16 Φεβ 2016

Σχόλιο σὲ ἄρθρο Ἁγιορείτου γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο

Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, Γραφεῖο 
ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει «Ἁγία καὶ Μεγάλη Συνόδος», ἡ ὁποία ὡς γνωστὸν θὰ πραγματοποιηθεῖ, «ἐκτὸς ἀπροόπτου»,  τὸν ἐρχόμενο Ἰούνιο στὴν Κρήτη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, βρίσκεται τὸν τελευταῖο καιρὸ στὸ ἐπίκεντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικαιρότητος καὶ ἀποτελεῖ τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἐνδιαφέροντος ὅλων. Σχόλια, κρίσεις, ἀναλύσεις, ἀπόψεις, (πολλὲς φορὲς ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες), γράφονται καὶ ξαναγράφονται γύρω ἀπὸ τὴν θεματολογία, τὰ προσυνοδικὰ κείμενα ποὺ θὰ τεθοῦν πρὸς συζήτηση, τὸν κανονισμὸ ὀργανώσεως καὶ λειτουργίας τῆς ἐν λόγω Συνόδου, τὸν τρόπο ἐπιλογῆς τῶν ἀρχιερέων-μελῶν τῆς Συνόδου, κ.λ.π., ἀπὸ διάφορα πρόσωπα, κληρικοὺς ὅλων τῶν βαθμίδων, μοναχούς, θεολόγους, ἀκαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, ἀκόμη καὶ ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀγωνιοῦν καὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα. Πιστεύουμε, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία ἐν προκειμένω δὲν εἶναι, τὸ τί γράφει ὁ α, ἢ ὁ β κληρικὸς ἢ μοναχός, ἀλλὰ τὸ τί εἶπαν καὶ τί ἔγραψαν, πῶς εἶδαν καὶ πῶς ἀξιολόγησαν τὴν ἐν λόγω Σύνοδο ἅγιοι καὶ θεοφόροι ἄνδρες τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ εἶχαν θεῖο φωτισμὸ καὶ ὁμίλησαν ἐν Πνεύματι ἁγίω. Ἡ κρίση ἡ δική τους εἶναι ἐκείνη ποὺ μετράει καὶ ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα γιὰ τὴν ἐκκλησία, καὶ αὐτὴν θὰ πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ νὰ ἐνστερνιζόμεθα ὅλοι, πατριάρχες, ἀρχιερεῖς, θεολόγοι, μοναχοί, ἀκόμη καὶ ἀσκητὲς καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἂν θέλουμε βέβαια νὰ βαδίσουμε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι» καὶ ὄχι ἑπόμενοι ὀπίσω τῶν...
ἰδικῶν μας ἐπισφαλῶν κρίσεων καὶ ἀπόψεων.

Πρόσφατα, (3.2.2016), κυκλοφορήθηκε στὸ διαδίκτυο ἄρθρο ἑνὸς λογιωτάτου ἀσκητοῦ ἁγιορείτου, τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων, π. Βασίλειου Γοντικάκη, μὲ θέμα: 
«Ἐξ’ ἀφορμῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Μελετήσαμε μὲ προσοχὴ τὸ ἐμπνευσμένο κείμενο τοῦ π. Βασιλείου καὶ διαπιστώσαμε ὅτι ἐκφράζει μὲ ἀκρίβεια τὴν ὀρθόδοξη θεολογία.  Ὅλα ὅσα γράφει περὶ ὑπακοῆς στὸ θεῖο θέλημα, περὶ ἀπαρνήσεως τοῦ ἰδικοῦ μας θελήματος, περὶ τοῦ τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ Θεολογία καὶ ἡ Θεία Λειτουργία, στὴν ὁποία βιώνεται ἀπὸ τώρα τὸ μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, περὶ τοῦ ὅτι πρέπει νὰ«ἀφήσωμε νὰ φανῆ ἡ ἀέναος Σύνοδος τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων, ποὺ λειτουργικὰ ζοῦμε ὡς θεολογικὴ μυσταγωγία», ὅλα αὐτὰ εἶναι πέρα γιὰ πέρα σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη Θεολογία μας.

