29 Ιουλ 2014

Οἱ ἀγῶνες τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, ἐναντίον τοῦ ἐπάρατου Οἰκουμενισμοῦ

Τοῦ Ὁσιολ. Ἱερομονάχου Λουκᾶ Γρηγοριάτη
πισημαντικὴ πτυχή τῆς θεολογικῆς προσφορᾶς τοῦ π. Γεωργίου (Καψάνη) ἦταν ἡ προστασία τοῦ πιστοῦ λαοῦ μας ἀπό στρεβλώσεις καί παραχαράξεις τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. 
Ἡ πίστις τοῦ λαοῦ μας κινδυνεύει ἀπό θεολογικές ἀκροβασίες, ὅπως ὅτι εἶναι διδασκαλία τοῦ ἁγίου Φωτίου (Φωτιανή παράδοσις) πώς οἱ περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀντίθετες διδασκαλίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Λατίνων εἶναι νόμιμοι τρόποι προσεγγίσεως τῆς μιᾶς ἀληθείας. Ὑποσκάπτεται τέλος ἡ Ὀρθόδοξος δογματική συνείδησις τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπό εκκοσμικευμένες νοοτροπίες, ὅπως ὅτι οἱ δογματικές ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος πρέπει νά ξεπερασθοῦν μέ τόν διάλογο τῆς ἀγάπης. Μέ τήν ἐπικράτησι τέτοιων ἀπόψεων, πού συστηματικά προβάλλονται καί μεθοδικά καλλιεργοῦνται, ὁ πιστός λαός μας κινδυνεύει νά ἐκπέσῃ ἀπό τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως καί ἀπό τήν ἐκκλησιολογική του αὐτοσυνειδησία.
Αὐτή ἦταν καί ἡ ἀγωνία τοῦ Γέροντα. Τό σημειώνει χαρακτηριστικά: «Παρεκκλίσεις δέ εἰς τήν πίστιν δέν ἀλλοιώνουν τήν θεολογίαν μόνον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά διαστρέφουν καί αὐτήν τήν πνευματικήν καί ἐκκλησιαστικήν ζωήν καί δι' αὐτό θέτουν εἰς ἄμεσον κίνδυνον τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου» (Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός..., σελ. 86). 
Συνέταξε πραγματεῖες, γιά νά ἐξηγήσῃ τήν διαφορά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τίς ἑτερόδοξες ἐκκλησίες καί χριστιανικές Ὁμολογίες, καθώς καί τήν τεραστία ἀπόστασι πού χωρίζει τόν Ὀρθόδοξο θεανθρωποκεντρικό ἀνθρωπισμό ἀπό τόν δυτικό...
ἀνθρωποκεντρικό οὐμανισμό. 

Ὁ Γέροντας εἶχε κατανοήσει ὅτι οἱ θεολογικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί δυτικῆς χριστιανοσύνης δέν μποροῦν νά ξεπερασθοῦν, ἐνόσῳ ὑφίσταται ὁ ἀνθρωποκεντρικός οὐμανισμός τῆς Δύσεως, ἐφ' ὅσον δηλαδή ἔχει ἐξωβελισθῆ ὁ Θεάνθρωπος καί τήν θέσι Του ἔχει καταλάβει ὁ αὐτόνομος καί ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὐμανισμοῦ. Γι' αὐτό τό 1978 δημοσιεύει τό τευχίδιο «Ὀρθόδοξος Παράδοσις καί Παπισμός» καί τό 1982 ἐκδίδει τό τεῦχος «Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός», τά ὁποῖα συνεκδίδει τό 1995 σέ ἑνιαῖο τόμο μέ τίτλο «Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός - Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» μέ τήν ἑξῆς σημαντική προλογική παρατήρησι: «Δυστυχῶς οὔτε ὁ ἀνθρωποκεντρικός οὐμανισμός οὔτε ὁ παπισμός πού εἶναι μορφή θρησκευτικοῦ οὐμανισμοῦ, ἔπαυσαν νά ἀπειλοῦν τόν Ὀρθόδοξο λαό μας, ὅπως καί ὅλους τούς ὀρθοδόξους λαούς.

