4 Μαρ 2016

Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω: Ἀγάπη ναί• ἀλλὰ ποιὰ ἀγάπη;

Τοῦ Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
«ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε' 40).
1. Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἔρχεται νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει μιὰ μεγάλη ἀλήθεια. Τὴν περασμένη Κυριακὴ μίλησε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ἀγαθότη­τα τοῦ Θεοῦ - Πατέρα, ποὺ περιμένει τὸ πλάσμα του νὰ ἐπιστρέψει. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέπει νὰ μᾶς κάμει νὰ ξεχάσουμε καὶ τὴν δικαιοσύνη Του. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μονάχα στοργικὸς Πατέρας. Εἶναι καὶ δίκαιος Κριτής. «Οὔτε ὁ ἔλεος αὐτοῦ ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσης ἀνελεήμων» λέγει ὁ Μ. Βασίλειος. Θὰ κρίνει τὸν Κόσμο, μᾶς λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ μάλιστα ὄχι αὐθαίρετα, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα μας. Μᾶς φέρνει, λοιπόν, ἡ σημερινὴ περικοπὴ ἐνώπιόν το γεγονότος τῆς κρίσε­ως. Καὶ λέμε «γεγονότος», γιατί ἡ παγκόσμια κρίση ἀποτελεῖ γιὰ τὴν πίστη μας ἐσχατολογικὴ βεβαιότητα καὶ πραγματικότητα, ποὺ ὁμολογεῖται σ' αὐτὸ τὸ Σύμ­βολό μας ὡς ἐκκλησιαστικὴ πίστη: «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον κρίναι ζωντας καὶ νεκρούς...».
Καλούμεθα, λοιπόν, σήμερα νὰ συνειδητοποιή­σουμε τρία πράγματα. Πρώτον, ὅτι Κριτής μας θὰ εἶναι ὁ Ι. Χριστός, ὡς Θεός. Σωτὴρ ὁ Χριστὸς ἀλλὰ καὶ Κριτής. Ἂν τὴν πρώτη φορὰ ἦλθε ταπεινὸς στὴ γῆ, «ἴνα σώση τὸν κόσμον», τώρα θὰ ἔλθει «ἐν τῇ δόξη αὐτοῦ», ἴνα κρίνη τὸν κόσμον. Αὐτὸς ποὺ ἔγινε γιὰ μᾶς «κατάρα» πάνω στὸν Σταυρό, ἔχει κάθε δικαίωμα νὰ μᾶς κρίνει, ἂν ἀφήσαμε νὰ μείνει μέσα μας καὶ στὴν κοινωνία μας ἀνενέργητη ἡ θυσία Του. Δεύτε­ρον θὰ κρίνει ὄχι μόνο τούς Χριστιανούς, οὔτε μόνο τούς ἐθνικούς, ὅπως πίστευαν οἱ Ἑβραῖοι γιὰ τὴν κρί­ση τοῦ Θεοῦ. Θὰ κρίνει.....
ὅλους τούς ἀνθρώπους, χρι­στιανοὺς καὶ μή, πιστοὺς καὶ ἀπίστους. Τρίτον βάση τῆς κρίσεως, τὸ κριτήριο, θὰ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ στάση μας δηλαδὴ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους μας. Καθο­λικὴ - παγκόσμια ἡ κρίση, καθολικὸ - παγκόσμιο καὶ τὸ κριτήριο. Ὁ παγκόσμιος νόμος τῆς ἀνθρωπιᾶς, στὸν ὅποιο συναντῶνται ὅλοι, χριστιανοὶ καὶ μή. Καὶ ὅσοι ἐγνώρισαν τὸν Χριστὸ καὶ ὅσοι δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ γι' αὐτὸ ἔμειναν μακριὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιό Του. Στὸ νόμο αὐτό, δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ προφάσεις καὶ δικαιολογίες.
Ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ γύ­μνια, ἡ ἀρρώστια, ἡ φυλακὴ βοοῦν, δὲν μποροῦν νὰ μείνουν κρυφά, γιὰ νὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἰσχυρισθεῖ κάποιος πώς δὲν τὰ πρόσεξε... Δὲν μπορεῖ νὰ τ' ἁγνοή­σει κανείς, χωρὶς προηγουμένως νὰ παύσει νὰ ἔχει συναισθήματα ἀνθρώπου, ἂν δὲν ἔχει τελείως «ἀχρειώσει», ἐξαθλιώσει, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του.