Ἐπίσης τὰ περὶ τῶν παραδόξων ἀντινομιῶν, ποὺ βιώνουν οἱ ἅγιοι, δηλαδὴ τῆς πορείας «ποὺ φαίνεται στάση», τοῦ λόγου «ποὺ συμπτύσσεται στὴ σιωπή», τῆς ἀγνοίας ποὺ εἶναι ὑπερτέρα πάσης γνώσεως, τῆς παρουσίας τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ ἐν τῇ ἀπουσία του, τῆς ἀποκαλύψεως τῶν πάντων ἐν τῇ ἀποκαλύψει τοῦ Ἑνός, τῆς κοσμικῆς ἀποτυχίας ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐν Χριστῷ ἐπιτυχία καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια ἀναφέρει, μᾶς βρίσκουν ἀπόλυτα σύμφωνους καὶ δὲν ἔχουμε καμία ἀντίρρηση ἐπ’ αὐτῶν. Ὅλα τὰ παρὰ πάνω ἀποτελοῦν βιώματα, ποὺ τὰ ἔζησαν ὡς πραγματικότητες ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι αὐτοὶ ἀνέβηκαν μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ ὕψιστες πνευματικὲς καταστάσεις.

Ὡστόσο οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἐνῶ εἶχαν φθάσει στὴ θέωση καὶ ἐνῶ εἶχαν τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἦταν ταυτόχρονα καὶ πολὺ προσγειωμένοι στὴν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς των. Δὲν ἀγνοοῦσαν τὶς αἱρέσεις, ποὺ μάστιζαν τὴν Ἐκκλησία καὶ πονοῦσαν γι’ αὐτό, διότι ἔβλεπαν νὰ χάνονται ψυχὲς ἐξ’ αἰτίας τῆς διαβρωτικῆς δράσεως αὐτῶν μεταξὺ τῶν πιστῶν,  περὶ ὠν «Χριστὸς ἀπέθανεν» (Α  Κορ.8,11). Άκουγαν μέσα τους τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοὺς ἔλεγε: «εἰ ἀγαπᾶς με… ποίμενε τὰ πρόβατά μου» (Ἰω. 21,16), ποὺ χειμάζονται καὶ κινδυνεύουν νὰ χαθοῦν στὴν ἀπώλεια τῆς αἱρέσεως. Ἄφησε τώρα τὴν ἡσυχία τῆς ἀσκήσεως καὶ  κατέβα στὸν ἀγώνα νὰ βοηθήσεις καὶ νὰ στηρίξεις τὸν λαό μου.

 Ἄφησε τὶς θαβώρειες ἀναβάσεις καὶ τὰ ὑψηλὰ θεολογικὰ πετάγματα καὶ πήγαινε νὰ πρωτοστατήσεις μὲ λόγους καὶ  ὁμιλίες, μὲ συγγράματα καὶ νουθεσίες, μὲ τὴν συγκρότηση Συνόδων, Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν, στὴν καταπολέμηση καὶ ἐκρίζωση τῆς αἱρέσεως. Καὶ οἱ ἅγιοι ἔκαναν ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα καὶ κατέβαιναν στὸν ἀγώνα καὶ ὑπέμεναν  θλίψεις καὶ διωγμοὺς καὶ μερικὲς φορὲς θυσίαζαν καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή τους γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, καθὼς μαρτύρει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ τὰ συναξάρια τῶν. Σὲ προηγούμενο ἄρθρο μας μὲ τίτλο: «Ἡ ὁμολογιακὴ διάσταση τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ καὶ ἡ σύγχρονη πραγματικότητα», (25.1.2016), κάναμε ἤδη λόγο καὶ ἀναφερθήκαμε πολὺ συνοπτικὰ στοὺς ἀντιαιρετικοὺς ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων.