Θεωρῶ ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη τήν ἐπανέκδοσι τῆς β' μελέτης περί παπισμοῦ, μετά τήν κοινή συμφωνία Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν στό Balamand τοῦ Λιβάνου ... Σύμφωνα μέ τή δήλωσι αὐτή ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός ἀναγνωρίζεται ὡς ἰσότιμος Ἐκκλησία μέ τήν καθ' ἡμᾶς Μία, Ἁγία, Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στή διδασκαλία, στήν πίστι, στά μυστήρια, στήν ἀποστολική διαδοχή».

Ἐφ' ὅσον ὡμιλοῦμε περί τῆς συμφωνίας τοῦ Balamand, ἀξίζει νά ποῦμε χάριν τῆς ἱστορίας ὅτι τό κείμενο-ἐπιστολή πού ἀπέστειλε ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κατά τῆς ἀπαραδέκτου αὐτῆς συμφωνίας ἦταν γέννημα τῆς θεολογικῆς γραφίδος τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος.

Μετά τήν προαναφερθεῖσα ἐκκλησιολογική ἐξίσωσι Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ (1993), πού στήν πραγματικότητα συνιστᾶ ἔκπτωσι ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Πίστι, καί τό ναυάγιο τῶν συζητήσεων γιά τήν ἐπίλυσι τοῦ ἀκανθώδους προβλήματος τῆς Οὐνίας (2000), τό σύστημα τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἔφερε στήν ἀτζέντα τῶν θεολογικῶν συζητήσεων τό πρόβλημα τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα. Ὁ Γέροντας ἔλαβε ἐπίσης σαφῆ θέσι γιά τό Κείμενο τῆς Ραβέννας (2007), μέ τό ὁποῖο ὁ Πάπας τείνει νά ἀναγνωρισθῇ κανονικός ἐπίσκοπος τῆς (ὀρθοδοξούσης, βάσει Κειμένου Balamand) ἐκκλησίας τῆς Ρώμης μέ τά προνόμια πού τοῦ ἐξασφαλίζει δῆθεν ἡ πρωτοκαθεδρία του κατά τήν πρώτη χιλιετία στίς Οἰκουμενικές συνόδους, τό ὁποῖο μεθερμηνευόμενο σημαίνει τό γνωστό παπικό πρωτεῖο παγκοσμίου δικαιοδοσίας.

Ἡ θέσις τοῦ Γέροντος συμπυκνώνεται στό ἀπόσπασμα πού παραθέτω: «ἡ συμφωνία τῆς Ραβέννας περί συνοδικότητος καί αὐθεντίας δέν πληροῖ τά Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά κριτήρια, ὥστε νά ἀποτελέσῃ ἀσφαλῆ βάσιν περαιτέρω συζητήσεως περί τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ἐν τούτοις, ἄν ἀκολουθήσῃ συζήτησις περί τοῦ πῶς ἑρμηνεύθηκε τό παπικό Πρωτεῖο κατά τήν δευτέρα χιλιετία καί ἀπό τίς Α' καί Β' Βατικάνειες Συνόδους, αὐτή ὀφείλει νά γίνῃ ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων μέ γνώμονα τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί ὄχι τήν συμβιβαστική νοοτροπία τῶν καιρῶν ἤ τήν ἡγεμονική διάθεσι τοῦ Βατικανοῦ.Ἡ ἀναγνώρισις κάποιου ἀπό τά ἀνωτέρω “προνόμια” τοῦ Πάπα ἤ ἡ συμφωνία σέ κάποιο παρόμοιο, πού ἀντίκειται στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία, ἀναμφίβολα σημαίνει οὐνιτική ἕνωσι, μέ τήν ὁποία δέν θά συμφωνήσουμε».

Ἡ ἄλλη μεγάλη παραφυάς τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ Προτεσταντισμός, σύρει ὀπίσω αὐτοῦ τούς Ὀρθοδόξους θεολόγους πού πιστεύουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία μέ τήν ἀποκλειστικότητά της (exclusiveness) δέν συμβάλλει στήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι μέ ποικίλους τρόπους μεθοδεύεται ἡ περίφημη «ἑνότης ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ» (unity in diversity), ἀποκύημα καί αὐτό τῆς προτεσταντικῆςπεριεκτικῆς ἐκκλησιολογίας (comprehensiveness), κατά τήν ὁποία ὅλες οἱ χριστιανικές παραφυάδες (ἄρα, κατ' αὐτήν, καί οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες), κατέχουν μέρος τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ καί ὀφείλουν νά τό συνεισφέρουν στό κοινό ὄραμα τῆς ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ.

