17 Μαΐ 2013

Ὅσιοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης οἱ αὐτάδελφοι κτήτορες τῆς Μονῆς Βαρλαὰμ Μετεώρων

Οἱ Ἅγιοι αὐτάδελφοι ἱερομόναχοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τοῦ ἀρχοντικοῦ οἴκου τῶν Ἀψαράδων στὰ Ἰωάννινα, ἕναν οἶκο ποὺ διαδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὴ ζωὴ τῆς Ἠπειρωτικῆς πρωτεύουσας - +17 Μαΐου
Ἀρχικὰ τὸ ἐπώνυμο ξεκίνησε ὡς Ὀψαρᾶς καὶ σημαίνει τὸν ἰχθυοπώλη, ἀπὸ τὸ ὄψον - ὀψάριον - ψάρι. Ἀπὸ τὴν διαλάληση τῶν ἰχθυοπωλῶν [ὁ ψαρὰς] κατὰ φωνητικὴ ἀλίωση προῆλθε τὸ [ἀψαρᾶς] καὶ ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπώνυμο Ἀψαρᾶς. Ἀργότερα ἀπὸ τὸ ὀψαρᾶς προῆλθε τὸ «ὁ ψαράς».
Ἔντονη εἶναι ἡ παρουσία καὶ ἡ ἀνάμειξη μελῶν τῆς οἰκογένειας τῶν Ἀψαράδων στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς Ἠπείρου, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξουσίας τοῦ Σέρβου Δεσπότου Θωμὰ Πρελιούμποβιτς (1366/7 - 1384 μ.Χ.). Ἀναφέρεται ὁ Μιχαὴλ Ἀψαρᾶς «ἄνδρας ἐπίβουλος, καταδότης καὶ φαῦλος», τὸν ὁποῖο τίμησε γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του ὁ τύραννος μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ πρωτοβεστιάριου. Μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Πρελιούμποβιτς, ὁ Μιχαὴλ Ἀψαρᾶς συλλαμβάνεται, τυφλώνεται καὶ κατόπιν ἐξορίζεται. Ἀντίθετα ὁ συγγενής του Θεόδωρος Ἀψαρᾶς καλεῖται ὡς σύμβουλος ἀπὸ τὴν χήρα του δυνάστου Μαρία Ἀγγελίνα Παλαιολογίνα καὶ «…ἐντίμως τὸν ἀποστάτην θάπτουσι καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς τὸν βασιλέα Ἰωάσαφ εἰσφέρουσιν…».
Οἱ δύο Ὅσιοι γεννήθηκαν στὰ Ἰωάννινα, στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰώνα μ.Χ. Οἱ ἴδιοι ξεκινοῦν...
τὴν αὐτοβιογραφία τους ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀφιερώθηκαν στὸν Θεό, χωρὶς νὰ κάνουν καμία μνεία γιὰ τὴν ἀρχοντικὴ καταγωγή τους, τὴν ἀνατροφή, τὴν μόρφωση καὶ τὴν περιουσία τους. Οἱ γονεῖς τους καὶ οἱ τρεῖς ἀδελφές τους ἐνδύθηκαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ κατοικοῦσαν σὲ κάποιο κελλὶ κοντὰ στὸ χωριὸ τοῦ νησιοῦ. Τὸ ὄνομα τῆς τρίτης ἀδελφῆς τῶν Ὁσίων, πιθανότατα εἶναι Μαγδαληνή.
Οἱ δύο αὐτοὶ ἀδελφοί, Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης, οἱ Ἀψαράδες, ἔλαβαν μία ἀξιόλογη γιὰ τὴν ἐποχὴ τοὺς παιδεία στὴν περίφημη μονὴ τῶν Φιλανθρωπηνῶν ἐπὶ ἡγουμένου Μακαρίου Φιλανθρωπηνοῦ. Ὅμως, τὰ πλούτη, ἡ δόξα, ἡ ἱκανὴ μόρφωση στάθηκαν ἀδύνατα νὰ νικήσουν τὴν θεϊκή τους ἀγάπη. Σὲ πολὺ νεαρὴ ἡλικία, οἰστρηλατημένοι ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, κατέφυγαν στὸν μοναχισμὸ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Ἠπειρωτικὴ πρωτεύουσα καὶ δικαιώνοντας τὸν χαρακτηρισμό της ὡς «Μοναχοπόλεως». Τὸ ἱερὸ μοναχικὸ σχῆμα περιεβλήθησαν κατὰ τὸ 1495 μ.Χ. ἀπὸ κάποιον Ὅσιο γέροντα, Σάββα ὀνομαζόμενο (τιμάται 3 Φεβρουαρίου). Κοντὰ τοῦ ἔμειναν δέκα ὁλόκληρα χρόνια, στὸ ἀσκητήριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων μέχρι τὴν κοίμησή του, στὶς 9 Ἀπριλίου 1505 μ.Χ., συλλέγοντας τοὺς καρποὺς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα Σάββα ἀνεχώρησαν γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, στὴν ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, γιὰ νὰ ἀντλήσουν νέα στηρίγματα γιὰ τὴν κατοπινή τους μοναχικὴ πορεία. Στὸ «Περιβόλι τῆς Παναγίας» ἔγιναν δεκτοὶ ἀπὸ τὸν πρώην Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Νήφωνα Β' (τιμάται 11 Αὐγούστου), ὁ ὁποῖος μόναζε στὴ μονὴ Διονυσίου μετὰ ἀπὸ τὴν Τρίτη ἐκλογὴ τοῦ τὸ 1502 μ.Χ.