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας χειμάζεται καὶ πολεμεῖται ἀπὸ μία αἵρεση πολὺ χειρότερη ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ἀντιμετώπισε μέχρι τώρα στὸ παρελθόν, τήν  παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ σύγχρονοι ἅγιοι τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς, ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Ζερβάκος καὶ πολλὲς ἄλλες ὀσιακὲς μορφὲς καὶ καταξιωμένες προσωπικότητες, ὅπως ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὁ π. Γεώργιος Καψάνης, ὁ π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ὁ π. Μάρκος ὁ Μανώλης, ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Κωνσταντῖνος Μουρατίδης  κ.α. ἔπραξαν τὸ καθῆκον τους καὶ καταπολέμησαν τὴν αἵρεση μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις  πατράσι» καὶ μιμούμενοι τὸ παράδειγμά τους.

Δὲν θὰ ἔπρεπε λοιπὸν καὶ ὁ π. Βασίλειος νὰ μιμηθεῖ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἁγίους, τοὺς παλαιοτέρους καὶ τοὺς νεωτέρους καὶ βαδίζοντας πάνω στὰ χνάρια τους νὰ κατέβει καὶ αὐτὸς στὸν ἀγώνα; Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μιμηθεῖ κατὰ δύναμιν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ἢ τουλάχιστον τὸν ἅγιο γέροντά του, τὸν ἅγιο Παΐσιο, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε ὑποτακτικὸς γιὰ ἕνα διάστημα; Ἄραγε τί ἔχει νὰ μᾶς πεῖ γι’ αὐτὴ τὴν φοβερὴ αἵρεση, πέρα ἀπὸ τὶς ὑψηλές του θεολογίες, ἀποφατικές, ἢ καταφατικές; Γιατί σιωπᾶ σὰν νὰ μὴν ὑφίσταται ἡ αἵρεση; Δὲν ἀφουγκράζεται τὴν ἀγωνία τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ; Δὲν βλέπει ὅτι χάνονται ψυχές, παρασυρόμενες ἀπὸ αὐτήν;  Τί ἔχει νὰ μᾶς πεῖ γιὰ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, ποὺ πρόκειται νὰ ἐγκριθοῦν καὶ νὰ θεσμοθετηθοῦν ἀπὸ τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει «Ἁγία καὶ μεγάλη Σύνοδο»; Τί ἔχει νὰ μᾶς πεῖ γιὰ τὸ ἀπαράδεκτο ἀπὸ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κείμενο μὲ τίτλο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικόνκοσμον», τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ εἶναι μία ἐπανάληψη τοῦ κειμένου τοῦ Balamand; Γιατί δὲν διαμαρτύρεται καὶ γιατί δὲν καυτηριάζει τὶς παραβάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ποὺ ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικούς, καὶ τὶς κατὰ καιροὺς ἀπαράδεκτες καὶ ἀντορθόδοξες δηλώσεις καὶ ἐνέργειες τοῦ Παν. Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καὶ ἄλλων Πατριαρχῶν;

Γράφει στὸ κείμενό του: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴ συνείδηση τῆς μίας Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Πράγματι, μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ Αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία μας. Ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια ὅμως νοθεύεται καὶ παραποιεῖται στὸ προσυνοδικὸ κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικόν κόσμον», τὸ ὁποῖο θὰ ἀποτελέσει τὴ βάση γιὰ συζήτηση στὴ Μεγάλη Σύνοδο.

Ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατηρεί ο καθηγητὴς κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης: «τὸ κείμενο  αὐτὸ ἐμφανίζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴ ἀσυνέπεια ἢ καὶ ἀντίφαση», διότι «ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ‘ΜΙΑ’, κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανές, ὅτι αὐτὲς οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱ ἑτερόδοξες ὅμως ‘Ἐκκλησίες’ δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς ‘Ἐκκλησίες’ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδὴ δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα ‘Ἐκκλησιῶν’, μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα.

