5 Αυγ 2015

Περὶ διακρίσεως

Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ, «Ἀθωνικὴ Μαρτυρία», Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινὰ 2, ἔκδ. Ι.Μ. Βατοπαιδίου
Διάκριση εἶναι ἡ ὑγιὴς καὶ ἀλάνθαστη κρίση τῶν νοημάτων καὶ πραγμάτων, ὥστε νὰ ἀνταποκρίνονται δικαίως  στὸ χρόνο, τὸν τρόπο, τὸν τόπο καὶ τὴν περίσταση, πάντοτε πρὸς οἰκοδομή. Διάκριση εἶναι ὁ προσδιορισμὸς τῶν ἐπερχομένων πρὶν τὴν ἔλευσή τους, ὥστε νὰ ἀποφεύγεται ἡ ζημιὰ ποὺ ἀκολουθεῖ. Διάκριση εἶναι εἶδος διοράσεως, μὲ τὴν ὁποία ὁ ὑγιὴς νοῦς προλαμβάνει αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ γίνουν. Ἡ διάκριση ἀποτελεῖ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον δίδεται ὡς βραβεῖο σ’ αὐτοὺς ποὺ τηροῦν τὴν ἀκρίβεια τῆς συνειδήσεως, σὲ ὅσους φυλάσσουν μὲ ἀκρίβεια τὶς θεῖες ἐντολές. Διάκριση πάλιν εἶναι τὸ ἀκριβὲς ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ ὁποῖο κυβερνᾶ τὰ τέκνα της στὶς ταραχὲς καὶ τὶς τρικυμίες τῆς φουρτουνιασμένης θάλασσας τῆς ζωῆς. Εἶναι τὸ πηδάλιο τοῦ νοητοῦ σκάφους της.
Εὐρισκόμενος ὁ ἄνθρωπος στὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς  στὴν πορεία τοῦ «γίγνεσθαι» δέχεται προσβολὲς ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλὰ αἴτια ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν στὴν πορεία του. Τὸ κύριο μέσον τῆς σωτηρίας του εἶναι ἡ προσοχή. Σὲ ὅλες τὶς διαστάσεις τῆς προσωπικότητός του ἐπεκτείνει ὁ ἐχθρὸς τὸν πόλεμο, ἐπιστρατεύοντας τὶς διαθέσεις καὶ τὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ δαίμονες συνήθως πολεμοῦν τὸν ἄνθρωπο μὲ ἕνα συγκεκριμένο τρόπο, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπόλυτο, διότι ὅταν καταλάβουν ὅτι μποροῦν νὰ ἐπιτύχουν τὴν πτώση του καὶ δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀλλάζουν τρόπον κρούσεως. Συνήθως πολεμοῦν μὲ κάποια τάξη, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνιμο. Ἀρκεῖ νὰ διαπιστώσουν ὁποιανδήποτε ἀφορμή, εἴτε φυσικὴ εἴτε ἐπίκτητη, ἢ κάποιο ρῆγμα, ἀπ’ ὅπου εἰσβάλλουν καὶ κτυποῦν.  Στή διεξαγωγὴ τοῦ ἀγῶνος ὑπάρχει  ἡ φυσικὴ κόπωση καὶ εἶναι ἀρκετὸν γι’ αὐτοὺς νὰ προβάλουν τὴν ἀκηδία καὶ εὐλογοφανῶς νὰ ἀνακόψουν τὴν πορεία. Ἐὰν πάλιν διαπιστώσουν ζῆλο καὶ θέρμη, τότε συνεργοῦν  στὴν ὑπέρβαση τοῦ μέτρου, ὥστε νὰ φθάσουν στὴν ὑπερβολὴ τῆς...

ἀμετρίας, ὅπου διαταράσσεται ἡ ἰσορροπία. Ἔλλειψη καὶ ὑπερβολὴ εἶναι κατάλυση τοῦ κανόνος, ἡ ὁποία δὲν ὁδηγεῖ ποτὲ στὸ ἀποτέλεσμα. Τήν ἔλλειψη ἀκολουθεῖ ἡ ἀμέλεια καὶ τὴν ὑπερβολὴ ὁ παράλογος φανατισμὸς τῆς αὐτοπεποιθήσεως. Καὶ στὰ δύο ἡ θεία χάρις δὲν συνεργάζεται, καὶ χωρὶς αὐτὴν δὲν ὑπάρχει κανένα ἀποτέλεσμα. Τὴν ὑπερβολὴ τοῦ ἀμέτρου ζήλου ἀκολουθεῖ καὶ ἄλλη ζημία ὄχι μικρῆς σπουδαιότητος. Σ’ αὐτὴ τὴν ἐμμονὴ τῆς ὑπέρμετρης ἀσκήσεως, ποὺ προέρχεται δῆθεν ἀπὸ θεῖο ζῆλο, ἐξαντλοῦνται οἱ σωματικὲς δυνάμεις καὶ ὁ ἄνθρωπος προδίδει τὴ θέση του, διότι καταστρέφει τὰ ὄπλα του, τὶς σωματικές του δυνάμεις. Ὁ μακάριος Γέροντάς μας παρομοίαζε τὸν τρόπον αὐτὸν μὲ «τὰς δύο παρεμβολᾶς τοῦ ἐχθροῦ μας, τοῦ κατ’ ἔμπροσθεν καὶ κατ’ ὄπισθεν ἰσχυρῶς πολεμοῦντος». Ἀπαραίτητος ὅρος εἶναι ἡ διάκριση στὴν οἰκονομία τοῦ σώματος, κυρίως ἐὰν ἀπουσιάζει ὁδηγός. Καὶ στὴν οἰκονομία πάλιν, ὅταν ἀπουσιάζει τὸ μέτρο τῆς διακρίσεως, δὲν ἀργεῖ νὰ παρασύρει τὸν ἀγωνιστὴ ἡ ἡδυπάθεια καὶ ἡ φιλαυτία, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὸν ἴδιο κίνδυνο. 