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς σύντομης παραμονῆς τους στὴ μονὴ Διονυσίου ζήτησαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν ἁγιασμένο καὶ φωτισμένο πνευματικό τους καθοδηγητή, Πατριάρχη Νήφωνα, «ὄρο καὶ κανόνα μοναχικῆς καταστάσεως». Ἀφοῦ μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἐκπλήρωσε τὶς ἐπιθυμίες τους καὶ μὲ τὴν ἀγαθὴ καρδιὰ τοῦ τοὺς ὅπλισε μὲ τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια γιὰ τὴν πνευματική τους σωτηρία, τοὺς συμβούλεψε νὰ ἐπιστρέψουν στὸ κελλὶ τῆς μετανοίας τους, συνεχίζοντας ἐκεῖ τους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τους.
Ὑπακούοντας στὶς παραινέσεις καὶ στὶς ἐντολὲς τοῦ Πατριάρχου Νήφωνος, ποὺ στάθηκε γι' αὐτοὺς δεύτερος πνευματικὸς πατέρας καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι δὲν θὰ παρέκλιναν ἀπ' ὅσα τοῦ παρήγγειλε, γύρισαν στὸ κελλί τους, στὸ νησὶ τῶν Ἰωαννίνων.
Ἐπειδὴ ὅμως τὸ βρῆκαν κατειλημμένο ἀπὸ κάποιους κοσμικοὺς ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα προέβαλαν καὶ κτιτορικὰ δικαιώματα ἐπάνω του, ἀναγκάσθηκαν νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν γιὰ δεύτερη φορά. Κατέφυγαν στὰ ἐνδότερα μέρη τοῦ νησιοῦ, ὅπου βρῆκαν, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τους, τόπο κατάλληλο γιὰ ἡσυχία καὶ ἄσκηση, κοντὰ σὲ κάποιο ἄλλο μισοερειπωμένο καὶ ἔρημο ἡσυχαστήριο, ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα. Αὐτὸ ἦταν κτισμένο σὲ μία σπηλιά, ἐπάνω ἀπὸ τὴ λίμνη, ὅπου τὰ νερὰ τῆς εἶχαν εἰσχωρήσει μέσα στὴν κοιλότητα τοῦ βράχου σχηματίζοντας μία πελώρια «Γούβα», ὅπως τοπικὰ ὀνομαζόταν.
Πρὶν πολλὰ χρόνια εἶχε ἁγιάσει στὸν τόπο αὐτό, ἕνας περίφημος γιὰ τὴν ἄσκησή του ἐρημίτης, ὁ Ἀντώνιος. Δεκαοκτὼ χρόνια εἶχε μείνει ἔγκλειστος στὸ κελλὶ καὶ εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πολλή του καθαρότητα μὲ διορατικὸ χάρισμα.
Εὐθὺς ἀμέσως ἐπισκέφθηκαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων τὴν εὐλογία του καὶ τὴν ἔγγραφη ἄδειά του γιὰ τὴν ἀνέγερση νέου ἡσυχαστηρίου. Γιὰ περισσότερη ἀσφάλεια ζήτησαν καὶ τὴν ἔκγριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Παχωμίου Ἃ' (1503 - 1504 μ.Χ., 1504 - 1513 μ.Χ.). Ἐκεῖνος μὲ ἰδιόγραφο πατριαρχικὸ γράμμα τοῦ στήριξε τὶς προσπάθειές τους, ἐνισχύοντάς τους μάλιστα μὲ τὴ διαβεβαίωση, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Μητροπολίτης, ὅτι κανένας δὲν θὰ τοὺς ἐμπόδιζε στὸ θεάρεστο ἔργο τους.