Κατὰ συνέπεια, ἐνόσω οἱ ‘Ἐκκλησίες’ αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰ ὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός τῆς ‘Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας’». Παρά κάτω ἐπισημαίνει καὶ ἄλλη ἀσυνέπεια: «Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸ ἑξῆς: ‘Κατὰ τὴν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ’. Στὸ τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἔχει ὡς ‘ἀντικειμενικόν σκοπόν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα’.

Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα σύνολου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας». Τί ἔχει νὰ πεῖ ὁ π. Βασίλειος στὶς παρὰ πάνω ἐπισημάνσεις τοῦ κ. Τσελλεγγίδη; Εἶναι ὀρθές, ἢ λανθασμένες; Δὲν ἀνησυχεῖ ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ παρὰ πάνω θέσεις, ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι αἱρετικὲς θεωρίες, κινδυνεύουν νὰ θεσμοθετηθοῦν ἐπίσημα ἀπὸ τὴν μέλλουσα Σύνοδο καὶ νὰ ἀποτελέσουν μία νέα αἱρετικὴ ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία;

Παρὰ κάτω γράφει: «Τὸ θέμα δὲν εἶναι πῶς νὰ δώσωμε λύσεις σὲ προβλήματα ["Καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι" (Ἰω. 14, 27)], ἀλλὰ νὰ ἀφήσωμε νὰ φανῆ πῶς λύνει τὰ προβλήματα ὁ ἐν ἠμὶν ζῶν Κύριος. Ὅταν αὐτὸ συμβῆ, τότε βασιλεύει σὲ ὅλους ἡ γαλήνη». Κατ’ ἀρχὴν στὴν μέλλουσα Σύνοδο δὲν θὰ συζητηθοῦν μόνο προβλήματα, ὅπως λόγου χάριν τὸ πρόβλημα τῆς διασπορᾶς. Θὰ συζητηθοῦν καὶ θέματα δογματικῆς φύσεως, (ὅπως ἡ περὶ ἐκκλησίας δογματικὴ διδασκαλία), τὰ ὁποία, ἂν τουλάχιστον κρίνουμε ἀπὸ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, πρόκειται νὰ θεσμοθετηθοῦν ὡς ἐπίσημη δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι λοιπὸν τόσο ἁπλὰ τὰ πράγματα, ὅπως θέλει νὰ τὰ βλέπει ὁ π. Βασίλειος. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἁπλὰ προβλήματα, ἀλλὰ μὲ κακόδοξες αἱρετικὲς διδασκαλίες.

Γράφει ἐπίσης: «Νὰ ἀφήσωμε νὰ φανῆ πῶς λύνει τὰ προβλήματα ὁ ἐν ἠμὶν ζῶν Κύριος». Σύμφωνοι. Τὰ «προβλήματα» ὅμως δὲν τὰ λύνει ὁ Κύριος μὲ ἕνα αὐτόματο καὶ μαγικὸ τρόπο, ἀλλὰ διὰ μέσου τῶν ὀργάνων του, διὰ μέσου τῶν ἁγίων του, ποὺ ἔχουν θεῖο φωτισμὸ καὶ Πνεῦμα ἅγιο μέσα τους. Καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση τῆς μελλούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, τὰ «προβλήματα», δογματικὰ καὶ μή, φιλοδοξοῦν νὰ τὰ λύσουν, τὰ μέλη ποὺ θὰ συγκροτήσουν τὴν ἐν λόγω Σύνοδο. Καὶ ὅλοι γνωρίζουν σήμερα, ὅτι ἡ μεγάλη πλειοψηφία, ὅσων θὰ συμμετάσχουν στὴ Σύνοδο, ἔχουν οἰκουμενιστικὰ καὶ ὄχι ὀρθόδοξα φρονήματα.

