῖν».
«ἐπεισεν ἀνθρώπους ὄντας, ἀνθρώπων μὴ καταφρονεῖν».
Μᾶς τηγανίζει ἡ κρίση σήμερα καὶ μᾶς κουνοῦν τὸ δάκτυλο ἀπειλητικὰ οἱ δυτικὲς «ἀλώπεκες τοῦ σκότους», γιατί ἀνεχτήκαμε ἕνα ἐκπαιδευτικὸ σύστημα ποὺ ἔθρεψε καὶ πάχυνε τοὺς πειθήνιους ζητωκραυγαστὲς καὶ χειροκροτητές, ποὺ ἀνέχονται τὶς ἀνθυπομετριότητες ποὺ δῆθεν κυβερνοῦν. Νὰ κρατᾶς στὴν ἀγκαλιά σου Σωκράτη καὶ Πλάτωνα, Μέγα Βασίλειο καὶ Χρυσόστομο, Μακρυγιάννη καὶ Παπαδιαμάντη καὶ νὰ διδάσκεις «ὁδηγίες χρήσης καφετιέρας» στὸ Δημοτικὸ ἢ παιδεραστικὰ ξεράσματα, σὰν τὸ τρισάθλιο «Ὁσάκις», στὸ Γυμνάσιο.
Πῶς ὅμως νὰ ἀνεχτοῦν, οἱ διαβίου ἀμαθεῖς, κείμενα ποὺ καὶ μόνο μὲ τὴν ἀνάγνωσή τους ἐλέγχεται, ὅση ἀπέμεινε, ἡ συνείδησή τους; μιὰ ὑδαρῆ καὶ μπαζωμένη συνείδηση δὲν ἀντέχει, καθρεφτίζεται, ὅταν διαβάζει:
«Ἐσὺ δὲν εἶσαι πλεονέχτης; Ἐσὺ δὲν εἶσαι
κλέφτης, ἀφοῦ σφετερίζεσαι ἐκεῖνα ποῦ δέχτηκες ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὰ
διαχειριστεῖς ὡς οἰκονόμος; Μήπως νομίζεις ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ λωποδύτης μόνον
ἐκεῖνος ποὺ γδύνει κάποιον καὶ τοῦ ἁρπάζει τὰ ροῦχα, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ντύνει
τὸν γυμνό, ἂν καὶ μπορεῖ νὰ τὸ κάμει, ἀξίζει νὰ πάρει ἄλλο ὄνομα; Πρόσεξε! Τὸ
ψωμὶ ποὺ ἐσὺ παρακρατεῖς, εἶναι τοῦ πεινασμένου? τὸ ἔνδυμα ποὺ φυλάγεις στὶς
ἀποθῆκες σου, εἶναι τοῦ γυμνοῦ τὸ παπούτσι ποὺ σαπίζει στὸ σπίτι σου, εἶναι
τοῦ ξυπόλυτου τὰ χρήματα ποὺ τὰ κατακρατεῖς χωμένα στὴ γῆ (σ.σ. ἢ σὲ
τραπεζικοὺς λογαριασμούς, στὴν ἡμεδαπὴ ἢ στὴν ἀλλοδαπὴ Ἐλβετία), εἶναι ἐκείνου
ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Ὥστε λοιπὸν τόσους ἀδικεῖς, ὅσους θὰ μποροῦσες νὰ βοηθήσεις».
(«Ὥστε τοσούτους ἀδικεῖς ὄσοις παρέχειν ἐδύνασο». Μέγ. Βασιλείου «περὶ
πλεονεξίας» Ε.Π. 31, 276-277).