2. Τὸ συγκλονιστικὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν φρικτότητα τῆς ὥρας τῆς Κρίσεως ζωγραφίζουν μὲ ὑπέροχα χρώ­ματα οἱ ὕμνοι τῆς ἡμέρας. «Ώ, ποία ὥρα τότε! ὅταν... τίθωνται θρόνοι καὶ βίβλοι ἀνοίγωνται, καὶ πράξεις ἐ­λέγχωνται καὶ τὰ κρυπτά τοῦ σκότους δημοσιεύον­ται»! Εἶναι φρικτὴ καὶ ἡ ἁπλὴ σκέψη τῆς ὥρας τῆς κρίσεως, γιατί ὄχι μόνο ὑπενθυμίζει τὴν ἀνετοιμότητά μας νὰ ἐμφανισθοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποκαλύπτει τὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς μας, τὴν ὁποία δαπανᾶμε μέσα σὲ ἔργα μα­ταιότητος, ποὺ δὲν ἀντέχουν στὸ φῶς τῆς αἰωνιότητος. Δὲν δικαιούμεθα ἐνώπιον το κριτοῦ μας γιὰ ὅσα ὁ κόσμος θεωρεῖ μεγάλα καὶ σπουδαία: γνώσεις, θέ­σεις, τίτλους, ἀξιώματα, πλοῦτο, δόξα. Αὐτὰ ὅλα εἶναι δυνατὸ μάλιστα νὰ ὁδηγήσουν στὴν καταδίκη μας.

Κρινόμεθα βάσει τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς τῆς ἀγά­πής μας. Ὄχι ὡς ἄτομα δηλαδή, ἀλλὰ ὡς μέλη τῆς ἀν­θρώπινης κοινωνίας. Ὁ θεὸς δὲν ἔπλασε ἄτομα, αὐτο­νομα καὶ ἀνεξάρτητα. Μᾶς ἔπλασε, γιὰ νὰ γίνουμε πρόσωπα καὶ κοινωνία προσώπων. Καὶ οἱ μεγαλύτε­ρες ἀρετές, ἂν μείνουν ἁπλῶς ἀτομικές, εἶναι μετοχὲς χωρὶς ἀντίκρυσμα ἐνώπιον το Μεγάλου Κριτοῦ. Για­τὶ δὲν βρῆκαν τὴν πραγμάτωσή τους μέσα στὴν ἀν­θρώπινη κοινωνία. Δὲν καταξιώθηκαν σὲ διακονίες. Ἔτσι λ.χ. ἡ γνώση εἶναι θεία εὐλογία, ὅταν ὅμως θηρεύεται γιὰ χάρη τοῦ συνανθρώπου, γιὰ τὴν διακονία τοῦ πλησίον. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ εὐλάβεια, καὶ ἡ νηστεία καὶ σύνολη ἡ ἄσκησή μας. Ἂν ὅλα αὐ­τὰ γίνονται γιὰ μιὰ ἀτομικὴ δικαίωση καὶ ὄχι ὡς δια­κονία τῶν ἀδελφῶν, τῶν πλησίον, μᾶς ἐλέγχει ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματθ. θ΄ 13)! Ἀγάπη θέλω καὶ ὄχι τὴν θρησκευτικότητα, ποὺ ἀποβλέπει στὴν αὐτοέξαρση καὶ τὴν αὐτοπροβολή. Πού βλέπει τὸν τύπο ὡς πεμπτουσία τῆς εὐσέβειας.