Ἀφοῦ ἐξασφάλισαν τὴν ἀπαιτούμενη ἄδεια καὶ ἔγκριση, προχώρησαν ἀμέσως στὴν ἀνέγερση ναοῦ καὶ στὸ κτίσιμο κελλιῶν. Ἡ κτιτορικὴ δημιουργία στὴν πράξη ἀποδείχθηκε ἕνας μεγάλος καὶ κοπιαστικὸς ἀγώνας. Ὅλη τὴν ἡμέρα οἱ Ὅσιοι δούλευαν νὰ κόψουν ἕνα μεγάλο τμῆμα βράχου, νὰ γεμίσουν μὲ χῶμα καὶ πέτρες τὴν γούβα, γιὰ νὰ ἀρχίσουν κατόπιν τὸ κτίσιμο. Τελικὰ τὸ 1506/1507 μ.Χ. ἀνήγειραν μὲ προσωπικὰ τοὺς ἔξοδα τὸ ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ μαζὶ μὲ αὐτόν, σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, περατώθηκε καὶ ἡ ἀνέγερση τῶν κελλιῶν καὶ τῶν λοιπῶν ἀπαραίτητων οἰκοδομῶν.
Οἱ ἱερομόναχοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης ἦταν κτίτορες ἑνὸς ἀκόμα μοναστηριοῦ. Μετὰ τὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ νησί, ἀνήγειραν γιὰ τὶς ἀδελφές τους καὶ τοὺς γονεῖς τοὺς τὸ μοναστικὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Λεπενό.
Ἡ ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Λεπενοῦ μὲ τὴν διαθήκη τῶν κτιτόρων κληροδοτήθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Βαρλαάμ. Αὐτὴν τὴν χρησιμοποιοῦσε ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰώνα μ.Χ. ὡς Μετόχι καὶ ὡς κατάλυμα σταθμεύσεως τῶν διακονητῶν Βαρλααμιτῶν, ποὺ φρόντιζαν τὰ κτήματα τῶν Ἀψαράδων στὴν Οὐσδίνα.
Ἡ πορεία τοὺς συνεχίστηκε μὲ δοκιμασίες. Ἡ τελευταία ἐπίθεση ἐναντίων τους ἦταν ἡ πιὸ ἐπώδυνη. Τὰ βέλη δὲν προέρχονταν ἀπὸ τοὺς ἀλλόπιστους Τούρκους, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τους ἐκκλησιαστικοὺς καὶ κοσμικοὺς ἄρχοντες τοῦ τόπου, γιὰ λόγους τοὺς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρουν στὴν αὐτοβιογραφίες τους, δὲν θέλησαν νὰ κοινοποιήσουν.
Βλέποντας ὅλη αὐτὴ τὴν δοκιμασία, τὸν πόλεμο καὶ τὴν κακία τῶν ἐχθρῶν νὰ αὐξάνεται, ἦλθε στὸ νοῦ τους ἡ συμβουλὴ τοῦ ἁγιορείτη γέροντός τους, τοῦ Ἁγίου Νήφωνος, ποὺ προορατικά τους εἶχε πεῖ: «Ὅταν καταλάβη ὑμᾶς πειρασμός, μὴ ἀντιστῆτε αὐτῶ, ἀλλὰ ἀναχωρήσατε ἐν μοναστηρίω καὶ εἰρηνεύσετε».
Πράγματι μετὰ ἀπὸ τέσσερα περίπου χρόνια παραμονῆς τους στὰ Ἰωάννινα ἐγκατέλειψαν ὁριστικὰ πιὰ τὴ νεόκτιστη μονή τους καὶ μετέβησαν κατὰ τὸ 1510/11 μ.Χ. στοὺς μετεωρίτικους βράχους ἀναζητώντας ἐκεῖ τὴ νέα ἑστία γιὰ τὴν ἀσκητική τους τελείωση.
Τοὺς δόθηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Σκήτης τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ὁ στύλος τοῦ Ἱεροῦ Προδρόμου ὅπου καὶ παρέμειναν γιὰ ἑπτὰ χρόνια.
Ἡ στενότητα ὅμως τοῦ βράχου καὶ τὸ ἀνθυγιεινὸ κλίμα ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς ἀνέμους δὲν τοὺς ἐπέτρεψε νὰ παραμείνουν περισσότερο ἐκεῖ. Γι' αὐτὸ καὶ στράφηκαν στὴν ἀναζήτηση καταλληλότερου χώρου. Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν μετεωρίτικων βράχων τοὺς εἵλκυσε περισσότερο ἕνας πλατὺς καὶ εὐάερος λίθος, ἡσυχαστικὸς καὶ ἀρκετὰ εὐρύχωρος, κατάλληλος γιὰ κατοικία, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν τοῦ Βαρλαάμ. Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ ἦταν παρμένη ἀπὸ τὸν πρῶτο ἐρημίτη - οἰκιστή, ποὺ σκαρφάλωσε καὶ ἐγκαταβίωσε στὴν ἀπάτητη αὐτὴ κορυφή.