Ἡ κρίση – καὶ οἱ γεννήτορές της πολεμοῦνται –
μὲ τὴν ὀρθόδοξη βιοτή, μὲ ἀνδρεία καὶ ὄχι μὲ μυξοκλάματα. Ὁ Χριστιανὸς
Ὀρθόδοξος κλαίει γιὰ τὰ πάθια καὶ τοὺς καημοὺς τοῦ κόσμου, δὲν κλαίγεται ὅμως
σὰν καημένο κνώδαλο. Ἀρχοντόπουλο, μὲ πτυχία καὶ «διδακτορικὰ» ἦταν ὁ Μέγας
Βασίλειος. Στάχτη καὶ σποδὸς ὅλα. Τὰ πούλησε καὶ τὰ μοίρασε στοὺς φίλους τοῦ Χριστοῦ, τοὺς φτωχούς, γιατί «ὅσο πλεονάζεις τῷ πλούτω τοσούτω ἐλλείπεις τὴ
ἀγάπη», θὰ πεῖ ὁ ἀσκητικότατος Γέροντας τῆς Καππαδοκίας.
Στὰ πανεπιστήμια, τὰ φημισμένα καὶ ξακουστά,
τῆς Ἑσπερίας, στὰ ὁποῖα σπουδάζουν οἱ πορφυρογέννητοι τζιτζιφιόγκοι τῶν τριῶν
οἰκογενειῶν, ποὺ κυβερνοῦσαν καὶ κυβερνοῦν τὸν τόπο τὰ τελευταῖα 30-40 χρόνια,
μαθαίνουν γράμματα πολλὰ καὶ σπουδάματα…σπουδαία, ὄχι ὅμως καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ
πράματα. Γι’ αὐτὸ βύθισαν τὴν χώρα στὴν οἰκονομικὴ φρίκη καὶ στὸν κοινωνικὸ
κανιβαλισμό. Ἐπαναπατρίζονται μὲ μοναδικὸ προσὸν τὴν ἐπωνυματοφορία καὶ
μετακενώνουν τὰ ἄθεα γράμματα καὶ τὶς παραλυμένες θεωρίες στὴ δόλια πατρίδα μας
καί…. «μαζί τα φάγαμε». («Ἡ ἀσίγαστη γενικότητα τῶν πιθήκων» θὰ ἔλεγε ὁ
Καροῦζος). Ἂν δὲν μᾶς κυβερνοῦσε τὸ μεταμοντέρνο συνονθύλευμα καὶ οἱ ἀπελέκητοι
γόνοι θὰ μποροῦσε ἡ πατρίδα μας νὰ φτιάξει σχολειὰ – ὅλων των βαθμίδων- τὰ
ὁποῖα μὲ πνευματικὰ «προσανάμματα καὶ φυλλώματα» τοὺς κλασσικοὺς καὶ τοὺς
Πατέρες θὰ μάθαινε στὰ ἀνυπεράσπιστα σήμερα παιδιὰ «τί θὰ εἰπῆ πατρίδα, τί θὰ
εἰπῆ θρησκεία, τί θὰ εἰπῆ φιλοτιμία, ἀρετὴ καὶ τιμιότη». (Μακρυγιάννης). Γιὰ νὰ
ἐκτιμήσεις ὅμως τὴν μεγαλοπρέπεια καὶ τὴν ἀνθρωποποιὸ ἀξία τῶν ἑλληνικῶν
γραμμάτων καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ ἔχεις γευτεῖ τὸν
γλυκασμό τους στὰ ἄγουρα καὶ κρίσιμα χρόνια τῆς ζωῆς σου. Ὅταν ὅμως αὐτὰ τὰ
χρόνια βοσκᾶς καὶ χορταίνεις μὲ τὰ ξυλοκέρατα τῆς Δύσης, τὰ ὅλο ἐγωισμὸ
καὶ ἀπανθρωπιά, τότε γίνεται αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Κολοκοτρώνης: «καημένη Ἑλλάδα,
στέλνουμε στὴ Δύση ἀητοὺς καὶ μᾶς γυρίζουν κουροῦνες».
Καὶ στὰ σχολειά, ἀντὶ νὰ μορφώνουμε ἀητοὺς ποὺ
θὰ πετοῦν ψηλὰ καὶ θὰ ἀγναντεύουν τὸ πέλαγος, μπουκώνουμε «τὸ μέλλον τοῦ τόπου»
μὲ σκύβαλα, γιατί τέτοια μᾶς κουβάλησαν οἱ ἀτάλαντοι γόνοι ἀπὸ τὰ καλά τους
πανεπιστήμια. (Μέχρι τὸ ’60 τὰ πανεπιστήμια μας ἦταν ἀπὸ τὰ καλύτερά του
κόσμου. Μετά, ὅταν ἐπέστρεψαν «δαφνοστεφεῖς» οἱ ἀντιστασιακοί των γαλλικῶν
μπιστρό, κατάντησαν «ἄσυλα» ἀμάθειας καὶ καταλήψεων).