Διότι ἂν συνέβαινε τὸ ἀντίθετο, τότε καὶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα θὰ ἦταν γνήσια ὀρθόδοξα καὶ δὲν θὰ περιεῖχαν κακοδοξίες. Τώρα ὅμως δὲν εἶναι. Τί νομίζει ὁ π. Βασίλειος; Ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου θὰ πνεύσει ὡς διὰ μαγείας τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ οἱ νῦν αἱρετικὰ καὶ οἰκουμενιστικά φρονοῦντες ἀρχιερεῖς, θὰ γίνουν ξαφνικὰ ὀρθόδοξοι καὶ θὰ ἀρχίσουν «νὰ φθέγγονται ξένοις ρήμασι, ξένοις δόγμασι, ξένοις διδάγμασι»; Τό ἅγιο Πνεῦμα δὲν ὁμιλεῖ διὰ τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ διὰ τῶν ἁγίων. Ἂν γνωρίζει κάποιο παράδειγμα αἱρετικοῦ, ποὺ ὁμίλησε ἐν Πνεύματι ἁγίω, ἂς μᾶς τὸ πεῖ ὁ π. Βασίλειος. Δέν συγκλονίζεται καὶ δὲν ἀγωνιᾶ μπροστὰ στὸ ἐνδεχόμενο ἡ μέλλουσα αὐτὴ Σύνοδος νὰ ἀποδειχθεῖ μία ἀκόμη ψευδοσύνοδος, χειρότερη ἐκείνης τῆς Φερράρας Φλωρεντίας, ὁπότε θὰ ἔχουμε νεὰ σχίσματα καὶ διαιρέσεις;

Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει: «Αὐτοὶ ποὺ λένε: κάποτε ὑπῆρχαν μεγάλοι Πατέρες καὶ θεολόγοι, σήμερα ὄχι, μιλοῦν ὡς ἀλειτούργητοι. Οἱ ὄντως ἀληθινοὶ ἐν Πνεύματι ἂν μία φορὰ ὑπάρξουν, δὲν χάνονται ποτέ. Μπαίνουν στὸ συλλείτουργο τῆς ἀειζωΐας. Εἶναι πάντοτε παρόντες. Ὅσο ἀπομακρύνονται χρονικά, τόσο μᾶς πλησιάζουν ἐναργέστερα». Καμιὰ ἀντίρρηση. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ ἀναδεικνύει ἁγίους καὶ θεοφόρους πατέρες μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Οἱ σύγχρονοι αὐτοὶ ἅγιοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁμιλήσαμε παρὰ πάνω, ἐπεσήμαναν τὴν αἵρεση καὶ τὴν κατεπολέμησαν. Δὲν φαίνεται ὅμως νὰ τοὺς λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν τους οἱ σημερινοὶ οἰκουμενιστές, οἱ μέλλοντες νὰ συγκροτήσουν τὴν Σύνοδο καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἑτοιμάζονται νὰ ψηφίσουν. 

Ὅσο γιὰ τοὺς παλαιότερους (Μέγα Φώτιο, ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ἅγιο Μάρκο Εὐγενικό, κ.α.), αὐτοὶ χαρακτηρίστηκαν ἀπὸ τὸν παν. Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο ὡς «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ τώρα βρίσκονται εἰς χείρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ». Ἀγνοεῖ ἄραγε ὁ π. Βασίλειος ὅτι οἱ πρωτεργάτες τῆς Ἁγίας Συνόδου, (Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης κ.α.), ἔχουν ἐκφράσει ἀντορθόδοξες, ἕως κακόδοξες διδασκαλίες, ὅπως λ.χ. ἡ θεωρία τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἡ θεωρία «τῶν δύο πνευμόνων», «τὸ πρωτεῖο τοῦ Θεοῦ Πατέρα», κ.α.; Δὲν θὰ ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἀναφερθεῖ σὲ αὐτὰ τὰ σύγχρονα ἐκφυλιστικὰ θεολογικὰ φαινόμενα; 