Ὁ κίνδυνος ὅμως τῆς ἥττας ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς οἰκονομίας εἶναι πλησιέστερος, διότι, κατὰ τοὺς Πατέρας μας, στὴν ὥρα τοῦ κόπου, τοῦ πόνου καὶ τοῦ ἀγῶνος, γίνεται εὐκολότερη ἡ κλοπὴ ἐκ τῆς οἰκονομίας. Πράγματι ὅταν κουρασθεῖ ἡ φύση, ζητεῖ ἀνάπαυση. Δικαίως ὁ Γέροντας ὀνόμασε αὐτὴν τὴν πάλη «ἀνάμικτον» καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, δηλ. καὶ ἐμπρὸς καὶ πίσω. Μόνον  στοὺς κεχαριτωμένους, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν τὰ μέτρα τῆς ἀγάπης, δὲν πλησιάζουν αὐτὰ τὰ μέσα τοῦ ἐχθροῦ, διότι ἀσφαλίσθηκαν  μὲ τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος, ὅπου τὸ ἄσβεστο φῶς τοὺς καταλάμπει διαρκῶς. Αὐτοὶ εὑρίσκονται ἤδη  στὴν μερίδα τῶν δικαίων καὶ «ὅτι ὁ νόμος δὲν ὁρίστηκε γιὰ τὸν δίκαιο, δηλ. αὐτὸν ποὺ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Τιμ. 1, 9). Ὅσοι ὅμως δὲν  ἔφθασαν στὸ μέτρο αὐτὸ χρειάζεται νὰ ἔχουν προσοχή. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε  ὁ μακάριος Γέροντας ὅτι, «ὁ μὴ ἔχων εἰσέτι τῆς ἀπαθείας τὰς πτέρυγας καὶ τὴν πνευματικὴν θεωρίαν τῆς ὑψηλῆς καταστάσεως νὰ πετάξη,… εἰς τὸ χῶμα κυλίεται».

Ἐδῶ ὑπενθυμίζομε τὶς τρεῖς καταστάσεις,  στὶς ὁποῖες εὑρίσκεται ὁ πεπτωκῶς ἄνθρωπος, κατὰ τὴν γνώμη τῶν Πατέρων μας καὶ τοῦ ἀειμνήστου Γέροντα. Αὐτὲς ἀντιστοιχοῦν ἐπίσης πρὸς τρεῖς πνευματικὲς καταστάσεις,  στὶς ὁποῖες καταξιώνεται διὰ τῆς χάριτος ἐὰν «νομίμως ἀθλήση». Ἡ πρώτη εἶναι ἡ «παρὰ φύσιν», ὅπου ὁ ἄνθρωπος «ἐνῶ εἶχε τιμὴ καὶ ἀξία δὲν τὸ ἀντιλήφθηκε, ἀλλὰ ἐξίσωσε τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ κτήνη καὶ ἔγινε ὅμοιος μὲ αὐτὰ» (Ψαλμ. 48, 12). Σ’ αὐτὴ τὴν ἀθλιότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ σωρεία τῶν συντριμμάτων τῆς πεπτωκυΐας εἰκόνος, εὑρίσκεται ὅλη ἡ διαστροφὴ καὶ παραμόρφωση τοῦ χαρακτήρα καὶ ἡ κατὰ τολμηρὸ ὄρο διαβολοποίηση τοῦ διαστραφέντος ἀνθρώπου μέσα στην  παναμαρτωλότητα. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας ἀναφέρει  ὅτι, ἡ ἁμαρτία στὸ σύνολό της εἶναι «δύναμις τὶς λογική του σατανᾶ καὶ οὐσία» (Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Ὁμιλία ΙΕ΄, §49) Καὶ πάλιν  στὴν ΙΔ’ ὁμιλία λέγει ὅτι εἶναι «κάποια λογικὴ καὶ νοερὰ δύναμη τοῦ σατανᾶ».