Ὁ Γέροντας, πέραν τῶν πολλῶν κατά καιρούς ἄρθρων του κατά τῆς προτεσταντικῆς αὐτῆς νοοτροπίας, ἔχει δώσει τήν θεολογική του ἀπάντησι στούς Ὀρθοδόξους ὑποστηρικτάς ἤ ἀκολούθους της καί μέ τό πολυσέλιδο Ὑπόμνημα τῆς ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ κύριος συντάκτης. Σέ αὐτό τό Ὑπόμνημνα συμπεραίνει καταληκτικῶς:

«Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν κερδίζουμε τίποτε ἀπό τήν συμμετοχή μας στό Π.Σ.Ε. Ἀντίθετα, ἀποκομίζουμε ζημία καί φθορά. Ἡ ἀποστολή μας, νά κηρύξουμε τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρός τούς ἑτεροδόξους, δέν εὐοδώνεται, ἐπειδή οἱ Προτεστάντες στό Π.Σ.Ε. δέν προσανατολίζονται πρός ἀποδοχή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλά πρός συνύπαρξι μαζί της στό ἐπιδιωκόμενο μόρφωμα τῶν πλήρως ἀλληλοαναγνωριζομένων ἐκκλησιῶν. Ὁ προσανατολισμός τους αὐτός εἶναι σύμφωνος μέ τήν ἐκκλησιολογία τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι ὅμως δέν μποροῦμε νά συμμετέχουμε σέ ἕνα Ὀργανισμό (τό Π.Σ.Ε.), τοῦ ὁποίου ἡ σύστασις, ἡ δομή καί ἡ λειτουργία βασίζονται στήν προτεσταντική ἐκκλησιολογία, χωρίς ἡ συμμετοχή μας νά σημαίνῃ παραίτησι ἀπό τήν ἐκκλησιολογία μας» (σελ. 52). 

Ὁ καταλυτικός ρόλος τῆς θεολογικῆς παρεμβάσεως τοῦ Γέροντος φάνηκε σαφέστερα ἀπό κάθε ἄλλη περίπτωσι στήν κατάληξι πού εἶχε ὁ θεολογικός διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων. Μετά ἀπό πολύ καλή μελέτη ὅλων τῶν φάσεων τοῦ θεολογικοῦ αὐτοῦ διαλόγου καί τῶν δεδομένων πού προέκυψαν ἀπό αὐτόν, ὁ π. Γεώργιος συνεπέρανε ὅτι ἡ ἐπιχειρηθεῖσα ἕνωσις Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων δέν εἶναι ἑνότης πού βασίζεται στήν Ὀρθόδοξο Χριστολογία, ἀλλά στόν χριστολογικό συμβιβασμό πού ἐκφράζουν οἱ λεγόμενες Κοινές Δηλώσεις τῶν ἐτῶν 1989 καί 1990. Ὁ διάλογος αὐτός, παρότι ἀπό ὡρισμένους θεολόγους καί ὡρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες θεωρήθηκε ὡλοκληρωμένος, ὥστε προετάθη κοινό συλλείτουργο στήν Κων/πολι καί στήν Ἀλεξάνδρεια, γιά τόν Γέροντα δέν ὡλοκληρώθηκε ἀκόμη ἀλλά ὀφείλει νά ἐπαναληφθῇ ὑπό Ὀρθόδοξες πλέον προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες θά ἐξασφαλίσουν ἑνότητα ἐπί τῇ βάσει τῆς Ὀρθοδόξου Χριστολογίας.