Ὁμιλεί ἐπίσης ὁ π. Βασίλειος για τὴν χριστιανικὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία πρέπει νὰ διέπει τὶς σχέσεις μεταξύ μας. Αὐτὸ εἶναι σωστό, ἀλλὰ δὲν δικαιολογεῖ σὲ καμιὰ περίπτωση τὴν ὑποχώρηση σὲ θέματα τῆς σώζουσας ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὺς ὁποίους φαίνεται νὰ εὐλαβεῖται, οὐδέποτε θυσίασαν τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας στὸ βωμὸ μίας ὁποιασδήποτε ἀγάπης. Ἀλλὰ ἀγαποῦσαν ἐν ἀληθεία καὶ ὀρθοτομοῦσαν τὴν ἀλήθεια ἐν ἀγάπη. Ἂν αὐτὴ ἡ ἀρχὴ διαταραχτεῖ, τότε τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι καταστροφικό. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅταν ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν περιφρούρηση τῆς ἀλήθειας καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας φλέγονταν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν αἱρετικῶν. Ὅ,τι ἔκαναν τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη! Ὡστόσο πάγια ἀρχὴ τῶν οἰκουμενιστῶν εἶναι νὰ προτάσσουν τὴν ἀγάπη, (ὅπως τὴν ἐννοοῦν αὐτοί), σὲ σχέση μὲ τὴν ἀλήθεια. Ἐπ’ αὐτοῦ δὲν θὰ ἔπρεπε κάτι νὰ γράψει ὁ π. Βασίλειος;    

Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει: «Τὸ ἐὰν θὰ ὀνομαστεῖ μία σύνοδος οἰκουμενικὴ ἢ ὄχι καὶ τὸ ποιὰ θέση θὰ πάρει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι θέμα ἀνθρωπίνης ἀποφάσεως, ἀλλὰ ἔργο τῆς ζώσης ἐν Πνεύματι Ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, ποὺ κρίνει καὶ κατατάσσει ἀπλανῶς κάθε Σύνοδο καὶ κάθε Θεολόγο στὴ θέση ποὺ τοῦ ἀνήκει (παράδειγμα μέγα οἱ σύνοδοι τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰώνα μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά)». Σύμφωνοι. Ὁ τελικὸς κριτὴς τῆς γνησιότητος, ἢ μή, μίας Συνόδου εἶναι ἡ «ζῶσα ἐν Πνεύματι ἐκκλησιαστικὴ συνειδήση, ποὺ κρίνει καὶ κατατάσσει ἀπλανῶς κάθε Σύνοδο».

Ὡστόσο στὸ παρὰ πάνω ἀναφερθὲν προσυνοδικὸ κείμενο, τίποτα δὲν λέγεται γι’ αὐτὴν τὴν «ζῶσα ἐν Πνεύματι Ἐκκλησιαστικὴ συνειδήση» τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, (κλήρου καὶ λαοῦ). Ἀντίθετα μάλιστα,ὅπως πολὺ ὡραία ἐπισημαίνει ὁ καθηγητὴς κ. Τσελεγγίδης: «δίδεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ Μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της, ἐπειδὴ θεωρεῖ, ὅτι ‘ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατονκριτην περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως’.

Στὸ ἄρθρο αὐτὸ παραγνωρίζεται τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν ἐπικύρωσε ἢ θεώρησε ληστρικὲς ἀκόμη καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὸ συνοδικὸ σύστημα ἀπὸ μόνο του δὲν διασφαλίζει μηχανιστικὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτὸ γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοὶ Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν Ὑποστατικὴ Ὁδό, τὸ Χριστὸ δηλαδή, ὁπότε ὡς συν-ὁδικοὶ εἶναι στὴν πράξη καὶ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». Μήπως ἀγνοεῖ ὁ π. Βασίλειος τὶς προειδοποιήσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου γιὰ «κυρώσεις» σὲ ὅσους δὲν δεχτοῦν τὶς ὅποιες ἀποφάσεις τῆς «Ἁγίας Συνόδου»;