3. Ὁ κόσμος ἔχει μάθει νὰ ἐξαγοράζει τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὶς συνειδήσεις. Στὸ χῶρο ὅμως τῆς πίστε­ως δὲν ἰσχύει ὁ νόμος αὐτός. Ἡ ἀτομικὴ εὐσέβεια δὲν μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει θέση στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν γίνει πρῶτα ἐκκλησιαστική, ἂν δὲν συνοδεύε­ται δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὁ στίβος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι καὶ ἡ κοινωνία καὶ ὄχι μόνο το «ταμιεῖον». Εἰς τὸ ταμιεῖον του καταφεύγει ὁ Χριστια­νὸς γιὰ τὸν πνευματικό του ἀνεφοδιασμό. Ποτὲ ὅμως δὲν ἐξαντλεῖται ἡ πολιτεία του στὸ στενὸ χῶρο τῆς ἀ­τομικότητάς του. Ἂν ἡ πνευματικότητά μας εἶναι ὀρ­θῆ, θὰ ὁδηγεῖ σὲ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Ἃς τὸ ἀκούσουμε μιὰ γιὰ πάντα: Τὸ ἐπιχείρημα τῶν γλυκανάλατων χρι­στιανῶν τῆς ἀνευθυνότητος καὶ τοῦ «λάθε βιώσας» δὲν ἔχει καμμιὰ δύναμη: «Κύτταξε τὴν ψυχή σου» δὲν σημαίνει τίποτε περισσότερο ἀπὸ δειλία καὶ ὑποχώ­ρηση, ἂν δὲν συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὸ στίβο: «Πάλευσε γιὰ νὰ φτιάξεις τὴ χριστιανική σου κοινωνία». Διαφορετικὰ εἴμασθε κατὰ λάθος ἀνάμεσα σέ χριστια­νούς. Ἡ θέση μας εἶναι κάπου στὴν Ἄπω Ἀνατολή, στὴ νέκρωση τοῦ νιρβάνα.

4. Αἰσθάνομαι ὅμως τὴν ἀνάγκη νὰ προλάβω στὸ σημεῖο αὐτὸ μιὰ ἀπορία. Ἂν κρινόμασθε βάσει τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης μας, τότε ποῦ πηγαίνει ἡ πίστη; Ποιὰ σημασία ἔχει ὁ ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῆς καθαρότητος τοῦ δόγματος ἀγώνας; Ἂν δὲν ἔχει διαστά­σεις αἰώνιες, τότε γιατί νὰ γίνεται;

Κατὰ τὴν ὥρα τῆς κρίσεως ἡ πίστη, καὶ ὡς ἀφο­σίωση καὶ ὡς διδασκαλία, δὲν ἀποκλείεται, ὅπως πι­στεύουν ἐν πρώτοις πολλοί. Προϋποτίθεται. Κριτὴς μας εἶναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Μᾶς σώζει ἥ μᾶς κατακρίνει ἡ συμπεριφορὰ καὶ στάση μας ἀπέναντί του. Γιατί μᾶς διευκρινίζει ὅτι στὸ πρόσωπό Του ἀναφέρεται κάθε πράξη μας πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας, καλὴ ἢ κακή. Ἠθικὰ ἀδιάφορες πράξεις δὲν ὑπάρχουν. Ἂν τονίζει σὰν κριτήριο τὴν ἀγάπη, δὲν σημαίνει πώς θέλει ν' ἀποκλείσει τὴν πίστη. Θέλει νὰ προλάβει ἀκριβῶς τὴν καταδίκη τῆς πίστεως ἐκ μέρους μας σ' ἕνα σύνολο θεωρητικῶν ἀληθειῶν χωρὶς ἀνταπόκριση καὶ ἐφαρ­μογὴ στὴ ζωή μας. 

Ὅπως ὁ κεκηρυγμένος ἄθεος καὶ ὁ συνειδητὸς ἀρνητὴς τῆς πίστεως μεταφράζει τὴν ἀ­θεΐα καὶ ἀπιστία του σὲ ἀντίθεα ἔργα, ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς πρέπει νὰ κάμει τὴν πίστη του κινητήρια δύναμη τῆς ζωῆς του. Γιατί «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων» (Ἰακ. β΄ 20) τῆς ἀ­γάπης, εἶναι νεκρά. Δὲν ἀποκλείει, λοιπόν, τὴν πίστη, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ προϋπόθεση τοῦ ὀρθοῦ βίου καὶ τῆς σωτηρίας. Ἀλλὰ καὶ κάτι περισσότερο. Ὄχι μόνο «ὁ μὴ πιστεύσας» (εἰς τὸν Χριστὸ) δὲν σώζεται, ἀλλὰ καὶ ὁ μὴ ὀρθῶς πιστεύσας. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ἀ­γάπη, εἶναι καὶ ἀλήθεια (Ἰωάν. Ἰδ' 6• Α' Ἰωάν. δ' 8• δ' 16• ἐ' 6) καὶ μάλιστα Αὐτοαλήθεια. 

Ὅποιος προδίδει τὴν ἀλήθεια προδίδει καὶ τὴν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ «συγχαίρει δὲ τὴ ἀληθεία» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 6) συζεῖ δηλαδὴ καὶ συνευδοκιμεῖ μὲ τὴν ἀλήθεια, δὲν ὑπάρχει χωρὶς αὐ­τήν. Νὰ λοιπὸν πῶς καταξιώνεται ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ δόγματος. Γιατί εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ἀγάπη, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιαστικὴ διακονία. Εἶναι ἀγώνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χά­ριν τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μείνει ἀνεπηρέαστος ἀ­πὸ τὴν πλάνη, ποὺ εἶναι πραγματικὴ αὐτοκτονία.

