25 Αυγ 2013

Φώτης Κόντογλου (ποίημα)

Γράφει  πατήρ Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Δόξα τῆς Ἰωνίας, ἀδάμαστες ψυχές,
ποιὸς σᾶς ἐφιλοτέχνησε τὶς τόσες ὀμορφιές!
Ἀδραμυτίου κόλπος, τραγούδι μές στὸ φῶς,
πνοὴ νεομαρτύρων, ἀνθὸς μεθυστικός.

Ροδίζει ὁ ἥλιος στ' Ἀϊβαλί, μεστώνει ὁ καρπός,
κι ὁ Ὅμηρος στὴ λύρα του στοιχίζει τὸ ρυθμό.
'χτωήχι καὶ Τριώδιο ὁ Φώτης προσωδεῖ,
ἄδραξε τὸ χρωστήρα του καὶ πάτρια ὑμνεῖ.

Νάτος, μὲ πέντε τάλαντα στὸ θάμπος κανδηλιο,
ἀνδρώθηκε καὶ βίωσε ζωὴ ξερριζωμο...
Οἶδε Εὐρώπης ρεύματα, στοχάστηκε πολλά,
γιὰ τοῦτο καὶ ἐζήλωσε Ρωμιῶν τὰ ριζικά.

Ποιὸς εἶδε τέχνη Κόντογλου, εἰκόνα «μυστική»,
καὶ στὴν καρδιὰ δὲν νιωσε Βυζάντιου πνοή!
Πόσοι δὲν ἐμελέτησαν τοῦ «ραψωδοῦ» γραφή,
                                                                        καὶ στὴν ψυχὴ δὲν στάλαξε δροσιὰ Ἑλληνική!....

Ἐξάγνιζε τὰ χρώματα μὲ δάκρυα καυτά,
τήν πέννα του ἐβάπτιζε στὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς.
Ὁμολογίας χάρισμα ἀνέπτυξε τρανῶς,
καὶ «Ἔκφραση Ὀρθόδοξη» ἀνέλιξε σαφῶς.

Μὲ σθένος καὶ μὲ τόλμημα, μὲ θάρρος στὴν καρδιά,
ὡς Ἄτλας τὴν Παράδοση στοὺς ὤμους του κρατᾶ.
Μὰ καὶ σ' αὐτὸν τὸν Ἄθω, νέοι ἡσυχαστές,
γνώρισαν στὶς εἰκόνες του μορφὲς Βυζαντινές.

Καὶ βρέθηκαν, ἀλλοίμονο, ρηχοὶ καὶ φθονεροί,
νὰ κρίνουνε τὸ ἔργο του, νὰ ρίξουνε μομφή.
Μὰ ἐκεῖνο ποὺ κατόρθωσαν νὰ γίνει ἐπιμελῶς,
ἤτανε ν' ἀναδειχθοῦν τὰ ἔργα του λαμπρῶς.

Θρηνοῦσε φανερώνοντας ἀγάπη καρδιακή,
δακρυρροῶν ἀνέμελπε «Ὠδὴν Τριαδικήν»!
Ἔζησε «ἐν οἰκία του ὡς ὁ ἐρωδιός»,
πάντας τούς νεομάρτυρας ιστόρησ' εὐσεβῶς.

Σμιλεύτηκες Μαΐστορα μὲ βάσανα πολλά,
γιὰ τοῦτο καὶ ἐξάγνισες ρωμαίικη καρδιά.
Χιοπολίτης μάρτυρας Γεώργιος σεπτός,
συγκλόνισε μὲ βίο του ποὺ ἐχάραξες λυγρῶς.

Δὲν θὰ ἀγγίξει ὁ Κόντογλου σὲ φράγκικη καρδιά,
μήτε θὰ τὸν νοήσουνε φαιδροί του μαμμωνά.
Θέλει ν' ἀγγίξει ὁ πόνος του σ' ἀκήρατον ψυχή,
ζητάει «σάρκα κάκοψη», ταπείνωση κι «εὐχή».

Τὸ σκῆνος ἀναπαύεται εἰς Μάκρην Ἀττικῆς,
ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἐφραίμ, ἀγάλλει τὴν ψυχή.
Εὔχου ὑπὲρ «Ἀνατολῆς» ποὺ τόσο λοιδωροῦν,
τὰ ματωμένα χώματα, τὸν σπόρο καρτεροῦν.

Ζέφυρος τοῦ πελάγου, θωπεύει τὶς ἐλιές,
κι οἱ Ὅσιοι ξαγρύπνησαν στῶν βράχων τὶς σχισμές...
Λεβάντες, φῶς καὶ θάλασσα, πέτρα Αἰολική,
ὁμοὺ Πανσέληνος καὶ Κρής, βρῆκαν συνεχιστή.

Βάλσαμο στάζει στὴν καρδιά, ρυθμὸς Ἰωνικός,
τὰ σήμαντρα ἂς διαλαλοῦν γλυκύφθογγο ψαλμό.
Ἀναρριγοῦν τὰ λείψανα, σ' Αἰγειακὴ πνοή,
Κυδωνιῶν ὁ ἴστωρ, Ρωμιοὺς καθοδηγεῖ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.