Στὴ συνέχεια τονίζει: «Ὑπάρχουν ἄλλοι πού, ἐνῶ παριστάνουν τοὺς θεολόγους ἢ τοὺς θαυματουργούς, εἶναι ταραγμένοι καὶ σκοτισμένοι. Αὐτὴ τὴ σκότιση τῆς ταραχῆς δὲν μποροῦν νὰ τὴν συγκρατήσουν, ἀλλὰ τὴν διαχέουν ὡς ἀτμόσφαιρα συγχύσεως, μὲ μορφὴ θεολογίας πού σοῦ σφίγγει τὴν καρδιὰ καὶ σοῦ δημιουργεῖ δυσφορία». Δὲν κάνει τὸν κόπο νὰ γίνει πιὸ συγκεκριμένος, δηλαδὴ ποιοὺς θεολόγους κατατάσσει σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία. Ἐκείνους πού ἀκολουθοῦν τοὺς θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἐκείνους πού κηρύσσουν τὴν «μεταπατερικὴ θεολογία»;

Ἂν θεωρεῖ τοὺς πρώτους, ἂς γνωρίζει, ὅτι αὐτοὶ μὲ ὅσα γράφουν, δὲν ἔχουν καμιὰ διάθεση νὰ παραστήσουν, οὔτε τοὺς θεολόγους, οὔτε τοὺς θαυματουργούς. Προσπαθοῦν μόνο νὰ φυλάξουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν θεοφώτιστο λόγο τοῦ αγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου: «Εἶναι ἐντολὴ Κυρίου νὰ μὴν σιωποῦμε, ὅταν ἡ πίστη κινδυνεύει ἀπὸ αἱρέσεις. Διότι λέγει ‘νὰ ὁμιλεῖς καὶ νὰ μὴν σιωπᾶς’ καὶ ‘ἐὰν ὑποστέλληται (ὑποχωρήσει), οὐκ εὐδοκεῖ, (δὲν εὐαρεστεῖται) σ’ αὐτὸν ἡ ψυχή μου’ (Ἑβρ.10,38), καὶ ‘ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσι οἱ λίθοι κεκράξονται’, (Λουκ. 19,40).

Ὥστε ὅταν ὁ λόγος εἶναι περὶ πίστεως, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε: Ἐγὼ ποιὸς εἶμαι; Ἱερεύς; Οὐδέποτε. Ἄρχων; Οὔτε καὶ αὐτό. Στρατιώτης; Ἀπὸ ποῦ; Γεωργός; Ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτό. Πτωχὸς προμηθευόμενος μόνο τὴν ἐφήμερη τροφή. Δὲν μοῦ πέφτει λόγος οὔτε φροντίδα γιὰ τὸ προκείμενο ζήτημα. Ἀλίμονο οἱ λίθοι θὰ κραυγάσουν καὶ ἐσὺ θὰ μείνης σιωπηλὸς καὶ ἀμέριμνος;… Ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ πτωχὸς εἶναι ἐστερημένος ἀπὸ κάθε ἀπολογία τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ἐπειδὴ τώρα δὲν ὁμιλεῖ καὶ ἄξιος κατακρίσεως καὶ μόνο γι’ αὐτὸν τὸν λόγο» (PG 99,1321A-C). Μήπως καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἦταν ταραγμένος καὶ σκοτισμένος ὅταν ἔγραφε τὶς γραμμὲς αὐτές; Πάντως ὁ παρὰ πάνω λόγος τοῦ ἁγίου, ἐμᾶς τουλάχιστον, δὲν μᾶς «σφίγγει τὴν καρδιὰ» οὔτε μᾶς «δημιουργεῖ δυσφορία». Ἀντίθετα τὸ ἄρθρο τοῦ π. Βασιλείου, δὲν τὸ κρύβουμε, ἦταν ἐκεῖνο, ποὺ πραγματικά μᾶς ἕσφιξε τὴν καρδιά.