Ἐὰν ὁ αἰχμαλωτισθεῖς ἄνθρωπος ἀνανήψει μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ προσφύγει στὴν Ἐκκλησία μὲ ἀληθινὴ  μετάνοια, τότε ἀναβαίνει διὰ τῆς χάριτος καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν στὴ δεύτερη κατάσταση, τὴν «φυσικήν». Ἐκεῖ ζεῖ καὶ σκέπτεται κατὰ τοὺς φυσικοὺς νόμους τῆς λογικῆς του ὀντότητας, ἔχοντας ὡς βάση τὴν θεία ἀποκάλυψη. Ἐὰν χάριτι Θεοῦ δὲν προσκόψει στὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ καὶ τὴν παλαιὰ συνήθεια ποὺ πιέζει, ἀλλὰ συνεχίσει μετανοώντας καὶ ἀγωνιζόμενος, μεταφέρεται διὰ τῆς χάριτος στὴν τρίτη, τὴν «ὑπὲρ φύσιν» κατάσταση, ἡ ὁποία ἀνήκει στὴν κυριότητα τῆς ὑγιοῦς του φύσεως καὶ στὸν ἀρχικό του προορισμό.

Οἱ πνευματικὲς βαθμίδες καὶ καταστάσεις, οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν στὶς τρεῖς πρῶτες ποὺ ἀναφέραμε, εἶναι κατὰ τοὺς Πατέρες καὶ τὸν Γέροντα οἱ ἑξῆς: Ἡ «καθαρτικὴ» στὴν θέση τῆς «παρὰ φύσιν» διαγωγῆς, ἡ «φωτιστικὴ» στὴν θέση τῆς φυσιολογικῆς ζωῆς, καὶ ἡ «τελειωτικὴ ἢ ἁγιαστικὴ» στὴν τάξη αὐτῶν ποὺ ὁδηγοῦνται στὴν «ὑπὲρ φύσιν» ζωή. Ἡ καθαρτικὴ ἀνασύρει μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν παράλογη ζωὴ στὴ λογικὴ συμπεριφορὰ καὶ τὸν πείθει νὰ λυπᾶται καὶ νὰ πενθεῖ γιὰ κάθε παραλογισμὸ τοῦ παρελθόντος. Ἡ φωτιστική, ὡς ἡ μεσαία κατάσταση, μεταβάλλει ὅλη τὴ δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ διανοητικὰ καὶ πρακτικά, γιὰ νὰ τὴν μεταφέρει ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴ διαγωγὴ στὴν ἐνάρετη, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ ἀποστόλου, «ὅπως εἴχατε ὑποδουλώσει τὴν ὕπαρξή σας σὲ πάθη καὶ πράξεις ἀντίθετες στὸ θεϊκὸ θέλημα ἔτσι πρέπει καὶ τώρα νὰ ὑποδουλώσετε τὴν ὕπαρξή σας στὸ θεϊκὸ θέλημα, γιὰ νὰ βρεθεῖτε κοντὰ στὸ Θεὸ» (Ρωμ. 6, 19). Καὶ ἡ τελειωτικὴ εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ὁλοκληρώνει τὴν θεία οἰκονομία τῆς ἀναπλάσεως καὶ ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου «ποὺ γίνεται ὥριμος καὶ φθάνει στὴν τελειότητα ποὺ μέτρο της εἶναι ὁ Χριστὸς» (Ἐφεσ. 4, 13). 

Αὐτὸ εἶναι τὸ μέτρο τοῦ σαββατισμοῦ, ὅπου ἀναπαύεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν κόπο τῆς μετανοίας καὶ εἰσέρχεται στὴν κατάσταση τῆς υἱοθεσίας, ὁπότε ἐν αἰσθήσει ἀπολαμβάνει, ἂν καὶ «ἐν ἐσόπτρω καὶ αἰνίγματι» δηλ. ἀμυδρά, ὅτι εἶναι «κληρονόμος Θεοῦ καὶ συγκληρονόμος Χριστοῦ» (Ρωμ. 8,17). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας ὀνομαζόμενη ἀπάθεια, ἢ ἀγάπη, ἢ θέωση, δηλαδὴ τὸ πλήρωμα τῶν θείων ἐπαγγελιῶν, τὸ ὁποῖο χάρισε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου στὸν ἄνθρωπο. Ἐπειδὴ τὸ θέμα ἦταν γιὰ τὴ διάκριση, ἀναφέραμε τὴν κατάσταση τῶν μεταβολῶν, τὶς ὁποῖες προσφέρει ἡ χάρις στὸν ἄνθρωπο, πάντοτε ὑπὸ τὸ φῶς τῆς διακρίσεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.