Στὸν βράχο λοιπὸν τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁλοκληρωτικὰ ἔρημος καὶ ἀκατοίκητος πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, οἱ δύο Ὅσιοι ἀνέβηκαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνος καὶ τοῦ τότε καθηγουμένου τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1517/18 μ.Χ.
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάβασή τους στὸν βράχο ἄρχισαν τὶς οἰκοδομικές τους ἐργασίες, γιατί δὲν σώζονταν τίποτε ἀπὸ τὰ παλαιότερα κτίσματα. Ἀφοῦ ἔκτισαν μερικὰ πρόχειρα κελλιὰ γιὰ κατοίκηση, πρώτη τους δουλειὰ ἦταν νὰ ἀνεγείρουν τὸν τέλεια ἐρειπωμένο ναό. Ἀπὸ τὸ παλαιὸ ἐκκλησάκι, ποὺ ὁ ἐρημίτης Βαρλαὰμ εἶχε ἀφιερώσει στοὺς Ἁγίους Τρεῖς Ἱεράρχες, σώζονταν μόνο μερικὰ ἑτοιμόρροπα τμήματα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα, ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες γιὰ ἀρκετὸ καιρό.
Γι' αὐτό, μὲ ἀνεξάντλητους σωματικοὺς κόπους καὶ ταλαιπωρίες, μὲ τὴν ἀμέριστη συμπαράσταση τῶν Ὁσίων ὑποτακτικῶν τους, Βενεδίκτου καὶ Παχωμίου, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μαζί τους καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ προχώρησαν στὴν ἐκ βάθρων ἀνέγερση τοῦ ναοῦ.
Γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριάντα χρόνια ἀπαρασάλευτη φύλαξαν τὴν ἀκολουθία τῶν θείων ὕμνων καὶ προσευχῶν, τὴν ὁλονύκτια ἀγρυπνία τῶν Κυριακῶν, καθὼς καὶ κάθε ἄλλης δεσποτικῆς ἑορτῆς ἢ καὶ μνήμης μεγάλου Ἁγίου, ἐνῶ κατὰ τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τὸ ἥμισύ της νυκτὸς τὸ εἶχαν ἀφιερώσει στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ δὲ καθημερινή τους δίαιτα ἦταν ὑπερβολικὰ ἀσκητικὴ καὶ ἀδιάπτωτη.
Τὸ 1542 μ.Χ. θεμελίωσαν τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων. Στὶς 17 Μαΐου τοῦ 1544 μ.Χ., ἡμέρα Σάββατο, τὴν ἐνάτη βυζαντινὴ ὥρα ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Πάντων ὁλοκληρώθηκε.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Ὅσιος Θεοφάνης εἶχε ἤδη δέκα μῆνες ἀσθενὴς στὸ κρεβάτι καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του βρισκόταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου του. Καί, ἐνῶ ὅλοι οἱ συμπαραστεκόμενοι ἀδελφοὶ καὶ πατέρες γύρω του ἔκλαιγαν καὶ θρηνοῦσαν καὶ μὲ μάτια δακρυσμένα ἔψελναν τὸν κατανυκτικὸ Παρακλητικὸ Κανόνα, ἔγινε ἕνα θαῦμα. Ξαφνικὰ ἕνα ὑπέρλαμπρο καὶ διαυγέστατο ἀστέρι εἶχε σταθεῖ πάνω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου, καταλάμποντας τὸ μὲ ὑπερκόσμιο φῶς! Μὲ τὴν δύση τοῦ ἡλίου ἡ ψυχὴ τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μετέστη στὶς αἰώνιες μονές. Ταυτόχρονα ἔσβησε καὶ τὸ ὑπερφυσικὸ ἀστέρι, σημεῖο τῆς ἀμέτρητης δόξας ποὺ τὸν περίμενε στὴν οὐράνια πολιτεία. Ἔξι χρόνια ἀργότερα, δεύτερη ἡμέρα τῆς Διακαινησίμου, στὶς 7 Ἀπριλίου 1550 μ.Χ., ἀναπαύθηκε καὶ ὁ Ὅσιος Νεκτάριος. Ὁ τάφος τους καὶ τὰ ἅγια λείψανά τους, τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου καὶ τὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μὲ ἄφθαρτο τὸ δέρμα ἐπὶ τῶν ἁγίων ὀστῶν τους, ἀποτελοῦν πηγὴ δυνάμεως γιὰ τοὺς ἀδελφούς της μονῆς καὶ τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητές.
Συναξαριστὴς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.