Τέλος σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει: «Δὲν ὑπάρχει ἀντιπαράθεση ποὺ δημιουργεῖ νικητὲς καὶ νικημένους· αὐτὰ εἶναι πάθη τοῦ παρόντος αἰῶνος. Ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἀγάπη τοῦ Ἑνὸς ποὺ σώζει ὅλους». Σε λάθος βάση τοποθετεῖ τὸ θέμα ὁ π. Βασίλειος. Ἐδῶ δὲν τίθεται θέμα νικητῶν καὶ ἠτημένων, ἀλλὰ θέμα νίκης τῆς ἀλήθειας –Χριστός, ἀπέναντι στὴν αἵρεση –ψεῦδος. Εμείς δὲν φιλοδοξοῦμε νὰ νικήσουμε κανέναν, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ νικήσει ἡ ἀλήθεια –Χριστός, ὁ ὁποίος «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἴνα νικήσει» (Ἀποκ. 6,2). Εἶναι δὲ βέβαιο ὅτι ἡ τελικὴ νίκη ἀνήκει στὴν Ὀρθοδοξία μας σύμφωνα μὲ τὸν θεόπνευστο λόγο τῆς Γραφῆς: «αὔτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἠμῶν» (Α  Ἰω. 5,4).

Περαίνοντας τὸν σχολιασμό μας, παρακαλοῦμε θερμὰ τὸν π. Βασίλειο, μὲ ὅλο τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ πρόσωπό του, νὰ μιμηθεῖ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, παλαιοτέρους καὶ νεωτέρους καὶ βαδίζοντας πάνω στὰ χνάρια τους, νὰ πράξει τὸ αὐτονόητο καθῆκον του. Κατ’ ἀρχὴν νὰ ξεκαθαρίσει τὴν στάση του ἀπέναντι στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ νὰ ἀγωνιστεῖ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις στὴν καταπολέμισή της, μιμούμενος τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ἢ τουλάχιστον τὸν ἅγιο Γέροντά του. Στὴ συνέχεια νὰ καθήσει καὶ νὰ μελετήσει ὅλα τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, ποὺ πρόκειται νὰ τεθοῦν πρὸς συζήτηση στὴν μέλλουσα νὰ συνέλθη Σύνοδο καὶ νὰ τοποθετηθεῖ ὑπεύθυνα ἐπ’ αὐτῶν μὲ βάση τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

Νὰ ἀφήσει τὰ θεολογικὰ πετάγματα καὶ τὶς ὑψηλές του θαβώρειες ἀναβάσεις καὶ νὰ προσγειωθεῖ στὴν τραγικὴ πραγματικότητα ποὺ βιώνει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Καὶ ἂν δὲν ἔχει τὶς δυνάμεις νὰ μπεῖ σὲ διωγμοὺς καὶ θυσίες χάριν τῆς πίστεως, τότε ἂς καθήσει στὸ κελί του καὶ τουλάχιστον ἂς προσεύχεται γιὰ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ παρὰ τὶς ὅποιες ἀδυναμίες μας, ἀγωνιζόμαστε κατὰ δύναμιν νὰ πράξουμε τὸ καθῆκον μας. Ζητοῦμε συγνώμη, ἂν τὸν λυπήσαμε, μὲ ὅσα γράψαμε. Πάντως ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμός μας πρὸς τὸ πρόσωπό του παραμένει ἀπαραμείωτος. 

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν

1 σχόλιο:

  1. Όσοι έχουν ΚΑΘΑΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ μέσα στην Εκκλησία, οι οποίοι δυστυχώς είναι και λίγοι, θα καταλάβουν (θα «δουν») εάν η μελλοντική Πανορθόδοξη Σύνοδος, εάν αυτή θα εκφραστεί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ή σύμφωνα με το θέλημα των ανθρώπων.

    Η κατανόηση που έχει ο κάθε άνθρωπος μέσα στην ΕΚΚΛΗΣΙΑ, εξαρτάται άμεσα από τη ΖΩΗ που ΖΕΙ αυτός ο άνθρωπος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.