Ἀδελφοί μου!
Ὅταν ὁ Χριστὸς μᾶς ἀνέφερε τὴν παραβολὴ τῆς Κρίσεως, οἱ λόγοι του μποροῦσαν νὰ νοηθοῦν ὄχι μό­νο σὲ συνάρτηση πρὸς τοὺς συγχρόνους του, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅσους ἔζησαν πρὶν ἀπ' Αὐτόν. Ὅσοι δὲν γνώρισαν τὸν Χριστό, μποροῦν νὰ ἔχουν λόγους νὰ κριθοῦν μόνον γιὰ τὴν ἀγάπη τους, μολονότι ἀγάπη χωρὶς πίστη στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ ὑπάρχει. Ὅποιος εἰλικρινὰ ἀσκεῖ τὴν ἀγάπη «δέχεται» τὸν Θεό, ἔστω καὶ ἂν τὸν ἀγνοεῖ. Ὁ ἄπιστος δὲν δύνα­ται νὰ ἔχει παρὰ μόνο φαινομενικὰ ἀγάπη. Καὶ μόνο ἐκεῖ, ποὺ ὑπάρχει βάπτισμα καὶ «ἅγιο Πνεῦμα», εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει «τελεία ἀγάπη», ἀγάπη χριστιανι­κή.

Τὸ ζήτημα ὅμως πρέπει, νομίζω, νὰ τεθεῖ κατ' ἄλ­λο τρόπο. Ὅταν ἐμεῖς σήμερα ἀκοῦμε τὴν παραβολή, δύο χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ χωρίσουμε ἀπὸ τὴν ἀγά­πη μας τὴν (ὀρθὴ) πίστη; Τὸ Εὐαγγέλιο λέγει καθαρά: «ὁ… μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ιωαν. γ' 18). Μετὰ τὴν ἔνσαρκη δηλαδὴ οἰκονομία ἡ κρίση εἴ­ναι συνέπεια τῆς στάσης κάθε ἀνθρώπου ἔναντί το Χρίστο. Κριτήριο μένει ἡ ἀγάπη. Ἀγάπη ὅμως ποὺ προϋποθέτει τὴν εἰς Χριστὸν πίστη. Γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή. Αὐτὴ μονάχα δικαιώνει καὶ σώζει...

6 σχόλια:

  1. Η ΠΡΩΤΗ εντολή του Θεού, είναι η αγάπη μας προς τον Θεό.
    Η ΔΕΥΤΕΡΗ εντολή του Θεού, είναι η αγάπη μας προς τον συνάνθρωπο.

    Όποιος δεν ξεκινήσει από την ΠΡΩΤΗ εντολή, ΔΕΝ θα μπορέσει να φτάσει ούτε και στη δεύτερη εντολή.

    Όλα τα υπόλοιπα που ακούγονται (δήθεν αγάπη προς τον συνάνθρωπο, χωρίς να υπάρχει αγάπη προς τον Θεό), είναι απλά παραμύθια για νεογέννητα βρέφη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ..πολύ ενδιαφέρουσα η άποψή σου αδερφέ.Πώς όμως την τεκμηριώνεις;

      Διαγραφή
  2. Τεκμηριώνεται μέσα από την Αγία Γραφή, μέσα από τους Αγίους της Εκκλησίας, και μέσα από μια προσεκτική παρατήρηση της κοινωνικής πραγματικότητας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μια συγκλονιστική ιστορία:

    “Έχασες τον Παράδεισο, γιατί σπαταλούσες τον καιρό σου με τους νεκροζώντανους”.

    http://perivolipanagias.blogspot.gr/2016/03/blog-post_34.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η Φθιώτιδα τίμησε τον, μέχρι σήμερα άφθαρτο, Ιερομόναχο Γέροντα Βησσαρίωνα τον Αγαθωνίτη:

    http://www.imfth.gr/news_events/i-fthiotida-timise-ton-geronta-vissariona-ton-agathoniti

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Άνευ εμού ου δύναστε ποιείν ουδέν. Άρα (πολύ περισσότερο)ούτε να αγαπήσουμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.