Ἡ ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὑπό τόν τίτλο «Παρατηρήσεις περί τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων» (1996), ἡ ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου μέ τίτλο «Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Ὀρθόδοξοι;» (1995), καί μερικά ἀκόμη μεταγενέστερα ἄρθρα καί βιβλία, ὅπως «Ἡ "ἰδεολογική'' Ὀρθοδοξία τῶν Ἀντιχαλκηδονίων» (2005), ὑπῆρξαν καρπός τῆς θεολογικῆς προσφορᾶς τοῦ Γέροντος σέ αὐτόν τόν τομέα τοῦ ἐνδοορθοδόξου διαλόγου περί τῆς δῆθεν Ὀρθοδοξίας τῶν Ἀντιχαλκηδονίων.

Τό θεολογικό ἐνδιαφέρον τοῦ Γέροντα γιά τήν προβληματική ἐξέλιξι τοῦ λεγομένουδιαθρησκειακοῦ διαλόγου ἐκδηλώθηκε μέ τήν κατά καιρούς συγγραφή σχετικῶν ἄρθρων καί μέ τίς κατάλληλες ἀναφορές σέ ὁμιλίες του. Καρπός τῆς μερίμνης του γιά τήν ἐνημέρωσι τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας περί τῶν συγκρητιστικῶν κατευθύνσεων τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου ἦταν καί ἡ συγγραφή καί ἔκδοσις τῇ ἐπιστασίᾳ του ἑνός μικροῦ τευχιδίου μέ τίτλο «Ὀρθοδοξία καί Ἰσλάμ» (2000), στό ὁποῖο παρατηρεῖται ὅτι «ἡ ὁδός τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ ἀποτελεῖ κίνδυνο ψυχικῆς ἀπωλείας γιά τούς ἀστηρίκτους πού θά παρασυρθοῦν μέσῳ τῶν προγραμματιζομένων ‘‘ἐκπαιδευτικῶν προγραμμάτων'' σέ ζωή ἀλλοτριωμένη ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πνευματική ζωή» (σελ. 43).

Αὐτή ἡ παρατήρησις προφητικά παραπέμπει στά πρόσφατα πιλοτικά προγράμματα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας γιά τήν διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στό Δημοτικό καί τό Γυμνάσιο, τά ὁποῖα ὁ μακαριστός Γέροντας σέ ἄρθρο του χαρακτήρισε μέ ὀξεῖς τόνους ὡς «ὁδηγό πρός τήν πανθρησκεία». Τήν ρηξικέλυθη αὐτή θέσι ἀνέπτυξε σέ εἰσήγησί του πού ἀναγνώσθηκε στό Πανελλήνιο ἐπιστημονικό Συνέδριο μέ θέμα «Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν (Προβληματισμοί - Ἐπισημάνσεις - Προτάσεις)» στήν Θεσσαλονίκη τό ἔτος 2013.

3 σχόλια:

  1. Στρατιωτάκια του Οικουμενισμού
    http://niksothropoulos.wordpress.com/2014/04/07/a-515/

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οι αιρετικοί οικουμενιστές συμπλέουν με τις σκοτεινές δυνάμεις
    http://niksothropoulos.wordpress.com/2013/08/22/a-359/

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ30 Ιουλίου 2014 στις 10:47 μ.μ.

    Οι Οσιομαρτυρες Αγιορειτες Πατερες οπως ο Κοσμας ο πρωτοεπιστατης εκοψαν το μνημοσυνο του λατινοφρονα πατριαρχη βεκου και δεν τον μνημονευανε στις Ιερες τους Ακολουθιες. Εχουμε το Αγιο Λειψανο του στις καρυες στο πρωτατο και απο τον ναο του Αξιον Εστι το πηρανε και το τοποθετησαν στο σκευοφυλακιο.Οταν εκαναν την ανακομιδη του Αγιου Λειψανου του γυρω στα 1983 μεσα σε πανηγυρικη ατμοσφαιρα εβγαλε κηρυγμα ο π. Γεωργιος καψανης και ειπε οτι εμεις οι αγιορειτες ακολουθουμε πιστα την ομολογια των αγιορειτων οσιομαρτυρων πατερων και του Κοσμα του Πρωτοεπιστατη οπου καναμε και την ανακομιδη του Αγιου του Λειψανου. Ελεγε αυτα τα λογια ενω ο ιδιος και πολλοι αγιορειτες ηγουμενοι μνημονευαν τοτε τον οικουμενιστη πατριαρχη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.