Γιορτάζουμε τὴν Πρωτοχρονιά, τὸν Μέγα Βασίλειο,
ποὺ τόσο ἀγαποῦσε καὶ σεβόταν ὁ λαός μας, ὅταν ἀκόμη βαστοῦσε τὸ ρωμαίικο ἦθος.
Λένε κάποιοι δοκησίσοφοί της σήμερον ὅτι ἡ Ἐκκλησία, οἱ ἱεράρχες της δὲν πρέπει
νὰ ἀνακατεύονται μὲ θέματα τῆς πολιτείας, ἀλλὰ νὰ κοιτοῦν τὰ τοῦ οἴκου τους.
Δηλαδή, νὰ βυσσοδομοῦν οἱ διεφθαρμένοι πολιτικάντηδες καὶ νὰ ἐγκληματοῦν
ἀνεξέλεγκτα. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅμως «τύπος καὶ ὑπογραμμὸς» εἶναι οἱ ἅγιοι, οἱ
ὁποῖοι δὲν δίσταζαν νὰ συγκρουστοῦν καὶ μὲ τὸν Καίσαρα. «Την βασιλέως
φιλίαν μέγα μὲν ἡγοῦμαι μετ’ εὐσεβείας, ἄνευ δὲ ταύτης, ὀλέθριαν ἀποκαλῶ» θὰ
πεῖ ὁ ἅγιος Βασίλειος στὸν αἱρετικὸ αὐτοκράτορα Οὐάλη. Σήμερα ὑποταχτήκαμε στὶς
ἄπληστες συμμορίες τοῦ ΔΝΤ, τῆς τρόικας καὶ γονατίζουμε ἀπὸ τὰ καταστρεπτικὰ
δάνεια.
«Νὰ μὴ δεχτεῖς ποτὲ δανειστῆ, ποὺ σὲ πολιορκεῖ.
Νὰ μὴν ἀνεχθεῖς ποτὲ νὰ σὲ ἀναζητοῦν, γιὰ νὰ βροῦν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ σὲ
συλλάβουν σὰν ἄλλο θήραμα (οἱ τοκογλύφοι). Τὸ δάνειο εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ ψεύδους, εἶναι ἀφορμὴ ἀχαριστίας, ἀγνωμοσύνης καὶ ἐπιορκίας. Ἄλλα λέει ἐκεῖνος ποὺ
δανείζεται καὶ ἄλλα ἐκεῖνος ποὺ δανείζει… Εἶσαι φτωχὸς τώρα, ἀλλὰ ἐλεύθερος.
Ὅταν δανειστεῖς, ὄχι μόνο δὲν θὰ πλουτίσεις, ἀλλὰ θὰ χάσεις καὶ τὴν ἐλευθερία
σου…
Ἡ φτώχεια δὲν φέρνει καμμιὰ ντροπή. Γιατί
λοιπὸν νὰ προσθέτουμε στὸν ἑαυτὸ μας τὴ ντροπὴ τοῦ δανείου; Κανεὶς δὲν
θεραπεύει τὰ τραύματά του μὲ ἄλλο τραῦμα, οὔτε θεραπεύει τὸ ἕνα κακὸ μὲ ἄλλο
κακό, οὔτε ἐπανορθώνει τὴ φτώχεια μὲ τόκους. Εἶσαι πλούσιος; Μὴ δανείζεσαι. Εἶσαι
φτωχός; Μὴ δανείζεσαι». (Μέγ. Βασιλείου, «ΙΔ΄ Ψάλμ. καὶ περὶ τοκιζόντων, 2 ΕΠΕ
5, 78-80). Ἂν μορφώνονταν οἱ γενιὲς τῶν Ἑλλήνων μὲ τέτοια κείμενα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου